Ἡ ἄσκηση σὲ καιροὺς ἀφθονίας

τῆς Μαρίας Κορνάρου

Ἡ ἐποχή μας εἶναι μία ἐποχὴ ὑλιστική. Δηλαδή, ἀγαπᾶ πολὺ αὐτὰ ποὺ βλέπει καὶ αὐτὰ ποὺ νιώθει. Τὰ ἐκτιμᾶ ἰδιαίτερα. Θεωρεῖ ὅτι ἀξίζουν μεγάλους κόπους, μεγάλες θυσίες, μεγάλο ἀγῶνα πνευματικὸ γιὰ ν’ἀποκτηθοῦν. Ἐπειδὴ ἀλήθεια, τὶ εἶναι ἄραγε οἱ δίαιτες, οἱ καλλωπισμοί, τὸ κυνήγι τοῦ πλούτου, παρὰ κόπος τῆς ψυχῆς γιὰ νὰ ὐπηρετήσει τὰ ὑλικὰ ἀγαθά; Αὐτὸς εἶναι ἀγώνας μεγάλος τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων, νὰ τιθασσεύουν διάφορες ἐπιθυμίες τους, νὰ πολεμήσουν τὴν ὀκνηρία τους καὶ διάφορες ἄλλες τάσεις τους, ὥστε νὰ ἐκπληρώσουν ἄλλες ἐπιθυμίες, ποὺ τοὺς φαίνονται προτιμότερες. Εἶναι ἕνας ἀγώνας συχνὰ δύσκολος, μπορεῖ κάποτε δυσκολότερος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ κάνει ἕνας χριστιανός –ἀς σκεφτοῦμε, γιὰ παράδειγμα, τὶς κοπέλες τῶν ἐπιδείξεων μόδας, ποὺ λιμοκτονοῦν ἐκούσια μιὰ ζωή!– ὅμως εἶναι πάντοτε ἀγώνας χωρὶς καμία ἀνταμοιβή, γιατὶ δὲν εἶναι ἀγώνας ποὺ γίνεται γιὰ τὸ Θεό, ἀλλὰ γιὰ τὶς κοσμικὲς ἐπιθυμίες. Κι αὐτὲς εἶναι τόσο λίγες, ποὺ δὲν εἴμαστε ἄδικοι ἂν ποῦμε ὅτι ἡ ἀνταμοιβὴ εἶναι μηδενική. Ἔτσι, οἱ ἄνθρωποι τῆς ὑλιστικῆς ἐποχῆς μας ἐφαρμόζουν ἀνάποδα τὴ διδαχὴ τοῦ Παύλου: ἀντὶ νὰ εἶναι νεκροὶ γιὰ τὸν κόσμο, αὐτοὶ πεθαίνουν –ἐξουδενώνονται, κοπιάζουν, δυσκολεύονται– γιὰ τὸν κόσμο. Γιὰ νὰ τὸν κερδίσουν.

Συνάμα κατηγορεῖται ὁ Χριστιανισμός, ποὺ σὲ παρόμοιες καὶ αὐστηρότερες στερήσεις ὑποβάλλει τοὺς πιστούς, ὅτι ἀντιμάχεται τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὶς ἀνθρώπινες ἐπιθυμίες. Ἰδίως ἐπειδὴ ἀντιμάχεται τὶς ἐπιθυμίες τοῦ σώματος. Διότι μεγάλο μέρος τῶν ἠθικῶν ἐντολῶν τοῦ χριστιανισμοῦ –οὐ κλέψεις, οὐ φονεύσεις καὶ λοιπὰ– καὶ τῶν ἀρετῶν ποὺ προβάλλει ἡ χριστιανικὴ διδαχή, ὅπως τὸ ἀγάπα τὸν πλησίον, δῶσε ἐλεημοσύνη καὶ ἄλλα, τὶς περισσότερες φορὲς βρίσκουν ἀνταπόκριση καὶ στὴν κοινωνία. Ἐντάσσονται ἤδη, ἀναδιατυπωμένες καταλλήλως, στὸν κοσμικὸ κώδικα ἠθικῆς, ἕναν κώδικα ποὺ θέλει νὰ θεωρεῖται αὐτόνομος καὶ αὐτοΐδρυτος. Ὅμως οἱ ἐντολὲς τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ὑλικὴ βιοτὴ τοῦ ἀνθρώπου –ἡ νηστεία, ἡ ἐγκράτεια, ἡ ὀλιγοκτημοσύνη– δὲν ἔχουν κερδίσει τέτοια ἀναγνώριση. Τουναντίον, θεωροῦνται σχεδὸν κακίες, αὐθυπόβλητα βασανιστήρια στὰ ὁποῖα ὐποβάλλει ὁ κακὸς Χριστιανισμὸς τοὺς ἀνθρώπους, πείθοντάς τους ὅτι θὰ εὐχαριστηθοῦν στὸ ἐπέκεινα. Αὐτὴ ἡ στράτευση τοῦ κόσμου μας ἐναντίον τοῦ ἀσκητικοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι διόλου πρωτότυπη, ἀλλὰ μάλιστα εἶναι ἤδη γραμμένη στὸ Εὐαγγέλιο: «εἰ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν». Ἡ ἀγανάκτηση μπροστὰ στὶς ἐκούσιες στερήσεις κρύβει αὐτὴν τὴν ἀνησυχία τοῦ θνητοῦ ποὺ δὲν πιστεύει στὴ μεταθανάτια ζωή, καὶ γνωρίζοντας ὅτι τὰ χρόνια του εἶναι μετρημένα, ἀνησυχεῖ μήπως δὲν εὐχαριστήθηκε ὅσο θά’πρεπε.

Ἡ σωματικὴ ἄσκηση στὴν ὁποῖα μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία γίνεται ἔτσι ὁμολογία πίστεως. Πρόκειται γιὰ μία ἔμπρακτη περιφρόνηση τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος εἶναι προσωρινός, τῶν αἰσθήσεων, οἱ ὁποῖες δὲν μποροῦν νὰ νιώσουν τὴν θεία Χάρη, τοῦ ἐαυτοῦ μας, ποὺ δὲν γνωρίζει τὶ τὸν ὠφελεῖ στ’ἀλήθεια. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, εἶναι μία καθημερινὴ κατάφαση τῶν θείων ἐπαγγελιῶν, μία πραγματικὴ μίμηση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ ἔμπρακτη πίστη στὴν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἀλλιῶς μοιάζουμε μ’ἐκεῖνον ποὺ ἀμφιβάλλει ἂν θὰ τὸν πληρώσει ὁ ἐργοδότης του στὸ τέλος τοῦ μηνός, γι’αὐτὸ κρατᾶ κομπόδεμα ὥστε νὰ ἀποφύγει τὴν πενία τὶς ἑπόμενες μέρες. Κρατᾶμε δηλαδὴ τὶς ἀπολαύσεις τῆς παρούσας ζωῆς, «γιὰ καλὸ καὶ γιὰ κακό», ἀμφισβητῶντας ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἐκπληρώσει τὴν ἐπαγγελία τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, ὅτι ὑπάρχει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ὅπου θὰ χαιρόμαστε αἰωνίως. Ἂν ἀντίθετα τὸ πιστεύαμε ἀκράδαντα, ὅτι μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸ θεῖο θέλημα κερδίζονται τὰ μέλλοντα ἀγαθά, δὲν θὰ σκεφτόμασταν στιγμὴ τὶς παροῦσες στερήσεις. Θὰ τὶς ὑπομέναμε ἐκουσίως, ἀκριβῶς ὅπως καλεῖται νὰ κάνει ὁ Χριστιανὸς στὴν παρούσα ἐποχὴ τῆς ἀφθονίας καὶ τῆς ὑλικῆς πλησμονῆς, ὅπου οἱ στερήσεις μόνο θεληματικὲς μποροῦν νὰ εἶναι γιὰ τοὺς περισσότερους ἀπὸ ἑμᾶς στὸν ἀνεπτυγμένο κόσμο. Ἔτσι ὑπέμεναν καὶ οἱ μεγάλοι ἀσκητές, τότε ποὺ οἱ συνθῆκες ζωῆς ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἦταν συνθῆκες στέρησης ἀκούσιας. Ὑπέμεναν ἐκουσίως στερήσεις ἀκόμη μεγαλύτερες ἀπ’τὸ κανονικό. Αὐτὴ ἦταν ἡ ὑπακοή τους στὸν Χριστό.