Η Αργατία στον Πόντο… αλλά και σήμερα!

Μέσα στις ίδιες και πολύ χειρότερες με την Ελλάδα συνθήκες, οι Έλληνες του Πόντου, αποκομμένοι και απομονωμένοι από τον βασικό κορμό του ελληνισμού, αξιοποίησαν και ανέπτυξαν μορφές εργασίας και κοινής προσπάθειας σε συνεταιρι­στική βάση, σε διάφορες εργασίες τους.
 
Οι συλλογικές αυτές προσπάθειες δεν πήραν την οργανωμένη και συστηματική μορφή του σύγχρονου συνεταιρισμού με επιχει­ρηματική βάση. Ήταν περισσότερο μορφές συνεταιριστικής εργασίας και ακόμη συνεταιριστικής οργάνωσης με έντονο συνεταιριστικό περιεχόμενο στο πνεύμα της αλληλεγγύης, της συλλογικής προσπάθειας και εξυπηρέτησης των αναγκών τους, παραγωγικών και καταναλωτικών ή για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων φιλανθρω­πικών, κοινοτικών και θρησκευτικών σκοπών.
 
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα συνεταιριστικής προσπάθειας στον Πόντο. Θα αναφερθούμε, όμως, μόνον σε τέσσερις χαρακτηριστικές περιπτώσεις, που έχουν ιδιαίτερη σημασία και συγκεκριμένα την αργατία, το παρχάρ, τη συνεργατική μεταλλείων και συνεργατική χαλιών.
 
Η αργατία ήταν πολύ διαδεδομένος εθιμικός θεσμός σε αγροτικές εργασίες, σε ημέρες αιχμής. Σημαίνει την από κοινού εργασία πολλών ατόμων μαζί, για την εξυπηρέτηση αναγκών τρίτου προσώπου, χωρίς αμοιβή, σε ανταποδοτική βάση με εργασία.
 
Η αργατία απαντάται και στην αλιεία, ιδιαίτερα από γυναίκες, για το κούλισμα, δηλαδή το καθάρισμα των ψαριών από τα κεφάλια τους, στα γνωστά ψάρια του Πόντου, τα χαψία.
 
Το θεσμό της αργατίας βλέπουμε ακόμη πολλές φορές με σκοπούς φιλανθρωπικούς, πολιτιστικούς ή θρησκευτικούς. Από κοινού, πολλοί μαζί, ιδιαίτερα νέοι, κάνουν αργατία, για να βοηθήσουν μια χήρα στα χωράφια της, να κατασκευάσουν έναν δρόμο ή μια γέφυρα ή να χτίσουν μια εκκλησία.
 
Το παρχάρ ήταν, επίσης, ένας πολύ διαδεδομένος θεσμός. Στην κτηνοτροφία, ήταν σε πολλά μέρη του Πόντου βασική απασχόληση. Η βοσκή, όμως, δεν επαρκούσε και έπρεπε τα ζώα στους θερινούς μήνες να ανεβαίνουν ψηλά στα βουνά για ελεύθερη και πλούσια βοσκή. Η ανάγκη αυτή υποχρέωσε στην οργάνωση του θεσμού του παρχαριού. Πρέπει να σημειώσουμε ότι παρχάρ σημαίνει λιβάδι. Είναι γνωστά τα παρχάρια στα βουνά της Κρώμνης, της Μούζενας και της Ζίγανας.
 
Σε μεγάλα υψώματα στα βουνά έβρισκες διάσπαρτες καλύβες, συνήθως δέκα έως δεκαπέντε μαζι, σε μέρος προσήλιο, χωρίς αέρα, με κρύο νερό και φυσικά σε περιοχή πλούσια σε βοσκή. Η καλύβα χρησίμευε για κατοικία και γαλακτοκομικό εργαστήριο. Κάθε καλύβα είχε περιτοίχισμα για αυλή για τα μεγάλα ζώα, τις αγελάδες. Υπήρχε ακόμη σε κάθε ομάδα καλυβών ένα μεγάλο περιτοίχισμα για τα μικρά ζώα, πρόβατα και κατσίκια, και μια καλύβα για τον κοινοτικό τσοπάνο. Αυτό ήταν ένα παρχάρ. Ο τσοπάνος ήταν ο μόνος άντρας στο παρχάρ και είχε μαζί του και την οικογένειά του. Όλες οι άλλες ήταν γυναίκες και λέγονταν παρχαρέτ’ ή παρχαρομάνες.
 
Προχωρημένες μορφές συνεταιριστικής οργάνωσης είναι οι συνεργατικές μεταλλείων ελληνικών κοινοτήτων. Τέτοιες συνεργατικές λειτούργησαν όπου υπήρχαν μεταλλεία και συγκεκριμένα στις κοινότητες Αργυρούπολης, Νικόπολης και αργότερα στις περιοχές Ταύρου και Αντιταύρου (Ακ Νταγ Ματέν, Έργιν).
 
Από το σύνολο των κερδών των μεταλλείων, μερικά ποσά προορίζονταν για έργα οδοποιίας, εκπαιδευτικούς σκοπούς και ίδρυση υφαντουργείων και πιο πολλά ταπητουργείων. Οι προίκες των ορφανών κοριτσιών εξασφαλίζονταν από τα αποθέματα της συνεργατικής των μεταλλείων.
 
Μια άλλη μορφή συνεταιριστικής οργάνωσης ήταν οι συνεργατικές για την κατασκευή χαλιών, που ήταν κοινοτικοί συνεταιρισμοί και είχαν ως κύριο σκοπό την απασχόληση της νεολαίας σε έργα οικοτεχνίας και τη δημιουργία πόρων για την ενίσχυση ασθενέστερων οικονομικά προσώπων και παράλληλα εκτέλεση ευαγών έργων.
 
Στέργιος Κατσανίδης
 
Εισήγηση στο Β” Παγκόσμιο Συνέδριο του Ποντιακού Ελληνισμού (31 Ιουλίου – 7 Αυγούστου 1988 στη Θεσσαλονίκη).