Μ. Κ.
Ἡ Χριστιανικὴ φιλανθρωπία ἐκφράστηκε πολὺ νωρὶς στὴν Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία μὲ τὴν ἵδρυση καὶ προώθηση ξενώνων (νοσοκομείων), γηροκομείων καὶ ὀρφανοτροφείων.. Οἱ ξενῶνες αὐτοὶ εἶναι γέννημα τῆς θεολογικῆς σκέψης τῶν Πατέρων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας κατὰ τὸν Δ’ αἰῶνα. Ἔτσι, εἶναι γεγονὸς ὅτι στὸν ἴδιο τόπο ὅπου οἱ φωτισμένοι αὐτοὶ ἄνδρες, ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος κ.ἄ., ἔδρασαν, ἐμφανίστηκαν τὰ πρῶτα Νοσοκομεῖα. Ὁ Μέγας Βασίλειος δημιούργησε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Καισάρειας ἕνα ἵδρυμα ποὺ τὸ ὀνόμασε «Πτωχοτροφεῖο» ἢ «Πτωχεῖο», ἀντὶ τοῦ ὅρου «Ξενοδοχεῖο» ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ Ἀντιοχεῖς Πατέρες γιὰ τὰ ἱδρύματά τους. Ὁ μέγιστος ἀριθμὸς πτωχῶν καὶ ἀσθενῶν ποὺ φιλοξενοῦσε τὸ ἵδρυμα ἦταν 30–40 ἄτομα. Ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς ἀναφέρει ὅτι στὸ ἵδρυμα αὐτὸ εὕρισκαν τροφὴ καὶ θεραπεία λεπροὶ καὶ ἀνάπηροι. Ὁ Μ. Βασίλειος εἶχε ἐπανδρώσει τὸ πτωχεῖο μὲ γιατροὺς καὶ νοσηλευτὲς ποὺ εἶχαν ἀναλάβει τὴ νοσηλεία τῶν ἀσθενῶν. Ὁ ἴδιος, στὰ πλαίσια τῶν Ἐπισκοπικῶν καθηκόντων του ὄχι μόνο ἐπισκεπτόταν τοὺς ἀσθενεῖς, ἀλλὰ καὶ τοὺς διακονοῦσε (τοὺς χαιρετοῦσε διὰ φιλήματος, θεράπευε τὰ σωματικά τους ἐνοχλήματα, ἔδενε τὰ τραύματά τους), χρησιμοποιώντας καὶ τὴν ἰδιότητα τοῦ γιατροῦ ποὺ εἶχε ἀποκτήσει στὴν Ἀθήνα. Τὸ ἵδρυμά του θεωρεῖται ἀπὸ πολλοὺς ἐρευνητὲς ὡς τό πρῶτο Νοσοκομεῖο τοῦ Δυτικοῦ κόσμου (1).
Τὴν ἴδια ἐποχή, ὅταν ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀνῆλθε στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο, διέθεσε τὰ χρήματα τοῦ Ἐπισκοπικοῦ ταμείου γιὰ τὴν ἀνέγερση ἱδρυμάτων στὴν Κωνσταντινούπολη, τὰ ὁποῖα ὁ βιογράφος του Παλλάδιος ἀποκαλεῖ «Νοσοκομεῖα» ἀναφέροντας ὅτι διέθεταν ἰατρικὸ καὶ νοσηλευτικὸ προσωπικό. Οἱ νοσηλευτὲς ἦταν ἐθελοντὲς προερχόμενοι ἀπὸ ὁμάδες ἀσκητῶν τῆς πόλεως (1). Ἀπὸ τὸν 4ο αἰῶνα αὐτὰ τὰ κέντρα τῆς φιλανθρωπίας, οἱ εὐαγεῖς οἶκοι, συνέχισαν νὰ ἐπεκτείνουν τὶς ἰατρικὲς τους ὑπηρεσίες, ἰδιαίτερα ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουστινιανοῦ (527-565 μ.Χ.) καὶ ὡς τὸν 12° αἰῶνα. Ὁ κατεξοχὴν αὐτὸς χῶρος ἄσκησης τῆς Ἰατρικῆς, παρεῖχε ἐξειδικευμένη θεραπεία στοὺς νοσοκομειακοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἐξωνοσοκομιακὲς ὑπηρεσίες στὸ γενικὸ πληθυσμό. Ἐπιπλέον στοὺς ξενῶνες ἐδιδάσκετο ἡ θεωρία καὶ ἡ πρακτική τῆς Ἰατρικῆς, σὲ ὅσους ἐπιθυμοῦσαν νὰ γίνουν γιατροί.
Ἡ Ἰατρικὴ τοῦ Ἱπποκράτη καὶ τοῦ Γαληνοῦ καὶ ἡ Χριστιανικὴ φιλανθρωπία, εἶχαν συζευχθεῖ στὴν Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, διατηρώντας τὴν ἰσχὺ τοῦ ἰατρικοῦ ἐπαγγέλματος. Διάσημοι γιατροὶ ὅπως ὁ Ὀρειβασίας (325-403 μ.Χ.), ὁ Ἀέτιος (περὶ τὸ 500 μ.Χ.), ὁ Ἀλέξανδρος ἐκ Τράλλεων (μέσα τοῦ 6ου αἰῶνα), ὁ Παῦλος ὁ Αἰγινήτης (625-690 μ.Χ.) συνέχισαν τὶς μέχρι τότε ἰατρικὲς γνώσεις ποὺ ἀπετέλεσαν τὸν πυρήνα τῆς ἰατρικῆς πράξης καὶ ἐκπαίδευσης. Οἱ ξενῶνες ἀνῆκαν στὴν Ἐκκλησία ἢ στὶς Μονές, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ φιλάνθρωποι εἶχαν στήσει κλίνες καὶ νοσοκομοῦσαν οἱ ἴδιοι. Ἔφεραν δὲ οἱ ξενῶνες τὰ ὀνόματα τῶν Μονῶν ἢ τῶν ἱδρυτῶν, ἢ τῶν μερῶν εἰς τὰ ὁποῖα εἶχαν οἰκοδομηθεῖ. Ὄχι μόνον δὲ στὶς μεγάλες πόλεις ὑπῆρχαν ξενῶνες, ἀλλὰ καὶ στὰ προάστια καὶ μεγάλους σταθμοὺς συγκοινωνιῶν καὶ παράλια μέρη, κυρίως ὅπου ὑπῆρχε ἀνάγκη νὰ παρασχεθεῖ σὲ πάσχοντα ἢ ταλαιπωρηθέντα ταχεῖα περίθαλψη ἢ καὶ νοσηλεία. Πολλοὶ δὲ ἦσαν σὲ μέρη ὑγιεινά, κοντὰ σὲ Ἐκκλησίες ἢ Μονὲς ἢ ἰαματικὲς καὶ θαυματουργικὲς πηγὲς ὑδάτων, ὅπως π.χ. τὸ ἰατρεῖο τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, τὸ χρονολογούμενο πρὸ τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακὸς (βλ. Εὐγενίου ἱερέως [Γεδεῶν Μ αν.], Ἡ Ζωοδόχος Πηγή, σελ. 17).
Ὀνομαστοὶ ξενῶνες ἀναφέρονται «Ἡ Βασιλειάς», «τὸ μέγα καταγώγιον τοῖς ξένοις», τὸ ἱδρυθὲν ὑπό τοῦ Μεγάλου Βασιλείου (βλ. Ἀρ. Π. Κούζη, Περὶ Βυζαντινῶν νοσοκομείων, ἴδια δὲ ξενώνων κατὰ τὸν ΙΒ΄ αἰῶνα. Ἀρχ. Ἰατρ. τόμ. ΙΕ΄, σελ. 40 καὶ ἐφ.), ὁ «Ξενὼν τοῦ Σαμψών», ὁ καείς κατὰ τὴν στάση του Νίκακαὶ ἐπανιδρυθείς ὑπὸ Ἰουστινιανοῦ, ὁ «Ξενὼν Ζωτικοῦ» τοῦ Ὀρφανοτρόφου, στὸ ὁποῖο τμῆμα λεπρῶν ἵδρυσε ὁ Ἰουστίνος ὁ Β΄. Οἱ τέσσερις ξενῶνες τοῦ Σαμψών (Ἀπὸ τὸν Βίο τοῦ Σαμψῶνος μαθαίνουμε ὅτι αὐτὸς ὁ Χριστιανὸς ἰατρὸς τῆς πρῶτο-Βυζαντινῆς περιόδου μετέβαλε τὶς ἀρχαῖες ἐπαγγελματικὲς συνήθειες, ὅταν ἐπέτρεψε σὲ ἀσθενεῖς νὰ συγκατοικήσουν καὶ νὰ μοιρασθοῦν τὴν τροφή του, ἕως ὅτου ἀνακτήσουν τὴν ὑγεία τους» ), τοῦ Εὐβούλου, τῆς Εἰρήνης, καὶ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ἐπέζησαν τῶν ταραχῶν τοῦ 7ου καὶ 8ου αἰῶνα καὶ διέσωσαν μία συνεχή παράδοση ἀπὸ τὶς ἡμέρες τοῦ Ἰουστινιανοῦ.
Ἀλλὰ καὶ οἱ πλεῖστοι τῶν Αὐτοκρατόρων ἀπὸ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (303-337 μ.Χ.) καὶ συγγενεῖς αὐτῶν, δὲν ἔπαυσαν νὰ ἱδρύουν ξενῶνες σὲ διάφορα μέρη τῆς Αὐτοκρατορίας, κυρίως δὲ στὴν Κωνσταντινούπολη (βλ. Κ. Ἀμάντον, Ἡ Ἑλληνικὴ φιλανθρωπία κατὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς χρόνους, Ἀθῆναι 1923), στοὺς ὁποίους ὄχι σπανίως καὶ αὐτὲς οἱ Αὐτοκράτειρες ἀναφέρονται νὰ διακονοῦν, ὡς π.χ. ἡ Αὐτοκράτειρα Πλακίλλα (Migne 82, 1237). Δυστυχῶς ἀγνοοῦμε τελείως τὶς λεπτομέρειες τῆς ὀργάνωσης καὶ λειτουργίας τῶν ἀρχαιότερων αὐτῶν ξενώνων, οἱ ὁποῖοι πάντως βρίσκονταν ὑπὸ διεύθυνση ἀνωτέρας ὑπηρεσίας τοῦ κράτους. Κατόπιν ὅμως συναντᾶμε ὀργανισμοὺς νοσοκομείων τελειότατους, ἀμιλλωμένους πρὸς τοὺς σημερινούς. Ἔτσι τὸ τυπικό τῆς μονῆς τῆς Παναγίας τῆς Κοσμοσωτήρας, ποὺ ἱδρύθηκε στὴν Θράκη παρὰ τὴν Αἶνον (1152 μ.Χ.) ἀπὸ τὸν Σεβαστοκράτορα Ἰσαάκιο, τρίτο υἱὸ τοῦ Ἀλεξίου Α΄ Κομνηνοῦ, περιελάμβανε ὀργανισμὸ νοσοκομείου ἐκ 36 κλινῶν, προνοοῦντα περὶ τροφῆς, στρωμνῶν, ἐνδυμάτων, λουτρῶν κ.λ.π.
Ἀργότερα, κατὰ τὸν ΙΒ’ αἰῶνα (1136 μ.Χ.), ὁ Αὐτοκράτορας Ἰωάννης Β’ Κομνηνὸς ἵδρυσε τὴ Μονὴ Παντοκράτορος ποὺ περιελάμβανε, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, δύο φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα ἐκ τῶν ὁποίων τὸ ἕνα προοριζόταν γιὰ θεραπεία ἀσθενῶν. Ὁ ξενῶνας αὐτὸς εἶχε μεγάλη ὁμοιότητα μὲ τὰ σημερινὰ ὀργανωμένα Νοσοκομεῖα. Στὸ τυπικό τῆς μονῆς, ποὺ ἐξέδωσε ὁ Αὐτοκράτορας, ἀντλοῦμε πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὴ λειτουργία, τὸ προσωπικὸ καὶ τὴ διοίκηση τοῦ ξενῶνα (2). Ἡ μεγάλη αὐτὴ καὶ περίλαμπρη μονὴ τοῦ Παντοκράτορος, ἐπὶ τῶν ἐρειπίων τῆς ὁποίας ἔχει τώρα ἱδρυθεῖ τὸ Ζεϊρὲκ-κιλισὲ-τζαμί, εἶχε δύο κλινικές, ἐν μὲν τρίκλινον ἢ τρικλινάριον χάριν τῶν μοναχῶν, ἕνα δὲ ξενῶνα, ἤτοι νοσοκομεῖο, χάριν τῶν ἀρρώστων τῆς πόλεως (βλ. Ἀν. Ὀρλάνδου, Μοναστηριακὴ ἀρχιτεκτονική, Ἀθῆναι 1927, σελ. 48 καὶ ἐφ.).
Ὁ ξενὼν αὐτὸς περιεῖχε 50 κλίνες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες 10 ἀποτελοῦσαν ἕνα ἰατρικὸ τμῆμα (ὄρδινον). Δέκα ἀπὸ τὶς κλίνες προορίζονταν γιὰ τοὺς χειρουργικοὺς ἀρρώστους, εἴκοσι γιὰ τοὺς παθολογικούς, δώδεκα γιὰ τὶς πάσχουσες ἀπὸ γυναικολογικὲς παθήσεις ἢ ἐπίτοκους ἢ λεχῶνες, ὀκτὼ δὲ γιὰ τὰ ὀφθαλμολογικὰ νοσήματα. Ἰδιαίτερο διαμέρισμα χρησίμευε γιὰ τοὺς πάσχοντες ἀπὸ ἐπιληψία ἢ φρενικὲς νόσους. Τέλος λειτουργοῦσε σὲ αὐτὸ καὶ ἐξωτερικὸ ἰατρεῖο, ἢ ἀστυκλινική. Τὸ ἰατρικὸ προσωπικό τοῦ παθολογικοῦ τμήματος ἀπετελοῦνταν ἀπὸ δύο πρωτιάτρους, καλουμένους πρωτομυνητάς, τρεῖς ἐπιμελητὲς (ἔμβαθμοι ὑπουργοὶ) καὶ δύο βοηθοὺς (περισσοὶ ὑπουργοί). Τοὺς δύο πρωτομυνητάς ἰατροὺς ἀντικαθιστοῦσαν στὸ χειρουργικὸ δύο εἰδικοὶ χειρουργοὶ (τραυματικοί), γιὰ δὲ τοὺς πάσχοντες ἀπὸ κήλη, ὑπῆρχε εἰδικὸς κηλοτόμος. Στὸ γυναικολογικὸ τμῆμα ὑπῆρχαν 2 ἰατροὶ (γυναικεῖοι) καὶ μία ἰάτραινα, τὴν ὑπηρεσία δὲ ἐπιμελητῶν καὶ βοηθῶν τῶν ἄλλων τμημάτων ἐκτελοῦσαν γυναῖκες, καλούμενες ἔμβαθμοι ἢ περισσαὶ ὑπούργισσαι. Στὸ ἐξωτερικὸ ἰατρεῖο ἐργάζονταν 2 παθολόγοι ἰατροὶ (διαιτητικοὶ καλούμενοι) καὶ δύο τραυματικοί, ἐκτὸς τῶν ἐπιμελητῶν καὶ βοηθῶν. Οἱ ἰατροὶ τῶν τμημάτων ὑπηρετοῦσαν ἐναλλάξ, μῆνα δηλαδὴ παρὰ μῆνα, δηλαδὴ κάθε ἰατρὸς ὑπηρετοῦσε 6 μῆνες τὸ ἔτος. Ἡ ἐπίσκεψη τῶν ἀσθενῶν γινόταν καθ᾿ ἑκάστη, ἀπὸ δὲ τῆς 1ης Μαΐου μέχρι 14ης Σεπτεμβρίου καὶ μετὰ τὸ δειλινό. Τὴν νύκτα ἀνάβονταν ἀνὰ μία κανδήλα στὰ διάφορα διαμερίσματα τοῦ ξενῶνα καὶ τρικάνδηλο στὴν τράπεζα καὶ καθέδρα τῶν ἰατρῶν, διενυκτέρευε δὲ σὲ κάθε ὄρδινον ἀπὸ ἕνας ἔμβαθμος ὑπουργὸς (ἐπιμελητὴς) καὶ μία ὑπούργισσα στὸ γυναικολογικὸ τμῆμα, οἱ ὁποῖοι καλοῦνταν ἐξκουβήτορες (=ἀγρυπνοῦντες). Τὴν γενικὴ ἐποπτεία τοῦ ξενῶνα εἶχαν δύο ἔμπειροι ἰατροί, καλούμενοι πριμμικήριοι, ὑπηρετοῦντες καὶ αὐτοὶ μῆνα παρὰ μῆνα. Ἐπὶ δυσκόλων περιπτώσεων αὐτοὶ καθόριζαν καὶ τοὺς ἰατροὺς τοὺς μέλλοντες νὰ συνέλθουν σὲ συμβούλιο. Τὸ πλεῖστο τῶν ἰατρῶν αὐτῶν ἦταν κληρικοί, ἀλλὰ καὶ λαϊκοί, πάντως ὅμως χριστιανοί, διότι αὐστηρὰ ἀπαγορευόταν οἱ χριστιανοὶ νὰ καλοῦν ἰουδαίους ἰατρούς· ἀργότερα ὅμως τὴν ἄσκηση τῆς ἰατρικῆς ἀπὸ κληρικοὺς ἀπαγόρευσε ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Λουκᾶς ὁ Χρυσοβέργης (1157 μ.Χ.).
Τὴν φαρμακευτικὴ ὑπηρεσία στοὺς ξενῶνες ἐκτελοῦσαν φαρμακοποιοί. Ἔτσι στὸν ξενῶνα τοῦ Παντοκράτορος ὁ Διευθυντὴς μὲν τοῦ φαρμακείου ἐκαλεῖτο ἐπιστήμων τοῦ πημέντου, τρεῖς δὲ φαρμακοποιοὶ (ἔμβαθμοι πημεντάριοι) καὶ δύο βοηθοὶ (περισσοὶ πημεντάριοι) βοηθοῦσαν αὐτὸν στὴν παρασκευὴ τῶν φαρμάκων. Στὰ Βυζαντινὰ Νοσοκομεῖα, ἀρχίζει ἡ ἐγκατάσταση νοσοκομειακῶν φαρμακοποιῶν πολὺ πιὸ νωρὶς ἀπ᾿ ὅτι στὴ Δύση (ὅπου ἡ χρήση φαρμάκων ἐθεωρεῖτο δεισιδαιμονία καὶ οἱ χρῆστες τους μάγοι καὶ μάγισσες). Τὸ πιὸ χαρακτηριστικὸ βυζαντινὸ ἔργο ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τοῦ φαρμακοποιοῦ, εἶναι ὁ κατάλογος ἐπιτρεπομένων φαρμάκων, ὁ ὁποῖος περιγράφει καὶ τὸν ἐπιτρεπόμενο τρόπος παρασκευῆς τους ( στὶς μέρες μας ὀνομάζεται φαρμακοποιΐα.) Πρὸς τὰ τέλη τοῦ ΙΓ΄ αἰῶνα ὁ Νικόλαος Μυρεψὸς εἶχε συντάξει τὴ φαρμακοποιΐα του μὲ τὸν τίτλο Δυναμερόν πού περιεῖχε περισσότερα ἀπὸ 2.600 φάρμακα. Τὸ Δυναμερὸν τοῦ Νικολάου Μυρεψοῦ ἀποτέλεσε τὴ βάση γιὰ τὶς Εὐρωπαϊκὲς φαρμακοποιΐες μέχρι τὸν 17ο αἰῶνα.
Στοὺς ξενῶνες πρὸς νοσηλεία τῶν ἀσθενῶν ὑπῆρχαν νοσοκόμοι (οἱ νοσοκομοῦντες) καὶ παρανοσοκόμοι. Τοὺς ἀμελοῦντας τὴν ἐκτέλεση τῶν καθηκόντων τους ποικιλοτρόπως ἀναφέρεται ὅτι ἐκόλαζον (Μigne Ρ.G. 99, 1741). Οἱ γιὰ τὴν μεταφορὰ τῶν ἀσθενῶν χρησιμοποιούμενοι, ἀποτελοῦσαν τὰ νωχοφόρα ἢ τοὺς παραπέμποντας. Ἴσως ἀπὸ τὴν ὁμάδα αὐτῶν ἦσαν καὶ οἱ κατὰ τὶς ἐπιδημίες χρησιμοποιούμενοι παραβολάνοι. Τέλος καὶ ἀρκετοὶ μοναχοὶ ἐχρησιμοποιοῦντο στὴν διακονία στοὺς ξενῶνες. (Μigne 34, 1235).
Ὅλο τὸ προσωπικὸ τῶν ξενώνων ἐλάμβανε ὁρισμένη ἀντιμισθία σὲ χρυσὰ νομίσματα καὶ εἶδος (σίτο κ.τ.λ.). Τὸ τυπικὸ δὲ μάλιστα τοῦ Παντοκράτορος ἀναγράφει λεπτομερῶς καὶ τὸ ποσόν, ποὺ ἐλάμβανε “πᾶς ὁ ἐν τῷ ξενῶνι ἐργαζόμενος”.
Οἱ ἀσθενεῖς, εἰσερχόμενοι στὸν ξενῶνα τοῦ Παντοκράτορος πρὸς νοσηλεία, ἰδίως οἱ ἀπορότεροι, ἄλλαζαν τὰ ἐνδύματά τους, τὰ ὁποῖα δίδονταν γιὰ καθαρισμό, ἐνδύονταν ἐνδύματα τοῦ ξενῶνα καὶ ἔπειτα διανέμονταν στὰ διάφορα τμήματα ἀναλόγως τοῦ εἴδους τῆς ἀσθενείας τους.. Ἡ κλίνη αὐτῶν ἔφερε στρῶμα, προσκέφαλο καὶ πάπλωμα, τὸν δὲ χειμῶνα προστίθονταν δύο λοονίκια (κουβέρτες). Γιὰ τοὺς μὴ δυναμένους νὰ μετακινοῦνται, ὑπῆρχαν καὶ 6 κλίνες ποὺ εἶχαν τὰ πιλωτὰ (τὰ στρώματα) τρυπημένα στὸ μέσον γιὰ τὶς ἀνάγκες Τὸ σιτηρέσιο τῶν ἀρρώστων ἀποτελεῖτο ἀπὸ ἄρτο, δύο γεύματα ἀπὸ ὄσπρια μὲ λάδι καὶ κρεμμύδια, ὁρισμένο δὲ ποσὸ χρηματικὸ δίνονταν γιὰ κρασί.. Στὴ μονὴ τῆς Κοσμοσωτήρας δίνονταν κατὰ τὶς μεγάλες ἑορτὲς ψάρι.. Ἐνίοτε στοὺς ἀσθενεῖς δίδονταν καὶ φιλοδωρήματα ἢ καὶ μηναῖο ἐπίδομα. Εἰδικὸ δὲ προσωπικὸ (οἱ διαιτάριοι) ἐπέβλεπε τὰ τῆς διαίτης (περὶ τῆς ἐν Αἰγύπτου Νοσοκομείων βλ. J. Leipoldis «Schenute von Atripe und die Entstehung des nationakaegyptischen Christentums»). Στοὺς ξενῶνες ὑπῆρχαν πάντα τὰ χρήσιμα ἐργαλεῖα (χειρουργικά, καθετῆρες, σικύαι κ.λ.π.), διὰ δὲ τὰ μαχαίρια ὑπῆρχε εἰδικὸς ἀκονητής. Ἰδιαίτερο διαμέρισμα χρησίμευε ὡς λουτρό. Κινστέρνες μέσῳ ὑδραγωγῶν προμήθευαν τὸ ἀπαραίτητο νερό. Τὴν λογιστικὴ ὑπηρεσία τῶν ξενώνων εἶχαν ἀναλάβει εἰδικοὶ ὑπάλληλοι ὀπτίωνες, οἱ ὁποῖοι ὑπέβαλλαν τοὺς λογαριασμοὺς στοὺς Ἐπισκόπους. Χαρτουλάριοι ἐκτελοῦσαν τὴν ὑπηρεσία τοῦ ἀρχειοφύλακος ἢ γραμματέως, παρὰ τούτους δὲ ὑπῆρχαν καὶ οἰκονόμοι. Ὅλοι αὐτοὶ ἦσαν ὑπὸ τὶς διαταγὲς τοῦ ξενοδόχου ἢ τῶν πριμμικηρίων.
Στὸ ξενῶνα τοῦ Παντοκράτορα ἀναφέρεται καὶ διδάσκαλος τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης. Ἐκτὸς δηλαδὴ τῆς κλινικῆς μορφώσεως, τὴν ὁποία ἐλάμβαναν οἱ ἐφιεμένοι ἰατρικῆς παιδείας καὶ οἱ παῖδες τῶν ἰατρῶν περιερχόμενοι καὶ ἀσκούμενοι στὰ διάφορα ἰατρικὰ τμήματα τοῦ ξενῶνα, ἄκουγαν καὶ τὰ θεωρητικὰ μαθήματα τοῦ διδασκάλου τῆς ἰατρικῆς, ὁ ὁποῖος ἐπὶ ποινὴ ἀπολύσεως, ἔπρεπε νὰ διδάσκει τακτικὰ καὶ κανονικά. Τὸ ἀνώτερο προσωπικὸ τῶν ξενώνων ὄχι μόνο ἀσχολοῦνταν μὲ νοσηλεία καὶ διδασκαλία, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν συγγραφὴ ἔργων, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα διασώθηκαν μέχρις ἡμῶν. Ἐπίσης δημιούργησαν βιβλιοθῆκες, ὅπου ἀντέγραφαν χειρόγραφα καὶ ἀναπαρήγαγαν παλαιοὺς κώδικες (Στὸν ξενώνα τοῦ Ἀρματίου ἀναφέρεται καὶ καλλιγράφος). Ὑπῆρχε πρόβλεψη καὶ γιὰ τὴν «πνευματικὴ θεραπεία» τῶν ἀσθενῶν ἐκτός τῆς σωματικῆς. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τόνιζαν τὴ στενὴ σχέση μεταξὺ σωματικῆς καὶ πνευματικῆς ὑγείας. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὑπῆρχαν δύο παρεκκλήσια. Ὁ Πατριάρχης εἶχε ἐξουσιοδοτήσει ἕναν ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς νὰ ἐξομολογεῖ τοὺς ἀσθενεῖς (2). Οἱ Μουσουλμάνοι τῆς Ἀνατολῆς ἐμπνεύσθηκαν τοὺς φημισμένους τοὺς bimaristans (οἶκοι ἀσθενῶν) ἐπίσης ἀπὸ τὴν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία· οἱ Νεστοριανοὶ “χριστιανοὶ” μετέφεραν τὰ Νοσοκομεῖα τῆς Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας στὴν Περσία τὸν ΣΤ’ αἰῶνα καὶ ἀργότερα τὰ συνέστησαν στοὺς Ἀββασίδες χαλίφες τῆς Βαγδάτης. Ἡ ὀργάνωση αὐτὴ τῶν ξενώνων, ἐπηρέασε ὄχι μόνον τὴν τῶν ἀραβικῶν Νοσοκομείων κατὰ τὸν μεσαίωνα, ἄλλα καὶ κατόπιν ἐκείνων τῆς Δύσης, ὅπου βρίσκουμε οὐκ ὀλίγα ἱδρυθέντα ὑπὸ τὸ αὐτὸ ὄνομα xonodochium, ὡς π.χ. στὴν ἀρχαία Ἱσπανικὴ πόλη Μερίδη, ὅπου κατὰ τὸ 580 μ.Χ. ἀναφέρεται τοιούτου μεγαλοπρεποῦς ξενοδοχείου ἵδρυση, ὡς παραρτήματος κάποιας Μονῆς καθὼς ἀναφέρει Παῦλος ὁ διάκονος. Ἀργότερα μάλιστα στὴ Δύση βρίσκουμε διατηρούμενη τὴν αὐτὴ περίπου διαρρύθμιση τῶν ξενώνων κατὰ τὸ βυζαντινὸ σύστημα, ὅπως δείχνουν καὶ πολλὰ διαγράμματα διασωθέντα μέχρις ἡμῶν (ὅπως τῆς μονῆς St. Gall κ.τ.λ.)
(1) Miller T. Ἡ γέννησις τοῦ Νοσοκομείου στὴν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία. Ἐκδόσεις ΒΗΤΑ. Ἀθήνα 1998.
(2) Le typikon du Christ Sauveur Pantocrator. 32 : 1 – 145. Paul Gautier. REB, 1974.