Δα­βὶδ Μπὲν Γκου­ριὸν

Δα­βὶδ Μπὲν Γκου­ριὸν

Με­τὰ τὸν ἐ­ξελ­λη­νι­σμὸν τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, δὲν εἶ­ναι ἀ­πο­ρί­ας ἄ­ξιον τὸ πῶς καὶ ἡ Και­νὴ Δι­α­θή­κη –πλὴν τοῦ κα­τὰ Ματ­θαῖ­ον Εὐ­αγ­γε­λί­ου γρα­φέν­τος ἀρ­χι­κῶς, εἰς τὴν Ἀ­ρα­μα­ϊ­κὴν καὶ με­τα­φρα­σθέν­τος ἀρ­γό­τε­ρον ὑ­πὸ τοῦ ἰ­δί­ου εἰς τὴν Ἑλ­λη­νι­κὴν– ἐ­γρά­φη ἑλ­λη­νι­στί;

Ὁ συγ­γρα­φεὺς τοῦ τρί­του Εὐ­αγ­γε­λί­ου καὶ τῶν Πρά­ξε­ων τῶν Ἀ­πο­στό­λων, ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Λου­κᾶς, δὲν ἐ­γνώ­ρι­ζε τὴν Ἑβρα­ϊ­κήν, ἔ­γρα­φε δὲ τὴν Ἑλ­λη­νι­κὴν ἀρ­κε­τὰ κα­λά, λό­γῳ τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς κα­τα­γω­γῆς του, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρουν πολ­λοὶ ἱ­στο­ρι­κοί, με­τα­ξὺ τῶν ὁ­ποί­ων καὶ ὁ Ἐρ­νέ­στος Ρε­νᾶν σὲ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ μνη­μει­ώ­δη ἔρ­γα του (2).

Ἢ μή­πως πρέ­πει νὰ ἀ­γνο­ή­σου­με τοὺς ἀ­πο­στό­λους Παῦ­λο, Πέ­τρο, Ἰ­ω­άν­νη καὶ Ἰ­ού­δα, οἱ ὁ­ποῖ­οι χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν τὴν Ἑλ­λη­νι­κὴν καὶ ὄ­χι τὴν Σύ­ρο-Χαλ­δα­ϊ­κὴν διὰ τὴν ἐ­ξά­πλω­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου;

Καὶ πά­λι, βε­βαί­ως, ὄ­χι!

Ἡ κρι­σι­μό­της τῶν πε­ρι­στά­σε­ων μᾶς ἔ­φε­ρε κα­τὰ νοῦν τὸν ἑλ­λη­νο­μα­θέ­στα­τον Πρω­θυ­πουρ­γὸν τοῦ κρά­τους τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ Δα­βὶδ Μπὲν Γκου­ριὸν ὁ ὁ­ποῖ­ος, ἐ­νώ­πιον συ­να­θροί­σε­ως τῶν ἀ­ξι­ω­μα­τι­κῶν τοῦ Γε­νι­κοῦ Ἐ­πι­τε­λεί­ου τοῦ Ἰσ­ρα­η­λι­νοῦ Στρα­τοῦ, μὲ δι­ά­λε­ξή του ποὺ ἐ­δη­μο­σι­εύ­θη εἰς τὴν ἐ­πί­ση­μον Ἐ­πε­τη­ρί­δαν τοῦ Κρά­τους τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ (3) προ­βαί­νων εἰς εὑ­ρεί­αν ἀ­να­σκό­πη­σιν τῆς Ἑ­βρα­ϊ­κῆς Ἱ­στο­ρί­ας εἶ­χε πεῖ με­τα­ξὺ ἄλ­λων, καὶ τὰ ἑ­ξῆς:

«Μὲ τὴν κα­τά­κτη­σιν τοῦ Ἀ­λε­ξάν­δρου κα­τὰ τὸ 331 π.Χ ἀρ­χί­ζει ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ πε­ρί­ο­δος. Ἐ­δῶ δι­α­πι­στοῦ­μεν κά­ποι­αν ἀ­πέλ­πι­δαν ἀν­τι­ζη­λί­αν με­τα­ξύ του Ἰου­δα­ϊ­σμοῦ καὶ τοῦ πλου­σί­ου καὶ “ὑ­περ­θε­τι­κοῦ βαθ­μοῦ” πο­λι­τι­σμοῦ τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, πο­λι­τι­σμοῦ μὴ ἔ­χον­τος πα­ρό­μοι­ον προ­η­γού­με­νον ἐν τῇ ἱ­στο­ρί­ᾳ τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος, πο­λι­τι­σμοῦ ὅ­στις ὑ­πὲρ πάν­τα ἄλ­λον ἐ­πέ­δρα­σε βα­θέ­ως καὶ μέ­χρι σή­με­ρον ἐ­πι­δρᾶ ἐ­πὶ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας. Εἰς τὴν ποί­η­σιν, εἰς τὴν φι­λο­λο­γί­αν, εἰς τὴν φι­λο­σο­φί­αν, εἰς τὴν γλυ­πτι­κήν, εἰς τὴν ζω­γρα­φι­κὴν καὶ εἰς ἄλ­λας τέ­χνας ἔ­δω­σεν εἰς τὸν κό­σμον θη­σαυ­ροὺς πνευ­μα­τι­κούς, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­πέ­θε­σαν τὴν κο­ρω­νί­δα εἰς τὴν δό­ξαν τῆς δη­μι­ουρ­γι­κῆς δυ­νά­με­ως ὅ­λων τῶν ἀν­θρω­πί­νων γε­νε­ῶν.

Ἡ με­τα­ξὺ τῶν Ἀ­σμο­ναί­ων (4) καὶ τῶν Ἑλ­λή­νων κα­τα­κτη­τῶν σύγ­κρου­σις δὲν ἦ­το μό­νον πο­λι­τι­κὸς καὶ στρα­τι­ω­τι­κὸς ἀ­γὼν λα­οῦ ὑ­πο­τε­ταγ­μέ­νου ἐ­πα­να­στα­τή­σαν­τος ἐ­ναν­τί­ον ξέ­νης κυ­ρι­αρ­χί­ας. Ἦ­το κυ­ρί­ως ἀ­γὼν με­τα­ξὺ δύ­ο πο­λι­τι­σμῶν εἷς τῶν μᾶλ­λον δρα­μα­τι­κῶν ἐν τῇ ἱ­στο­ρί­ᾳ τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος, ἀ­γὼν με­τα­ξὺ δύ­ο Ἐθνῶν χα­ρα­κτῆ­ρος πρω­το­τύ­που, Ἐ­θνῶν τὰ ὁ­ποῖα­ δι­έ­φε­ρον πο­λὺ τὸ ἕν ἀ­πὸ τὸ ἄλ­λο ὡς πρὸς τὰς συν­θή­κας τοῦ ἐθνι­κοῦ βί­ου καὶ ὡς πο­λι­τι­κὴ δύ­να­μις ἐν τῷ κό­σμῳ ἦ­σαν ὅ­μως ὅ­μοι­α ἀ­πὸ ἀ­πό­ψε­ως πνευ­μα­τι­κοῦ με­γα­λεί­ου. Τὸ Ἑ­βρα­ϊ­κὸν ἔ­θνος ἦ­το μι­κρόν, πτω­χόν, πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νον εἰς τὰ στε­νὰ ὅ­ρια ἑ­νὸς τμή­μα­τος τῆς ἀρ­χαί­ας αὐ­τοῦ χώ­ρας, Ἔθνος ἀ­πο­λαῦ­ον το­πι­κῆς μό­νον αὐ­το­νο­μί­ας. Ἀ­π᾿ ἐ­ναν­τί­ας, τὸ ἑλ­λη­νι­κὸν Ἔ­θνος ἐ­πε­κρά­τει εἰς τὰς τό­τε γνω­στάς εἰς τὸν ἄν­θρω­πον πε­ρι­ο­χὰς τῆς Εὐ­ρώ­πης, τῆς Ἀ­σί­ας καὶ τῆς Ἀ­φρι­κῆς. Ἡ γλῶσ­σα τοῦ Ἔθνους τού­του ἦ­το εὑρύ­τα­τα δι­α­δε­δο­μέ­νη με­τα­ξὺ ὅ­λων τῶν ἀρ­χαί­ων λα­ῶν, ἀ­πὸ τῶν Δυ­τι­κῶν ἀ­κτῶν τῆς Με­σο­γεί­ου μέ­χρι τῶν Ἰν­δι­ῶν καὶ μέ­χρι τῶν ὄ­χθων τοῦ Νεί­λου. Οἱ Ἕλ­λη­νες ἐ­πέ­τυ­χον τὰς κα­τα­κτή­σεις των ὄ­χι μό­νον μὲ τὸ ξί­φος ἀλ­λὰ καὶ διὰ τοῦ πλου­σί­ου καὶ ὑ­πε­ρό­χου πο­λι­τι­σμοῦ αὐ­τῶν. Ὅ­ταν ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ κυ­ρι­αρ­χί­α τῶν Δι­α­δό­χων τοῦ Ἀ­λε­ξάν­δρου ὀ­χυ­ρώ­θη­κε εἰς τὴν Αἴ­γυ­πτον καὶ τὴν Ἀσ­συ­ρί­αν, ὅ­ταν ἡ Ἀ­λε­ξάν­δρεια καὶ ἡ Ἀν­τι­ό­χεια ἔ­γι­ναν κέν­τρα ἑλ­λη­νι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, ἡ Ἰ­ου­δαί­α, μι­κρὴ καὶ πτω­χή, δὲν ἦ­το δυ­να­τὸν νὰ μὴν ἐ­πη­ρε­α­σθεῖ ἐ­πί­σης, ἔ­στω καὶ μό­νον ὑ­πὸ τῆς ἁμυ­δρᾶς μορ­φῆς τῆς ἑλ­λη­νι­στι­κῆς πε­ρι­ό­δου.

Οἱ Ἑ­βραῖ­οι εἰς τὴν χώ­ραν τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­χον ἐ­ξελ­λη­νι­σθῆ δὲν ἦσαν κό­λα­κες τῶν Ἑλ­λή­νων κυ­ρια­ρχῶν. Ἡ ἐμ­φά­νι­σις τῶν Ἑλ­λή­νων εἰς τὴν ἱ­στο­ρί­αν τοῦ κό­σμου δὲν ἦ­το μό­νον, ὡς βρα­δύ­τε­ρον ἡ ἐμ­φά­νι­σις τῶν Ρω­μαί­ων, ἐκ­δή­λω­σις στρα­τι­ω­τι­κῆς καὶ ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­κῆς ἰ­σχύ­ος. Ἦ­το ἐκ­δή­λω­σις πο­λι­τι­σμοῦ πλου­σί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­νε­και­νί­α­σεν νέ­αν πε­ρί­ο­δον εἰς τὴν πνευ­μα­τι­κὴν ἱ­στο­ρί­αν. Οὐ­δὲν ἄλ­λο Ἔθνος προ­σέ­θε­σε τό­σα πράγ­μα­τα εἰς τὸν θη­σαυ­ρὸν τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ…

Εἶ­ναι ἀ­ναμ­φί­βο­λον ὅ­τι, ἡ συ­νάν­τη­σις αὐ­τὴ ἐ­πλού­τι­σεν καὶ ἀ­νύ­ψω­σεν τὸ ἑ­βρα­ϊ­κὸν πνεῦ­μα καὶ ἐ­ξή­σκη­σεν ὄ­χι μι­κράν ἐ­πιρ­ρο­ὴν ἐ­πὶ τῆς εἰς τὴν χώ­ραν τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ δη­μι­ουρ­γη­θεί­σης ἑ­βρα­ϊ­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας. Μὲ τὴν ἀ­νάρ­ρη­σιν τοῦ Με­γά­λου Ἀ­λε­ξάν­δρου εἶ­δε τὸ φῶς μί­α ἱ­στο­ρι­κή, πο­λι­τι­κή, ἐ­ξη­γη­τι­κὴ καὶ φι­λο­σο­φι­κὴ ἑ­βρα­ϊ­κὴ φι­λο­λο­γί­α…».

Ἕ­νας πι­στὸς φί­λος εἶ­ναι ἕ­να δυ­να­τὸ ὀ­χυ­ρό, καὶ ὅ­ποι­ος μί­α φο­ρὰ ἀ­πέ­κτη­σε ἕ­ναν πα­ρό­μοι­ο φί­λο, βρῆ­κε ἕ­ναν ἀ­λη­θι­νὸ θη­σαυ­ρό, λέ­γουν σχε­δὸν ὅ­λοι οἱ θυ­μό­σο­φοι ἄν­θρω­ποι.

Εἶ­ναι φυ­σι­κὸ ἐ­πα­κό­λου­θο, στὶς με­τα­ξὺ δύ­ο λα­ῶν πο­λε­μι­κὲς συγ­κρού­σεις, ὅ­πως εἶ­ναι τὸ Ἰσ­ρα­ὴλ μὲ τοὺς Πα­λαι­στι­νί­ους, νὰ ὑ­πάρ­ξουν ἑ­κα­τέ­ρω­θεν βι­αι­ό­τη­τες, ἀ­κό­μη καὶ ὡ­μό­τη­τες τὶς ὁ­ποῖ­ες δη­μι­ουρ­γοῦν οἱ πε­ρι­στά­σεις. Ἂς μὴν ξε­χνᾶ­με τί ἔ­γι­νε στὴν Ἑλ­λά­δα κα­τὰ τὰ ἔ­τη 1944-1949 καὶ μά­λι­στα ὄ­χι με­τα­ξὺ δύ­ο λα­ῶν, ἀλ­λὰ με­τα­ξὺ ἑ­νὸς λα­οῦ ὅ­που ἡ ἐμ­φύ­λιος δι­α­μά­χη ἐ­πέ­φε­ρε τὰ με­γα­λύ­τε­ρα δει­νὰ ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ ἐ­πι­φέ­ρη σ᾿ ἕ­να κρά­τος σὰν τὸ δι­κό μας.

Ὅ­λοι μας, ὅ­μως, ἄ­νευ οὐ­δε­μί­ας ἐ­ξαι­ρέ­σε­ως, προ­σπα­θοῦ­με νὰ δι­και­ο­λο­γή­σου­με τά… ἀ­δι­και­ο­λό­γη­τα. Εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ ἔ­λε­γε ὁ Χρι­στὸς ὅ­τι δη­λα­δὴ πα­ρα­τη­ροῦ­με τὴν ἀ­κί­δα στὸ μά­τι τοῦ ἀ­δελ­φοῦ μας ἀλ­λὰ δὲν βλέ­που­με τὸ δο­κά­ρι (!) ποὺ βρί­σκε­ται στὸ δι­κό μας μά­τι. Ὅ­ταν ἕ­νας λα­ὸς πιά­νει μί­α φι­λί­α μὲ ἕ­ναν ἄλ­λον λα­ό, ἂς προ­σπα­θεῖ νὰ τὴν δι­α­τη­ρή­σει σὰν ἕ­ναν ἀ­λη­θι­νὸ θη­σαυ­ρὸ καὶ κα­λὸν θὰ ἦ­το νὰ μὴν τὸν ἀ­να­κα­τεύ­ει μὲ τὸ αἷ­μα ἑ­νὸς ἄλ­λου λα­οῦ.

Ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­χουν τὸ ἴ­διο αἷ­μα!…

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

-1) Βλέ­πε: “ΓΝΩΣΕΙΣ” , Φε­βρουά­ριος 1958.

-2) LES APOTRES, σελ. 443 τῆς ἐκ­δό­σε­ως: “Ἱ­στο­ρί­α τῶν ἀ­παρ­χῶν τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ”.

-3) –COVERNMENT YEAR-BOOK OF THE STATE OF ISRAEL, 1950 (ἀγ­γλι­στὶ) καὶ Πε­ρι­ο­δι­κὸν “ΓΝΩΣΕΙΣ” ἔκ­δο­σις 1958.

-4) Τὸ ὄ­νο­μα τοῦ­το, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει καὶ τὸ πιὸ πά­νω πε­ρι­ο­δι­κό, ἐ­δό­θη εἰς τὴν ἑ­βρα­ϊ­κὴν οἰ­κο­γέ­νειαν τῶν Μακ­κα­βαί­ων ἀ­πὸ τοῦ προ­πά­το­ρος αὐ­τῆς Ἀ­σμὸν (ἢ Χα­σμόν, τὸ ὁ­ποῖ­ον ση­μαί­νει “πλού­σιος”, “ἐ­πι­φα­νὴς”) ἡ ὁ­ποί­α δι­ε­δρα­μά­τι­σε ση­μαν­τι­κὸν ρό­λον εἰς τὴν ἑ­βρα­ϊ­κὴν ἱ­στο­ρί­αν, κα­τὰ τὸν 2ο π.Χ αἰ­ῶ­να, ἀ­γω­νι­σθεῖ­σα κα­τὰ τὸν 2ον αἰ­ῶνα κα­τὰ τῶν Σε­λευ­κί­δων. Οἱ  Μακ­κα­βαῖ­οι ἐ­κυ­βέρ­νη­σαν τὴν Ἰ­ου­δαί­αν ἐ­πὶ 126 ἔ­τη, μέ­χρι τοῦ 37 π.Χ.