H ΠΑΡΑΚΟΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΙΣ ΘΕΙΕΣ ΕΝΤΟΛΕΣ Γ΄

H ΠΑΡΑΚΟΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΙΣ ΘΕΙΕΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΚΑΤΑ           ΤΟΥΣ ΒΙΒΛΙΚΟΥΣ ΚΑΙ MΕΤΑΒΙΒΛΙΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ.

 

Κού­τσι­κου Κων­σταν­τί­νου

Στρα­τι­ω­τι­κοῦ – Θε­ο­λό­γου

 

3. Ἡ Πα­ρα­κο­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που  στὴ Και­νὴ Δι­α­θή­κη

 

Ὁ με­τα­πτω­τι­κὸς ἄν­θρω­πος, ἔ­χον­τας ἀ­πο­λέ­σει τὸ ἀρ­χαῖ­ο κάλ­λος του ὡς συ­νέ­πει­α γιὰ τὴν πα­ρα­κο­ή του στὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ,  κλεί­νε­ται στὸν ἑ­αυ­τό του καὶ πε­ρι­βάλ­λε­ται πλέ­ον μὲ τὸ μαν­δύ­α τῆς μο­να­ξιᾶς καὶ τῆς κα­χυ­πο­ψί­ας. Πα­ρὰ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­μως τῆς πτώ­σης  καὶ τὴν ἀ­μαύ­ρω­ση τῆς κατ’ εἰ­κό­να Θε­οῦ δη­μι­ουρ­γί­ας του, δὲν κα­τα­στρέ­φε­ται τε­λεί­ως ἡ εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ σὲ αὐ­τὸν, ἀλ­λὰ δι­α­τη­ρεῖ­ται τὸ στοι­χεῖ­ο τῆς ἀ­γά­πης ἂν καὶ σὲ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νο βαθ­μό. Πα­ρό­τι ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ ἐμ­πε­ρι­έ­χει ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ὕ­παρ­ξη τὴν ἀ­γά­πη μέ­σα της, ἀ­δυ­να­τεῖ ἀ­πὸ μό­νη της νὰ φτά­σει στὴν τε­λεί­ω­ση ὡς πρό­σω­πο καὶ στὴν ἀ­νεύ­ρε­ση τοῦ ἀ­πο­λε­σθέν­τος τρό­που τῆς προ­πτω­τι­κῆς ὕ­παρ­ξης καὶ ζω­ῆς.

Στὸ τέλ­μα στὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ­δη­γή­θη­κε ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­δει­χνε ὅ­τι φαι­νο­με­νι­κὰ δὲν ὑ­πάρ­χει γυ­ρι­σμὸς καὶ ὅ­τι τὰ πάν­τα ὁ­δη­γοῦν­ται σὲ ἕ­να τέ­λος δυ­σά­ρε­στο γιὰ ὅ­λο τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος. Ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­δει­χνε νὰ ἀ­δυ­να­τεῖ ἀ­πὸ μό­νος του νὰ σώ­σει τὸν ἑ­αυ­τὸ του, ἐρ­χό­με­νος σὲ κοι­νω­νί­α μὲ τὸ Θε­ὸ ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ. Φά­νη­κε πρὸς στιγ­μὴ ὅ­τι θὰ ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε ὁ διά­βο­λος, ὁ ἐ­πι­νο­η­τὴς καὶ εἰ­ση­γη­τὴς τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Ὅ­μως ὁ πάν­σο­φος Θε­ὸς γνω­ρί­ζον­τας ἐκ τῶν προ­τέ­ρων τὸ τί θὰ συμ­βεῖ, ἐ­πεμ­βαί­νει δυ­να­μι­κὰ στὴν ἀν­θρώ­πι­νη ἱ­στο­ρί­α μὲ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πη­ση  τοῦ Μο­νο­γε­νοῦς Του Υἱ­οῦ καὶ Λό­γου, ἀ­να­τρέ­πον­τας ὅ­λες τὶς συ­νέ­πει­ες τῆς πτώ­σης γιὰ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση τὶς ὁποῖες ἐ­πι­φορ­τί­στη­κε ὁ ἄν­θρω­πος λό­γω τῆς πα­ρα­κο­ῆς τῶν πρω­το­πλά­στων. Τὸ ἐ­ρώ­τη­μα ποὺ προ­κύ­πτει ἐ­δῶ εἶ­ναι: Για­τί συ­νέ­χι­σαν οἱ ἄν­θρω­ποι νὰ ἀ­πει­θοῦν καὶ νὰ ἐ­ναν­τι­ώ­νον­ται στὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ καὶ με­τὰ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πη­ση τοῦ Λό­γου; Τί ἦ­ταν αὐ­τὸ ποὺ τοὺς ὁ­δη­γοῦ­σε στὸ νὰ πα­ρα­κού­σου­νε ἀ­κό­μα καὶ τὸν Υἱ­ὸ τοῦ Θε­οῦ ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ­σα στὸν ἀ­πέ­ραν­το ὠ­κε­α­νὸ τῆς ἀ­γά­πης Τοῦ θέ­λη­σε νὰ ἀ­να­στή­σει τὸν πα­ρα­πε­σόν­τα ἄν­θρω­πο ὄ­χι μὲ κά­ποιο ἄλ­λο μέ­σο, ‘’ἀλ­λὰ δι’ ἑ­αυ­τοῦ’’, ὥ­στε νὰ τι­μή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ νὰ δο­ξά­σει τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος μὲ τὴν ἐ­ξο­μοί­ω­σή Του κα­τὰ τὸ ἀν­θρώ­πι­νο μέ­ρος;

Ἡ ἀ­πάν­τη­ση δί­νε­ται ἀ­πὸ τὸν ἅ­γι­ο Ἰ­ω­άν­νη Δα­μα­σκη­νό, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ὅ­τι ὁ Λό­γος κα­τὰ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πι­σή του ἐ­πι­φορ­τί­σθη­κε ὅ­λα τὰ φυ­σι­κὰ καὶ ἀ­δι­ά­βλη­τα πά­θη τοῦ ἀν­θρώ­που, για­τί πῆ­ρε ὁ­λό­κλη­ρο τὸν ἄν­θρω­πο καὶ μα­ζὶ ὅ­λα ὅ­σα ἀ­νή­κουν σὲ αὐ­τόν, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α. Αὐ­τὴ δὲν εἶ­ναι φυ­σι­κή, οὔ­τε σπάρ­θη­κε ἀ­πὸ τὸ δη­μι­ουρ­γὸ, ἀλ­λὰ ἀποτέλεσε  τὴ σπο­ρὰ τοῦ Δια­βό­λου ἑ­κού­σι­α μὲ τὴν προ­αί­ρε­ση στὸ αὐ­τε­ξού­σι­ό μας, χω­ρὶς νὰ μᾶς κρα­τᾶ μὲ τὴ βί­α «αὔ­τη γὰρ οὐ φυ­σι­κὴ ἐ­στιν οὐ­δὲ ὑ­πὸ τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ ἡ­μῖν ἐν­σπα­ρεῖ­σα, ἀλλ’ ἐκ τῆς τοῦ Δια­βό­λου ἐ­πι­σπο­ρᾶς ἐν τῇ ἡ­με­τέ­ρᾳ, αὐ­τε­ξου­σί­ῳ προ­αι­ρέ­σει ἑ­κου­σί­ως συ­νι­στα­μέ­νη, οὐ βί­α ἡ­μῶν κρα­τοῦ­σα»[1].  Μὲ ἄλ­λα λό­γι­α ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ καὶ με­τὰ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πι­ση τοῦ Υἱ­οῦ νὰ εἶ­ναι ἱ­κα­νὸς νὰ ἁ­μαρ­τή­σει, μὲ τὴ δι­α­φο­ρὰ ὅ­τι τώ­ρα ἔ­χει τὴ δυ­να­τό­τη­τα καὶ τὴ δύ­να­μη νὰ ἀν­τι­στα­θεῖ στὶς προ­κλή­σεις τοῦ Δια­βό­λου καὶ με­τα­νο­ών­τας εἰ­λι­κρι­νὰ νὰ ἀ­νυ­ψω­θεῖ ξα­νὰ πρὸς τὸ Θε­ό, στὴ δο­ξα­σμέ­νη τε­λεί­ω­ση σὲ σχέ­ση μὲ τὴ θεί­α ζω­ή. Ὑ­πὸ τὶς πα­ρα­πά­νω προ­ϋ­πο­θέ­σεις κα­τα­νο­εῖ­ται σω­στὰ ὁ ρό­λος τῆς ἐ­λεύ­θε­ρης βού­λη­σης ἢ τοῦ αὐ­τε­ξου­σί­ου κα­τὰ τὴν ὀρ­θό­δο­ξη θε­ο­λο­γί­α.

Ἡ θε­ο­λο­γί­α βλέ­πει τὸ αὐ­τε­ξού­σι­ο ὡς τὴν πε­ρι­ο­χή της μὴ ἀ­ναγ­και­ό­τη­τας. Ἡ κα­λὴ ἢ ἡ κα­κὴ ἀλ­λοί­ω­ση τῶν  ὄν­των ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὸ αὐ­τε­ξού­σι­ο. Ἑ­πο­μέ­νως στὸ ζή­τη­μα τοῦ κα­κοῦ καὶ τῆς σω­τη­ρί­ας ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἐ­ξαρ­τη­μέ­νος ἀ­πὸ τὰ ὅ­ρι­α τῆς κτι­στό­τη­τας, μὲ προ­ω­θη­τι­κὴ δύ­να­μη τὸ αὐ­τε­ξού­σι­ο[2].

Ὁ Χρι­στὸς δι­ὰ τῶν πα­ρα­βο­λῶν καὶ τῆς προ­σω­πι­κῆς στά­σης ζω­ῆς δί­δα­ξε ποιὸς εἶ­ναι ὁ δρό­μος ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν, ἀ­να­και­νί­ζον­τας τὸν πα­λαι­ὸ ἁ­μαρ­τω­λὸ ἄν­θρω­πο δι­ὰ τοῦ σταυ­ροῦ καὶ τῆς ἀ­να­στά­σε­ώς Του μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου πνεύ­μα­τος. Πα­ρὰ τὸ γε­γο­νὸς τῆς βι­ω­μα­τι­κῆς  ἐμ­πει­ρί­ας τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς ἐ­ναν­θρώ­πι­σης τοῦ Υἱ­οῦ καὶ Λό­γου τοῦ Θε­οῦ, οἱ ἄν­θρω­ποι ὄ­χι μό­νο πα­ρά­κου­σαν τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Κυ­ρί­ου τό­σο γιὰ εἰ­λι­κρι­νῆ πί­στη καὶ ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη στὸ πρό­σω­πό Του ὅ­σο καὶ με­τα­ξύ τους, ἀλ­λὰ ἐ­πι­δί­ω­ξαν τὴν θα­να­τι­κὴ κα­τα­δί­κη Του, ἐ­πι­λέ­γον­τας νὰ ἀ­θω­ώ­σουν ἕ­ναν λη­στὴ ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο τὸ Χρι­στὸ, ποὺ τό­σο εἶ­χαν λα­τρέ­ψει, ὅ­ταν ὁ Ρω­μαῖ­ος δι­οι­κη­τὴς Πόν­τι­ος Πι­λά­τος τοὺς ζή­τη­σε νὰ δι­α­λέ­ξουν ποιὸν ἀ­πὸ τοὺς δύ­ο ἐ­πι­θυ­μοῦ­σαν νὰ ἀ­θω­ώ­σει[3].

Τὸ αὐ­τε­ξού­σι­ό του ἀν­θρώ­που εἶ­ναι ἀ­σθε­νὲς καὶ ὡς ἐκ τού­του τὸ ἔρ­γο τῆς ζω­ο­ποι­ή­σε­ως ἔ­πρε­πε νὰ προ­έλ­θει ἀ­πὸ τὸν ζω­ο­ποι­ὸ δηλαδὴ ἀ­πὸ τὸν ἄ­κτι­στο Λό­γο ὁ ὁ­ποῖ­ος συ­νε­χί­ζει νὰ ζω­ο­ποι­εῖ καὶ νὰ ἀ­πο­λυ­τρώ­νει τὸν ἄν­θρω­πο ἀλ­λὰ καὶ ὁ­λό­κλη­ρη τὴ κτί­ση. Ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει ἀ­νάγ­κη νὰ ἀ­να­στη­θεῖ, νὰ ξε­φύ­γει ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια τοῦ ἅ­δη καὶ νὰ ἀ­νυ­ψω­θεῖ πρὸς τοὺς οὐ­ρα­νούς. Αὐ­τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σε τὸ κεν­τρι­κὸ ἐ­πι­χεί­ρη­μα τῆς σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κῆς καὶ ἀν­θρω­πο­λο­γι­κῆς βά­σης τοῦ Μ. Ἀ­θα­να­σί­ου στὸν ἀ­γώ­να του κα­τὰ τοῦ Ἀ­ρει­α­νι­σμού[4].

Ἡ πα­ρα­κο­ὴ ὡς συ­νέ­πει­α τῆς ἀλ­λοί­ω­σης τοῦ ‘’κὰτ΄εἰ­κό­να’’ τοῦ ἀν­θρώ­που μπο­ρεῖ πλέ­ον νὰ με­τα­τρα­πεῖ σὲ ὑ­πα­κο­ὴ καὶ τά­ση γιὰ ἕ­νω­ση μὲ τὸ Θε­ὸ ἀρ­κεῖ νὰ ὑ­πάρ­ξει ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὴ καὶ εἰ­λι­κρι­νὴς ἐ­πι­θυ­μί­α γιὰ ἐ­πα­νέν­τα­ξη στὴν κοι­νό­τη­τα τῶν πι­στῶν ἀν­θρώ­πων. Ἡ ἐ­ναν­θρώ­πι­ση τοῦ Λό­γου ἔ­δω­σε τὴ δυ­να­τό­τη­τα ξα­νὰ στοὺς ἀν­θρώ­πους γιὰ θε­ρα­πεί­α τοῦ ‘’κατ’ εἰ­κό­να’’ καὶ  γιὰ πο­ρεί­α  αὐ­τῶν πρὸς τὸ μα­ται­ω­θὲν ‘’καθ’ ὁ­μοί­ω­ση’’ καὶ τὴ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν. Σὲ κα­μι­ὰ ὅ­μως πε­ρί­πτω­ση αὐ­τὸ δὲν ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος πλέ­ον δὲν πα­ρα­βαί­νει τὸ λό­γο τοῦ Θε­οῦ, δὲν ἁ­μαρ­τά­νει ἢ ὅ­τι οἱ ὁ­ποι­εσ­δή­πο­τε πρά­ξεις  ποὺ δι­α­πράτ­τει τε­λοῦν ὑ­πὸ ἄ­φε­ση. Ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ ἀ­κό­μα νὰ πα­ρα­κού­σει τὸ Θε­ὸ μὲ τὶς ἴ­διες κα­τα­στρο­φι­κὲς συ­νέ­πει­ες γιὰ αὐ­τὸν, ἀλ­λὰ τώ­ρα ἔ­χει τὴ δύ­να­μη νὰ ἀν­τι­στα­θεῖ στὶς δυ­νά­μεις τοῦ δια­βό­λου, τοῦ πει­ρα­σμοῦ καὶ τῆς φθο­ρᾶς. Ἡ βι­ω­μα­τι­κὴ καὶ μυ­στι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς στη­ρί­ζε­ται στὴ βί­ω­ση τῆς ἐν Χρι­στῷ ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, μὲ τὴν ἔν­νο­α ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς με­τα­δί­δει στοὺς ἀν­θρώ­πους τὸ  ἄ­κτι­στο φῶς, τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­λεῖ­ται ὁ κα­θέ­νας νὰ οἰ­κει­ο­ποι­η­θεῖ προ­σω­πι­κὰ μὲ τὴ χά­ρη καὶ τὴ δύ­να­μη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­το­ς[5].

 

 

 


[1] Ιωάννου Δαμασκηνού, ΄΄Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως΄΄, Μετάφραση και σχόλια Ν. Ματσούκα, Θεσσαλονίκη 2004, σσ. 307-309

 

[2] Νίκου  Α. Ματσούκα,΄΄Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β’ ΄΄, Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 524-526

[3] Μτ 27,11-26.  Μκ 15,2-15. Λκ 23,3-5,13-25. Ιω 18,33-19,16

[4] Κατά Αρειανών λόγος 1, 43, PG 26, 101Β

[5] Γ. Μαντζαρίδου, Μέθεξις Θεού, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 104