H «μεγάλη επανεκκίνηση» εν δράσει: Η δυστοπική μεταμόρφωση της βιομηχανίας τροφίμων

Τα καταναγκαστικά μέτρα εγκλεισμού λόγω covid-19, τα υποχρεωτικά εμβόλια, η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια και οι κακοσχεδιασμένες δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διατάραξη των παγκόσμιων αγορών τροφίμων και των αλυσίδων εφοδιασμού. Τον Μάιο του 2022, στοιχεία του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ ανέφεραν ότι, σε σχέση με δώδεκα μήνες πριν, «οι διεθνείς τιμές του σιταριού έχουν αυξηθεί κατά 56%», «οι τιμές των δημητριακών έχουν αυξηθεί κατά σχεδόν 30%» και «τα φυτικά έλαια είναι κατά 45% ακριβότερα».

Η Παγκόσμια Τράπεζα αναμένει ότι πολλοί άνθρωποι θα οδηγηθούν στην ακραία φτώχεια και θα βιώσουν επισιτιστική ανασφάλεια λόγω των υψηλότερων τιμών, τόσο των τροφίμων όσο και των γεωργικών εφοδίων, ιδίως σε χώρες που εισάγουν το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών τους σε αυτούς τους τομείς. Πιο συγκεκριμένα, είναι της άποψης ότι «ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει μεταβάλει τα παγκόσμια πρότυπα εμπορίου, παραγωγής και κατανάλωσης βασικών προϊόντων με τρόπους που θα διατηρήσουν τις τιμές σε ιστορικά υψηλά επίπεδα μέχρι το τέλος του 2024, επιδεινώνοντας την επισιτιστική ανασφάλεια και τον πληθωρισμό». Εν τω μεταξύ, η ιστοσελίδα της Bayer, «ενός διεθνούς ομίλου χημικών, γεωργικών προϊόντων και προϊόντων υγειονομικής περίθαλψης», προβλέπει ότι «η επισιτιστική ανασφάλεια θα επηρεάσει έως και 1,9 δισεκατομμύρια ανθρώπους έως τον Νοέμβριο του 2022 – κυρίως λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και θα επιταχυνθεί περαιτέρω από την κλιματική αλλαγή και το COVID-19», γεγονός που θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε έναν «τυφώνα πείνας».

Τον Μάιο, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF) εξέδωσε δελτίο τύπου στο οποίο ανέφερε ότι «υπάρχει κίνδυνος οι βραχυπρόθεσμες προσπάθειες για την καταπολέμηση της έλλειψης τροφίμων να αποβούν εις βάρος της επίτευξης των στόχων για το κλίμα και την αειφορία, δεδομένης της διασύνδεσης μεταξύ γεωργίας και κλιματικής αλλαγής. Η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων συνεισφέρει περισσότερο από το 1/3 των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και οι προσπάθειες για την αύξηση της προσφοράς τροφίμων θα μπορούσαν να επιδεινώσουν τις εκπομπές αυτές και την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα». Ωστόσο, το WEF δεν υποστηρίζει τις προσπάθειες για την εξεύρεση άμεσων λύσεων για την τρέχουσα επισιτιστική κρίση – αντίθετα, εστιάζει στην πραγματοποίηση ριζικών αλλαγών στην παραγωγή τροφίμων και στις καταναλωτικές συνήθειες των ανθρώπων κατά τις επόμενες δεκαετίες. Το 2018, το WEF επεσήμανε ότι

η σίτιση του πλανήτη το 2050 θα απαιτήσει την αύξηση κατά 70% της συνολικής παραγωγής τροφίμων, λόγω της αύξησης του πληθυσμού και των αλλαγών στην κατανάλωση που θα προκληθούν από την επέκταση της μεσαίας τάξης, με τη ζήτηση για κόκκινο κρέας και γαλακτοκομικά προϊόντα να αυξάνεται έως και κατά 80%. Κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται από την 4η βιομηχανική επανάσταση πρέπει να αξιοποιηθεί για την υλοποίηση ενός παγκόσμιου συστήματος παραγωγής τροφίμων, που θα μπορεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις με περιορισμένες περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Αυτό σημαίνει ότι ο μετασχηματισμός της βιομηχανίας τροφίμων ήταν ήδη μεταξύ των κύριων θεμάτων της ημερήσιας διάταξης του WEF πριν από την εμφάνιση του covid-19 και το ξέσπασμα των εχθροπραξιών στην Ουκρανία. Αυτό έγινε ακόμη πιο εμφανές τον Ιούνιο του 2020, όταν, μόλις τρεις μήνες μετά την κήρυξη της πανδημίας και πολύ πριν από κάθε ένδειξη επικείμενης επισιτιστικής κρίσης, η ιστοσελίδα του WEF είχε ήδη δηλώσει ότι «ο COVID-19 αποκαλύπτει την έντονη και επείγουσα ανάγκη να συναντηθούν οι εκπρόσωποι όλων των τομέων της οικονομίας και να συμμετάσχουν σε έναν διάλογο, για να σχεδιάσουν το πώς θα είναι ένα σύστημα τροφίμων μετά την πανδημία».

Το WEF έχει εκφράσει τη δέσμευσή του να «συμβάλει στον καθορισμό της ατζέντας της γεωργικής βιομηχανίας». Με αυτό το σκεπτικό, ζητά τη μετάβαση σε νέες εναλλακτικές λύσεις που θα βοηθήσουν «να ταΐσουμε έναν διευρυνόμενο πληθυσμό», όπως τα «Impossible Foods, Just και Beyond Meat», τα οποία είναι «προϊόντα φυτικής προέλευσης» που προσπαθούν να μιμηθούν «το αισθητηριακό προφίλ που έχει το κρέας». Προωθεί επίσης τη μεγαλύτερη χρήση του «καλλιεργημένου κρέατος» που παράγεται σε εργαστήρια. Πιο συγκεκριμένα, το WEF προβλέπει «τη χρήση των βιοτεχνολογιών για την κατασκευή ιστών από κυτταροκαλλιέργεια για την εφαρμογή τελικού προϊόντος, όπως το κρέας, ή τη χρήση κυττάρων/μικροοργανισμών ως “εργοστάσιο” για την παραγωγή λιπών ή/και πρωτεϊνών που συνθέτουν ένα τελικό προϊόν διατροφής, όπως τα αυγά και το γάλα». Επιπλέον, υποστηρίζει τη χρήση «μιας τεχνικής που επιτρέπει στους επιστήμονες να χακάρουν τα γονιδιώματα, να κάνουν ακριβείς τομές, και να εισάγουν τα επιθυμητά χαρακτηριστικά στα φυτά».

Ένα άλλο εναλλακτικό προϊόν διατροφής που προωθείται από το WEF είναι τα βρώσιμα έντομα, συμπεριλαμβανομένων των μυρμηγκιών, των μελισσών, των σκαθαριών, των κάμπιων, των γρύλων, των λιβελούλων, των γαιοσκωλήκων, των φυλλορύχων, των τερμιτών και των ακριδών, τα οποία θα καταναλώνουν «λιγότερους πόρους από τα παραδοσιακά ζώα» και θα εκπέμπουν «λιγότερα επιβλαβή αέρια από τα πιο συνηθισμένα εκτρεφόμενα ζώα». Το 2018, το WEF δήλωσε ότι, «από την άποψη του αγρότη, η εκτροφή εντόμων θα είναι ριζικά διαφορετική από την εκτροφή προβάτων, χοίρων ή βοοειδών», καθώς δεν θα υπάρχει «πλέον αντιμετώπιση της λάσπης, της ακαθαρσίας και της βρωμιάς». Παράλληλα, η «κατανάλωση εντόμων μπορεί να αντισταθμίσει την κλιματική αλλαγή» (!) συμβάλλοντας στη μείωση του «αποτυπώματος άνθρακα των ανθρώπων στην κατανάλωση τροφίμων».

Για να ενθαρρύνει τους ανθρώπους να αποδεχτούν την ένταξη των εντόμων στην καθημερινή τους διατροφή, το WEF προωθεί τον τελευταίο καιρό ορισμένα από τα διατροφικά τους οφέλη και άλλα χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, ισχυρίζεται ότι η κατανάλωση ακριδών παρέχει «σχεδόν την ίδια πρωτεΐνη, περισσότερο ασβέστιο και σίδηρο, και λιγότερα λιπαρά από την αντίστοιχη ποσότητα μοσχαρίσιου κιμά». Επιπλέον, το WEF δίνει έμφαση σε «έντομα όπως το Tenebrio Molitor», επειδή «η υψηλή περιεκτικότητά του σε πρωτεΐνες το καθιστά ένα εξαιρετικά εύπεπτο συστατικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη διατροφή των ηλικιωμένων». Οι υποστηρικτές των βρώσιμων εντόμων ισχυρίζονται επίσης ότι η τοποθέτηση κατσαρίδων σε «φρούτα και λαχανικά» δημιουργεί μια «πολύ καλή γεύση», ενώ οι μαύρες μύγες, οι οποίες είναι «πλούσιες σε λιπαρά οξέα στον ίδιο βαθμό με αυτά που περιέχονται σε ορισμένα ιχθυέλαια», μπορούν να αντικαταστήσουν το λουκάνικο από αίμα.

Η Παγκόσμια Τράπεζα συμφωνεί σε μεγάλο βαθμό με το WEF όσον αφορά τη μαζική παραγωγή και κατανάλωση βρώσιμων εντόμων, υποστηρίζοντας ότι η καλλιέργεια εντόμων, «τόσο για ανθρώπινη διατροφή όσο και για ζωοτροφές, έχει τη δυνατότητα να αυξήσει την πρόσβαση σε θρεπτικά τρόφιμα, δημιουργώντας παράλληλα εκατομμύρια θέσεις εργασίας, βελτιώνοντας το κλίμα και το περιβάλλον και ενισχύοντας τις εθνικές οικονομίες». Ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) προβάλλει επίσης τα οφέλη των εναλλακτικών προϊόντων διατροφής, ιδίως των βρώσιμων εντόμων, όπως αναφέρει:

«Τα βρώσιμα έντομα περιέχουν υψηλής ποιότητας πρωτεΐνες, βιταμίνες και αμινοξέα για τον άνθρωπο. Τα έντομα έχουν υψηλό ποσοστό μετασχηματισμού τροφής, π.χ. οι γρύλοι χρειάζονται έξι φορές λιγότερη τροφή από τα βοοειδή, τέσσερις φορές λιγότερη από τα πρόβατα και δύο φορές λιγότερη από τους χοίρους και τα κοτόπουλα εκτροφής, για να παράγουν την ίδια ποσότητα πρωτεΐνης. Εκτός αυτού, εκπέμπουν λιγότερα αέρια του θερμοκηπίου και αμμωνία από τα συμβατικά ζώα. Τα έντομα μπορούν να καλλιεργηθούν σε οργανικά απόβλητα. Ως εκ τούτου, τα έντομα είναι μια πιθανή πηγή για τη συμβατική παραγωγή (μίνι-κτηνοτροφία) πρωτεϊνών, είτε για άμεση κατανάλωση από τον άνθρωπο, είτε έμμεσα σε ανασυσταθέντα τρόφιμα (με εκχυλισμένη πρωτεΐνη από έντομα) – και ως πηγή πρωτεϊνών σε μείγματα πρώτων υλών.»

Επιπλέον, η Διεθνής Πλατφόρμα Εντόμων για Τρόφιμα και Ζωοτροφές (IPIFF), η οποία έχει σήμερα 83 μέλη από 23 διαφορετικές χώρες, ιδρύθηκε το 2012 για να εκπροσωπεί «τα συμφέροντα του τομέα παραγωγής εντόμων έναντι των φορέων χάραξης πολιτικής της ΕΕ, των ευρωπαϊκών φορέων και των πολιτών». Ειδικότερα, προωθεί «τη χρήση των εντόμων για ανθρώπινη κατανάλωση και των προϊόντων που προέρχονται από έντομα ως κορυφαία πηγή θρεπτικών συστατικών για ζωοτροφές».

Η IPIFF επεσήμανε ότι ενώ «περισσότερα από 2000 είδη εντόμων καταναλώνονται παγκοσμίως», μόνο επτά είδη «χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές» και μόνο περίπου «δώδεκα είδη επιτρέπονται στα τρόφιμα» σε «ορισμένα» μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά συνέπεια, η οργάνωση αυτή επιδιώκει να αυξήσει την ποικιλία και την ποσότητα των εντόμων που καταναλώνονται στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο.

Οι υποστηρικτές της μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης εναλλακτικών προϊόντων διατροφής έχουν πλήρη επίγνωση ότι ο εξαναγκασμός του παγκόσμιου πληθυσμού να αποδεχτεί τη δυστοπική μεταμόρφωση της βιομηχανίας τροφίμων θα καταστρέψει πιθανότατα τα μέσα διαβίωσης δισεκατομμυρίων ανθρώπων, οι οποίοι εξαρτώνται από τη συμβατική γεωργία, γεγονός που θα οδηγήσει σε πρωτοφανή φτώχεια, απόγνωση, δυστυχία και πείνα, ιδίως μεταξύ των κατώτερων και μεσαίων τάξεων. Επιπλέον, αντιλαμβάνονται επίσης ότι οι άνθρωποι δεν πρόκειται να προβούν εθελοντικά σε τόσο δραστικές αλλαγές στα τρόφιμα και τις διατροφικές τους συνήθειες, οι οποίες συχνά συνδέονται με την κληρονομιά και τις παραδόσεις τους.

Το 2019, το WEF αναγνώρισε ότι υπάρχει μια «ξεχωριστή συναισθηματική και πολιτιστική πολιτική των τροφίμων, ιδιαίτερα του κρέατος», πράγμα που σημαίνει ότι ένας επιτυχημένος μετασχηματισμός του συστήματος τροφίμων θα απαιτήσει πιθανότατα κάποιο βαθμό εξαναγκασμού και βίας, λογοκρισία των διαφωνούντων, και δημιουργία μιας αφήγησης που θα προωθηθεί από τα εταιρικά μέσα ενημέρωσης, από μη εκλεγμένους εμπειρογνώμονες και διεφθαρμένους πολιτικούς, προκειμένου να φανούν πιο εύπεπτα τα εναλλακτικά προϊόντα διατροφής. Επιπλέον, απευθύνει έκκληση για «συντονισμένες προσπάθειες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και διακυβερνητική δέσμευση» κατά την επόμενη δεκαετία, οι οποίες θα «αναπτύξουν και θα κάνουν δική τους [..] μια παγκόσμια αφήγηση για τη πρωτεϊνική μετάβαση», ώστε να «ξεπεραστούν τα κρίσιμα πολιτιστικά και συναισθηματικά εμπόδια που μπορεί να σταθούν εμπόδιο σε έναν ολιστικό μετασχηματισμό». Είναι σαφές ότι το WEF δεν πιστεύει στις ατομικές ή συλλογικές προσπάθειες των μαζών όταν πρόκειται να βρουν λύσεις για τη διατροφή τους, των οικογενειών τους και των κοινοτήτων τους στο μέλλον. Αυτό έγινε εμφανές το 2019, όταν το WEF δήλωσε ότι

«η εξάρτηση από την αγορά, ή η ελπίδα ότι μεμονωμένες τεχνολογίες, ασύνδετα έργα ή ακόμη και καινοτομίες στη χρηματοδότηση ή την πολιτική θα προκαλέσουν μια παγκόσμια επανάσταση – ακόμη και συλλογικά – είναι ίσως αισιόδοξες. Αυτά πιθανότατα δεν θα είναι αρκετά για να δημιουργήσουν την κλίμακα ή την ταχύτητα που απαιτείται για την παροχή καθολικά προσβάσιμων και οικονομικά προσιτών, υγιεινών και βιώσιμων πρωτεϊνών […] μέχρι το 2030.»

 

Εάν επιτύχει, ο δυστοπικός μετασχηματισμός της βιομηχανίας τροφίμων θα επηρεάσει ή θα εξαλείψει τις ξεχωριστές πολιτιστικές και παραδοσιακές πρακτικές πολλών διαφορετικών ομάδων και κοινωνιών μέσω της επιβολής απεχθών εναλλακτικών τροφίμων. Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, τα τρόφιμα, τα γεύματα και οι συγκομιδές αποτελούσαν σημαντικές πτυχές της πολιτιστικής κληρονομιάς σχεδόν σε κάθε κοινωνία, φέρνοντας τους ανθρώπους κοντά στις οικογένειές τους και στις κοινότητές τους. Στην πραγματικότητα, πολλά γεύματα και συστατικά έχουν ιστορική, εθνική, εποχιακή, και θρησκευτική σημασία για διαφορετικές κοινότητες. Παραδοσιακές πρακτικές και δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων τελετουργιών, τελετών, φεστιβάλ (π.χ. ανοιξιάτικο φεστιβάλ, φεστιβάλ συγκομιδής, χειμερινό καρναβάλι, Oktoberfest, Mardi Gras κ.λπ.), γιορτές (π.χ. Χριστούγεννα, Eid, η Σαρακοστή του Πάσχα, Hanukkah, Πρωτοχρονιά, Diwali, Πάσχα κ.λπ, αρραβώνες, γάμοι, γενέθλια, επετείους, γιορτές, κ.λπ.), που συχνά περιλαμβάνουν την προετοιμασία και το μοίρασμα των γευμάτων με την οικογένεια, τους φίλους και άλλα μέλη της κοινότητας, έχουν επίσης διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη μετάδοση του πολιτισμού, των παραδόσεων και των ξεχωριστών ταυτοτήτων από τη μια γενιά στην άλλη.

Οι άνθρωποι που ενδιαφέρονται πραγματικά για έννοιες όπως η ποικιλομορφία, η συμμετοχικότητα και η ισότητα – οι οποίες συχνά χρησιμοποιούνται και κακοποιούνται από ιδεολόγους και κοινωνικούς μηχανικούς της παγκοσμιοποίησης για να προωθήσουν τα σχέδιά τους – δεν θα πρέπει να αγνοούν το γεγονός ότι το φαγητό είναι μια σημαντική πτυχή της πολιτισμικής ποικιλομορφίας. Στην πραγματικότητα, οι προσπάθειες των παγκοσμιοποιητών που αποσκοπούν στη δραστική αλλαγή ολόκληρης της βιομηχανίας τροφίμων μπορούν να θεωρηθούν ως άμεσες και βίαιες επιθέσεις στις πολιτιστικές, θρησκευτικές και εθνικές πρακτικές ξεχωριστών ομάδων σε όλο τον κόσμο.

Άρθρο της Birsen Philip, που δημοσιεύτηκε την 1η Αυγούστου 2022 από το Mises Institute. Απόδοση στα ελληνικά, Libertarian Corfu – Νίκος Μαρής.

πηγή