Η αγάπη, είναι ότι πιο πολύτιμο μπορεί να βιώσει ο άνθρωπος στην επίγεια ζωή του. Γιατί η αγάπη, όταν είναι αληθινή και αυθεντική, είναι πρόγευση του παραδείσου, είναι ψηλάφηση του Δημιουργού, αφού ο Θεός μας, «Αγάπη εστί», και η Δημιουργία αποτέλεσμα αυτής της αγάπης. Η γλώσσα λοιπόν της αγάπης είναι η μητρική μας γλώσσα, αυτή που δυνητικά μπορεί να μιλήσει και να κατανοήσει ο καθένας μας. Δεν χρειάζεται λέξεις, προτάσεις, τελείες, θαυμαστικά και ερωτηματικά για να εκφραστεί. Ένα βλέμμα, ένα χάδι, μια αγκαλιά, ένα δάκρυ, μια ζωγραφιά, μπορούν να ξεχειλίσουν ποταμούς αγάπης, να ανοίξουν δρόμους σε εγκλωβισμένες ψυχές, να φωτίσουν σκοτάδια.
Η ιατρική είναι ένας δρόμος για να υπηρετήσει κανείς την αγάπη, γιατί πορεύεται διαρκώς μέσα από τον πόνο και την ασθένεια. Όσο πιο συνειδητά τον ακολουθεί, τόσο πιο ανηφορικός και σταυρικός γίνεται. Τον δρόμο αυτό διάλεξε να ακολουθήσει ο Βαλεντίν Βόινο Γιασενετσκί, μια φορά κι έναν καιρό… όπως ξεκινούν τα παραμύθια. Η ζωή του κάθε άλλο παρά παραμυθένια ήταν, όμως ο ίδιος έγινε παραμυθία παντοτινή για τους πάσχοντες. Ένας δρόμος ολοκληρωτικής θυσίας, ένα ολοκαύτωμα αγάπης και προσφοράς, μια μορφή αέναη, που εγκατέλειψε τη γη πριν 50 χρόνια, συνεχίζοντας μια αγαπητική πορεία στην αιωνιότητα, μη αφιστάμενος αλλά αεί ιστάμενος στο πλευρό των ασθενών του.
Η επιλογή του, είχε μοναδικό κίνητρο την επιθυμία προσφοράς προς τον συνάνθρωπο. Στα μάτια των έκπληκτων συμφοιτητών του, που πίσω από το ζήλο και την επιμέλεια τους στις σπουδές, έβλεπαν έναν μελλοντικό καθηγητή, δήλωσε με παρρησία πως « θα γίνει ένας απλός, μουζίκος ιατρός της επαρχίας, για να είναι πάντα στο πλευρό των χωρικών, που κυριολεκτικά στην εποχή του στερούνταν πολλές φορές ακόμη και της βασικής ιατρικής φροντίδας και περίθαλψης. Δεν επιδίωξε τίτλους και αξιώματα, δεν επιθύμησε καθηγητικές έδρες. Ο ζήλος όμως, η ακούραστη εργατικότητά του και η άσβεστη δίψα του για μάθηση, τον ανέβασαν ακούσια σε αυτές. Δεν ξεκίνησε να γίνει χειρουργός, αλλά έφτασε να γίνει ο κορυφαίος καθηγητής χειρουργικής της εποχής του. Έλεγε πως ο χειρουργός θα πρέπει να διαθέτει « μάτι αετού, καρδία λιονταριού και χέρι γυναίκας» και πράγματι στο πρόσωπό του συγκεντρώθηκαν και τα τρία και συνενώθηκαν σε ιδανικό συνδυασμό. Η παρατηρητικότητά του, σε συνδυασμό με τον πλούτο των γνώσεών του και την ιδιαίτερα ανεπτυγμένη αίσθηση της αφής που είχε, τον οδηγούσε σε μια φανταστική ακρίβεια στις διαγνώσεις, που άφηνε πολλές φορές έκπληκτους τους συναδέρφους του. Ο καθηγητής χειρουργικής πατήρ Γιούρι Σεφτσένκο αναφέρει στο βιβλίο του το εξής περιστατικό: στο στρατιωτικό νοσοκομείο αναπήρων του β΄ παγκοσμίου πολέμου, έφεραν ένα στρατιώτη με παλιά κλειστή κάκωση στο δεξιό ισχίο, με πόνους που διαρκώς χειροτέρευαν και συνεχή περιορισμό της κινητικότητας. Η διάγνωση των ιατρών ήταν πυογόνα λοίμωξη, ωστόσο ούτε ο ακτινολογικός ούτε ο εργαστηριακός έλεγχος το επιβεβαίωναν, οπότε κάλεσαν τον καθηγητή Γιασενέτσκι για να βγουν από το αδιέξοδο. Εκείνος, αφού εξέτασε προσεκτικά τον άρρωστο, σύμφωνα μάλιστα με όσους παρευρίσκονταν εκεί τον κοιτούσε προσεχτικά στα μάτια καθ’ όλη την διάρκεια της εξέτασης, σαν κάτι να ήθελε να διαβάσει εκεί, τους ανακοίνωσε πως έπασχε από καρκίνο του προστάτη αδένα, παραμελημένο, με μεταστάσεις στα μαλακά μόρια της περιοχής του δεξιού ισχίου. Οι γιατροί έμειναν άναυδοι, στην συνέχεια τον αμφισβήτησαν έντονα, τελικά όμως υποκλίθηκαν μπροστά στην αυθεντία της διαγνωστικής του ικανότητας.
Όσο για την ψυχραιμία του μέσα στο χειρουργείο και την ήρεμη μεγαλοπρέπεια του, θα αφήσουμε και πάλι τον καθηγητή να μας διηγηθεί: Ο δημογιατρός τότε Γιασενέτσκι, στο νοσοκομείο του Περεσλάβλ Ζαλέσκι, δέχθηκε έναν ασθενή με ρήξη σπληνός, που ήδη χρονολογούσε πέντε ημέρες χωρίς θεραπεία. Μέσα σε δύο ώρες από την άφιξή του ο ασθενής βρισκόταν έτοιμος στο χειρουργικό κρεβάτι. Η επέμβαση εξελισσόταν ομαλά, μέχρι το σημείο που ο χειρουργός προσπάθησε να τοποθετήσει την πρώτη απολίνωση, οπότε ο αγγειακός μίσχος αποκόπηκε από το σώμα του σπληνός και καλύφθηκε από τις εντερικές έλικες, ενώ ακολούθησε αθρόα αιμορραγία. Παρά την κρισιμότητα της κατάστασης, πανικός δεν υπήρξε ούτε για μια στιγμή στο χειρουργείο. Με ψυχραιμία και σύνεση ο χειρουργός κατάφερε να ελέγξει την αιμορραγία, τοποθετώντας απολινώσεις και να επαναφέρει και να σταθεροποιήσει την καρδιακή λειτουργία με ταχεία ενδοφλέβια χορήγηση υγρών.
Χειρουργούσε όπου και όπως μπορούσε. Με ότι μέσα διέθετε κάθε φορά, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν έδωσε πραγματικές μάχες με τις διοικήσεις των νοσοκομείων, προκειμένου να πετύχει καλύτερο και πιο σύγχρονο εξοπλισμό, για το όφελος των ασθενών του. Όμως τις επεμβάσεις του δεν τις έκανε μόνο στο περιβάλλον του νοσοκομείου. Πηγαίνοντας προς τους παγωμένους και απαράκλητους τόπους της εξορίας του, βασανισμένος σωματικά και ψυχικά, από μια ολωσδιόλου άδικη και απάνθρωπη συμπεριφ ορά των αρχών απέναντι του, χειρουργούσε καθ’ οδόν, όσους παραμελημένους και αβοήθητους ασθενείς συναντούσε. Να θυμηθούμε την αφαίρεση απολύμματος χρόνιας οστεομυελίτιδας του ώμου, μέσα σε μια ίζμπα, με μόνο «χειρουργικό» εργαλείο μια τανάλια, που του έφεραν από κάποιον κλειδαρά της περιοχής. Την θεραπεία επίσης των τριών τυφλών αδελφών στο Γενισέισκ, μέσα στο διαμέρισμά του, όπου με πενιχρά μέσα τους χειρούργησε για συγγενή καταρράκτη. Είναι ιδιαίτερα χαριτωμένη, η λεπτομέρεια που έχει διασωθεί, σχετικά με την θεραπεία των παιδιών αυτών. Έφεραν μπροστά στον έναν από τα αδέλφια, ένα άλογο και τον ρώτησαν αν το αναγνωρίζει. Εκείνος απάντησε, πως έβλεπε μεν μπροστά του ένα άλογο αλλά δεν αναγνώριζε ποιο ήταν. Στην συνέχεια από συνήθεια, άρχισε να το ψηλαφά, όπως είχε συνηθίσει να κάνει, και τότε φώναξε χαρούμενος: «Μα ναι, είναι το δικό μας άλογο, ο Μίσκα μας»Να προσθέσουμε και την αποστείρωση των χειρουργικών εργαλείων μέσα στο παλιό σαμοβάρι του τσαγιού και την συρραφή τραύματος με τρίχες από τα μαλλιά της ασθενούς λόγω έλλειψης ραμμάτων.Να θυμηθούμε ακόμη, την εγχείρηση εμπυήματος εχινοκόκκου κύστεως του ήπατος, καθ οδόν μέσω της παγωμένης Αγγαρά, από το Γενισέισκ στη Χάγια.
Για την ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου, δεν υπολόγιζε την δική του ταλαιπωρία και τον κόπο. Ποιος άνθρωπος, ποιος κοινός θνητός, θα είχε το κουράγιο, μετά από ατελείωτες ώρες αναμονής, έξω από τα ανακριτικά γραφεία και με την απειλή της θανατικής καταδίκης ή στην καλύτερη περίπτωση της εξορίας, να κρέμεται σαν καρμανιόλα πάνω απ’ το κεφάλι του, να επανέλθει στο νοσοκομείο και σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτε, να ξεκινήσει το πρόγραμμα του χειρουργείου; Πόσες φορές, μετά από μέρες εξαντλητικές χειρουργείων και εξωτερικών ιατρείων ή μέρες εφημεριών, δεν επιστρέψαμε στο σπίτι μας κατάκοποι, μη έχοντας κουράγιο ούτε στους οικείους μας να μιλήσουμε; Κι όμως ο Άγιος μετά από τέτοιες μέρες, επέστρεφε στο σπίτι του και για ένα μεγάλο διάστημα, φρόντιζε το νοικοκυριό και την άρρωστη Άννα. Τα παιδιά του τον θυμούνται να σφουγγαρίζει το πάτωμα, δένοντας γάζες σ’ ένα ξύλο και να ξαγρυπνά προσπαθώντας ν’ ανακουφίσει την αγαπημένη του γυναίκα που ψήνονταν στον πυρετό. Άλλοτε πάλι σε καλύτερους καιρούς, διάβαζε ή έγγραφε τα επιστημονικά του συγγράμματα, αλλά και πολλές φορές έσπευδε να επιστρέψει χαράματα στο νοσοκομείο, για να δώσει τις πολύτιμες συμβουλές του για κάποιον άρρωστο ή για να χειρουργήσει κάποιο εξαιρετικά επείγον περιστατικό. Όσο άντεχαν οι ανθρώπινες ή καλύτερα οι υπεράνθρωπες δυνάμεις του, στεκόταν όρθιος στο πλευρό των αρρώστων, φύλακας άγγελος και προστάτης τους. Ακόμα και όταν οι οβίδες των πυροβόλων διασταυρώνονταν πάνω από το νοσοκομείο της Τασκένδης, εκείνος περνώντας κάτω από αυτές, έχοντας για ασπίδα την πίστη στο Θεό και την αφοσίωση στο έργο του, συνέχιζε απτόητος.
Η αγάπη «ού ζητεί τα εαυτής, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία». Ο Άγιος σ’ όλη του την ζωή, πάλεψε για να προσφέρει στους άλλους. Δεν απαίτησε τίποτε για προσωπικό όφελος, ήταν όμως ιδιαίτερα μαχητικός και απαιτητικός, όταν ζητούσε κάτι που θα βελτίωνε τις συνθήκες ζωής των συνανθρώπων του. Σήκωσε αγόγγυστα τις αδικίες και τις συκοφαντίες εις βάρος του, τραβώντας κάθε λίγο μαρτυρικά τον παγωμένο και απαράκλητο δρόμο της εξορίας, στάθηκε όμως σε πολλές περιπτώσεις, ατρόμητος υπερασπιστής του δικαίου των άλλων. Μια τέτοια ενέργειά του κατά την φοιτητική του ζωή, τον είχε εξυψώσει ιδιαίτερα στα μάτια των συμφοιτητών του, που τον εξέλεξαν επικεφαλής του έτους. Είχε γίνει μάρτυρας μιας άδικης συμπεριφοράς που κατέληξε σε χειροδικία ενός πολωνού φοιτητή, προς έναν εβραίο. Το γεγονός τον στενοχώρησε τόσο πολύ που στο τέλος κάποιας διάλεξης, πήρε τον λόγο και στηλίτευσε έντονα την πράξη του Πολωνού φοιτητή. Ήταν η πρώτη, αλλ’ όχι η μοναδική δημόσια αγόρευσή του, για υπεράσπιση του δικαίου. Κάποια άλλη φορά, σ’ ένα «κληρικολαικό δικαστήριο», υπερασπίσθηκε σθεναρά τον επίσκοπο Ιννοκέντιο, ο οποίος, σαν αντίδωρο της πράξης του αυτής, του άνοιξε τον δρόμο προς την ιεροσύνη, με την λιτή, αλλά τόσο ηχηρή του φράση «Γιατρέ πρέπει να γίνετε ιερέας»
Ποιος όμως θα μπορούσε να παραβλέψει και την ένθερμη υποστήριξη του καθηγητή Σιτσκόφσκι και των άλλων γιατρών της χειρουργικής κλινικής του νοσοκομείου της Τασκένδης, που κατηγορήθηκαν για «αντιεπαναστατική δράση» και «αμέλεια», ‘έναντι των τραυματιών του κόκκινου στρατού; Η κατάσταση στα θεραπευτικά ιδρύματα της Τασκένδης, με την αθρόα εκεί μεταφορά στρατιωτών ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Οι γιατροί δεν επαρκούσαν για να περιθάλψουν έναν όχλο στρατιωτών, που κάπνιζαν κι έπιναν βότκα μέσα στους θαλάμους και συμπεριφέρονταν άπρεπα και αισχρά. Ο ίδιος ο Άγιος κάποια μέρα, ξυλοκοπήθηκε άγρια από μια τέτοια ομάδα μεθυσμένων στρατιωτών, που διασκέδαζαν «δέρνοντας τον παπά». Ούτε ο Σιτσκώφσκι, ούτε ο Γιασενέτσκι, μπορούσαν να αναχαιτίσουν σωματικά τους εξαγριωμένους στρατιώτες – ασθενείς τους και παρ’ όλη την υπό αντίξοες συνθήκες εργασία τους, κινδύνευαν ανά πάσα στιγμή να βρεθούν κατηγορούμενοι. Ο Άγιος στην δίκη αυτή, εμφανίσθηκε με παρρησία, φορώντας το ράσο και απάντησε θαρρετά στις ερωτήσεις του φοβερού επικεφαλής της ανακριτικής επιτροπής Λετονού Πέτερς, ο οποίος αφού δεν κατάφερε να τον ταπεινώσει ή να του αποσπάσει τις κατηγορίες που ήθελε στα ιατρικά θέματα, του απεύθυνε και μια μη ιατρικού περιεχομένου ερώτηση:
– «Παπά και καθηγητή Γιασενέτσκι, πως πιστεύετε στον Θεό; Τον έχετε δει τον Θεό σας;»
– «Τον Θεό, πράγματι, δεν τον έχω δει, κύριε δημόσιε κατήγορε, απάντησε ο Άγιος, όμως έχω χειρουργήσει πολλές φορές εγκέφαλο και ανοίγοντας το κρανίο, ποτέ δεν είδα εκεί το μυαλό. Ούτε και την συνείδηση συνάντησα εκεί.»
Χάρη στο θάρρος και την ευστροφία του καθηγητού Γιασενέτσκι, οι κατηγορούμενοι σώθηκαν από βέβαιο θάνατο.
Μια παρόμοια πράξη αγάπης και συμπόνιας δεν ήταν και η υπογραφή του «πιστοποιητικού για την διαταραγμένη ψυχική κατάσταση», του καθηγητού φυσιολογίας Μιχαήλοφσκι, προκειμένου να μπορέσει να κηδευτεί και να ταφεί χριστιανικά μετά την αυτοκτονία του; Η καθ’ όλα νόμιμη και άδολη αυτή πράξη αγάπης προς τον θανόντα και την σύζυγο του, έγινε το εισιτήριο του για μια ακόμα πολυετή «επίσκεψη» του στην παγωμένη Σιβηρία και μάλιστα αυτή τη φορά με την φοβερή επισήμανση δίπλα στο όνομά του στην λίστα τον εξορίστων, «φόνος». Ο Άγιος κατηγορήθηκε ότι συνωμότησε με την θρησκόληπτη σύζυγο του καθηγητή, για να τον σκοτώσουν, έτσι ώστε να θαφτεί μαζί του και η φοβερή, τάχα, ανακάλυψη του για την επαναφορά τον νεκρών στην ζωή, η οποία θα πυρπολούσε τα θεμέλια της Χριστιανικής Πίστης και διδασκαλίας! Η ρετσινιά του «φονιά» τον ακολουθούσε διαρκώς στον μακρινό εκείνο τόπο της εξορίας, στον Αρχάγγελο της Σιβηρίας και προδιέθετε εχθρικά απέναντι του, τόσο τους συναδέλφους του γιατρούς, όσο και τους κληρικούς και τον τοπικό επίσκοπο.
Μια απλή γνωμάτευση, που δόθηκε χωρίς δόλο, χωρίς ψευδή στοιχεία, χωρίς ωφελιμιστικά κίνητρα, καθαρά και μόνο από φιλανθρωπία και αγάπη, έγινε στα χέρια μιας ασύδοτης εξουσίας, τρομερό κατηγορητήριο, φανταστικό σενάριο υποχθόνιας διαπλοκής. Μήπως η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται στο διάβα των αιώνων;
«Η Αγάπη ου ζηλεί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται…». Η εργατικότητα και η υπομονή, έδωσαν πλούσιους καρπούς στην επιστημονική του έρευνα. Θυσίασε άπειρες ώρες ξεκούρασης, ύπνου, προσωπικής ζωής, διαβάζοντας βιβλιογραφία, κάνοντας πειράματα, μελετώντας σε μια σοφίτα εκατοντάδες ανθρώπινα κρανία. Ανακάλυψε και περιέγραψε τεχνικές που αργότερα είδε να μένους στην διεθνή βιβλιογραφία με άλλα ονόματα. Δεν αντέδρασε, δεν διεκδίκησε. Γι αυτόν, επιτυχία ήταν, η ανακάλυψη που θα βοηθούσε στην ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου και όχι η δόξα και η επιβράβευση του γι αυτήν. Η προσφορά του στην τοπική αναισθησία και τις πυογόνες λοιμώξεις, δεν θα σταματούσε να είναι προσφορά, αν δεν την αναγνώριζαν στο δικό του όνομα. «Τα Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», ήταν ένα μοναδικό σύγγραμμα, προϊόν της αγάπης και της φροντίδας του για τον πάσχοντα, αλλά και για τους συναδέλφους του. Γράφτηκε κάτω από απίθανες και απερίγραπτες συνθήκες, μέσα σε φυλακές και εξορίες, όχι για να φιγουράρει στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες, αλλά για να βοηθήσει τους νεώτερους γιατρούς απλώνοντας μπροστά τους έναν αμύθητο θησαυρό γνώσης και εμπειρίας. Τα ιστορικά των ασθενών που συναντά κανείς στις σελίδες του, αποπνέουν μια ιδιαίτερα προσωπική σχέση, μια ευαίσθητη και αγαπητική φροντίδα και μέριμνα του γιατρού για τον ασθενή του, ένα «άγγιγμα ψυχής», που είναι ίσως πιο απαραίτητο από ένα ασήκωτο τσουβάλι γνώσεων, για να διώξει το άγχος και την αβεβαιότητα που προκαλεί στον άνθρωπο η απώλεια της υγείας και των σωματικών ικανοτήτων. Όπως λέει και ο πατήρ Εφραίμ Κατουνακιώτης: «…ο άρρωστος δεν θέλει τόσο να τον κάνεις καλά. Σε κοιτά στα μάτια και στα χείλη. Αν του χαμογελάσεις και του πεις μια καλή κουβέντα, να ξέρεις ότι η πόρτα του παραδείσου θα είναι ανοικτή για σένα».
Οι εργασίες και οι ανακοινώσεις του, απ’ τα ίδια κίνητρα πηγάζανε. Όχι για να αυξήσουν τον πλούτο και την έκταση του βιογραφικού του, ή τα μόριά του για κάποια προκήρυξη θέσης. Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι, δημοσίευσε επανειλημμένα και τα λάθη του, για να γίνουν παράδειγμα αποφυγής για τους νεώτερους. Ότι γνώριζε, ότι μέσα από κόπους και θυσίες ανακάλυπτε, ένοιωθε επιτακτική ανάγκη να το μεταδώσει, να το μοιραστεί με τους συναδέλφους του. Ο ερευνητής και διδάκτορας, δεν ήταν τίτλοι επίκτητοι, αλλά φυσικό και αναπόσπαστο μερίδιο της ψυχικής και διανοητικής του υπόστασης Και η αυθεντία τους αυτή, ήταν που πραγματικά μαγνήτιζε και συνάρπαζε τους ακροατές του πάντα. Σημειώνει χαρακτηριστικά ο αιματολόγος Κασσίρσκι: «Σε όλη την διάρκεια του μαθήματος, από τα εκατοντάδες μάτια των φοιτητών, διαχέονταν ένας βαθύς σεβασμός προς τον καθηγητή, που με τόση μαεστρία και ζωντάνια παρουσίαζε, με πλήθος παραδειγμάτων, τις βαθιές επιστημονικές του γνώσεις, συνδέοντας αρμονικά και αδιάσειστα, την ανατομία με την κλινική χειρουργική πράξη». Καθήλωνε πραγματικά τους φοιτητές, η μοναδική του ικανότητα να απλοποιεί τα δύσκολα κεφάλαια της τοπογραφικής ανατομίας, παρουσιάζοντάς τα με παραδείγματα από την πλούσια κλινική του εμπειρία, εξηγώντας τα με την βοήθεια των ιδιόχειρων σχημάτων του ή δημιουργώντας τα εκ νέου με κιμωλία πάνω στον πίνακα. Δίδασκε με λόγια, με σχήματα, αλλά και με το νυστέρι. Χειρουργούσε, όπως σημειώνει ο Σεβτσένκο, «φωναχτά». Εξηγούσε σ’ όλη την διάρκεια της επεμβάσεως, στους γιατρούς και τους φοιτητές που στεκόταν γύρω του, τι βρίσκεται κάτω από την περιτονία που διατέμνει, ποια αγγεία περνούν κάτω από αυτή, τι κινδύνους και τι επιπλοκές θα έπρεπε να περιμένουν. Οι επεμβάσεις του σύμφωνα με το Κασσίρσκι, ήταν σχολείο για γιατρούς και φοιτητές. Η ήρεμη μεγαλοπρέπειά του, η ατάραχη όψη του, η ήσυχη και κάπως βραχνή φωνή του, και κυρίως η αυθεντικότητα των αισθημάτων του, κέρδιζαν άμεσα την προσοχή όλων.
Λίγα ψήγματα από μια μορφή μεγαλειώδη, από μια ζωή σταυρική, από μια ψυχή αθάνατη, από μια καρδιά που έλειωσε από αγάπη, γι αυτό και έμεινε αλώβητη από τους νόμους της φθοράς. Ο Άγιος Λουκάς, «διήλθε ευεργετών και ιώμενος», γενόμενος «μιμητής Χριστού», κατά την προτροπή του Αποστόλου Παύλου. Ανέλαβε οικειοθελώς τον σταυρό του Κυρίου και «αγάπησε το μαρτύριο, που τόσο παράξενα καθαρίζει την ψυχή». Έγινε ιατρός «ψυχών και σωμάτων», ενδυόμενος αρχικά την χειρουργική μπλούζα και περιβάλλοντας την στην συνέχεια, με το αγγελικό σχήμα και την ιεροσύνη. Το χέρι που κρατούσε το νυστέρι και με αξεπέραστη μαεστρία χρυσοκεντούσε την αγάπη πάνω στο σώμα του αρρώστου, αυτό το ίδιο χέρι, άγγιζε τρεμάμενο το θυσιαστήριο της Αγάπης. Χειρουργούσε με προσευχή και ιερουργούσε με ευλάβεια και προσοχή. Αγαπούσε τον άνθρωπο ως εικόνα του Θεού και υπηρετώντας με ευλάβεια και αυτοθυσία αυτόν, υπηρετούσε και αγαπούσε τον Πατέρα και Δημιουργό.
«Μας έχουν δοθεί, δύο βασικές εντολές, οι οποίες στα μάτια του Θεού, είναι μία και αδιάρρηκτη: Να αγαπάμε τον Θεό και τον πλησίον μας. Στο πρόσωπο του κάθε ασθενή, επισκεπτόμαστε και θεραπεύουμε τον Κύριο μας», είναι τα λόγια του ιδίου, που άφησε διαθήκη και παρακαταθήκη στους γιατρούς όλων των αιώνων. Δεκάδες ασθενείς περνούν καθημερινά από τα ιατρεία ή τα χειρουργεία μας. Δεκάδες φορές λοιπόν κάθε μέρα, βλέπουμε μπροστά μας τον Χριστό και μας δίνεται η ευκαιρία να τον υπηρετήσουμε. Ας το σκεφτούμε λιγάκι… Τι μεγαλύτερη ευλογία και χαρά, θα μπορούσε να περιμένει κανείς!
Μα… δεν είναι δύστροπος ο Χριστός, δεν είναι γκρινιάρης, δεν είναι ανυπόμονος ή λιγόψυχος… δεν…. δεν…, όπως είναι ίσως κάποιοι από τους ασθενείς που καθημερινά συσσωρεύονται στα ιατρεία μας. Ναι, μα ούτε ασθενής είναι ο ίδιος ο Χριστός. Ασθενής και λιγόψυχη και αδύνατη και γκρινιάρα, είναι η δική μας πτωτική ανθρώπινη φύση, την οποία φόρεσε ο Χριστός, για να την απελευθερώσει από την χωμάτινη μιζέρια της. Φορώντας λοιπόν, όλες αυτές τις φθαρτές στολές και εμφανιζόμενος έτσι μπροστά μας, καθρεπτίζει την δική μας αδυναμία και ανεπάρκεια και μας προσκαλεί μυστικά σε μια αγαπητική υπέρβαση, από το κλουβάκι του εγωισμού μας, στην απεραντοσύνη του Ουρανού. Αμήν!