Κάποιοι φίλοι μου για να δικαιολογήσουν το κλείσιμο των Εκκλησιών δημοσίευσαν το παρακάτω απόσπασμα από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη με τίτλο «Την εποχήν της επιδημίας». Το κείμενο της δημοσίευσης έχει ως εξής:
«Μένουμε διαιτώμενοι εις την οικίαν μας, στραβοπατούντες από δωμάτιον είς δωμάτιον, ως ποταμιαία καβούρια, αλιβάνιστοι, αλειτούργητοι, ακοινώνητοι, με την ελπίδα ότι σύντομα θα ανθρωπέψουμε και πάλι».
Με αυτή την δημοσίευση υπονοούν έμμεσα ότι αφού και ο Άγιος των Γραμμάτων ο Παπαδιαμάντης το έζησε, το υπέμεινε ας το εφαρμόσουμε και εμείς. Είναι όμως έτσι ή το εντελώς αντίθετο;
Τους πληροφορώ ότι έπεσαν θύματα κάποιου νοσηρού νοός, ο οποίος εν γνώσει του όχι μόνο παραποίησε τα γραφόμενα του Παπαδιαμάντη, αλλά έκανε και μια πονηρή συρραφή λέξεων. Οι λέξεις του παραπάνω κειμένου πάρθηκαν από το διήγημα του ”Οι Ελαφροΐσκιωτοι” το οποίο δεν έχει καμιά σχέση με επιδημία, αλλά με κάποιος ανθρώπους που ζούσαν μακριά από την Εκκλησία και συνομιλούσαν… με νεράϊδες.
Το αρχικό κείμενο του Παπαδιαμάντη έχει ως «Τω όντι η γραία, αντί να μείνει εις το χωρίον να κάμει Χριστούγεννα, μαθούσα ότι ο παπα- Κωνσταντής ο Μπρικόλας έμελλε ν’ ανέλθει το πρωί, κατά πρόσκλησιν ποιμένων και γεωργών τινων, εις το βουνόν να λειτουργήσει το εξωκκλήσιον του Προφήτου Ηλία, επροτίμησε να υπάγει εις της Κεχρεάς το ρέμα, να πειθαναγκάσει την κόρην της και τα εγγονάκια της να σηκωθώσι το πρωί ν’ ανέλθωσι εις το εξωκκλήσιον, το οποίον ευρίσκετο εις το ήμισυ του δρόμου, επί οροπεδίου γείτονος της κορυφής του βουνού, μίαν από το χωρίον και μίαν ώραν από την Κεχρεάν, διά να λειτουργηθούν και μεταλάβουν, διά να τους ανθρωπέψει ολίγον, έλεγε, καθόσον έμενον επί μήνας αλειτούργητοι κάτω εις το βαθύ το ρέμα.
Εις τον ναΐσκον της Κεχρεάς, παλαιόν διαλυμένον μονύδριον, προσηρτημένον ως μετόχιον εις το κοινόβιον του Ευαγγελισμού, σπανίως ήρχετο ιερεύς να λειτουργήσει, και αν ήρχετο, οι εντός του ρεύματος διαιτώμενοι και ως ποταμαία καβούρια».
Αυτές τις λέξεις τις πήραν και τις έραψαν στα μέτρα τους!
Ας μάθουν, λοιπόν, τί έγραφε ο Παπαδιαμάντης στο διήγημα του «Βαρδιάνος στα Σπόρκα» για την επιδημία χολέρας του 1865:
«Κακή υποψία, δυσπιστία και ιδιοτέλεια, χωρούσα μέχρι απανθρωπίας εβασίλευε πανταχού. Όλα ταύτα ήσαν εις το βάθος, και ο φόβος της χολέρας ήτο εις την επιφάνειαν. Θα έλεγε τις, ότι η χολέρα ήτο μόνον πρόφασις και ότι η εκμετάλλευσις των ανθρώπων ήτο η αλήθεια. Το δαιμόνιον του φόβου είχεν εύρει επτά άλλα δαιμόνια πονηρότερα εαυτού και είχε λάβει κατοχήν επί του πνεύματος των ανθρώπων».
Ας μάθουν και τί γράφει και στο διήγημα του «Η Χολεριασμένη» για το πώς σταμάτησε η επιδημία χολέρας:
«Σαν ήρθε η φοβερή χρονιά, που έφερε την κατοχή των Αγγλογάλλων και την χολέρα· που βάσταξε τρεις μήνες, κι έπαψε την ημέρα του Αγίου Φιλίππου, ύστερα από μεγάλη λιτανεία και δέηση που έκαμε ο λαός με τους παπάδες, με τα εικονίσματα, με Σταυρούς και με ξεφτέρια».
Αυτά! Ας προσέχουμε γιατί είδα και κάποιοι κληρικοί το δημοσίευσαν. «Ο κόσμος όλος κείται εν τω πονηρώ»!
26/11/20