Fahrenheit 451 – Ελλάδα 2022: Βίοι παράλληλοι δυστοπικοί

Γράφει η Κυριακή Θ. Διονυσοπούλου, Δικηγόρος Αθηνών
 

Στο ανθρωποβόρο καθεστώς του μυθιστορήματος Fahrenheit 451, τα βιβλία απαγορεύονται και η αποστολή των πυρονόμων είναι να αναζητούν και να καίνε όσα από αυτά έχουν απομείνει κρυμμένα. Η κοινή αντίληψη είναι πως τα βιβλία δημιουργούν αναταραχή και είναι άχρηστα στους ανθρώπους, τους οποίους καθιστούν δυστυχισμένους και τους μετατρέπουν σε υπηκόους που δεν καταλαβαίνουν, δεν σκέπτονται και φυσικά δεν αντιδρούν. Στο δυστοπικό σύμπαν του Ray Bradbury, το οποίο είναι έντονα επηρεασμένο από τις πολιτικές εξόντωσης του Μακαρθισμού, η αίσθηση του ιδιωτικού ελέγχου και της παρακολούθησης κυριαρχεί, η γνώση βάλλεται πανταχόθεν και η απάθεια εκτοπίζει την σκέψη.

Ο κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος, ο πυρονόμος Guy Montag, όχι μόνο υπηρετεί πιστά αυτό το καθεστώς, αλλά και απολαμβάνει την καύση των βιβλίων, έως ότου η συνείδηση του κλονίζεται, από την γνωριμία του με την νεαρή γειτόνισσά του, την Clarisse, το ελεύθερο πνεύμα της οποίας τον κάνει να διερωτάται αν είναι πραγματικά ευτυχισμένος (Ray Bradbury, Fahrenheit 451, μτφ.: Β. Δουβίτσας, εκδ. Άγρα, 2012, σελ. 30).

Η ικανότητα της Clarisse να αξιολογεί και να αμφισβητεί τον κόσμο γύρω της επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την προσωπική εξέλιξη του Montag, ο οποίος ξεκινά έναν αγώνα προβληματισμού και εσωτερικής διεργασίας. Ως άλλος Προμηθέας, η Clarisse τού παρουσιάζει τις αξίες που είναι απαραίτητες για τον προσωπικό του αγώνα κατά του αυταρχισμού. Άλλωστε, η λογοτεχνία αναλαμβάνει συχνά τον ρόλο του Προμηθέα για να μεταδώσει την φωνή της γνώσης και της ελευθερίας στους ανθρώπους· ορθότερα, αυτή είναι η αποστολή της.

Ακολουθώντας, όμως, την ίδια μοίρα με αυτή του Τιτάνα, η Clarisse τιμωρείται για το βάθος των εκτιμήσεών της. Η παρουσία της, ωστόσο, είναι καταλυτική, αφού η δυναμική κριτική της καταφέρνει να ενεργοποιήσει την περιέργεια του Montag και έπειτα η πορεία διαγράφεται νομοτελειακά: η περιέργεια οδηγεί στην γνώση και η γνώση γεννά ερωτήματα.

Το αποκορύφωμα της σύντομης, αλλά κομβικής, επιρροής της Clarisse είναι ο μαρτυρικός θάνατός της, καθώς μέσα από αυτόν παραδίδει, κατά μιαν έννοια, στον Montag τον πυρσό της γνώσης (επ’ αυτού βλ. την ανάλυση της Fernada Luísa Feneja, Promethean Rebellion in Ray Bradbury’s Fahrenheit 451: The Protagonist Quest, Amaltea. Revista de Microcrítica, Vol. 4, 2012: 1-20). Ως γνωστόν, στα πρώτα ψήγματα αμφιβολίας διαφαίνεται η σαθρότητα του κομφορμισμού· η δράση της Clarisse αποτέλεσε την θρυαλλίδα για να αντιληφθεί ο πρωταγωνιστής μας ότι οι άνθρωποι έχουν πάψει να δρουν και να σκέπτονται ελεύθερα.

Μελετώντας την συμπεριφορά των ανθρώπων, ο Montag επικεντρώνεται στην επιρροή της τηλεόρασης. Η όραση των αδρανών θεατών (πρβλ. Runciman, Έτσι τελειώνει η δημοκρατία;, μτφ. Π. Γεωργίου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2019, σελ. 68, ο οποίος αναφέρεται στην “δημοκρατία των θεατών”, άλλως στην “δημοκρατία του ακροατηρίου”) βομβαρδίζεται από σκηνοθετημένες τηλεοπτικές εικόνες, ειλημμένες από μια παραποιημένη πραγματικότητα, η οποία έχει εκτοπίσει την φυσική παρουσία και επικοινωνία. Ο πολιτισμός της τηλεόρασης αντικατέστησε την κοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, παρενέβη ακόμη και στις διαπροσωπικές σχέσεις. Αποδεχόμενοι αυτήν την ποιότητα επικοινωνίας, οι θεατές την εδραιώνουν ως κανονικότητα και σαν υπνωτισμένοι κλείνουν οικειοθελώς μάτια και αφτιά μπροστά σε καθετί αφυπνιστικό.

Κατά την παραστατική ρήση του Schopenhauer στο έργο του «Κριτική της Ελευθερίας της Βουλήσεως» (μτφ.: Χ. Βασιλειάδης, εκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα 1944, σελ. 65):

«Τα μικρά έντομα προσελκύονται από τη λάμψη του φωτός έως τη φλόγα, η μύγα έρχεται να καθήσει με εμπιστοσύνη πάνω στο κεφάλι της σαύρας που την ίδια στιγμή ακόμα, μπροστά στα μάτια της καταβρόχθισε μια όμοιά της. Ποιος θα σκεφθεί εδώ την ελευθερία;».

Η αναμασημένη και γρήγορη πληροφορία δεν αφήνει περιθώρια αξιολόγησης, ενώ η πλάνη του ευδαιμονισμού αντικαθιστά τις ουσιαστικές ανάγκες της ψυχής. Είναι αδύνατον, πλέον, για τους ανθρώπους να αντιληφθούν πόσο ψευδολογεί η παραποιημένη εικόνα μιας αλλοτριωμένης ευτυχίας, η πλαστή καθημερινότητα, αλλά και η τυπικά επαναλαμβανόμενη –σχεδόν σκηνοθετημένη– διασκέδαση.

Στη σύγκρουσή του με την παγιωμένη αυτή κατάπτωση ωθείται από την κατάσταση της συζύγου του, της Mildred. Η τελευταία, σε ζωή απάθειας και αδιαφορίας, παγιδευμένη σε αυτήν την εικονική πραγματικότητα, δεν μπορεί να έρθει αντιμέτωπη με τους δαίμονές της. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Βίκτορος Ουγκό, Ο άνθρωπος που γελά (μτφ.: Ντ. Πέππα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2013, σελ. 387):

«Η αδιαφορία είναι εξυπνάδα. Μη σαλεύετε, είναι πιο υγιές. Αυτή είναι η σοφία του εντόμου».

Η Mildred, χωρίς να το συνειδητοποιεί, καταλήγει να κάνει χρήση υπερβολικής δόσης υπνωτικών και μάλιστα είναι αυτή που στο τέλος θα καταδώσει τον Montag.

Ένα δεύτερο περιστατικό έντασης είναι αυτό κατά το οποίο ο Montag γίνεται μάρτυρας μιας αποκαλυπτικής αλήθειας. Σε μια καθιερωμένη καύση βιβλίων, η «εγκληματίας» με τα κρυμμένα βιβλία αποφασίζει να πυρπολήσει η ίδια το σπίτι και τα βιβλία της, προτιμώντας μια ηρωική αυτοκτονία, παρά την συνέχιση της ζωής της χωρίς αυτά. Σε αυτό το σημείο, γεννιέται ένας ακόμη προβληματισμός: τι σημαντικό περιείχαν, άραγε, αυτά τα βιβλία που έκανε την γυναίκα να θυσιαστεί μαζί τους;

Τότε, για πρώτη φορά ο Montag μετά από την καύση χιλιάδων βιβλίων, επιλέγει ενστικτωδώς να αποσπάσει ένα από αυτά και να το κρύψει μέσα στην στολή του (πρβλ. την ταινία Equilibrium, το σενάριο της οποίας είναι προφανώς εμπνευσμένο και από το Fahrenheit 451).

Καταβεβλημένος από τον κόσμο, που πλέον τον αντικρίζει με καθαρή ματιά, εγκαταλείπει την δουλειά του, αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο, έρχεται σε σύγκρουση με το σύστημα, το οποίο κάποτε υπηρετούσε πιστά. O πυραγός Beatty τον επισκέπτεται με σκοπό να τον πείσει για την κοινωνική προσφορά των πυρονόμων και του εξηγεί ότι αυτοί εκλήθησαν από την ίδια την κοινωνία.

τηλεόραση, και φυσικά η έντονη λογοκρισία, μέσα από την οποία δοκιμαζόταν κάθε κείμενο, αποδυνάμωσαν την ανάγκη για γνώση, και τα βιβλία έχασαν το αντίκρισμά τους. Ο καταιγισμός της φύρδην μίγδην ενημέρωσης που δέχονταν καθημερινά από την τηλεόραση αντικατέστησε την σκέψη, θάμπωσε την όραση και την κρίση των θεατών και τους δημιούργησε την ψευδαίσθηση της συμμετοχής.

Από την άλλη πλευρά, η γόνιμη αγωγή που θα εξυπηρετούσαν τα βιβλία κρίθηκε επικίνδυνη, αφού το βιβλίο θεωρήθηκε ότι:

«είναι ένα οπλισμένο πιστόλι, γι’ αυτό και οι σφαίρες έπρεπε να βγουν έξω από το όπλο».

Το γεγονός ότι οι παραπάνω –πλέον υλοποιημένοι εν έτει 2022–  κίνδυνοι περιγράφονται σε ένα βιβλίο, λειτουργεί λυτρωτικά για τον αναγνώστη, διότι αυτό όχι μόνο επιβεβαιώνει τους φόβους της δυστοπικής κοινωνίας του Bradbury για την δυναμική των βιβλίων, αλλά και επαληθεύει τα λόγια του Stendhal, ο οποίος πριν από δύο αιώνες είχε πει ότι:

«η πολιτική μέσα σε ένα λογοτεχνικό έργο είναι σαν πιστολιά στην μέση μιας συναυλίας, κάτι χοντροκομμένο, που, ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να μην προσέξει» (Stendhal, Μοναστήρι της Πάρμας, μτφ.: Γ. Σπανός, εκδ. Εξάντας, 2017, σελ. 607).

Η εκπαίδευση στράφηκε προς τις πρακτικές ανάγκες διαμόρφωσης επαγγελματιών, αλλά όχι προς την διάπλαση του πνεύματος, πνίγοντας έτσι την πραγματική γνώση. Σίγουρα, οι πρακτικές ανάγκες είναι πολύ σημαντικές για την διατήρηση της ζωής, ωστόσο δεν είναι αυτές που την ορίζουν· η γνώση είναι αυτή που κατασκευάζει ανυπότακτους πολίτες και ταυτοχρόνως προβάλλει ως η μόνη αντιβίωση για την κάθε είδους κανονικότητα.

Η ευαισθησία του Montag έχει πια ενεργοποιηθεί, και η συγκίνηση της αποτυπωμένης στα βιβλία σκέψης τον ενδυναμώνει. Ανακαλεί στην μνήμη του την γνωριμία του με τον άλλοτε καθηγητή Λογοτεχνίας, τον Faber, τον οποίο αναζητά σε μια ύστατη προσπάθεια για εύρεση απαντήσεων (Ray Bradbury, Fahrenheit 451, μτφ.: Β. Δουβίτσας, εκδ. Άγρα, 2012, σελ. 117).

Το αείζωον πυρ που άναψε στον πρωταγωνιστή μας τον ωθεί στο να δραπετεύσει από το καθεστώς που υπηρετούσε τυφλά και κατά του οποίου εν τέλει στράφηκε. Όμως, ο πυραγός Beatty, όταν ανακαλύπτει ότι ο Montag κρύβει βιβλία, τον διατάσσει να κάψει το ίδιο του σπίτι, θυμίζοντας τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή στο αριστούργημα του Fyodor Dostoevsky «Αδελφοί Καραμαζόφ», που, όταν ο Χριστός εμφανίζεται στην Σεβίλλη του 15ου αιώνα, δίνει εντολή να τον κλείσουν στην φυλακή:

«Λαχταρούσες μια πίστη ελεύθερη και όχι τη δουλική έκσταση του ανελεύθερου μπροστά στην παντοδυναμία που θα τον τρομοκρατούσε διά παντός. Κι εδώ, όμως, αποτίμησες τους ανθρώπους πολύ υψηλά, διότι, φυσικά, είναι ανελεύθεροι, έστω κι αν έχουν φτιαχτεί στασιαστές. […] Σου επαναλαμβάνω ότι αύριο κιόλας θα δεις αυτό το υπάκουο κοπάδι, με το πρώτο νεύμα μου, να τρέχει να φυσήξει τα αναμμένα κάρβουνα της πυράς σου, σ’ αυτή που θα σε κάψω γιατί ήρθες να μας ενοχλήσεις» (Fyodor Dostoevsky, Αδελφοί Καραμαζόφ, μτφ.: Ε. Μπακοπούλου, εκδ. Ίνδικτος, 2011, σελ. 506-514).

Ο Montag, ωστόσο, επιβεβαιώνει την παραπάνω ρήση για την στασιαστική φύση του ανθρώπου όταν ο πυραγός τον απειλεί ότι θα ανακαλύψει και θα κυνηγήσει τον Faber. Τότε, παίρνει την κρίσιμη απόφαση της αντίστασης και στρέφει το φλογοβόλο όπλο που κρατά στα χέρια του εναντίον του πυραγού. Προς έκπληξη του, όμως, ο Beatty στέκεται ασάλευτος σαν να αποζητά τον θάνατο (Ray Bradbury, Fahrenheit 451, ό.π., σελ. 183). Είναι κι αυτός δυστυχισμένος και δεν εκτιμά την ζωή του τόσο, ώστε να παλέψει γι’ αυτή, άλλωστε εκείνος σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους (ανα)γνωρίζει τι έχασε η κοινωνία με την απαγόρευση των βιβλίων.

Τα παραδείγματα του μίσους της απολυταρχίας μπροστά σε κάθε τι δύσπιστο είναι ποικίλα. Πόσοι έχασαν την ζωή τους και πόσοι κινδύνευσαν να την χάσουν, επειδή δεν πίστευαν; Η δυσπιστία δεν είναι δικαίωμα, αλλά υποχρέωση σε έναν κόσμο που θέλει να προχωρά.

Στο ανθρωποκυνηγητό που ακολουθεί, ο Montag, μέσα από τον αγώνα του για την σωτηρία της ίδιας του της ύπαρξης, διήνυσε μια ολόκληρη πορεία ωρίμασης, για να φθάσει τελικά στους εναπομείναντες κυνηγημένους και ελεύθερα σκεπτόμενους. Γιατί η βίωση της αγωνίας για απελευθέρωση είναι μια πείρα που αποκτάται επίπονα. Οι λοιποί, ως εκ πεποιθήσεως ανελεύθεροι, άβουλοι παρατηρητές του κυνηγητού με κλειστές τις πόρτες και ανοιχτές τις τηλεοράσεις ξέχασαν πώς είναι να μετέχεις και να συμπάσχεις στην περιπέτεια του συγκοινωνού σου. Και πάλι με τα λόγια του Fyodor Dostoevsky (Αδελφοί Καραμαζόφ, ό.π., σελ. 493):

«και δες, είναι τόση η ισχύς του [ενν.: Μεγάλου Ιεροεξεταστή] και ο κόσμος τόσο εξασκημένος, υποταγμένος και φοβισμένα υπάκουος που το πλήθος ανοίγει γρήγορα δρόμο μπροστά στους φρουρούς […]».

Όμως, η σκέψη πάντα αφήνει ίχνη στις πόρτες που έχει ανοίξει και στα πρόσωπα που έχει αντικρίσει. Έχοντας, πλέον, επίγνωση των ευθυνών του, ξεκινάει μαζί με τους υπολοίπους την πορεία του για την διατήρηση της γνώσης και ίσως την σωτηρία των ελεύθερων σκλάβων, αν και όταν αυτοί ενεργοποιηθούν. Γιατί η ελευθερία που επιβάλλεται, ακόμα και αυτή που απλώς επιτρέπεται, παύει να είναι ελευθερία.

Η κοινωνική κριτική που ασκείται, ως επί το πλείστον, στα δυστοπικά μυθιστορήματα είναι μάλλον άρρηκτα συνδεδεμένη με την εσωτερική, αιώνια πάλη του ανθρώπου μεταξύ της υπακοής στους κανόνες που έχει θέσει η ίδια η κοινωνία και των προσωπικών του αξιών και πεποιθήσεων. Δεν αποκλείεται, όμως, να είναι απόρροια του φόβου των συγγραφέων για ό,τι πρόκειται να συμβεί, αφού αυτοί, σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους κοινωνούς, έχουν το χάρισμα της διορατικότητας.

Δυστυχώς, ο φόβος αυτός αντικατέστησε το όραμα της ιδανικής κοινωνίας, όπως την εμπνεύστηκαν πολλοί, στο διάβα των αιώνων, για να περιγράψουν την δική τους ουτοπία, η οποία έπειτα μολύνθηκε και μετατράπηκε σε δυστοπία (πρβλ. Μαρία-Λουΐζα Μπέρνερι, Περιήγηση στην Ουτοπία, μτφ.: Β. Τομανάς, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 10, όπου η ουτοπία αντιπροσωπεύει το όνειρο της ανθρωπότητας για ευτυχία, την κρυφή λαχτάρα της για τη Χρυσή Εποχή ή, κατ’ άλλους, για τον χαμένο της Παράδεισο, αλλά το όνειρο αυτό είχε συχνά τις σκοτεινές κηλίδες του· πρβλ. επίσης Seed, The Flight from the Good Life: “Fahrenheit 451”  in the Context of Postwar American Dystopias, Journal of American Studies, 28[2], 225-240, 1994, όπου αναφέρεται ότι τα κείμενα επιστημονικής φαντασίας του 20ού αιώνα δεν κοιτούν το μέλλον με τον οπτιμισμό εκείνων που πιστεύουν ότι η αυξανόμενη κυριαρχία του ανθρώπου στην φύση θα επιφέρει μεγαλύτερη ευτυχία, αλλά με τον πεσιμισμό εκείνων που πιστεύουν ότι όσο περισσότερο ο άνθρωπος ελέγχει την φύση, τόσο λιγότερο ελέγχει τον εαυτό του).

Όμως, το βιβλίο σαν άλλη πλατωνική Πολιτεία καταδεικνύει την σημασία των λίγων για την προστασία των πολλών, την ζωτική ανάγκη τους να αποκτήσουν την δική τους θέση στον ήλιο και να είναι ελεύθεροι, απελευθερώνοντας και τους άλλους, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται τον δικό τους κίνδυνο ή και αφανισμό.

Τα ιστορικά παραδείγματα που καταδεικνύουν το μένος (ή τον φόβο) των ολοκληρωτικών καθεστώτων για το κοντύλι και το χαρτί δεν είναι λίγα.

Η δημόσια πυρά βιβλίων με την πρόφαση ότι περιείχαν ιδέες επικίνδυνες για την νεολαία ήταν σύνηθες φαινόμενο στην ναζιστική Γερμανία, το οποίο ενέπνευσε τον Ray Bradbury για την συγγραφή του μυθιστορήματος του. “Ici finit la culture Allemande”, δηλαδή “Εδώ, τελείωσε ο γερμανικός πολιτισμός”, ήταν η φράση που είχε αναρτηθεί στα απομεινάρια της Βιβλιοθήκης της Λουβένης μετά τους πολιτιστικούς βανδαλισμούς που υπέστη το Βέλγιο κατά την διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων.

Στην λογοτεχνία, η καύση βιβλίων αποτυπώνεται το 1891, μισό αιώνα περίπου πριν από την δημοσίευση του Fahrenheit 451, στην νουβέλα «Η Νέα Ουτοπία» του Jerome K. Jerome (μτφ.: Γ. Λαμπράκος, εκδ. Nightread, Αθήνα 2018· βλ. και Βαθιώτη, Από την τρομοκρατία στην πανδημία. Υποχρεωτικές ιατρικές πράξεις στον πόλεμο κατά του αόρατου εχθρού, εκδ. Αλφειός, Αθήνα 2021, σελ. 214).

Εκεί, ένας πολίτης, που μετά από βαθύ ύπνο 1.000 ετών ξύπνησε στον 29ο αιώνα, πληροφορείται ότι στον βωμό της απόλυτης ισότητας τα παλιά βιβλία και τα έργα τέχνης κάηκαν, διότι:

«έβριθαν από τις παλιές εσφαλμένες ιδέες των παλαιών, εσφαλμένων, διεφθαρμένων εποχών, όταν οι άνθρωποι ήταν απλώς σκλάβοι και υποζύγια» και «έκαναν τους ανθρώπους να σκέφτονται και οι άνθρωποι που σκέφτονταν γίνονταν εξυπνότεροι από εκείνους που δεν ήθελαν να σκεφτούν» (σελ. 36/37).

Το ίδιο το Fahrenheit 451 γράφτηκε κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, γι’ αυτό και διατηρεί πάντα εναργή την απειλή της πυρηνικής καταστροφής, εξαιτίας της οποίας εν τέλει όλα θα καταστραφούν και οι λίγοι θα αναλάβουν την ανασύνθεση της κοινωνίας, μιας κοινωνίας αναγεννημένης από τις στάχτες της. Παραφράζοντας το μότο του συγγραφέα “those who don’t build must burn” θα το αναδιατυπώναμε ως εξής: “those who don’t burn must build”. Όπως σημείωνε ο Karl Popper, σε ένα βιβλίο του-γέννημα της εποχής του ολοκληρωτισμού, η ανοιχτή κοινωνία είναι αυτή που απελευθερώνει τις κριτικές ικανότητες του ανθρώπου, αποβλέπει στην ανθρωπιά και τη λογικότητα, στην ισότητα και την ελευθερία (Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της, μτφ.: Ειρ. Παπαδάκη, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2003).

Είναι πραγματικά σκληροτράχηλος ο δρόμος της συνείδησης και η εύκολη –και μάλλον πιο βολική– λύση για τους κυβερνώντες είναι η βουβή βία του δεσποτισμού, την οποία σιωπηρά αποδέχονται οι κυβερνώμενοι στο όνομα της τάξης και της ασφάλειας. Πολλές φορές, όμως, ξεχνούν ότι το πνεύμα τρέφεται από την ανησυχία. Άραγε, να αντιλήφθηκαν πως με το να καίνε τα βιβλία, αντί να σβήνουν μνήμες, άναβαν συνειδήσεις;

Σε άρθρο του ο Μάριος Πλωρίτης αναφέρει ότι:

«τείχη δεν στήνονται μόνο στα σύνορα και στα τελωνεία των δημοκρατικών κρατών, αλλά και στο εσωτερικό τους, ανάμεσα στους πολίτες και τις εξουσίες, που με το δικαιολογητικό της τρομοκρατικής απειλής και της εθνικής αυτοσυντήρησης, οι ιθύνοντες βγάζουν απανωτά φιρμάνια κάνοντας πιο απροσπέλαστα στους πολίτες τα κέντρα των κρίσιμων αποφάσεων» (Μάριος Πλωρίτης, Επιφυλλίδες 1989-2004, τόμος Β’, εκδ. Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2010, σελ. 458).

Καταλήγει, επίσης, λέγοντας ότι το πρόβλημα και η ευθύνη του καθενός μας είναι να δούμε τα τείχη τι σημαίνουν και πώς θα τα κατεδαφίσουμε. Σε μια εποχή που τα τείχη της ατομικής ευθύνης για την προστασία της ασφάλειας έχουν υπερυψωθεί τόσο πολύ, ποιος, άραγε, φέρει την ατομική ευθύνη για την κατεδάφισή τους, για την διασφάλιση της ελευθερίας, που μέρα με την μέρα χάνει περισσότερο έδαφος μπροστά στην γιγάντωση των πρώτων;  Ένα είναι σίγουρο: ότι όσο δυναμώνουν τα εσωτερικά τείχη της ασφάλειας, τόσο χάνουν έδαφος τα τείχη της ελευθερίας που, αντί να είναι ισχυρά και οδηγός σε κάθε βήμα και ανάσα μας, έχουν λάβει θέση λαβωμένου αμυνόμενου, μια ελευθερία πολιορκημένη.

Σε ένα πιο πρόσφατο άρθρο, αυτό του Κώστα Γεωργουσόπουλου, δημοσιευμένο στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» (φ. της 13.11.2020, σελ. 42), με αφορμή «τον εξοστρακισμό» των βιβλίων από την εκπαίδευση στην Φινλανδία και την αντικατάστασή τους από το πείραμα της εκμάθησης μέσω τηλεοπτικών κασετών, ντοκιμαντέρ και σλάιντς, καταγράφονται οι εξής καίριοι προβληματισμοί:

«Με ποια πειράματα και με ποια τηλεοπτική εκπομπή να μάθει [ο μαθητής] να κρίνει, έχοντας έστω πληθώρα πληροφοριών, την ιστορία του τόπου του και την ιστορία της Ευρώπης; Χωρίς αντίθετες γνώσεις στις εκτιμήσεις, χωρίς επιχειρήματα από άλλη ιδεολογική σκοπιά, θα οξύνει την κρίση του, ώστε ελεύθερα να αποφασίσει τον οπλισμό του ως πολίτης στην αντιμετώπιση, στον καιρό μας, τόσο ποικίλων και, συχνά, αντιφατικών απόψεων και πράξεων στον πολιτικό, τον ηθικό, το επιστημονικό και τον πολιτιστικό στίβο».

Ο αρθρογράφος καταλήγει στην ακόλουθη θέση:

«στην ευημερούσα Φινλανδία υπάρχει για τον μαθητή ένα φρέσκο κουλούρι, αλλά δεν γνωρίζει πως για ένα καρβέλι κυνηγήθηκε για μια ζωή ο Γιάννης Αγιάννης».

Και πράγματι ποιος θα μπορέσει να τους εξηγήσει τι συμβόλισε και τι πυροδότησε εκείνο το καρβέλι;

Στο παρελθόν, ο Bradbury είχε δηλώσει ότι τα e-books μυρίζουν σαν καμένο καύσιμο. Σαν τι να μυρίζουν σήμερα οι κλειστές βιβλιοθήκες; Μάλιστα, το ίδιο το Fahrenheit 451 γράφτηκε στο υπόγειο μιας βιβλιοθήκης, απ’ όπου ο Bradbury εμπνεύστηκε και, όπως αναφέρει ο ίδιος στην εισαγωγή της επετειακής επανέκδοσης του βιβλίου, ανεβοκατέβαινε τρέχοντας τα σκαλιά και μπαινόβγαινε στους διαδρόμους της βιβλιοθήκης, έβγαζε βιβλία από τα ράφια και προσπαθούσε να βρει τα κατάλληλα παραθέματα για να τα εντάξει στο βιβλίο του (Ray Bradbury, Fahrenheit 451, ό.π., σελ. 13). Τι κάνουμε, λοιπόν, σήμερα εμείς για να αφοπλίσουμε τους πυρονόμους;

πηγή