Γράφει ο Θεόφιλος Πουταχίδης, Καθηγητής της Σχολής Επιστημών Υγείας του ΑΠΘ
Κάποτε σε τούτον τον τόπο περπατούσες κι εύρισκες κάπου λίγο δίκιο να ξεδιψάσεις. Ξαπόσταινες λίγο και πήγαινες παρακάτω. Μα είναι καιρός τώρα που γέμισαν οι δημοσιές με δαιμονανθρώπους και γίνηκ’ ο τόπος έρημος. Έρημος σου λέω· τέτοια που τώρα καταλαβαίνεις τι θα πει να πεινάς και να διψάς για δικαιοσύνη. Γιατί άλλο να την αγαπάς, άλλο να τη γυρεύεις, άλλο να την εργάζεσαι και να την υπηρετείς· κι άλλο να την πεινάς και να τη διψάς.
Και πας… Κι η γλώσσα σου είναι στεγνή, τα χείλη σου σκασμένα. Κι αυτή η σκόνη… Δεν βλέπω· ανάθεμά τη σκόνη! Ποιος το ψιθύρισε; «Μακάριοι οι πεινωντες και διψωντες την δικαιοσύνην» (Ματθ. 5,6).
Περπατούσα μέσ’ τη σκόνη και ψιθύριζα μακαρισμούς «…και έκλαιγα και έλεγα και λέγω. Διατί έλεγα αυτό και λέγω με κλάματα να μας σώσεις και να είναι η δικιοσύνη σου; με αυτό φραινόμαστε και ζώμεν, ότι τιμωρίζεται γενικώς η αρετή και δοξάζεται η ασέβεια· Διατί περικαλιώμαι; Ότι αυτείνοι χάσαν τη δικιοσύνη σου και την υπόσκεσήν τους και όρκο τους και μας κατήντησαν τέτοιοι οπού φαινόμαστε, και μισαφιραίοι και κατατρεμένοι εις την πατρίδα της γεννήσεώς μας»¹.
Και περπατούσες μέσ’ στη σκόνη κι είπες «διψώ». «Ίνα τελειωθή η γραφή», γι’ αυτό κι εσύ το είπες (Ιω. 19,28).
«Οι δε πλήσαντες σπόγγον όξους» (Ιω. 19,28) και χολής και δηλητηρίων και τοξινών φυσικών τε και συνθετικών, σού τον κουνούσαν –τον σπόγγο– πέρα-δώθε μπροστά στο πρόσωπο. Πάσας γοητείας και φαρμακείας μετερχόμενοι υπάρχουν· και γυάλιζε το μάτι τους. Έλεγαν: «Έστω δε ημών η ισχύς νόμος της δικαιοσύνης, το γαρ ασθενές άχρηστον ελέγχεται. ενεδρεύσωμεν δε τον δίκαιον, ότι δύσχρηστος ημίν εστί και εναντιούται τοις έργοις ημών και ονειδίζει ημίν αμαρτήματα νόμου και επιφημίζει ημίν αμαρτήματα παιδείας ημών» (Σοφ. Σολ. 2,11).
Κι απέστρεψες το πρόσωπό σου απ’ αυτήν την αηδία. Αδικίας και ανομίας και αυθαιρεσίας μεστοί εστέ, είπες. Κι άρχισε η δίωξη κι η καταδίωξη. Ο διωγμός, δηλαδή που λένε, κι όλα τα συμπαρομαρτούντα. Αλλά αναρωτήθηκες: «Τότε γιατί λέω μεμνημένοι τοίνυν κλπ.;»², και σήκωσες φωνή μεγάλη: «Γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας, οπαδοί της αδικίας κι’ ατιμίας!»³. Ναι, εναντιούμαι τοις έργοις υμών!
Περπατούσα στην έρημο και ψιθύριζα «μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης (Ματθ. 5,10). Κι έκανα ώρα να δω ψυχή. Ώσπου φάνηκε ένας άλλος διψασμένος να ‘ρχεται με βήματα βαριά απ’ απέναντι. Διασταυρωθήκαμε, με κοίταξε με κόκκινα μάτια και μου λέει: «Ποια δικαιοσύνη ρε φίλε;». «Του Θεού του λέω, Του Θεού…». «Ε… τότε ‘ντάξει», μου λέει. «Είπα κι εγώ», μου λέει. Κι όπως έφευγε τον άκουσα που τραγουδούσε έναν ‘μανέ ρεμπέτικο.
Βγάλε κυρά μου το πανί που έχεις μπρος στα μάτια,
με το πανί τυφλώνουνται, όσοι φροντίζουν νόμους.
Βάλτο μπροστά στο στόμα σου, κάλυψε και τη μύτη,
έτσι, μαθές το συνηθάν όσ’ είν’ στους… υπονόμους.
Σε βρόμικα λαγούμια πας και στις στοές τις μαύρες.
Και το σπαθί τι το κρατάς; Άδικα το κραδαίνεις.
Μόνο το ζύγι κράτα το, φάρμακα κι άλλες σκόνες
και τ’ άσπρα των πολιτικών να τα καλοζυγίζεις.
Κι όπως χανόταν η φωνή πίσω μου μέσ’ στη σκόνη… «Έι, φίλε! Πώς σε λένε;», φώναξα. «Δαβίδ», ήρθ’ η απάντηση. «Περίμενε! Μη φεύγεις, άλλο τραγούδι ξέρεις;». Κοντοστάθηκε.
«Τι εγκαυχά εν κακίᾳ, ο δυνατός, ανομίαν όλην την ημέραν;
αδικίαν ελογίσατο η γλώσσα σου· ωσεί ξυρόν ηκονημένον εποίησας δόλον.
ηγάπησας κακίαν υπέρ αγαθωσύνην, αδικίαν υπὲρ του λαλήσαι δικαιοσύνην.
δια τούτο ο Θεός καθέλοι σε εις τέλος» (Ψαλ. 51,3-7).
Και αυτοί που διώκονται ένεκεν δικαιοσύνης σαν δουν τον αισχρό διώκτη τους, τον πάσα ένα ανθρωποδαίμονα, να πέφτει με θόρυβο…
«…θα γελούν που τον θωρούν κι ετούτα θα λογούνται·
Για δες τον, που βοήθεια Θεού δεν πεθυμούσε,
που στον περίσσο πλούτο του ήλπιζε και θαρρούσε,
κι έγινε μέγας και τρανός με ψέματα κι απάτες»⁴.
«Τοις δε Σαρδαναπάλου μνημείοις επιγέγραπται “Ταύτ´ έχω όσς´ έφαγον και εφύβρισα”»⁵.
Όσοι απομείνατε Έλληνες γυρνάτε μεσ’ τη σκόνη ψάχνοντας λίγο δίκιο να ξεδιψάσετε. Μα εγώ γυρνώ σ’ αυτήν εδώ την έρημο –τη λέω της Γεδρωσίας– για να ‘βρω κείνον που έχυσε το λίγο νερό που του πρόσφεραν. Ω παι, την από Γαυγαμήλων, θα του πω. Κι αυτός θα καταλάβει. Με τεντωμένο το σπαθί, απάνω στ’ άλογό του, καλπάζοντας θ’ ακοντιστεί καρφί προς τον Δαρείο. Του όφεος την κεφαλή, χάσιμο χρόνου τ’ άλλα. Ως τότε…
«Υπομονή αποκαμωμένο βλέμμα και θα ’ρθει η ώρα του σεισμού.
Κι ο ουρανός θ’ ανοίξει και για σένα.
Μίαν άνοιξη περιμένοντας
στο σταυροδρόμι.
Και θα ’χουν σταυρούς οι δρόμοι.
Και θα λάμπουν τ’ αδικημένα σας πρόσωπα.
Και πετράδια θα φοράτε τα δάκρυα που χύσατε.
Να ’ναι καλός μονάχα ο δρόμος που διασχίσατε»⁶.