Μετά από πολλές δεκαετίες αδιάκοπων τουρκικών αναθεωρητικών αξιώσεων οι οποίες διευρύνονται και οξύνονται ολοένα και περισσότερο, η Ελληνική διπλωματία εισήλθε σε μεταβατική φάση με δηλώσεις και αναρίθμητες παρεμβάσεις που εξ αντικειμένου οδηγούν σε διαπραγματεύσεις επί ζητημάτων τα οποία η Ελλάδα αρνείτο να συζητήσει, τουλάχιστον επίσημα. Για παράδειγμα για το μονομερές κυριαρχικό δικαίωμα για την Αιγιαλίτιδα ζώνη που άσκησαν όλα τα κράτη του πλανήτη η Ελληνική θέση επί δεκαετίες ήταν: «επιφυλασσόμαστε» για την πλήρη εφαρμογή των προνοιών του διεθνούς δικαίου.
Όσον αφορά την παράνομη εισβολή και κατοχή στην Κυπριακή Δημοκρατία (ΚΔ) όπου το 82% των νόμιμων πολιτών είναι το ένα δέκατο του Ελληνισμού, τα ζητήματα τα οποία πολλοί θέτουν εδώ και δεκαετίες είναι, μεταξύ άλλων, τα εξής:
1ον. Τερματισμό των άσκοπων και αδιέξοδων υποχωρήσεων που καταργούν την ΚΔ και θέτουν όλη την Μεγαλόνησο στα πεδία της Τουρκικής επικυριαρχίας.
2ον. Ταυτόχρονα, απαίτηση να εφαρμοστεί η διεθνής και ευρωπαϊκή νομιμότητα και τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΣΑ) του 1974, 1975 και 1983 για την διεθνή τάξη και τον τερματισμό των παράνομων τετελεσμένων.
Σημειώνεται ότι λίγο πολύ αυτές οι θέσεις περιέχονταν στις προεκλογικές διακηρύξεις του νέου Προέδρου της ΚΔ Νίκου Χριστοδουλίδη. Συνηγορεί η Αθήνα και ενισχύει ένα τέτοιο προσανατολισμό και εάν όχι γιατί;
Στο παρόν σύντομο κείμενο θα σταθούμε με συντομία στο Κυπριακό ζήτημα με κριτήριο το γεγονός ότι η αλλαγή στρατηγικής είναι όχι μόνο επιβεβλημένη αλλά και εφικτή. Σε αντίθετη περίπτωση, θα γίνει αναφορά στους λόγους που η αποδοχή εφαρμογής της λεγόμενης «Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοποσπονδίας (ΔΔΟ) με πολιτική ισότητα» αποτελεί αυτοκτονική απόφαση που θέτει σε ομηρία το ένα δέκατο του Ελληνισμού, παγιδεύει στρατηγικά την Ελλάδα και αναβαθμίζει στρατηγικά την Τουρκία.
Επειδή αντίθετα με πολλούς θεωρούμε ότι ο ρόλος του αναλυτή δεν είναι η παράθεση προτάσεων πολιτικής, εδώ μιλάμε για τον προσανατολισμό και τις κύριες προϋποθέσεις μιας αποτελεσματικής εθνικής στρατηγικής. Υπό αυτό το πρίσμα ακολουθούν νομικά, θεσμικά, πολιτικά και στρατηγικά επιχειρήματα και οι επί μέρους αποφάσεις ανήκουν στα μέλη των κοινωνιών και στις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες.
Πρώτον, Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι σημαντικός θεσμός Συλλογικής Ασφάλειας που αφορά την διεθνή τάξη και τίποτα άλλο. Αποτελεί φρικτή παράλειψη εάν προσδιορίζοντας τις διαπραγματευτικές θέσεις της Ελληνικής πλευράς δεν ληφθούν και συνεκτιμηθούν πλήρως οι πολιτικές όψεις του διεθνούς δικαίου και ο τρόπος που αυτές συνδέονται με τις νομικές, εδώ, τον ακριβή ρόλο και τις υποχρεώσεις του ΣΑ με βάση τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ.
Διόλου τυχαία ρητά και ξεκάθαρα στον Καταστατικό Χάρτη αναφέρεται ότι η αποστολή του ΟΗΕ δεν είναι να προσδιορίσει τα σύνορα της διεθνούς τάξης αλλά να διαφυλάξει αυτή την διεθνή τάξη από επιθετικές ενέργειες και δημιουργία παράνομων τετελεσμένων.
Ως προς αυτό οι σπάνια θετικών προδιαγραφών αποφάσεις του ΣΑ του 1974, 1975 και 1983 είναι οι μόνες που όχι μόνο είναι συμβατές με τον ρόλο του ΟΗΕ όσον αφορά την διεθνή τάξη αλλά επιπλέον η εφαρμογή τους οδηγεί στο τέλος της κρίσης που δημιούργησε το χουντικό πραξικόπημα και τα παράνομα τετελεσμένα της τουρκικής εισβολής. Ακόμη πιο σημαντικό, αποτελεί θεμελιώδη νομική, θεσμική και πολιτική παρεκτροπή εάν με ευθύνη του αμυνόμενου κράτους-θύματος το ΣΑ διολισθήσει παρεμβαίνοντας στο εσωτερικό ενός κυρίαρχου κράτους μέλους του ΟΗΕ αλλά και της ΕΕ.
Κράτους μάλιστα που στην περίπτωση της ΚΔ το ίδιο το ΣΑ αναγνωρίζει ότι υπήρξε θύμα παράνομης άσκησης βίας και παράνομων τετελεσμένων τα οποία και στα ψηφίσματά του κάλεσε να τερματιστούν.
Στο Κεφάλαιο Ι άρθρο 2 παράγραφος 7 του Χάρτη του ΟΗΕ ξεκαθαρίζονται οι δικαιοδοσίες του ΣΑ αλλά και τα όρια αυτών των δικαιοδοσιών: «Καμιά διάταξη αυτού του Χάρτη δε θα δίνει στα Ηνωμένα Έθνη το δικαίωμα να επεμβαίνουν σε ζητήματα που ανήκουν ουσιαστικά στην εσωτερική δικαιοδοσία οποιουδήποτε κράτους και δε θα αναγκάζει τα Μέλη να υποβάλλουν τέτοια θέματα για ρύθμιση σύμφωνα με τους όρους αυτού του Χάρτη».
Τουτέστιν, το ΣΑ δεν έχει αρμοδιότητα να υποδείξει το εσωτερικό καθεστώς του κυρίαρχου Κυπριακού κράτους ενώ έχει υποχρέωση να εφαρμόσει τις αποφάσεις του για τον τερματισμό των τετελεσμένων και την αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας.
Επειδή η ουσία πάντα, ιδιαίτερα στις πρόνοιες του Χάρτη του ΟΗΕ αλλά και κάθε ζητήματος της διεθνούς πολιτικής βρίσκεται στις ειδοποιούς διαφορές –και αφού τονιστεί ξανά και εμφατικά πως σπάνια υπάρχουν αποφάσεις του ΣΑ και πολύ σπανιότερα τόσο ξεκάθαρα ψηφίσματα όπως είχαμε στο Κυπριακό το 1964, 1974, 1975 και 1983, βλ. πιο κάτω–, είναι απαραίτητο να υπογραμμιστεί το εξής:
Από νομική και πολιτική άποψη τίποτα δεν άλλαξε μετά το 1974. Πέραν του γεγονότος ότι το μόνο αναγνωρισμένο κράτος είναι η Κυπριακή Δημοκρατία, στην βάση γεγονότων που το ίδιο το ΣΑ μετά την εισβολή κατέγραψε σε πολλά ψηφίσματά του, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί νομικά και πολιτικά ότι την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια δεν την διατάραξε η ΚΔ αλλά η Τουρκία μετά το πραξικόπημα της εγκληματικής χούντας των Αθηνών το οποίο σήμερα γνωρίζουμε ότι ευνοήθηκε εάν όχι υποκινήθηκε από την Αμερικανική CIA.
Οι αποφάσεις του ΣΑ είναι ρητές όπως σπάνια συμβαίνει:
Οι αποφάσεις 186 / 1974, 360 / 74 και 541 / 1983, για παράδειγμα, καλούν όλους να σεβαστούν την κυριαρχία του μόνου αναγνωρισμένου κράτους, της ΚΔ, και ζητούν την αποκατάσταση της Συνταγματικής τάξης θεωρώντας την εισβολή απειλή για την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Εξίσου ρητά με μια εξαιρετικά σημαντική διατύπωση που αφορά ευθέως τις διαπραγματεύσεις, ζητούν «την αποχώρηση χωρίς καθυστέρηση όλου του στρατιωτικού προσωπικού» και γίνεται σαφές ότι στις διαπραγματεύσεις επίλυσης της κρίσης «Δεν θα επηρεαστού« από τα πλεονεκτήματα που αποκτήθηκαν από τις πολεμικές επιχειρήσεις».
Ερωτάται: Γιατί η Ελληνική πλευρά συνεχίζει να επιτρέπει σε τρίτους, όποιοι και να είναι αυτοί -στην περίπτωσή μας «περιέργως» συνήθως Βρετανοί-, να εμφανίζονται ως μεσολαβητές του ΟΗΕ και παρά τα ψηφίσματα του ΣΑ που απαιτούσαν την αποκατάσταση της διεθνούς τάξης, ζητούσαν και συνεχίζουν να ζητούν την νομιμοποίηση των παράνομων τετελεσμένων; Ο Λόρδος Χάνευ, για παράδειγμα, στο βιβλίο του ομολόγησε ότι αυτός συνέταξε το σχέδιο Αναν.
Διαστρέφοντας τον ρόλο του ΟΗΕ και παρακάμπτοντας τις αποφάσεις του ΔΑ για την διεθνή τάξη ο κάθε διορισμένος περιφερόμενος «αντιπρόσωπος» αυτονομείται και του επιτρέπουμε να εκπέμπει θέσεις που νομιμοποιούν την παρανομία και οδηγούν σε αδιέξοδα και αστάθεια. Επί μακρόν αυτοί οι «αντιπρόσωποι» κατά παράβαση του Χάρτη του ΟΗΕ επιχειρούν να νομιμοποιήσουν την παράνομη άσκηση βίας και τα παράνομα τετελεσμένα και καταργούν ένα κυρίαρχο κράτος αλλάζοντας έτσι με νέα Συνθήκη την διεθνή τάξη εις βάρος του θύματος. Δεν γνωρίζουμε άλλη περίπτωση στην διεθνή πολιτική.
Μήπως υπάρχει κάποιος ή κάτι που υπερισχύει των Υψηλών Αρχών του καθεστώτος της κρατικής κυριαρχίας και του θεσμού συλλογικής ελευθερίας μιας κοινωνίας που είναι το κράτος της; Νομικά, πολιτικά και διαπραγματευτικά μιλώντας, η απάντηση είναι: Απολύτως ΟΧΙ!
Το λογικό, το ορθό και το συμφέρον είναι η Ελληνική πλευρά να απαιτήσει άμεσα από τον ΟΗΕ και από το όργανό του για Συλλογική Ασφάλεια να αποκαταστήσει την διεθνή τάξη, όπως το ίδιο το ΣΑ ζήτησε με πολλές αποφάσεις μετά την παράνομη εισβολή και την παράνομη δημιουργία τετελεσμένων (και με βάση τον Καταστατικό Χάρτη μόνο αυτές ισχύουν ενώ δεν ισχύουν όσες αποφάσεις απλά καταγράφουν τις υπό στρατιωτικό εκβιασμό υποχώρηση του θύματος της παρανομίας).
Σημαντική εάν όχι πολύ μεγάλης νομικής, πολιτικής και θεσμικής σημασίας και μεγάλο υπέρτερο και ακλόνητο έρεισμα για την ΚΔ είναι η απόφαση του ΣΑ 541 του 1983 μια δεκαετία μετά την παράνομη εισβολή και τα παράνομα τετελεσμένα. Όπως και οι άλλες αποφάσεις, αυτή πολύ περισσότερο και σε συνδυασμό με τις αποφάσεις του 1974 και 1975, ορίζει επακριβώς ποιος και πως διατάραξε την διεθνή τάξη.
Αυτές οι αποφάσεις μαζί και οι υψηλές αρχές του Καταστατικού Χάρτη λογικό είναι να αποτελούν διαπραγματευτική σημαία και κόκκινη γραμμή μιας (νέας) διαπραγματευτικής προσέγγισης συμβατής με τον ρόλο του ΟΗΕ και του ΣΑ και όχι κάποιο φανταστικό και ανύπαρκτο ρόλο.
Με την απόφαση 541, επιπρόσθετα, ξεκαθαρίζεται ότι «Η απόπειρα να δημιουργηθεί μια ”Τουρκοκυπριακή Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου” είναι άκυρη, επιδεινώνει την κατάσταση της Κύπρου καλεί την τουρκική πλευρά να την αποσύρει» και διευκρινίζει για ακόμη μια φορά ότι υπάρχει ένα μόνο κράτος και μόνο μια κρατική κυριαρχία, αυτή της Κυπριακής Δημοκρατίας την οποία κανείς δεν μπορεί να καταλύσει παρά μόνο εάν εμείς οι ίδιοι αυτοκτονήσουμε κρατικά με «Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία με πολιτική ισότητα».
Συνοψίζοντας, κάθε νομική και πολιτική ερμηνεία του Χάρτη του ΟΗΕ ευνοεί την ΚΔ και οι αντιπρόσωποί της έχουν συμφέρον και υποχρέωση να αξιώσουν από το ΣΑ και όλα τα όργανα και τους αντιπροσώπους του διεθνούς αυτού οργανισμού, εμπράγματα:
1ον. Να εκπληρωθούν οι πρόνοιες του Καταστατικού Χάρτη για τον ρόλο των θεσμών του, του ΣΑ και των αντιπροσώπων του Γενικού Γραμματέα.
2ον. Να παρακαμφθούν και εξαφανιστούν λαθραία καταγεγραμμένες θολές, παράνομες και αποδεδειγμένα αδιέξοδες διατυπώσεις για το εσωτερικό καθεστώς ενός κυρίαρχου κράτους-μέλους που το ίδιο το ΣΑ δήλωσε εξαρχής ότι είναι θύμα παράνομων τετελεσμένων και να εκτιμηθεί δεόντως το αυταπόδεικτο, ότι δηλαδή μη βιώσιμες διευθετήσεις και κατάλυση ενός κράτους οδηγεί αναπόδραστα σε βεβαία διατάραξη της διεθνούς τάξης και της διεθνούς ασφάλειας.
Επί αυτού, και όποιος συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις όπως ο υποφαινόμενος, γνωρίζει ότι το ΣΑ επί μακρόν απλά κατάγραφε τις υποχωρήσεις της Ελληνικής πλευράς όταν με το πιστόλι των τουρκικών στρατευμάτων στον κρόταφο κάθε φορά καθόταν στο τραπέζι των «διαπραγματεύσεων».
Πιο συγκεκριμένα, αντί η Ελληνική πλευρά να απαιτήσει σε κάθε νέα διαπραγμάτευση να είναι από μηδενική βάση και σε αναφορά με τις αποφάσεις του ΣΑ του 1974,1975,1983 που αφορούν την διεθνή τάξη, οι δήθεν «διαπραγματεύσεις» στις οποίες πρωταγωνιστούσαν Βρετανοί άρχιζαν από εκεί που στην τελευταία «συνάντηση» είχαν μείνει οι παράνομες και αναθεωρητικές θέσεις της Άγκυρας. Μια τέτοια στάση δεν γνωρίζουμε να υπάρχει σε άλλη σύγχρονη διαπραγμάτευση και ο αείμνηστος Πρέσβης Δούντας πού εύστοχα και πολύ συχνά το επισήμαινε.
Εξίσου σημαντικό, επίσης, είναι το γεγονός ότι το 2004 οι κύπριοι πολίτες αφενός απέρριψαν το Βρετανικών προδιαγραφών και νομικά, πολιτικά και θεσμικά απαράδεκτο σχέδιο Αναν, και αφετέρου η ΚΔ εντάχθηκε ολόκληρη στην ΕΕ. Μάλιστα, ρητά, η Πράξη Προσχώρησης στην ΕΕ που αποτελεί έκτοτε νομικό ευρωπαϊκό κεκτημένο και νόμο των κρατών-μελών ρητά λέει ότι εντάσσεται όλη η Κυπριακή Δημοκρατία (δηλαδή το Ευρωπαϊκό νομικό κεκτημένο ισχύει και για τα παράνομα κατεχόμενα μέρη τη ΚΔ).
Ιδού λοιπόν ένα ακόμη πανίσχυρο νομικό, θεσμικό και πολιτικό έρεισμα που μυστηριωδώς η Ελληνική πλευρά δεν απαιτεί να αποτελέσει κύριο κριτήριο τερματισμού της κατοχής και εφαρμογή του Ευρωπαϊκού νομικού κεκτημένου σε όλη την Επικράτεια της ΚΔ. Η Πράξη Προσχώρησης διασφαλίζει τα πολιτικά δικαιώματα όλων των πολιτών και ένα βιώσιμο πολίτευμα απαλλαγμένο από τα αποικιοκρατικά βαρίδια που προσφέρουν ευκαιρίες διαίρει και βασίλευε σε όσους έχουν συμφέρον να το κάνουν.
Τα υπόλοιπα όπως ρυθμίσεις και δικαιώματα για θρησκευτική και πολιτισμική ελευθερία είναι υπόθεση των κυπρίων χωρίς όμως την παρουσία της Άγκυρας ή οποιουδήποτε άλλου και το πλαίσιο προσδιορίζεται πλήρως τόσο από την Πράξη Προσχώρησης όσο και από τις άλλες Συνθήκες στις οποίες η ΚΔ εξαρχής έχει προσχωρήσει.
Ερωτάται: Γιατί η Ελληνική πλευρά δεν θέτει τα πιο πάνω ως κόκκινες διαπραγματευτικές γραμμές, απαιτώντας μάλιστα από το ΣΑ να εκπληρώσει τις ήδη ειλημμένες αποφάσεις του για την αποκατάσταση της διεθνούς τάξης και κάνοντας σαφές σε όλα τα όργανα του ΟΗΕ του ΟΗΕ ότι το εσωτερικό καθεστώς είναι υπόθεση των κυπρίων οι οποίοι στις μη κατειλημμένες περιοχές της ΚΔ εφαρμόζουν ήδη την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα.
Εάν καταργηθεί η ΚΔ και δημιουργηθούν προϋποθέσεις Τουρκικής επικυριαρχίας η κυπριακή κοινωνία (συμπεριλαμβάνεται η Τ/Κ μειονότητα όχι όμως οι παράνομοι έποικοι που με βάση τις διεθνείς Συνθήκες είναι έγκλημα πολέμου), δεν θα διαθέτει συλλογική ελευθερία, δηλαδή εσωτερική και εξωτερική πολιτική κυριαρχία. Ταυτόχρονα εξ αντικειμένου διαμέσου των εποίκων η Τουρκία –ακόμη και εάν προσχηματικά αποχωρήσουν τα στρατεύματα κατοχής και καταργηθούν οι λεγόμενες εγγυήσεις, εύκολα, με το να δημιουργεί τεχνητές κρίσεις όπως η Άγκυρα πολύ καλά ξέρει να κάνει–, θα κυριαρχήσει επί ολοκλήρου της Κύπρου τελεσίδικα και διαπαντός.
Με την ΔΔΟ, πολιτική ισότητα και εποίκους, οι Κύπριοι θα κάνουν ένα αυτοκτονικό «πολιτικό γάμο», κατ’ ουσία με το τουρκικό κράτος το οποίο ανεξαρτήτως ηγεσίας από το 1922 μέχρι σήμερα είναι λεηλατικό, αρπακτικό και ειδικευμένο στην δημιουργία παράνομων τετελεσμένων.
Οι προτάσεις και οι από καιρό -ερήμην της Ελληνικής πλευράς- κυοφορούμενες δήθεν «λύσεις» εδράζονται πάνω σε θολούς και βασικά πολιτειακά ανύπαρκτους όρους και έννοιες. Αφενός κατά την διάρκεια διαπραγματεύσεων πολλών δεκαετιών αναμενόμενα δεν αποσαφηνίστηκαν και αφετέρου ελάχιστοι θα διαφωνήσουν πως η αποδοχή τους δημιουργεί ένα ευνοϊκό για τα τουρκικά σχέδια ναρκοπέδιο στα θεμέλια ενός μη βιώσιμου κρατιδίου.
Πέραν της στέρησης της ανεξαρτησίας της Κυπριακής κοινωνίας θα καταργηθεί ένα κυρίαρχο κράτος-μέλος του ΟΗΕ και θα προκληθούν ακόμη περισσότερες και αβάστακτες κακουχίες. Θα δημιουργηθεί ένα ετοιμόρροπο κρατικό εποικοδόμημα θέτοντας έτσι επί μακρόν την διεθνή ασφάλεια σε κίνδυνο και τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις σε τροχιά μόνιμων διενέξεων.
Ο ΟΗΕ, οι υψηλές του αρχές, τα όργανά του και οι αντιπρόσωποί του, ακριβώς, αποσκοπούν ή πρέπει να αποσκοπούν στο αντίθετο: Στην εκπλήρωση των Υψηλών Αρχών του Καταστατικού Χάρτη που ορίζουν την δομή, τις λειτουργίες και τους προσανατολισμούς του καθεστώτος της κρατικής κυριαρχίας και που διαφυλάττουν την διεθνή τάξη και διεθνή ασφάλεια.΄
Καλό είναι να γίνει σαφές ότι απαιτώντας την συμμόρφωση του ΣΑ με τις αποφάσεις του 1974,1975 και 1983 για την διεθνή τάξη στην Κύπρο εκτός του ότι είναι απόλυτο δικαίωμα του κράτους που δέχθηκε παράνομη επίθεση, δεν μιλάμε για κάποια αντιπαράθεση με όργανα του ΟΗΕ ή αντιπροσώπους τους αλλά αξίωση ενός κυρίαρχου κράτους-μέλους όπως όλοι αποδέχονται
1. να εφαρμοστούν τις Υψηλές Καταστατικές Αρχές του Χάρτη,
2. να τεθούν κόκκινα σύνορα σύμφωνα με τις νομικές, θεσμικές και πολιτικές όψεις του καθεστώτος της κρατικής κυριαρχίας,
3. να γίνει κατανοητό το γεγονός ότι στην περίπτωση της Κύπρου είναι ξεκάθαρο ποιος είναι θύμα και θύτης παρανομίας και
4. να τηρηθεί η υψηλότερη όλων των αρχών του σύγχρονου πολιτικού πολιτισμού που όπως είπαμε ρητά διατυπώνεται στο Άρθρο 2 του Χάρτη: Κανείς και ποτέ δεν έχει δικαιοδοσία ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις ενός κράτους-μέλους και ο ρόλος του ΣΑ είναι να αποκαταστήσει την διεθνή τάξη και νομιμότητα και όχι να ευνοήσει τον θύτη, να εξοντώσει το θύμα κράτος-μέλος και να δημιουργήσει προϋποθέσεις διεθνούς αστάθειας.
Θεωρούμε αυτές τις θέσεις νομικά, θεσμικά και πολιτικά ορθές και ρεαλιστικές, πλην απαιτείται να γνωρίζουμε ότι εάν υιοθετηθούν είναι η μια όψη του ίδιου νομίσματος και η εκπλήρωσή τους απαιτεί ισορροπία δυνάμεων. Αυτό καταμαρτυρούμενα ισχύει σε όλες τις διεθνείς διενέξεις. Ακριβώς, η άλλη όψη του νομίσματος είναι η κατοχή επαρκούς ισχύος και η διασφάλιση ερεισμάτων της Ελληνικής πλευράς που δημιουργούν προϋποθέσεις ισορροπίας και διαπραγματεύσεων που οδηγούν όχι στην ακύρωση αλλά στην εκπλήρωση των προνοιών της της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας.
Εξ ου και εξαρχής εδώ και καιρό υποστηριζόταν πρώτον, η στρατηγική σύζευξη Ελλάδας – ΚΔ (τόσο ως «εγγυήτρια» όσο και ως Μητρόπολη του ενός δέκατου του Ελληνισμού που κινδυνεύει) και δεύτερον, η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και που θα δημιουργούσε ισχυρό έρεισμα εφαρμογής του Ευρωπαϊκού κεκτημένου σε όλη την Επικράτεια ενός κράτους-μέλους.
Αυτές οι δυο προϋποθέσεις αποτελούν αναγκαία και μη εξαιρετέα συνθήκη ενός νέου ορθολογιστικού στρατηγικού προσανατολισμού της Ελλάδας και της Κύπρου.
Καταληκτικά, υπενθυμίζεται ότι η Τουρκία διατηρεί στην Κύπρο κοντά πενήντα χιλιάδες στρατό. Η Ελλάδα ως εγγυήτρια και ως Μητρόπολη του ενός δέκατου του Ελληνισμού που ζει στην Μεγαλόνησο, πόσους έχει και εάν δεν έχει πως θα υπάρξει βιώσιμη διέξοδος όταν δεν υπάρχει ισορροπία δυνάμεων! Εν τέλει, η Ελληνική στρατηγική πάσχει επειδή πρώτον, δεν υπάρχει ισορροπία δυνάμεων και δεύτερον, τα προαναφερθέντα ερείσματα όχι μόνο δεν τυγχάνουν αξιοποίησης αλλά ούτε καν τα επικαλούμαστε με αποτέλεσμα στο τραπέζι να είναι η αδιέξοδη και αυτοκτονική εάν γίνει αποδεκτή «ΔΔΟ με πολιτική ισότητα». Όπως υποστηρίχθηκε στην αρχή του παρόντος κειμένου, αυτονόητα και καταμαρτυρούμενα απαιτείται νέος στρατηγικός προσανατολισμός που διασφαλίζει την διαιώνιση της ΚΔ και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για βιώσιμη διέξοδο. Αυτό που δεν συνιστάται είναι η κρατική αυτοκτονία με Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία και οι βαθύτατων προεκτάσεων συνέπειες που πιο πάνω επιχειρήθηκε να τύχουν σύντομης περιγραφής.