Διασώζοντας τη Δημοκρατία από την Πανδημία

Του κ. Ιωάννη Π.Α. Ιωαννίδη, Καθηγητή Ιατρικής και Καθηγητή Επιδημιολογίας και Δημόσιας Υγείας, καθώς και Επίτιμου Καθηγητή της Επιστήμης και Στατιστικής των Βιομετρικών Δεδομένων στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ (Stanford),

και της κ. Michaéla C. Schippers, Καθηγήτριας της Διαχείρισης της Συμπεριφοράς και της Απόδοσης στη Σχολή Διοίκησης του Πανεπιστημίου Erasmus του Ρότερνταμ, και Προϊσταμένης του Κέντρου Μελέτης και Επιτυχίας Επαγγελματικού Προσανατολισμού.

 
Τρία χρόνια κρίσης χρησιμοποιήθηκαν για να δικαιολογήσουν τη συγκέντρωση εξουσίας και την καταστολή ελευθεριών οι οποίες επιβάλλεται να ανακτηθούν

Η νόσος Covid-19 έχει αποτελέσει (ΣτΜ.: από μόνη της ή σε συνδυασμό με πλήθος από άλλα ιατρικά ή όχι αίτια) τον λόγο που εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ενώ σε δισεκατομμύρια ακόμη έχει απειλήσει τα δημοκρατικά τους κεκτημένα. Από τις αρχές του 2020, ο κόσμος έχει γίνει μάρτυρας μιας αξιοσημείωτης επέκτασης της λήψης αποφάσεων κυβερνήσεων στο χώρο της υγείας. Σε πολλές χώρες επιβλήθηκαν καραντίνες και απαγορεύσεις κυκλοφορίας, και πολλές ελευθερίες αφαιρέθηκαν κάτω από την αιτιολογία της παρουσίας μιας μεγάλης απειλής της υγείας. Αρχές της υγείας και πολιτικοί που αναφέρονταν σε αυτές ή τις εκμεταλλεύονταν, απέκτησαν εξαιρετικά μεγάλη εξουσία να ρυθμίζουν συνολικά την κοινωνία, επιβάλλοντας μεταξύ άλλων υποχρεωτικά μέτρα με νομοθετικές ρυθμίσεις.

Μια έκθεση από το Σπίτι της Δημοκρατίας (ΣτΜ: Freedom House – μη κερδοσκοπικός οργανισμός που διεξάγει έρευνα και υπεράσπιση για τη δημοκρατία, την πολιτική ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα στις Η.Π.Α.) βρήκε ότι η δημοκρατία κατέληξε να γίνει πιο αδύναμη σε 80 χώρες κατά τη διάρκεια της Covid-19, και ότι μέσα στο 2020 ο συνολικός αριθμός των (πραγματικά) ελεύθερων χωρών έφτασε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 15 ετών. Στις χώρες όπου η δημοκρατία δέχθηκε σοβαρά πλήγματα και συνεπώς έκαναν βήματα πίσω σε αυτόν τον τομέα, περιλαμβάνονται κάποιες που θα περίμενε κανείς, όπως η Κίνα και η Λευκορωσία, αλλά επίσης και υποτιθέμενα προπύργια της δημοκρατίας, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλία, η Δανία και η Ολλανδία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες συγκαταλέγησαν μεταξύ των 25 χωρών που έγιναν μάρτυρες των πιο απότομων καταπτώσεων της ελευθερίας (ΣτΜ.: δηλ. στις οποίες η ελευθερία δέχθηκε τα μεγαλύτερα πλήγματα). Ακόμη και εάν η πανδημία μπει σε μια λιγότερο απειλητική ενδημική φάση (όπως ίσως είναι ήδη η κατάσταση σε αρκετές χώρες), η κληρονομιά των απολυταρχικών μέτρων και περιορισμών ενδέχεται να αφήσει πίσω μια πιο μόνιμη απειλή για τη δημοκρατία.

Πολλές κυβερνήσεις απάντησαν στη θανατηφόρα πανδημία με υπονόμευση αυτών των ίδιων οργάνων που τέθηκαν σε λειτουργία και καθιερώθηκαν για να εξασφαλίσουν την ανάληψη ευθυνών και να διαφυλάξουν τη δημόσια υγεία και ευημερία (ΣτΜ: και από την κυβέρνηση, όπως π.χ. το GAO – Government Accountability Office στις ΗΠΑ, μια επιτροπή δεοντολογίας και επιτήρησης του νομοθετικού σώματος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ – του Κογκρέσου).

Δεν μπορεί να κατηγορηθεί μεμονωμένα κάποιο άτομο για αυτό – ήταν ένα πρόβλημα του συστήματος, καθώς οι αποφάσεις που έπαιρνε μια κυβέρνηση ή κυβερνητική υπηρεσία επηρέαζαν άμεσα τις αποφάσεις άλλων. Αλλά το αποτέλεσμα ήταν από τη μια ο περιορισμός βασικών ελευθεριών, και από την άλλη η αποδοχή και κανονικοποίηση της ενοχοποίησης, της δημιουργίας αποδιοπομπαίων τράγων και του κοινωνικού αποκλεισμού πολιτών, τα οποία και τα δύο ιστορικά έχουν αποτελέσει προανάκρουσμα κτηνωδιών και φρικαλεοτήτων. Ενώ μερικές ακραίες ενέργειες δικαιολογήθηκαν ως απόπειρες να επιτευχθούν κατά τα άλλα (Στμ: υποτίθεται) αξιέπαινοι στόχοι (όπως η αύξηση των ποσοστών εμβολιασμού), η επιχείρηση της απομόνωσης τεράστιου αριθμού πολιτών με ταυτόχρονο εξαναγκασμό δια του μαστιγίου του γενικού πληθυσμού σε επιθετικές πολιτικές δημόσιας υγείας, πιθανότατα υπονόμευσαν αυτούς τους ίδιους στόχους.

Ορισμένοι άνθρωποι, οργανισμοί, επιχειρήσεις και λομπίστες (εκπρόσωποι ομάδων συμφερόντων που πιέζουν για να επηρεάσουν τους νομοθετούντες κατά τα συμφέροντά τους), ή συνδυασμός αυτών, είδαν την κρίση ως μια ευκαιρία να επιβάλλουν κάποια εκδοχή μιας επιθυμητής ιδεολογικής ουτοπίας, η οποία στην πραγματικότητα ωφελούσε μόνο μια μειοψηφία ένθερμων υποστηρικτών, πεπεισμένων για την δική τους «αλήθεια», «επιστήμη» ή οποιοδήποτε όνομα χρησιμοποίησαν για να δώσουν κύρος σε τυφλούς δογματισμούς. Εν τέλει, ο μισός εργαζόμενος πληθυσμός παγκοσμίως υπέφερε οικονομικά κάτω από καραντίνες που δημιούργησαν τεράστιες αλυσιδωτές αντιδράσεις.

Οι περισσότεροι άνθρωποι ευημερούν όταν μπορούν να παίρνουν τις δικές τους αποφάσεις μέσα στα όρια του νόμου, ακόμη και κατά τη διάρκεια μιας κρίσης. Αλλά ενώ η απώλεια αυτών των βασικών ελευθεριών πανηγυρίστηκε ως μια νίκη για τη δημόσια υγεία, την ίδια στιγμή μάλλον έφερε χειρότερα αποτελέσματα στη δημόσια υγεία σε πολλές χώρες. Πολλοί πολίτες στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες δημοκρατίες είδαν τις επιχειρήσεις τους να κατεβάζουν ρολά, τις περιουσίες μιας ζωής να εξαφανίζονται και δεν τους επιτρεπόταν να επισκεφτούν αγαπημένα πρόσωπά τους που ασθενούσαν σοβαρά και πέθαιναν ή ακόμη να παρακολουθήσουν τις τελετές ταφής τους. Οι νεότερες γενιές ενδεχομένως θίχτηκαν περισσότερο, καθώς μαθητές (και φοιτητές) είδαν τα σχολεία (και τις σχολές) τους να κλείνουν και την κοινωνική τους ζωή ουσιαστικά να ανακόπτεται με συνέπειες που δεν θα κατανοήσουμε πλήρως για πολλά χρόνια.

Ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων, ειδικά μεταξύ αυτών που χτυπήθηκαν πιο άγρια από την κρίση ή των οποίων οι υποθέσεις και τα συμφέροντα αφέθηκαν στο περιθώριο από τις αρχές της πολιτικής και της υγείας, μπορεί τελικά να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι οι κυβερνήσεις και οι ηγέτες τους, τους εξαπάτησαν. Η αγανάκτηση μπορεί να εκφραστεί με ειρηνικά, δημοκρατικά μέσα (με την ψήφο για παράδειγμα όταν δοθεί ευκαιρία), ή με διαμαρτυρίες, επεισόδια και δυναμικές εξεγέρσεις. Ήδη έχουμε δει περιπτώσεις  περισσότερο ή λιγότερο ειρηνικών εκφράσεων της αγανάκτησης των πολιτών σε διάφορα μέρη του κόσμου. Τα αποτελέσματα τέτοιων κοινωνικών εκρήξεων είναι από τη φύση τους χαοτικά και μη προβλέψιμα.

Ο χειρότερος τρόπος να αντιμετωπιστούν τέτοια περιστατικά είναι η επιμονή στην προσπάθεια αντικατάστασης αδιάσειστου κύρους αξιών, όπως η ελευθερία και η ισότητα, με στόχους όπως η ασφάλεια και η υγεία υπό τον μανδύα της «επιστήμης» και του κοινού καλού. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα αμφέβαλλε για το εάν τέτοιοι στόχοι γενικά αξίζουν τις προσπάθειές μας. Αλλά όταν αυτοί συγκρούονται (ή παρουσιάζονται ως να συγκρούονται) με διαχρονικές αξίες, οι δημοκρατικές κοινωνίες πρέπει να λάβουν αποφάσεις βάσει προτεραιοτήτων. Άπαξ και η ατομική ελευθερία υποβιβάζεται ως προτεραιότητα, είναι δύσκολο να ανακτηθεί κάποτε ξανά πίσω.

Προσπαθώντας να βρούμε το δρόμο σε τέτοιες δύσκολες περιστάσεις και να τις περάσουμε με όσο γίνεται λιγότερες αρνητικές επιπτώσεις, οφείλουμε να αναρωτηθούμε: Τι είδους κοινωνία θέλουμε να έχουμε, και τι είδους κληρονομιά θέλουμε να αφήσουμε πίσω στους απογόνους μας που ακολουθούν; Για να μένουν υγιείς και να ευημερούν, οι ανθρώπινες υπάρξεις χρειάζονται θετική ενίσχυση και ενθάρρυνση, αφοσίωση, στενές σχέσεις, νόημα στη ζωή, και μια αίσθηση ολοκλήρωσης.

Ακόμη και εάν διοικούνται από (υποτίθεται) καλοπροαίρετους «ειδικούς» ή οργανισμούς με ευγενείς σκοπούς, οι κοινωνίες με δομή από-πάνω-προς-τα-κάτω (top-down) στις οποίες η εξουσία λήψης αποφάσεων είναι συγκεντρωμένη στα χέρια μιας μικρής ομάδας ανθρώπων δυσχεραίνουν μάλλον τις προσπάθειες των ανθρώπων, παρά τις διευκολύνουν, να ζήσουν τέτοιες ζωές. Αυτό γίνεται ακόμη πιο δύσκολο όταν μικρές ομάδες ανθρώπων ηγούνται στη συγκέντρωση του πλούτου και της πληροφορίας.

Πολλοί δισεκατομμυριούχοι είδαν με ευχαρίστηση να διογκώνεται όχι μόνο ο πλούτος τους αλλά και η επιρροή τους στη δημόσια λήψη αποφάσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Κάποιοι από αυτούς είναι αναντίρρητα ευφυέστατες ανθρώπινες υπάρξεις, ευεργέτες με κίνητρα – καθώς φαίνεται – ευγενή και γενναιόδωροι στις φιλανθρωπικού σκοπού δωρεές τους. Όμως ένα μεγάλο μέρος της αυξανόμενης δυσπιστίας της κοινωνίας στις αρχές έχει προέλθει από την αίσθηση ότι οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του λαού και οι αρχές της υγείας έχουν καταντήσει να εξαρτώνται υπερβολικά από λόμπι και να είναι υπερβολικά επιρρεπείς στην άσκηση παρασκηνιακής πίεσης από μεγιστάνες της τεχνολογίας και της οικονομίας.  

Η ανησυχία για τη χειραγώγηση της εξουσίας και την άσκηση επιρροών σε αυτή έχει επίσης ενταθεί από την στάση που κράτησαν τα μέσα ενημέρωσης και τα κοινωνικά μέσα. Είναι αποφασιστικής σημασίας στις ελεύθερες, δημοκρατικές κοινωνίες τα μέσα ενημέρωσης να μη γίνονται ποτέ το όχημα ενός μοναδικού, εγκεκριμένου από το κράτος, επίσημου αφηγήματος εις βάρος του δημοσίου διαλόγου και της ελευθερίας του λόγου. Το αυτό ισχύει και για τα κοινωνικά μέσα: η αφαίρεση περιεχομένου που θεωρείται “fake” (ψεύτικο) ή λανθασμένο με στόχο τον περιορισμό της ικανότητας των απλών ανθρώπων να κρίνουν από μόνοι τους την κάθε πληροφορία απλά πυροδοτεί την πόλωση και τη δυσπιστία στον δημόσιο τομέα.

Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στο χώρο του επιστημονικού διαλόγου. Οποιοσδήποτε θεωρεί ότι είναι δυνατό να καθαρίσει την «επιστήμη» από λάθη μέσα από λογοκρισία ασκούμενη με ωμή βία δεν έχει απολύτως καμία κατανόηση του τρόπου που δουλεύει η επιστήμη ή που πρώτα πρώτα συλλέγονται σωστά και αμερόληπτα στοιχεία. Η ιδέα διαιτητών που επιλέγουν τι είναι ορθό και απορρίπτουν ό,τι θεωρούν λανθασμένο είναι η πλέον άσχετη και ξένη έννοια με την επιστήμη.

Χωρίς τη δυνατότητα να γίνονται λάθη ή να γίνονται (ή να βελτιώνονται) ανακριβείς υποθέσεις, δεν υπάρχει επιστήμη. Η ειρωνεία είναι ότι οι επιστήμονες κατανοούν (ή τουλάχιστον θα έπρεπε να κατανοούν) και αποδέχονται (ή τουλάχιστον θα έπρεπε να αποδέχονται) το γεγονός ότι όλοι πλέουμε σε μια θάλασσα πραγμάτων που δεν βγάζουν νόημα· οι καιροσκόποι «σημαίνοντες» που ασκούν επιρροή και οι «ειδικοί», οι οποίοι δεν έχουν καμία αντίληψη περί της επιστημονικής μεθόδου, είναι αυτοί που πιστεύουν στη δυνατότητα «καθαρής», «αμόλυντης» και χωρίς αντιπαραθέσεις επιστημονικής «αλήθειας».

Η ευρύτερη κοινότητα θα επωφελούνταν περισσότερο από έναν επιστημονικό σκεπτικισμό (που δεν θα είχε ως προϋπόθεση συμμετοχής την κατοχή διδακτορικού διπλώματος) από ότι από μια απομάκρυνση της (θεωρούμενης) «πλάνης» και «προκατειλημμένης θέσης» (bias) από δήθεν εξαγνιστές της πληροφορίας. Η εκπαίδευση των ελεύθερων πολιτών σχετικά με τον κίνδυνο πολυποίκιλων πλανών και προκαταλήψεων (biases) και τους τρόπους που μπορούν να τις παρεμποδίζουν, ανιχνεύουν και αποφεύγουν είναι δουλειά των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, όπως των σχολείων και των πανεπιστημίων, και όχι κάποιων εταιριών τεχνολογίας, δισεκατομμυριούχων, ομοσπονδιακών γραφειοκρατών ή online συμμοριών.

Η ευαισθητοποίηση σχετικά με την πλάνη και προκατάληψη δεν έχει καμία σχέση με θεωρίες συνομωσίας, και ίσως τελικά είναι ο καλύτερος τρόπος να εξαλειφθεί ο ανησυχητικός αριθμός των οπαδών θεωριών συνωμοσίας. Η προθυμία να αναγνωρίσουμε τι δεν γνωρίζουμε δημιουργεί χώρο για σεβασμό και αξιοπρέπεια. Αντιθέτως, αυτό που κάνει ο ψευδοεπιστημονικός δογματισμός είναι μόνο να προάγει τον εκφοβισμό (bullying), τη βία και την καταπίεση. Αυτό είναι το ίδιο αληθές και ισχύον κατά τη διάρκεια εποχών κρίσης και έκτακτης ανάγκης, όσο είναι και σε περιόδους ειρήνης και ευημερίας.

Πολλές κυβερνήσεις έχουν δείξει τα τρία τελευταία χρόνια ότι μπορούν με συνοπτικές διαδικασίες να επιβάλουν αποφάσεις σε ελεύθερους ανθρώπους χωρίς τη συγκατάθεσή τους, και επίσης μπορούν να κουκουλώνουν ή εξωραΐζουν ενέργειές τους όταν αποτυγχάνουν. Σε μια δημοκρατία που ξέρει καλά τα όριά της χρειάζεται μια δύναμη εξισορρόπησης που προάγει μάλλον τον εμπεριστατωμένο διάλογο και την υιοθέτηση προσεκτικών και μετριοπαθών πολιτικών, και όχι τις αντιφατικές ατζέντες που θεμελιώνονται σε διακηρύξεις χειραγωγούμενων όχλων. Η έλλειψη ανεκτικότητας και ο εξευτελισμός μπορεί να φαίνονται ως χρήσιμα μέσα, αλλά η ανοχή και η επιστημονική ταπεινότητα μπορούν να επιτύχουν στην πράξη πολλά περισσότερα.

Καθώς η πανδημία φθίνει και χάνεται, τα χρόνια που έρχονται θα βοηθήσουν να διαπιστώσουμε εάν εμείς, ως δημοκράτες πολίτες και ελεύθεροι άνθρωποι, είμαστε ακόμη ικανοί να λαμβάνουμε τις δικές μας αποφάσεις, να επιδιώκουμε την ευτυχία και να αποφεύγουμε το κακό, χωρίς να πέφτουμε θύματα σε απολυταρχικούς πειρασμούς οι οποίοι έχουν υποσκάψει τα θεμέλια της δημοκρατίας πλήττοντάς την σοβαρά ή και καταρρίπτοντάς την εντελώς στο παρελθόν.