Διάλογοι περί Ορθοδόξου Κοινωνιολογίας στον Άθω

Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης (+)
 

Η «Νέα Κοινωνιολογία» αφιερώνει ένα τεύ­χος της σε θεολογικοκοινωνιολογικές απόψεις των Αγίων Πατέρων της Εκ­κλησίας. Στο συμπόσιο των διαφόρων μελετών της μου έκαμε την τιμήν να περιλάβει και την ταπεινότητα μου. Θα μπορούσα να εξαιρεθώ, επικαλούμενος το γήρας των 83 ετών, αν δεν μου ανέστελλε την προς άρνηση τάση η εντολή του Χριστού: «τω αιτούντι σοι δίδου».

Εδέχθην λοιπόν την συμμετοχή μου, υπολογίσας και στην συμβολήν σοφών και αγίων φί­λων μου εξωμοναστηριακών Μοναχών, που με την φωτισμένην κρίση τους και την πείρα τους από την ανώτερη παιδεία τους θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε την στάση της Εκκλησίας απέναντι του προβλήματος της λεγομένης κοινωνιολογίας. Λοιπόν, κατόπιν προσκλήσεώς μου, ήλ­θαν τρεις εν Χριστώ αδελφοί από την Έρημον του Άθωνος, την ημέραν και ώραν που τους ώρισα, για ένα διάλογον, όπως τους εξήγησα, και έκαναν ευχαρίστως υπακοήν στον υποφαινόμενον, λόγω της μικροτέρας, από την δικήν μου, ηλικίας των.

Πριν αρχίσουμε την συζήτηση και για να προλάβω την περιέργεια των αναγνωστών, που τάχα θα εγένετο ο διάλογος αυτός, εσκέφθην ό­τι μία περιγραφή του ταπεινού ασκητηρίου μου από ένα σπάνιον κείμενον θα τους ικανοποιούσε αρκετά, ως καθ’ έξιν φιλοθεάμονες και σύγχρο­νους εικονολάτρες, που γοητεύονται από τις τη­λεοπτικές, καθαρές, ακάθαρτες ή ουδέτερες ει­κόνες. Λοιπόν παραθέτω το κείμενον:1

«Άφησε τον κόσμο κι έλα με μας, έλεγαν οι καλόγεροι. Εδώ βρίσκεις την ευτυχία σου. Κοί­ταζε αυτό το ωραία περιτειχισμένο ερημητήριο στο βουνό, με τα παράθυρά του αναμμένα στο ηλιοβασίλεμα. Πόσο χαρωπά προβάλλει η εκκλησούλα του μέσα στ’ αμπέλια, σε δεντροστοι­χίες από ροδοδάφνες, σε μυρτιές και σε τούφες βαλεριάνας που τριγυρίζει με τη δυνατή πρασι­νάδα του το δάσος από τις καστανιές. Βλέπεις το γάργαρο νερό που αναβρύζει από το βράχο; Πως μουρμουρίζει μέσα στα κλαριά! Εδώ θα βρης τον απαλόν αέρα, και, το μεγαλύτερο άπ’ όλα τα αγαθά, την ελευθερία και την ειρήνη με τον ίδιο τον εαυτό σου! Γιατί ελεύθερος είναι μό­νο εκείνος που ενίκησε τον κόσμο και διάλεζε για κατοικία του το “εργαστήριον πασών των αρετών”, τον Άθω».

Οι ευσεβείς πατέρες μιλού­σαν στα σοβαρά. Ένιωθαν καλά πως με κάποιον δικό τους είχαν να κάνουν. Ήξεραν από μελαγ­χολία και από πόθους. Ήξεραν τι αξίζει η ερη­μιά και τι θέλγητρο έχει το σιωπηλό δάσος κι’ οι δροσερές σκηνογραφίες της φύσεως για τις κουρασμένες από τον κόσμο ψυχές. Μου πρόλεγαν, εννοείται, πως δεν θα γίνω καλόγερος, επει­δή χρειάζεται γι’ αυτό ειδική προδιάθεση, θα έ­στηνα όμως την καλύβα μου στον Άθω, ως ανεξάρτητος σύντροφος, κι έτσι, ελεύθερος από κάθε επιβουλή, θα απολάμβανα μαζύ τους την ε­πίγειον ευτυχία με την προσευχή, την περισυλ­λογή, το διάβασμα, την κηπουρική, σε συντρο­φιά ή ολομόναχος, γυρίζοντας στα βάθη των δασών, πάντα όμως υπομένοντας εν ειρήνη, ως την ημέρα που θα κοβόταν το νήμα της ζωής μου και θα ρόδιζε για μένα η αυγή του καλυτέ­ρου κόσμου.

Όσο για τώρα, δεν είχα παρά να γυρίσω στην πατρίδα μου, να πουλήσω ό,τι έχω, να ξεριζώσω με απόφαση από την καρδιά μου τις μύριες ρίζες που με κρατούσαν δεμένο με τη ζωή της δυτικής Ευρώπης και να ξαναγυρίσω γρήγο­ρα, χωρίς δισταγμό, στο νησί της ευδαιμονίας και της ειρήνης. Με λίγα, χρήματα που θάδινα μια και καλή στο μοναστήρι του Διονυσίου, θα είχα ιδιοκτησία μου το ρωμαντικό ερημητήριο, αφού πρώτα συμφωνούσαμε τι θα είχα να πάρω κάθε βδομάδα από τον αρχοντάρη του μοναστηριού, ε­γώ κι’ ο υποτακτικός μου, σε ψωμί, κρασί, αλεύρι, φουντούκια, παστό ψάρι, εληές, φως, θέρ­μανση και τ’ άλλα.

Η προσφορά, τ’ ομολογώ, ήταν ελκυστική. Όλες οι αθλιότητες της Δύσεως, ο παγανισμός της νέας φιλολογικής σχολής, ο κατακλυσμός των βιβλίων που υποφέρομε, οι δώδεκα ογκώδεις τόμοι του Ερρίκου Λούντεν περί της Γερμανικής προϊστορίας, για την οποία δεν έχομε καμμιά πληροφορία, δώδεκα τόμοι, αχ! λογοδιάρροια γεμάτη τέχνη και στείρα σοφία, η γιγάντεια και απελπιστική φιλοσοφία του Φόγιερμπαχ, οι γραφιάδες μονογραφιών, μου ξαναήρ­θαν στο νου.

Συλλογίστηκα τα θλιβερά μας φι­λολογικά ήθη, τη ματαιοδοξία, την άγνοια, την αλαζονεία, τη χυδαιότητα και την πλήξη, που από παντού μας κατακλύζουν, και, σα να μην έ­φταναν αυτά, τον κατάλογο του πανηγυριού της Λειψίας και την αχόρταστη δίψα μας για τη γνώ­ση και για την ηδονή. Τρίκλισμα, κομματισμός, φιλοδοξία δημαγωγών, ο Αμπντέλ Καντέρ, οι Παρισινοί δικηγόροι, η Γερμανική τύφλωση, ο Mohilew και η χαμένη ευτυχία, σα θύελλα μου χτυπούσαν τις αισθήσεις, Άρχισα να κλονίζωμαι και, για ασφάλεια μπροστά σε τέτοια μεγάλα και αμέτρητα δεινά, ποθούσα ν’ αγοράσω ένα κατα­φύγιο στο πράσινο δάσος του Διονυσίου.

Έπειτα από μια νύχτα ταραγμένη, κατέβηκα τα χαρά­ματα από το βράχο του μοναστηριού στο ρέμα με τις πορτοκαλιές και ξανανέβηκα από την αντικρυνήν όχθη της λαγκάδας στο μοναστηράκι για να εξετάσω καλύτερα το μελλούμενο αμεριμνητήριό μου. Αυτή την ώρα, από την έρημη κορυ­φή του Άθω βυθιζόταν αργά το ηλιοχρύσωμα μέ­σα στα έλατα, απάνω από τις πετρόχτιστες πλα­γιές, αστράφτοντας στην πανηγυρική καθημερι­νή του δόξα, πέφτοντας πότε στο δυνατό πράσι­νο της καστανιάς, πότε στο πυκνό φύλλωμα των πλατάνων, στο μοναστήρι και στα περιβόλια του τα καταστόλιστα από τη χινοπωρινή βλάστηση. Τελευταία φώτισε τις καρυδιές, τις λεμονιές, την πυκνή ανακατωμένη φυτεία που γέμιζε το βάθος της ρεματιάς, κι’ έπεσε στο βαρύ πύργο, στο μολυβοσκέπαστο τρούλλο, στους βυζαντινούς θόλους, στο δαντελλωτό γείσο των προμαχώνων και στις σκεπές. Από κάτω απλωνόταν ο απέραντος κόλπος του πελάγου, γυαλιστερός σαν καθρέφτης κι’ από μέσα αντηχούσε ο ήχος της καμπάνας, γλυκειά γενέθλια μουσική, ψυχική μουσική του χριστιανισμού. Αχ! αν ήταν ικανός ο άνθρωπος για μια σταθερήν ευδαιμονία εδώ κά­τω, που αλλού θα αισθανόταν το ουράνιο θέλγη­τρό της, αν όχι στην πράσινη ηρεμία της ευτυ­χισμένης αυτής γωνιάς της γης;».

   Το κείμενον αυτό ανήκει στον Αυστριακόν ι­στορικό Φαλμεράυερ. Ο Φαλμεράυερ ήταν Κα­θολικός. Ανεξαρτήτως αν από πεποίθηση επιστημονική υπεστήριξεν ότι δεν απέμεινεν ελληνισμός παρά μόνο στον Πόντον, υπήρξεν άνθρωπος θρησκευτικός και νοσταλγός της Ορθοδοξίας. Ύστερα από έρευνές του στην Τραπεζούντα, στην Κωνσταντινούπολη, στην Παλαιστίνη, στη Συρία και στην Ελλάδα, ως πρωτότυπος ιστο­ρικός της «περιγραφικής ιστορίας», ήλθε και στο Άγιον Όρος.

Η ζωή των μοναχών και, γενικά, το φυσικό και πνευματικό περιβάλλον τον γοήτευσαν τόσον, ώστε να γράψει αργότερα: «Ο μεμονωμένος αυ­τός κόσμος, ένθα τάξις, καθαριότης, επιείκεια και εν ταυτώ αυστηρά πειθαρχία, διδάσκουσι την λή­θην του κόσμου, είλκυσε τας συμπάθειας μου… Τρις της ημέρας αντηχούσιν εις τους ουρανούς από πεντεκαίδεκα αιώνων ύμνοι ευσεβών Μο­ναχών, τηρούντων την θέαν, το σχήμα, την στά­σιν, όπερ ήδη προ χιλιετηρίδας περίπου διέγραψεν αυτοίς ο μέγας νομοθέτης αυτών Επίσκοπος Καππαδοκίας, Μέγας Βασίλειος… Η Ανατολή έλυσε πρόβλημα ενώπιον του οποίου εναυάγησαν οι Ευρωπαίοι μεθ’ όλης αυτών της σοφίας και της τέχνης… Εις εμέ αρκεί τούτο, ότι υπάρχει έτι εν­τεύθεν του Ελλησπόντου τόπος, όπου δύναταί τις να αντιστή εν ταυτώ και εις την τυραννίαν της απολαύσεως και εις τα τεχνάσματα της εξουσί­ας και εις τους συλλογισμούς των αυλικών σοφι­στών. Άνθρωποι, οίτινες τελούσι πόλεμον κατά της ύλης, δεν είναι βεβαίως μωροί…»(Μεταξύ   ουρανού και γης, Μονάχου Θεοκλήτου Διονυσιάτου, σελ. 243, 7η έκδοση).

Φαίνεται λοιπόν, όπως προκύπτει από το κείμενον, ότι συμφώνησε με τη διοίκηση της Μονής μας να του χορηγηθεί το Κάθισμα των Αγίων Αποστόλων, που βρίσκεται στο βόρειο μέρος, σε ισοϋψή βράχο και δεν απέχει από το μοναστήρι, σε ευθεία γραμμή, παρά 120 μέτρα, όπου παραμένω από 20ετίας. Πρόκειται για ένα κτίσμα των αρχών του 18ου αιώνος, με τοι­χογραφημένο τον ναόν το 1818 και προορισμένο να κατοικείται από τους ποθούντες την ησυχία μοναχούς. Γι’ αυτό και νομίζω ότι είναι κάπως πε­ρίεργο, το πως θα παρεχωρείτο το ασκητήριον αυτό σε ένα λαϊκό και μάλι­στα ετερόδοξο, που πέρασε από το Άγιον Όρος προ της Ελληνικής Επαναστάσεως του ’21 και που τόσο ζημί­ωσε τον αγώνα της απελευθερώσεως με τη γνωστή θεωρία του, για την οποία τόσο μισήθηκε και από Έλληνες και από φιλέλληνες.2

Βέβαια, πολλά στοιχεία του κειμέ­νου αυτού είναι ίσως άσχετα για τον αγαπητόν αναγνώστη. Όμως από μια άποψη έ­χουν ενδιαφέρον, γιατί μαθαίνει κανείς πως σκέ­πτεται για τον δυτικό πολιτισμόν ένας δυτικός ι­στορικός και αξιόλογος άνθρωπος για την εποχή του, αλλά και πως βλέπει τον Ορθόδοξο μοναχι­σμό και τους μοναχούς, που μέσα στο κλίμα τους διερευνάται το αντικείμενο του διαλόγου αυτού.

   Λοιπόν, εισερχόμεθα στο θέμα του διαλόγου, εμού συντονίζοντας την συζήτηση. Μεταξύ των απαθών αυτών ερημιτών δεν υπάρχει κενόδοξη επιδεικτικότης, κομπασμός και εκείνο το ανόητον «πιστεύω», που δημιουργεί αντιφάσεις. Γιατί, αφού ο ένας και ο άλλος «πιστεύουν» στις απόψεις τους, είναι δηλαδή αμετακίνητοι, τότε γίνεται διάλογος κωφών. Εν αντιθέσει λοιπόν με την κοσμικήν έπαρση, οι όσιοι άνδρες εκφράζουν με πολλήν ταπείνωση τις απόψεις τους, μη επιμένοντες, αλλά απαθώς δηλώνουν: «αν δεν κάνω λάθος», «φρονώ», «νομίζω».3

Αρχίζω να ερωτώ σχετικώς, με ασφαλή στενογράφον ένα κασετόφωνο, που συνήθως χρησι­μοποιώ.

— Τι έχει να ειπεί η Ορθοδοξία, πάτερ Ν., για τα διάφορα κοινωνικά φαινόμενα, που ερευνά η επιστήμη της κοινωνιολογίας;

— Αδελφέ Θ., δεν έχω ιδιαιτέρως ασχοληθεί με το θέμα αυτό. Όμως φρονώ ότι η Ορθο­δοξία, δια των Α­γίων Πατέρων, έ­χει απαντήσει με την διδασκαλία τους, που συμπυκνούται στη δογματική και πνευματική διδαχή της Εκκλησίας. Κατ’ αρχήν, η πρώτη κοινωνική δομή, υποθέτω, ότι ευρίσκεται στην Αγίαν και Μακαρίαν Ενότητα των Τριών Προσώπων, που συνδέονται, ως Ομοούσια, δια της αμοιβαίας αγάπης.

Η δευτέρα δομή κοινωνικής μορφής είναι τα Αγγελικά Τάγματα, αναρίθμητα δε πνεύματα «εις διακονίαν αποστελλόμενα». Τρίτην δομήν αποτελεί η Μία, Αγία Εκκλησία, της οποίας Κεφαλή είναι ο Χριστός και οι πιστοί που συγ­κροτούν το Σώμα Του. Οι πιστοί, οι όντως πι­στοί και όχι οι ονόματι, αλληλοπεριχωρούνται αγαπητικώς μεταξύ τους και με τον Ιησούν Χρι­στόν, οπότε βιώνουν ως πάροικοι εδώ εν ειρήνη και θείω έρωτι, αναμένοντες εν χαρά την αποδημίαν τους, που την διαδέχεται η αιώνια μακαριό­της, πάντοτε εν κοινωνία.

— Βέβαια, είπα, αυτή είναι η σε αδρές γραμ­μές διδασκαλία της Εκκλησίας. Αλλά, πλην των ολίγων μακαρίων αυτών προσώπων, υπάρ­χουν και αυτοί που διαστείλατε ως ονομαστικούς και επίσης αυτοί που ούτε καν ονομαστικοί είναι. Περί αυτών τι ημπορεί ή τι πρέπει να κάμει οφειλετικώς η Εκκλησία; Τι θα λέγατε σεις πάτερ Ι.;

— Οι δύο αυτές κατηγορίες είναι οι μεγάλες ομάδες των βαπτισθέντων ορθοδόξως, η μία χει­ρότερη από την άλλην. Και δια λόγους συν­θηκών, από προσωπικήν άγνοια και άλλους πα­ράγοντες, δεν αξιοποίησαν την δωρεάν της χάριτος του Θεού και διεστράφησαν, η μία λιγότερο, η άλλη πιο πολύ. Παρά ταύτα, όμως, δεν παύ­ουν να είναι παιδιά του Θεού, που και γι’ αυτά ο Χριστός θυσιάστηκε επάνω στον Σταυρόν Του. Και ενώ είναι «ζώα ποικιλώτατα και πολυτροπώτατα», κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον, δεν παύουν να είναι «ζώα θεούμενα τη προς Θεόν νεύσει», δεκτικά χάριτος.

Επομένως η Εκκλησία, που σώζει αμαρτωλούς και ασώτους και ληστές και πόρνες, ο­φείλει με κάθε ευαγγελικό μέσον και με κάθε Πατερικήν μεθοδείαν να τους φέρει σε μετάνοια μέσα στην Εκκλησία. Είναι ο «κόσμος», δηλα­δή οι άνθρωποι της πτώσεως, αλλά έχουν την δυνατότητα να καταστούν, δι’ επιμελείας, άγιοι. Άλλωστε και οι Άγιοι δεν γεννήθηκαν, αλλά δια των παραδοσιακών αγώνων των εκαθάρθησαν από τα πάθη τους, εφωτίσθηκαν υπό του Αγίου Πνεύματος και ενώθηκαν με τον Χριστόν. Έως ότου όμως ελευθερωθεί κανείς από τα κατηγορημένα πάθη, αποτελεί για τον εαυτόν του, τους συγγενείς του και για τον κοινωνικόν περίγυρον ένα πρόβλημα με ποικίλες μορφές, που αποτελούν το αντικείμενον των κοινωνιολόγων και των ηθικολόγων, οι οποίοι ερευνούν, αναλύουν, διαπι­στώνουν τα ποικίλα αρνητικά φαινόμενα και έ­καστος, κατά την κοσμοθεωρητικήν τοποθέτη­σή του, εισηγείται την θεραπείαν, για να αναδείξουν τελικά μίαν ευνομουμένην, δικαίαν και ανθρωπιστικήν κοινωνίαν. Αγνοούντες, όμως, την μεταφυσικήν αιτία των διαφόρων εγκληματικών εμπαθών φαινομένων, αστοχούν, για να μην ειπώ ότι εμπαίζονται από τον σατανάν, εμφωλεύοντα στα βάθη της ψυχής των ανθρώπων, αλλά και των ίδιων ανυποψιάστων ιατρών!

— Πάτερ Ι., αυτά που είπατε, παρετήρησα, είναι απολύτως αποδεκτά, ως δογματική διδασκα­λία της Ορθοδοξίας. Επειδή όμως ο διάλογος δεν γίνεται για μας, αλλά για να δημοσιευθεί, θα σας παρακαλούσα να τα θεμελιώσετε βιβλικώς και πατερικώς, ώστε να είναι απρόσβλητα.

— Ουδεμία αντίρρηση. Όπως γνωρίζετε, η νίκη του σατανά επί των πρωτοπλάστων, εκτός των άλλων γνωστών συνεπειών, είχε ως αποτέλεσμα και την έξοδον της χάριτος από τα μυχιαίτατα της καρδιάς των και την είσοδον των δαιμονικών ενεργειών εξουσιαστικώς. Και έκτοτε η χάρις ενεργούσε περί την καρδίαν εξωτερικώς. Επειδή το πρωτόπλαστον ζεύγος συνεπύκνωνε εν εαυτώ όλην την ανθρωπότητα, μετεδίδετο στο ανθρώπινον γένος, δίκην λοιμικής νόσου, ο δαιμονισμός. Μετά όμως την θυσίαν του Χριστού και κατά το Βάπτισμα και το άγιον Χρίσμα, γίνεται ανάστροφος κίνηση. Η χάρις επανέρχεται, εξερχομένης της δαιμονικής ενεργείας, και η ψυχή ενδύεται τον Χριστόν. Αυτό ακριβώς σημαίνει η ερωταπόκριση ιερέως και αναδόχου: «Αποτάσσει τον σατανάν και συντάσ­σει τω Χριστώ;». Και ο ανάδοχος, δια λογαρια­σμόν του νηπίου: «αποτάσσομαι». Με αυτό υπονοείται ότι η ψυχή ήταν δαιμονισμένη.

Άλλωστε, ο Κύριος Ιησούς είπε: «Όταν δε το ακάθαρτον πνεύμα εξέλθη από του ανθρώπου, διέρχεται δι’ ανύδρων τόπων ζητούν ανάπαυσιν, και ουχ ευρίσκει τότε λέγει εις τον οικόν μου επιστρέψω όθεν εξήλθον και ελθόν ευρίσκει σχολάζοντα και σεσαρωμένον και κεκοσμημένον τό­τε πορεύεται και παραλαμβάνει μεθ’ εαυτού επτά έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού, και εισελθόντα κατοικεί εκεί, και γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου χείρονα των πρώτων ούτως έσται και τη γενεά τη πονηρά ταύτη». (Ματθ. ιγ, 43).

Με αυτά τα λόγια ο Κύριος Ιησούς περιγρά­φει ό,τι είπα για την έξωση του σατανά δια του Βαπτίσματος. Εάν ο πιστός, πλέον, αγωνισθεί να τηρεί τις εντολές του Χριστού και με προσευ­χές και την παραδοσιακήν άσκηση φυλάσσει την καθαρότητα του Αγίου Χρίσματος, προκόπτοντας στις αρετές, τότε προσθέτει αγιότητα, με γνωρίσματα της διπλής αγάπης και την ταπεί­νωση. Οπότε, προστατευόμενος από τον Θεόν, κρατεί τον σατανάν σε απόσταση. Αντιθέτως, όταν πέσει σε αμέλειαν και λήθην και ριφθεί σε α­μαρτίες, τότε εισέρχονται στην ψυχή του τα «επτά έτερα πνεύματα», που υπονοούνται τα επτά θανάσιμα πάθη: υπερηφανείας, πορνείας, μοιχεί­ας, γαστριμαργίας, θυμού, φθόνου, φόνου. Και η ψυχή γίνεται «σπήλαιον ληστών», δαιμόνων, τους οποίους (δαιμόνια επτά) έβγαλεν ο Κύριος από την ψυχήν της Μαγδαληνής Μαρίας.

Όλοι οι Άγιοι Πατέρες διδάσκουν εκ πείρας, ιδίως ο Άγιος διάδοχος Φωτικής, εκθέτοντες μί­αν εκτεταμένην δαιμονολογίαν, αποτελούσαν αληθινήν τραγωδίαν, που συνοψίζεται στον λόγον του Κυρίου: «Όλος ο κόσμος κείται εν τω πονηρώ». Δηλαδή τα πλήθη των ανθρώπων ευρίσκονται υπό την δουλείαν των δαιμόνων, εφ’ ό­σον δεν αποδέχονται τον Ιησούν ως Σωτήρα του κόσμου και αμαρτάνουν αμετανοήτως. Αυτά εί­χα να πω, αδελφοί.

— Είναι γνωστά στους πραγματικούς χρι­στιανούς αυτά, είπα, και θα παρακαλούσα τον πατέρα Φ. να λάβει τον λόγον, εν συνάφεια, βέ­βαια, προς το κεντρικόν θέμα μας.

— Πρόσεξα όσα ελέχθησαν από τους αγίους αδελφούς, τα οποία θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως στοιχεία υποδομής μιας θεωρίας χρι­στιανικής Ορθοδόξου κοινωνιολογίας. Και φρονώ ότι είναι πολυτιμώτατα, επειδή συνθέτουν την Ορθόδοξη ανθρωπολογίαν. Δηλαδή μας δίδουν την αληθινήν εικόνα του ανθρώπου, οπότε ο κοι­νωνιολόγος, γνωρίζοντας την φύση και τις ιδιό­τητες της ανθρωπίνης ψυχής, θα οδηγείται απλανώς στην διατύπωση των διαφόρων κοινω­νικών δομών. Βέβαια, η Ορθοδοξία ποτέ δεν επρότεινε ένα πλήρες θεωρητικόν σύστημα κοινω­νιολογικής μορφής, διότι πιστεύει ότι η Εκκλη­σία πραγματώνει τελειοτάτην κοινωνίαν προσώ­πων, αληθινών ανθρώπων του Θεού. Αφού η αποστολή της είναι να εισαγάγει στην μόνην Κι­βωτόν της σωτηρίας όσους θέλξει με την διδα­σκαλίαν της και με τα Μυστήριά της και αφού είναι δεδομένον ότι έξω της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία, δεν χρειάζεται άλλην κοινωνίαν, που δεν ωφελεί σε τίποτε.

Οι συστηματικές κοινωνιολογικές μελέτες είναι άγνωστες στην Ορθοδοξίαν, ή γιατί είχαμε τις ελέω Θεού Βασιλείες, που δημιουργούσαν θε­οκρατικά χριστιανικά καθεστώτα, ή επειδή αυ­τή η Εκκλησία αποτελεί μίαν κοινωνίαν αγίων ή γιατί, ακολουθώντας τον λόγον του Κυρίου και των Ευαγγελίων, περί οξείας διακρίσεως Εκ­κλησίας και κόσμου, επεδίωκε πάντοτε όχι να ρυθμίσει τις σχέσεις των έξω της Εκκλησίας ενεργουμένων υπό των δαιμόνων ανθρώπων, αλλά δια του κηρύγματος να τους εισαγάγει στην Κι­βωτόν της σωτηρίας.

Κοινωνιολογικά συστήματα, ως εγκοσμιοκρατικές κοινωνικές φιλοσοφίες, είναι λογικόν να προτείνουν τα δημοκρατικά πολιτεύματα, οι συν­ταγματικές βασιλείες, τα σοσιαλιστικά και κομ­μουνιστικά καθεστώτα, που όλα βλέπουν τον άνθρωπον χωρίς τις μεταφυσικές συναρτήσεις του. Ούτε και ως φορέα, ανθρωπίνως αθεραπεύτων, ψυχικών νόσων που προκάλεσαν οι δαίμονες, ού­τε ως υψίστης αξίας αθάνατον πλάσμα του Θε­ού. Αλλά και δεν εισδύουν στον έσω άνθρωπον, όπως συμβαίνει με την Ορθοδοξίαν, γιατί τους είναι αδιάφορος ο ηθικοπνευματικός κόσμος της ψυχής, την οποίαν άλλωστε αγνοούν. Ενδιαφέ­ρονται μόνον για την ρύθμιση των εξωτερικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων-πολιτών. Ενώ ο χριστιανισμός, εν Ορθοδόξω δόγματι, δίδει το προβάδισμα στον αθάνατον και αιώνιον παράγον­τα, την ψυχήν, και σχεδόν εκεί εξαντλεί το ενδιαφέρον του.

Κατά μίαν όμως φαινομενικήν αντινομίαν, δεν αδιαφορεί για όσα τελούνται στον χώρον των φαινομένων που ανήκουν στην δικαιοδοσίαν της εγκοσμίου Πολιτείας, στο βασιλείαν του Καίσα­ρος, που και αυτό είναι τεταγμένον από τον Θε­όν να υπηρετεί με τον τρόπον του τις βουλές και το σχέδιον του Θεού.

Όταν όμως λέγω ότι η Ορθοδοξία δεν αδιαφορεί για όσα τελούνται στην εξωτερικήν ιστορί­αν των δρωμένων, δεν εννοώ την άνευ όρων ανάμιξή της και πολύ ολιγώτερον την ταύτισή της με τον Καίσαρα. Διατηρούσα η Ορθοδοξία έντο­νη την αίσθηση του Αποστολικού, «ημείς ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» και «το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει», αλλά και, ευρισκομένη σε συνεχή ερωτική και αγαπητική σχέση με τον υπερκόσμιον κόσμον και με τον μόνον λατρευτόν της Νυμφίον Χριστόν, κενώνει όλους τους πόθους της εκεί, ενώ παραλλήλως παρακολουθεί τις ασταθείς εγκόσμιες εξελίξεις για να βοηθήσει και να σώσει τους ανθρώπους, προσέχουσα να μη υπερβεί τις δικαιοδοσίες της.

— Θα μου επιτρέψετε, πάτερ Φ., να σας δια­κόψω, είπα, για να γίνετε σαφέστερος στο σημείον των δικαιοδοσιών μεταξύ Ορθοδοξίας και Καίσαρος.

— Είναι αρκετόν να σας παραπέμψω στον πολύ εκκοσμικευμένον παπικόν χριστιανισμόν, για να διαπιστώσετε ότι, εν αντιθέσει με την Ορ­θοδοξίαν, υπερέβη τα όρια που έθεσεν ο Χριστός με το «απόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ», αφού προηγουμένως εδογμάτισεν ότι «ο πάπας είναι ένας γλυκός Χρι­στός», ότι «σε συμφέρει να πας στην κόλαση με τον πάπα, παρά στον Παράδεισον χωρίς τον πά­πα» και ότι «ο Χριστός στον ουρανόν και ο πά­πας στην γην». Δηλαδή, πλήρης νομική οριοθέτηση δικαιοδοσιών, προηγηθείσης της πλήρους ενώσεως στο πρόσωπόν του των δύο Εξουσιών, Θρησκευτικής και Πολιτικής, Σταυρού και Ξί­φους!

Εντεύθεν και ο σχηματισμός χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων, με τα οποία ο πάπας ανέβαζε και κατέβαζε κυβερνήσεις και εκήρυττε πολέμους, όπως συνέβη στον β’ παγκόσμιον πό­λεμον. Γιατί, ποιος δεν γνωρίζει τώρα ότι ο πα­πισμός, αφού επέτυχε την παραχώρηση κάποιων προνομίων υπέρ του Καθολικισμού, δια των κον­κορδάτων, ανέβασε στην εξουσία δύο παρανοϊκούς, τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ, που εβύθισαν στο αίμα την ανθρωπότητα; Ο Αυρο Μανχάτταν, στο βιβλίου του Το Βατικανόν και ό 20ός αιών, παραθέτει γνήσια ντοκουμέντα της σκο­τεινής δραστηριότητας του παπισμού, με το σύ­στημα των πρέσβεων και νουντσίων στις διάφο­ρες κυβερνήσεις.

— Στην καθ’ ημάς Ανατολήν, πάτερ Φ., δεν υπήρξαν ανάλογα κρούσματα; παρετήρησα.

— Καθ’ όσον γνωρίζω, όχι. Τάσεις βραχύ­βιες καισαροπαπισμού ανετράπησαν στην γένεσή τους, όπως άλλωστε και από αδόκιμους εκκλησιαστικούς ηγέτες ενεφανίσθησαν διαθέσεις πα­ποκαισαρισμού. Η Ορθόδοξη όμως συνείδηση λειτούργησε καταλυτικώς και στις δύο περιπτώ­σεις και διέσωσε την διαφορά των δύο εξουσιών μέσα στα όριά τους, συνεργαζομένων όμως. Ο­σάκις εγένετο απόπειρα υπερβάσεως των ορίων υπό της Πολιτείας, αμέσως ανακαλείτο στην τά­ξη από την Εκκλησία και δια στόματος αγίων ανδρών ηλέγχοντο αυτοκράτορες υπερβαίνοντες τις δικαιοδοσίες των, οι οποίες είχαν ρυθμισθεί από Οικουμενικές Συνόδους.

Βέβαια, άλλο είναι το ότι ατελή μέλη της Εκκλησίας, αγόμενα από θεοληπτικές ενοράσεις, τουλάχιστον κατά τις τελευταίες δεκαετί­ες ή και λίγο ενωρίτερα, έβλεπαν θεοκρατικώς μίαν ταύτιση Εκκλησίας και Κράτους, αρχής γενομένης από τον Απ. Μακράκη, Αρνέλλον και τον φίλον μου, μαθητήν του τελευταίου Αναστ. Πιέρριον, με τελευταίου οραματιστήν τον νομικόν Ψαρουδάκην. Όλες όμως αυτές οι κινή­σεις εξεφυλίσθησαν, αν δεν διεκωμωδήθησαν. Περί αυτών δεν μπορεί να γίνει σοβαρός λόγος. Αλλά μόνον μία περίπτωση παποκαισαρισμού υπήρξεν: ο Μακάριος Κύπρου, που, μετά την διάρθρωση της δημοκρατίας, ιδιοποιήθη την ιδιό­τητα του κοσμικού άρχοντος, με αποτέλεσμα να καταντήσει κομματάρχης, με φανατικούς μακαριακούς και αντιμακαριακούς, που έφθασαν στα όρια αδελφοκτονίας5.

— Θα έπρεπε να κλείσουμε αυτό το κεφάλαιον των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, είπα, αν ο ασχοληθείς με το θέμα καθηγητής Τσιριντάνης δεν διετύπωνε την περίεργη άποψη ότι «ο καθορισμός των σχέσεων, που συνδέουν τον χριστιανισμόν με την πολιτικήν, είναι ένα ερώτημα, που απασχολεί την πολιτισμένην ανθρωπότητα είκοσι αιώνες τώρα». Περιέργως, αλλού τάσσεται «κατά της συγκροτήσεως κόμ­ματος χριστιανικού, ως ολέθριου για τον χριστια­νισμόν και υπέρ της εξυγιάνσεως της πολιτικής προοδευτικώς… Σπορά, προσευχή, αναμονή…»6.

Επειδή παλαιότερα είχα προκληθει, είχα παραθέσει την γνώμην Καθολικών φιλοσόφων, που έχω μπροστά μου. Σας διαβάζω: Ο οπαδός του Θωμά Ακινάτου, Ζάκ Μαριταίν, στο βιβλίο του Χριστιανισμός και Δημοκρατία, γράφει: «Όσον αφορά τις σχέσεις της Πολιτείας με την Θρησκείαν, είναι φανερόν πως τόσον ο Χριστια­νισμός όσον και η χριστιανική πίστις δεν θα ή­ταν πια δυνατόν να γίνουν τσιφλίκι και, πολύ πε­ρισσότερο, να υπαχθούν σε καμιά πολιτική μορφή, ούτε, επομένως, και στην πολιτική μορφή της δημοκρατίας — είτε ως μορφής διακυβερνήσεως είτε ως φιλοσοφίας της ανθρωπίνης και πολιτικής ζωής. Αυτό προκύπτει από την θεμε­λιώδη διαστολή, που εισήγαγεν ο Χριστός μετα­ξύ των πραγμάτων που ανήκουν στον Καίσαρα και εκείνων που ανήκουν στον Θεόν…».

Επίσης, ο φιλόσοφος και θεολόγος Ζάν Ντανιελού, φίλος της Ορθοδοξίας, Γάλλος Ρω­μαιοκαθολικός, στο άρθρου του Ιστορία μαρξι­στική και ιστορία μυστηριακή, διαχωρίζων την πορείαν των ιστοριών, που διαγράφουν τα εκάστοτε φιλοσοφικά και κοινωνιολογικά ρεύματα, από την μυστηριώδη ιστορίαν του Χριστιανισμού, λέγει: «Είμαστε σύμφωνοι με τους μαρξιστές σ’ αυτό που λένε: πως το νόημα της ιστορίας είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου κι ασφαλώς εναν- τίον της κοινωνικής δυστυχίας· αυτή όμως δεν είναι παρά ο αντίλαλος μιας άλλης, πολύ βαθύ­τερης και εσώτερης: του θανάτου, της αμαρτίας και του Σατανά…». Οι χριστιανοί πολλές φορές απαντούν στον μαρξισμόν προτείνοντας μια κοι­νωνική θεωρία και τοποθετούνται έτσι στο επίπεδό του, στην μαρξιστικήν αντίληψη του κό­σμου, αντί να το υπερβούν σ’ ένα επίπεδο γνήσια χριστιανικό… Τα θεία είναι τα μεγάλα γεγονότα του παρόντος κόσμου. Πολύ μεγαλύτερα από τα μεγάλα έργα του στοχασμού και της επιστήμης, από τις μεγάλες νίκες ή τις μεγάλες επαναστάσεις. Αυτά τα τελευταία αποτελούν την φαινομένην ιστορίαν, αλλά δεν κατεβαίνουν ως τα βά­θη της πραγματικής ιστορίας. Είναι μεγαλεία της νοητικής και υλικής τάξεως. Αλλά τα μυ­στήρια του Χριστιανισμού είναι μεγαλεία της πνευματικής, της υπερφυσικής αγάπης. «Ο Ι­ησούς Χριστός, λέγει ο Πασκάλ, δεν έκανε με­γάλες εφευρέσεις, αλλά ήταν άγιος, άγιος· άγιος στους ανθρώπους και φοβερός στους δαίμονες». Αυτό δεν το έχουμε νιώσει καλά και γι’ αυτό εντυπωσιαζόμαστε από τα σαρκικά ή διανοητικά μεγαλεία και μεταβάλλουμε σε είδωλα την Επι­στήμη, το Χρήμα, την Ιστορία, το Κράτος, ενώ η πρώτη εντολή είναι: «Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις».

Ο Ζάν Ντανιελού —που υπήρξε δάσκαλος ιερομονάχου φίλου μου — δεν αρνείται την εγκοσμιότητα του ανθρώπου και τις ανάγκες του. Α­ξιολογεί την ζωήν εν σχέσει προς την των πάν­των θέωση, η οποία θα έλθει ανεξαρτήτως αν θέ­λουν ή όχι οι άνθρωποι. Η νίκη πραγματώθηκε. Η Εκκλησία, αγωνιζομένη για να σώσει όσους δύναται περισσοτέρους ανθρώπους, ετοιμάζεται για να εορτάσει τα επινίκεια. Η νίκη είναι η Α­νάσταση του Χριστού. Δεν πρέπει να λησμονού­με ότι συναναστηθήκαμε και εμείς, αλλά πρέπει να αγρυπνούμε για να μη εκπέσουμε της Αναστάσεως.

Σας διαβάζω μερικές σκέψεις του Ρώσσου Ορθοδόξου Ν. Μπερδιάγιεφ, ένός από τους με­γαλύτερους φιλοσοφικούς νόες της Ευρώπης: «Ο Χριστιανισμός απένειμε τα πρωτεία στην ανθρώπινη ψυχή, εν σχέσει προς όλα τα βασίλεια του κόσμου. Εισήγαγε μίαν δυαρχίαν, την οποίαν προσπάθησαν πολλοί να λύσουν κατά τους νεωτέρους χρόνους υπέρ της κυριαρχίας του Κρά­τους, αλλά η οποία είναι στην πραγματικότητα ανυπέρβλητος. Το Κράτος ανήκει στον αμαρτωλόν κόσμον και δεν έχει ουδεμίαν αναλογίαν προς την βασιλείαν του Θεού…». Και συνεχίζει:

«Οι σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και του Κράτους καθωρίστηκαν με ένα παράδοξον τρό­πον, γιατί μπορούμε να πούμε ότι το Κράτος αποτελεί ένα μέρος της Εκκλησίας. Η Εκκλη­σία, βεβαίως, η πνευματική και μυστική, είναι ο χριστιανοποιημένος κόσμος, η ψυχή του κόσμου πλήρης χάριτος. Και από την άποψη αυτή θεω­ρούμενου το Κράτος, δεν είναι ειμή το δευτερεύον μέρος και το ολιγώτερον χριστιανικόν, γιατί το μεγαλύτερου μέρος του υπόκειται στο Κράτος της αμαρτίας και, συνεπώς, στο Κράτος του νό­μου. Αλλ’ ιστορικώς και κοινωνικώς, η Εκκλη­σία, εξεταζομένη επί του εμπειρικού επιπέδου, εμφανίζεται ως ένα μέρος του Κράτους, υποβάλλεται υπό τον νόμον του, είτε ως προστατευομένη είτε ως καταπιεζομένη υπ’ αυτού. Και εδώ κείται η αρχή της τραγικότητας της ζωής της. Το Κράτος είναι η σφαίρα της κοινωνικής συνή­θους σκέψεως και ζωής, εν τη οποία υπεισέρχεται μία δαιμονιώδης βούληση δυνάμεως. Δημο­κρατικόν ή Μοναρχικόν, παραμένει πάντοτε ένα βασιλείου του Καίσαρος…»

Λοιπόν, είπα, εξ όλων όσων ελέχθησαν, αδελφοί, προκύπτει, ότι ο χριστιανός, όσον και αν μετέχει στις παρούσες συνθήκες ζωής, ανήκει πιο πολύ στον ουρανόν. Μάλιστα, είναι χαριτω­μένο στην απλότητά του αυτό που απάντησε νε­αρός Μοναχός ερωτηθείς: «Πόση φροντίδα πρέ­πει να κατανέμουμε για τα γήινα και πόση για τα ουράνια; Ποια είναι η αναλογία; — Η αναλογία του τροχού. Όσον εφάπτεται στα γήινα τόσον δεν εφάπτεται στον ουρανόν».

— Πράγματι, είπεν ο πατήρ Φ., τα σχετι­κά κείμενα των θείων Πατέρων είναι εκφραστικά της κοινής εμπειρίας της ξενιτείας ή της παροικίας στην παρούσαν ζωήν και είναι θεόπνευ­στος ο στίχος των «χαιρετισμών της Θεοτόκου»: «Ξένον τόκον ιδόντες, ξενωθώμεν του κόσμου, τον νουν εις ουρανόν μεταθέντες. Δια τούτο γαρ ο υψηλός Θεός επί γης εφάνη ταπεινός άνθρω­πος, βουλόμενος ελκύσαι στον ουρανόν τους πι­στούς». Και, όπως λέγει ο Μάξιμος ο Ομολο­γητής, «απορρίπτει τα παρόντα ο των ελπιζομένων γευσάμενος· όλον γαρ τον πόθον εν εκείνοις κενώσας». Είναι τόσος ο θείος έρως των αγίων ψυχών, ώστε να έχουν αδιάλειπτη την μνήμην του ερωμένου Χριστού και να πραγματούται ο λόγος της νύμφης του «Άσματος των ασμάτων»: «εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί». Γιατί και στον ύπνον των αγρυπνούν ερωτικώς οι ψυχές, που, εν Αγίω Πνεύματι, ετρώθησαν από τα βέλη της αγάπης του Χριστού.

— Έχω απανθίσει από την Πατρολογία του Migne τα εξής πατερικά άνθη που σας προσφέ­ρω, αδελφοί, είπα. Διαβάζω: Ο Οικουμένιος γράφει: «Δει ουν τα εν ουρανώ ζητείν, προς την πατρίδα ημών σπεύδειν ένθα ημών το πολίτευμα εστίν. Εκεί γαρ στρατευόμεθα, εκεί πολιτευόμεθα». Ο Μ. Βασίλειος διδάσκει: «Το μεν σώμα ως σκιάν περισύροντες επί της γης, την δε ψυ­χήν συμπολιτευομένην τοις επουρανίοις φυλάσσοντες». Και ο θείος Ιωάννης Χρυσόστομος λέ­γει: «Ο χριστιανός ουκ έχει γήϊνον επιτήδευμα, άλλ’ εις την άνω Ιερουσαλήμ… Ημών γαρ φησί το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει ο χριστια­νός συγγενείς έχει τους αγίους άπαντας συμπολίτας». Και για τους ανθρώπους του Θεού λέ­γει: «Πατρίδα επιζητούσιν ετέραν» και «απαλλαγήναι βουλόμενοι εντεύθεν και προς την εαυτών πατρίδα επανελθείν». Και «ξένοι και παρεπίδημοι ήσαν οι άγιοι της οικουμένης απάσης και πατρίδα εζήτουν… την εν τοις ουρανοίς». Και συνεχίζει: «Η πρώτη αρετή και η πάσα αρετή το ξένον είναι του κόσμου τούτου και παρεπίδημον και μηδέν κοινόν έχειν προς τα ενταύθα πράγματα, αλλά απηρτήσθαι αυτών ώσπερ ξένων».

Και ο Μ. Βασίλειος: «Άλλη σοι μέριμνα πρέπουσα, τα άνω ζητείν, ου ο Χριστός έστιν, υπέρ τα γήινα είναι τη διανοία… Το πολίτευμα έ­χε εν ουρανοίς· αληθινή σου πατρίς η άνω Ιε­ρουσαλήμ, πολίται και συμφυλέται σου οι πρω­τότοκοι, οι απογεγραμμένοι εν ουρανοίς». Αλλά και ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Πάσι μία τοις υψηλοίς πατρίς… η άνω Ιερουσαλήμ, εις ην αποτιθέμεθα το πολίτευμα». Και πάλιν: «Αι δε κάτω πατρίδες αυταί και τα γένη ταύτα της προσκαίρου ζωής και σκηνής (θεάτρου) ημών γέγονε παίγνια». Και άλλου: «Έστι μοι γαρ πατρίς… ω πάσα πατρίς και ουδεμία; Συ δε ου ξένος και παρεπίδημος; Ουκ επαινώ σου την κατοικίαν, αν ού­τως έχης, μη της αληθινής πατρίδας εκπέσης εις ην αποτίθεσθαι χρή το πολίτευμα». Και ο Θεο­δώρητος Κύρου: «Την γην ου κατοικούμεν, αλλά παροικούμεν βραχύν γαρ διαβιώσαντες χρό­νον, εις έτερον μεταβαίνομεν βίον». Και ο πολύς Ευθύμιος Ζιγαβηνός υπογραμμίζει: «Παροδικώς κέχρημαι τω παρόντι βίω προς ετέραν ζωήν επειγόμενος».

– Άγιοι αδελφοί, ποια γνώμη έχετε γι’ αυτά που διάβασα και ποιο είναι, τελικά, το μήνυμα της Ορθοδοξίας στην Ελλάδα;

— Ταπεινά φρονώ, είπεν ο πατήρ Ν., ότι ό­λοι οι Άγιοι του Θεού από αυτήν την αίσθηση της παροδικότητος συνείχοντο, αφού όλον τον πόθον των έχουν κενώσει στον ουρανόν. Επομέ­νως τι μένει για τα παρόντα; Βέβαια, οι Άγιοι δεν ζούσαν εκτός τόπου και χρόνου, γι’ αυτό, αναλόγως των δυνατοτήτων των, εκτός των αδιαλείπτων προσευχών των, ευεργετούσαν τους συ­νανθρώπους των και τον τόπον των, ενώ «προς παρασκευήν ετέρου βίου άπαντα έπρατταν».

Αναφορικώς δε με τα κείμενα Μαριταίν, Ντανιελού και Μπερδιάγιεφ, νομίζω ότι θα μπο­ρούσαμε να τα προσυπογράψουμε ως Ορθόδοξοι. Ο άνθρωπος είναι θεόπλαστον ον και μέσα στην Ορθοδοξίαν λειτουργεί θεολογικώς για να γίνει θεός, κατά χάριν. Εάν γνωρίζαμε την μυστικήν ένωση των αγίων ψυχών μετά του Θεού, θα μπο­ρούσαμε να καταλάβουμε γιατί εσκέπτοντο έτσι. Ο χριστιανός δεν είναι αδιάφορος για τα προβλή­ματα της Πολιτείας, της οποίας είναι μέλος, αλλά εφαρμόζει και διδάσκει και τον πλησίον του, το «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και ταύτα προστεθήσεται υμίν». Χωρίς να αδρανεί, έχει στην Πρόνοια του Θεού αναθέσει την «πά­σαν ελπίδα του», ακολουθώντας έτσι τις ζωηφόρες εντολές του Χριστού: «κατανοήσατε τα κρί­να του αγρού… καταμάθετε τα πετεινά του ου­ρανού… προσέχετε μη βαρηθώσιν υμών αι καρδίαι… εν μερίμναις βιωτικαίς… οίδε γαρ ο Πα­τήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς ων χρήζετε…».

Άλλωστε, τι να μας κάνουν οι ανθρώπινες δραστη­ριότητες και οι εμβριθείς κοινωνιολογικές μελέ­τες και οι κυβερνήσεις, όταν ο λαός αμαρτάνει χωρίς να μετανοεί και έχει απομακρυνθεί από τον Θεόν και ο Θεός τον εγκαταλείπει στο «έλεος» του σατανά και στους εχθρούς του, οπότε κάθε πολιτικόν μέτρον και κάθε επιστημονική συνταγή είναι ανίκανη να τον προφυλάξει από τις προ­σωπικές και εθνικές συμφορές που επιτρέπει ο Θεός προς παιδαγωγίαν του; Επομένως, το μή­νυμα, προς τους ομοφύλους Έλληνες και αδελφούς εν Χριστώ, είναι ένα και συνοψίζεται στη λέξη: μετανοείτε! Τελείωσα τις ταπεινές σκέψεις μου.

— Σεις, πάτερ Ι., τι θα λέγατε στο ερώτημα;

— Νομίζω ότι ο εν ΧΩ αδελφός Ν. τα είπε όλα. Ανακεφαλαίωσε, στη σύσταση της μετά­νοιας, δηλαδή της στροφής προς τον Θεόν, το αί­τημα των καιρών. Η μετάνοια μόνον σώζει τους χριστιανούς και το Έθνος από τα δεινά. Και αυ­τό κηρύττει αδιαλείπτως η Εκκλησία. Όταν ο λαός ζη με μετάνοια και θεογνωσία, τότε το Έθνος βρίσκεται στον σωστόν δρόμον. Πρέπει να εννοήσουμε όλοι ότι κανένας πόνος και καμία ανησυχία δεν δικαιολογούν καινοτομίες στο ήθος της Εκκλησίας και παράκαμψη από τον χρυσόν κανόνα της Ορθοδόξου δογματικής και πνευμα­τικής παραδόσεως, που αποτελεί την λυδίαν λί­θον της αληθείας και προφυλάσσει την Ορθοδο­ξίαν από παραχαράξεις και νοθεύσεις, δυσδιάκρι­τες ή αόρατες. Μόνον η παράδοση εξασφαλίζει την θέωση και την σωτηρίαν του ανθρώπου και αποτελεί υπέρτατον σκοπόν της θείας Οικονομίας, η δε απομάκρυνση από αυτήν λυμαίνεται και ματαιώνει το έργον του Κυρίου Ιησού. Αυτά εί­χα να πω, αδελφοί.

— Θα θέλατε να συμπληρώσετε, πάτερ Φ., σε αυτά κάτι; είπα.

— Όχι να συμπληρώσω, γιατί συμφωνώ απολύτως, αλλά να υπομνήσω την σχέση του Θε­ού και του Ισραήλ μέσα στην ιστορίαν. Ο Θε­ός, που τόσον αγαπούσε τον εκλεκτόν του λαόν και τον έσωζε από τους εχθρούς του, όταν αμάρτανε τον παρέδιδε σε θλίψεις και παιδαγωγικές αιχμαλωσίες. Η ιστορία του ελληνικού λαού πα­ρουσιάζει αναλογίες. Κατά καιρούς υφίσταται για τις αμαρτίες του πολλά δεινά. Η διάλυση του ελληνικού Βυζαντινού Κράτους τι ήταν; Οι χρο­νικογράφοι της Αλώσεως αφηγούνται ότι μέχρις ενός σημείου έσωζε την Πόλη ο Θεός. Επειδή όμως ο λαός αμάρτανε τον παρέδωσε στην αιχ­μαλωσίαν για παιδαγωγίαν. Ο προφήτης λέγει: «αμαρτίαι, έθνη ελαττονούσι», που επιβεβαιούται με τις τραγωδίες του Έθνους στον Πόντο, στην Θράκη και στην Μικρά Ασία. Λοιπόν, η προσοχή του λαού μας πρέπει να στραφεί στον μέγαν εχθρόν του και στην αιτίαν των συμφορών του, στην αμαρτίαν. Και σήμερα ο λαός μας κα­τακλύζεται από κάθε μορφήν θανάσιμων αμαρτιών, που λόγω γενικεύσεως σχεδόν δεν τις αι­σθάνεται, γιατί πάσχει από αναισθησία και από καθολικήν συνειδησιακήν αγκύλωση. Επομέ­νως, το μήνυμα είναι: «μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών». Ευρισκόμεθα «ώσπερ εν ταις ημέραις του Νώε». Κατακλυσμός. Και Κιβωτός σωτηρίας είναι μόνον η Ορθοδοξία. Τε­λείωσα.

— Σας είμαι ευγνώμων, αδελφοί ησυχαστές, είπα, που βοηθήσατε να δοθεί από τον Άθωνα έ­να μήνυμα όντως Ορθόδοξον, που επαληθεύει την άποψη του Φαλμεράυερ ότι, χάρις στον Μο­ναχισμόν και φυσικά στην Ορθοδοξίαν, «η Α­νατολή έλυσε πρόβλημα ενώπιον του οποίου εναυάγησαν οι Ευρωπαίοι μεθ’ όλης αυτών της σοφίας και της τέχνης…».

Οι ιστορικοί και ο κόσμος που ερμηνεύουν τα γεγονότα κατά τις εξωτερικές συναρτήσεις τους και εφαρμόζουν αιτιοκρατικές μεθόδους εμπλέκονται μέσα στα αδιέξοδα των ντετερμινιστικών κυκλωμάτων και φρονούν ότι, δια των φαινομέ­νων, δίδουν απαντήσεις ορθές στα ερωτήματα που εγείρονται. Πράγματι, αν δεν υπήρχε Θεός που κατευθύνει την ιστορία του κόσμου, ιδίως του λαού του, με τον οποιον συνεργάζεται θετικώς εί­τε αρνητικώς, το πράγμα θα ήταν απλούν. Αλ­λά εμείς οι χριστιανοί είμαστε υποχρεωμένοι να βλέπουμε και να κρίνουμε συνθετικώς την ιστο­ρίαν.

Όταν ο Χριστός, λοιπόν, μας διδάσκει ότι τίποτε δεν γίνεται χωρίς το θέλημά του, ότι «αι τρίχες της κεφαλής μας είναι ηριθμημέναι» και ότι «πολλών στρουθιών διαφέρομεν», δεν δυνάμεθα να κρίνουμε αποσπασματικώς και ερήμην του Θεού τόσο μεγάλα γεγονότα, όσο και αν μας φαίνονται ανεξήγητα, παράλογα και σκανδαλωδώς άδικα, επειδή δεν βλέπουμε την αγάπη, την δικαιοσύνη και την αλήθεια του Θεού, με τις οποίες Εκείνος υφαίνει την ιστορία των ανθρώπων. Ένα έργο κεντητικής τέχνης έχει δύο πλευρές, δύο όψεις. Όταν δούμε μονάχα το πί­σω μέρος, δεν θα καταλάβουμε τίποτε. Μόνον όταν δούμε την άνω επιφάνεια, θα θαυμάσουμε το καλλιτέχνημα. Και ο Θεός κεντά συνεχώς και κατασκευάζει αριστουργηματικές εικόνες, με την πανσοφία Του, με την αγαθότητά Του, με την στοργή Του στα πλάσματά Του, με την αγάπη και την δικαιοσύνην Του, ως «παντεχνήμων» Θεός και Λόγος. Και εκείνο που ζητεί είναι να ενωθεί μαζί τους ερωτικώς εν αλληλοπεριχωρήσει. «Εγώ εν υμίν και υμείς εν εμοί», εγώ μέσα σας και σεις μέσα μου. Αυτήν την κοινωνίαν θέλει, παρατεινομένην στην αιωνιότητα. Υπάρ­χει κάτι υψηλότερον, θειότερον από την κοινωνί­αν αυτήν με τον γλυκύτατου Ιησούν, αφού, κα­τά τον ιερόν Αυγουστίνον, οι ψυχές μας είναι ανήσυχες μέχρι τότε που θα αναπαυθούν στους κόλπους Του»;

Κατόπιν όλων αυτών γίνεται φανερόν ότι η Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία με αφηρημένες σχέσεις Θεού και ανθρώπου, αλλά οντολο­γία με πραγματικές και άμεσες σχέσεις αγάπης Χριστού και πιστού. Οπότε δεν προσφέρεται να γίνει θεωρητικόν σύστημα, κοινωνιο­λογικής μορφής. Και το μόνον που θα μπορού­σε να συνεισφέρει σε μια οργανωμένη κοινωνία ανθρώπων είναι η διδασκαλία της, για την δια­μόρφωση πιο ανθρωπιστικών θεσμών. Εάν γί­νει κατανοητόν ότι Ορθοδοξία είναι Αυτός ο Χριστός, τότε εξυπακούονται ολα τα άλλα και, κυρίως, ότι η Ορθοδοξία πραγματούται μόνον σε προσωπικόν επίπεδον από τώρα και σε Όλους τους αιώνας, ως συγκεκριμένη αγαπητική προσωπική σχέση.

Και Εκκλησία δεν είναι σύνολον απλώς μο­νάδων, αλλά ένωση πιστών με τον Χριστόν και μεταξύ των, δηλαδή «συν πάσι τοις αγίοις», κα­τά τον Απόστολον Παύλον.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Το κείμενον ανήκει στον Ιακ. Φαλμεράυερ, μετα­φρασμένο από τον Ζ. Παπαντωνίου από τα Fragmente Orient.
  2. Στην Μονήν υπάρχει ένα μνημόνιον, που αναφέρει ότι κατά τον Νοέμβριον του 1821 έγινε κατακλυσμιαία βροχή, που αλλοίωσε το τοπίο, ώστε να χάσει την ημερότητα που περιγράφει ο Φαλμεράυερ. Προκύπτει, λοιπόν, ότι στην Μονήν μας ήλθε προ της χρονολογίας αυτής.
  3. Εννοώ την κατάχρηση του «πιστεύω» κατά τις συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης. Αφήνω τους τόσους σολοικισμούς που ακούγονται στην ραδιοφωνία, με αποκορύφωμα αγραμματωσύνης να κοπανούν το «υπό κατάλη­ψη», ευνοούντες κατειλημμένα, ενώ σημαίνει ότι τελούν υ­πό την πιθανότητα καταλήψεως των σχολείων!
  4. Στο βιβλίον αυτό παρατίθενται πλήθος εγγράφων και τεκμηρίων που αποδεικνύουν την δραστηριότητα των καρδιναλίων να πείσουν τον Χίτλερ να πολεμήσει την Ρωσσίαν για να πέσει ο κομμουνισμός. Αλλά η έκβαση αυτού του πολέμου είναι δραματικώς γνωστή. Έφεραν τον κομ­μουνισμόν στην καρδιά της Ευρώπης!
  5. Ο Μακάριος υπήρξε μοιραίον πρόσωπον για την Κύ­προν και την Ελλάδα. Αν άκουγε τον πρωθυπουργόν, στρατηγόν Πλαστήραν, που το 1950 εζήτησε την συμπα­ράσταση της κυβερνήσεως, για ανάληψη αγώνος κατά των Άγγλων, δεν θα είχαμε τις επί εικοσιπενταετία εθνικές περιπέτειες. Στην επιμονή του Μακαρίου, ο σκληροτράχη­λος στρατηγός απάντησε με γλώσσα σκληρή θεσσαλικά: «Ορέ ζαγάρια (κυνηγόσκυλα, παραφθορά του ρήματος ζωγρώ), καθήστε ήσυχα. Εγώ δεν θα χαλάσω την Ελλάδα για σας»! Και όταν έγινε δημοκρατία, εννοούσε ότι ήταν α­κόμα Εθνάρχης, ιδιότητα που φέρει ο εκάστοτε αρχηγός της Τοπικής Εκκλησίας όταν η Πολιτεία καταλύεται.
  6. Ο καθηγητής του Εμπορικού Δικαίου ίδρυσε το «Ελληνικόν Φως» και επέτρεψε στον εαυτόν του να θε­ωρείται καθηγητής της Εκκλησίας, ενώ δεν ήταν παρά ένας χριστιανός ανθρωπιστής, που μέχρι σήμερα επιβιώνει με τους «κύκλους» του «Ελληνικού Φωτός».
  7. Οι Ορθόδοξοι γνωρίζουν ότι, παρ’ ότι αγωνίζονται, αμαρτάνουν. Και ο στοργικός Πατέρας-Θεός επιτρέπει να του έρχονται διάφορες θλίψεις, με διάφορα παιδαγωγικά μέ­σα, ώστε να μετανοούν. Και όσα συμβαίνουν σήμερα στα Βαλκάνια, με απρόβλεπτες εξελίξεις, ανεξαρτήτως ελατηρίων εκείνων που τα προκαλούν, ο Θεός τα ανέχεται χάριν ωφελείας ψυχικής των πασχόντων, αλλά και «συμψη­φισμού» παλαιών αμαρτιών. Και, επομένως, οι πιστοί δεν έχουν άλλην επιλογήν, πλην της μετάνοιας, ευχαριστούντες τον Θεόν για την αφυπνίζουσαν τις συνειδήσεις αγάπη Του, καθώς διδάσκει η Εκκλησία.

Νέα Κοινωνιολογία, τεύχος 30, Άνοιξη 2000, σσ. 5-14

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ