Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος
Σ’ ἕνα μικρὸ χωριό, στὰ Γάδαρα, καταπλέει ὁ Κύριος, μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές Του, γιὰ νὰ συναντήσῃ «ἄνδρα, ὅς εἶχεν δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν…» (Λουκ., η’ 27). Πράγματι, οὔτε τὸ ταξίδι αὐτὸ τοῦ Κυρίου στὴν ἀντίπερα ὄχθη τῆς Γαλιλαίας δὲν εἶναι τυχαῖο. Ἐξ ἄλλου, ἔχομε καὶ ἄλλοτε ἀναφέρει ὅτι ὁ Κύριος βαδίζει πάντοτε στοχευμένα στὴν ἐπὶ γῆς πορεία Του, γιὰ νὰ φέρῃ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους σὲ ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσῃ στὴν λύτρωση καὶ στὴν σωτηρία (Α’ Τιμ., β’ 4). Ἄλλωστε, αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ ἦλθε στὸν κόσμο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, «ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός.» (Ἰωάν. ι’ 10)
Ἕνα τέτοιο ἀπολωλὸς εἶναι καὶ ὁ δαιμονισμένος Γαδαρηνὸς τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος εἶχε πιαστῆ στὰ δίχτυα τοῦ πονηροῦ «ἐκ χρόνων ἱκανῶν» καὶ ἔκτοτε «ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασιν.» (Λουκ., η’ 27) Ἔτσι, γυμνὸ καὶ ἄοικο καταντάει τὸν ἄνθρωπο τὸ δαιμόνιο, τὸν «συν-αρπάζει» καὶ τὸν πηγαίνει ὅπου θέλει, «ἐς χώρας ἐρήμους», μακρυὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ τὴν κοινωνία. Ἦταν τόσο τραγικὴ ἡ κατάσταση τοῦ ταλαίπωρου αὐτοῦ δαιμονόπληκτου, ὥστε χρειαζόταν νὰ τὸν δένουν «ἁλύσεσι καὶ πέδαις», γιὰ νὰ μὴν τοὺς ἐπιτίθεται, καὶ παρὰ ταῦτα τὸ «ἰσχυρό» δαιμόνιο ἔσπαζε καὶ αὐτὲς τὶς ἁλυσίδες τοῦ δαιμονισμένου, ὁ ὁποῖος σκόρπιζε γύρω του τὸν φόβο καὶ τὸν τρόμο.
Τρομερὴ ἀσθένεια εἶναι, πράγματι, ἡ δαιμονοπληξία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος καταλαμβάνεται ἀπὸ ξένο σῶμα, ὅπως εἶναι τὸ δαιμόνιο, πλέον δὲν ὁρίζει τὸν ἑαυτό του, τὶς ἐνέργειές του, ἑτεροκαθορίζεται ἀπὸ αὐτὸ ποὺ κυριαρχεῖ μέσα του καὶ τὸν ταλαιπωρεῖ ψυχικὰ καὶ σωματικά. Ἀληθινὸ μαρτύριο! Θέλει ὁ ἄνθρωπος ποὺ κατέχεται ἀπὸ τὸ φοβερὸ αὐτὸ πάθος νὰ ξεφύγῃ, νὰ λυθῆ ἀπ’ τὰ δεσμά του καὶ δὲν μπορεῖ. Ἀντιθέτως, τὰ δαιμόνια χορεύουν μέσα του καὶ τὸν κάνουν ὅ τι θέλουν, μέχρι νὰ τὸν συντρίψουν ὁλοκληρωτικά.
Δὲν διευκρινίζεται στὸ παραπάνω ἀπόσπασμα ποιά ἢ ποιές εἶναι οἱ αἰτίες τῆς καταλήψεως τοῦ Γαδαρηνοῦ ἀπὸ τὸ δαιμόνιο ποὺ τὸν βασανίζει. Μᾶλλον δὲν πρόσεξε καὶ μὲ τὶς «ἀκαθαρσίες» του, μὲ τὸν ἁμαρτωλό, φίλαυτο, φιλόϋλο καὶ φιλήδονο βίο του, ἐπέτρεψε νὰ εἰσχωρήσουν μέσα του ὄχι ἕνα καὶ δύο ἀλλὰ πλῆθος δαιμονίων, σύνταγμα ὁλόκληρο, «λεγεῶνα», ἀπὸ τὰ ὁποῖα πλέον ἀδυνατεῖ ἀνθρωπίνως νὰ ἀπαλλαγῆ.
Ὁ ἄνθρωπος, ὡς γνωστόν, πλάστηκε νὰ εἶναι εἰκόνα Θεοῦ καὶ νὰ πορεύεται πρὸς τὴν ὁμοίωσή Του. Ἐὰν δὲν προσέξῃ στὴν πορεία Του καὶ «ξαστοχήσῃ» -ἁμαρτάνῃ-, τότε τὰ κάθε λογῆς δαιμόνια καιροφυλαχτοῦν νὰ ἔλθουν καὶ νὰ ἐγκατασταθοῦν μέσα του. Καὶ ὅταν αὐτὸ γίνει, τότε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ «χαρίεις», ποὺ λέει ὁ Μένανδρος, γίνεται ἄγριος καὶ ἀποκρουστικός. «Νοῦς ἀποστὰς τοῦ Θεοῦ ἢ κτηνώδης γίνεται ἤ δαιμονιώδης» (ΕΠΕ 11, 226), διαπιστώνει ὁ μέγας πατὴρ καὶ μελετητὴς τοῦ Ἀριστοτέλους, Γρηγόριος Παλαμάς.
Ὁ Κύριος, ὅμως, σπλαγχνίζεται τὸ πλάσμα Του, ποὺ τὸ βλέπει ἁλυσοδεμένο μὲ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ σπεύδει σὲ βοήθεια. Ἔρχεται ὡς αὐτόκλητος Σωτήρας, διότι γνωρίζει ὅτι ὁ ἁλυσοδεμένος δὲν βρίσκει τὴν δύναμη νὰ ἀποτινάξῃ τὰ δεσμὰ ποὺ τὸν περισφίγγουν.
Ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Γαδαρηνοῦ δαιμονισμένου. Δὲν περιμένει ὁ Κύριος νὰ τὸν καλέσουν, ἀλλὰ μεταβαίνει ὁ Ἴδιος στὰ ὀρεινὰ Γάδαρα, ἐκεῖ ποὺ οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν «ἐν χώρᾳ καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου», γιὰ νὰ τοὺς φωτίσῃ καὶ νὰ τοὺς ἀναστήσῃ, ὅσους, φυσικά, θέλουν. Μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ Κύριος αὐτόκλητος Σωτήρας, ἀλλὰ δὲν βιάζει κιόλας γιὰ τὴν σωτηρία. Ἐξ ἄλλου, ἡ βία δὲν ἁρμόζει στὴν ἐλευθερία, πρὸς τὴν ὁποία καλεῖ τὸ πλάσμα Του: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν…» (Μάρκ., η’ 34).
Ἐπίσης, ὁ Κύριος δὲν ἔχει πρόβλημα νὰ πάῃ ἐκεῖ ποὺ γνωρίζει ἐκ τῶν προτέρων ὅτι δὲν εἶναι γενικὰ ἐπιθυμητὸς καὶ δὲν θὰ γίνῃ τελικὰ ἀποδεκτός, στὴν ἀπόμακρη χώρα τῶν Γαδαρηνῶν καὶ σὲ κάθε ἁμαρτωλὴ χώρα, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἁμαρτάνουν ἐλεύθερα καὶ μακρυὰ ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως πιστεύουν.
Γιὰ δύο, λοιπόν, λόγους μεταβαίνει ὁ Κύριος στὴν ἁμαρτωλὴ αὐτὴν χώρα, ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας. Πρῶτον, γιὰ νὰ ἀποκαλύψῃ στοὺς μαθητές Του τὴν ἁμαρτία τῶν πολλῶν καὶ νὰ βοηθήσῃ τὸν ἁμαρτωλὸ Γαδαρηνό, ὁ ὁποῖος, ἀντίθετα ἀπὸ τοὺς συμπολίτες του, ἐπιθυμεῖ νὰ «σωφρονιστῇ», καὶ δεύτερον, γιὰ νὰ τοὺς δώσῃ μιὰν ἀπάντηση, διότι, ὅταν λίγο προηγουμένως Τὸν εἶδαν νὰ ἐπιτιμάῃ τὸν ἄνεμο καὶ νὰ γαληνεύῃ τὰ κύματα, ἀναρωτιοῦνταν μὲ φόβο ἀνάμεικτο καὶ ἀπορία: «τίς ἄρα οὗτός ἐστιν, ὅτι καὶ τοῖς ἀνέμοις ἐπιτάσσει καὶ τῷ ὕδατι, καὶ ὑπακούουσιν αὐτῶ;» (Λουκ., η’ 25)
«Τίς ἄρα οὗτός ἐστιν;» Ποιός εἶναι, ἄραγε, αὐτός ποὺ κάνει τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ πράγματα; Εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ κύριος τοῦ οὐρανίων καὶ ἐπιγείων δυνάμεων, στὸν Ὁποῖον ἀκόμη καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσονται. Πράγματι! «Καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουσιν καὶ φρίττουσιν». Μόνον ποὺ δὲν πιστεύουν, γιὰ νὰ μετανοήσουν καὶ γιὰ νὰ σωθοῦν, ἀλλὰ παραμένουν πεισματικὰ ἀδιόρθωτα.
Γι’ αὐτό, μόλις ἀντικρύζουν τὰ δαιμόνια τὸν Κύριό των, ἀναγνωρίζουν τὴν θεότητά Του καί, ὡς λεγεῶνα ποὺ εἶναι, κράζουν ὅλα μαζὶ συντεταγμένα, μὲ μιὰ φωνή: «Τί ἐμοὶ καὶ σύ, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου;» (ὅ. π. 28) Ἐπειδή, ὅμως, γνωρίζουν ὅτι, λόγῳ ἀμετανοησίας, τὰ ἀναμένει ἡ αἰωνία καταδίκη, γι’ αὐτὸ Τὸν ἐκλιπαροῦν «νὰ μὴν τοὺς βασανίσῃ» ἀκόμα: «ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν.» Ἀντιθέτως, τὸν παρακαλοῦν «ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς τοὺς χοίρους εἰσελθεῖν.» (ὅ. π. 30-32)
Ἀλήθεια! Τὰ φοβερὰ καὶ τρομερὰ δαιμόνια, ποὺ ταλανίζουν τὸν ταλαίπωρο Γαδαρηνὸ καὶ τὸν ἔχουν ὁδηγήσει σ’ αὐτὴν τὴν ἄθλια καὶ ἀξιοθρήνητη κατάσταση, εἶναι ἐντελῶς ἀδύναμα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, γι’ αὐτὸ καὶ «δέονται» καὶ Τὸν «παρακαλοῦν». Ἐκεῖνος καὶ μόνον Ἐκεῖνος ἔχει ἐξουσία πάνω των. Ἐκεῖνα δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τίποτα, χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ Κυρίου.
Γεννᾶται εὔλογα τὸ ἐρώτημα: Ὁ Κύριος ποὺ ἐπέτρεψε τελικὰ νὰ εἰσέλθουν τὰ δαιμόνια στοὺς χοίρους καὶ νὰ ὡδηγηθοῦν ἐκεῖνοι στὸν γκρεμό, γιὰ νὰ τιμωρήσῃ τὴν αἰσχροκέρδεια τῶν χοιροβοσκῶν, ποὺ ἐμπορεύονταν παράνομα τὸ χοιρινὸ κρέας, γιατί «ἐπέτρεψε» νὰ εἰσέλθουν καὶ στὸν Γαδαρηνό;
Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἦλθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ κρίνῃ τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ σωθῆ ὁ κόσμος δι’ Αὐτοῦ (Ἰωάν., γ’ 16). Ὁ Γαδαρηνός, ὅμως, καὶ ὁ κάθε Γαδαρηνὸς ἀπὸ ἐμᾶς ἀγάπησε μᾶλλον τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας παρὰ τὸν Κύριο τῆς ἀγάπης (ὅ.π. γ’ 19). Ἑπομένως, ὁ καθ’ ἕνας μας, μὲ τὶς ἀστοχίες του ἢ καὶ τὶς παραλείψεις του, ἐπιτρέπει στὰ δαιμόνια νὰ ἔλθουν καὶ νὰ κατοικήσουν μέσα του.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία. Ἐμεῖς ἐπιτρέπουμε, ὁ Κύριος δὲν ἐπιτρέπει, ἁπλῶς τὸ ἀνέχεται, διότι σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ δημιουργήματός Του. Ἐξ ἄλλου, ὁ κάθε λογῆς ἁμαρτωλὸς ταλαιπωρεῖται τελικὰ ἀπὸ τὶς ἴδιες του τὶς ἁμαρτίες, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ τιμωρία του. Ἴσα ἴσα ποὺ ὁ Κύριος, μέσῳ τῆς αὐτοτιμωρίας τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τὸν δοκιμάζει, σὰν τὸν χρυσὸ στὸ χωνευτήριο, ὥστε νὰ γίνῃ, ἐὰν θέλῃ, καλύτερος καὶ νὰ μετανοήσῃ.
Ἐμεῖς, ἄραγε, θέλομε νὰ γίνωμε καλύτεροι; Θέλομε νὰ καθίσωμε «ἱματισμένοι καὶ σωφρονοῦντες παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ» καὶ νὰ ἀπολαμβάνωμε θεραπευμένοι τὸν λόγο Του, ποὺ εἶναι λόγος ζωῆς αἰωνίου, ἢ μήπως λυπόμαστε ποὺ χάσαμε τοὺς χοίρους μας, τὶς ἀκαθαρσίες καὶ τὰ πάθη μας, περισσότερο ἀπ’ ὅτι λυπόμαστε, διότι χάσαμε τὸν Κύριο ἀπὸ ἀνάμεσά μας; Τί μᾶς φοβίζει, τελικά, περισσότερο; Ἡ ἀπώλεια τῶν χοίρων ἀπὸ τὴν πόλη μας ἢ ἡ ἀπουσία τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν καρδιά μας;
Ἐὰν στενοχωρούμαστε γιὰ τὸ πρῶτο, θὰ συνεχίζωμε νὰ ζοῦμε δέσμιοι καὶ ἁλυσοδεμένοι σὰν τοὺς σκλάβους στὰ δεσμά των, ἐὰν θλιβώμαστε γιὰ τὸ δεύτερο, διότι ζοῦμε μακρυὰ ἀπὸ τὸν Κύριο, τότε νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι Ἐκεῖνος ὄχι μόνον δὲν θὰ μᾶς ἀφήσῃ νὰ συντριβοῦμε ἀπὸ τὰ πολλά μας πάθη, ἀλλὰ θὰ σπεύσῃ ὁ Ἴδιος πρὸς συνάντησή μας, γιὰ νὰ μᾶς δώσῃ ἐλπίδα σωτηρίας, ὅπως ἔδωσε καὶ στὸν δαιμονισμένο Γαδαρηνό, ποὺ ὄχι μόνο τὸν θεράπευσε ἀπὸ τὸ μαρτυρικό του πάθος ἀλλὰ καὶ τὸν κατέστησε ἀληθινὸ κήρυκα μετανοίας σὲ ὅλη τὴν πὀλη του.
Μακάρι καὶ ἐμεῖς νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ μαρτυρήσωμε γιὰ λογαριασμό μας μιὰ τέτοια ἀληθινὴ καὶ ὁλοκληρωμένη ψυχικὴ καὶ σωματικὴ θεραπεία, πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν δική μας σωτηρία. Ἀμήν! Γένοιτο!