Ἆσμα Δεύτερον (Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)

Φωλιάζουν οἱ σταυραϊτοὶ στοῦ βράχου τὰ στεφάνια,
ἐφώλιασε κι ὁ Φωτεινὸς στὸν ἐγκρεμὸ τοῦ Κόντρου.
Τέσσαροι τοῖχοι κάτασπροι, ὁ κάτοικας, τ᾿ ἀχούρι,
ἡ μάντρα γιὰ τὰ πρόβατα, μιὰ δεκαριὰ κυβέρτια,
πλατύς, καθάριος ὀβορός, ζωσμένος διπλολίθι,
ὅπου ἐπρασίνιζε πυκνὸς ὁ νύλακας, τὸ μύρτο,
τ᾿ ἁγιόκλημα, ἡ μελετινή, κι ὅπου ἅπλωνε ἕνας φράξος
τὰ δροσερὰ κλωνάρια τοῦ σφιχτὰ περιπλεγμένα
μ᾿ ἕνα φτακοίλι καρπερὸ καὶ μ᾿ ἕνα βοϊδομάτη:
εἶν᾿ τὸ βασίλειο τοῦ φτωχοῦ. Τ᾿ ἄρεσε πάντα ἐκεῖθε
νὰ χαίρεται τὴ θάλασσα, π᾿ ὅσο πλατύτερ᾿ εἶναι
τόσο σοῦ κλέφτει τὴν καρδιά, τόσο τὸ νοῦ σου πνίγει.
Τὴν ἔβλεπε χίλιες μορφὲς ν᾿ ἀλλάζει, χίλιες ὄψες,
πότε νὰ γλείφει τὸ γιαλό, προσκυνημένη δούλα,
καὶ πότε νὰ τὸν μάχεται, τρελή, ξεστηθωμένη,
μ᾿ ἀνεμοσκόρπιστα μαλλιὰ καὶ μ᾿ ἀφρισμένο στόμα.
K᾿ ἦταν ἡ ἔρμη Ἑλληνική! K᾿ ὑπόφερνε νὰ νιώθει
τὰ φράγκικα τὰ κάτεργα τὴ ράχη της νὰ ὀργώνουν,
καὶ νὰ τῆς δέρνει τὰ πλευρὰ μὲ τὰ κουπιὰ του ὁ Ξένος!

Ἦρθε στὴν Κόκκινη Ἐκκλησιά, ἑξήντα χρόνους πίσω,
ἕνας σοφὸς καλόγερος φευγάτος ἀπ᾿ τὴν Πόλη
κι ἔμειν᾿ ἐκεῖ κι ἀσκήτευσε. Τὸν ἔκραζαν Νικήτα.
Ἤξερε γράμματα πολλὰ κ᾿ ἐγιάτρευε τοῦ κόσμου,
μὲ ξόρκια καὶ μὲ βότανα, τὰ χίλια μύρια πάθη:
τὸ ρίμα, τὸ κακὸ σπυρί, τὴ φάγουσα, τὸ λέφα,
τὸ μαλαθράκι, τὸ καρφί, τὴ λιόκριση, τὴ λύσσα.
Στὸ πρόσταγμά του τὰ κουφὰ ἐφεύγανε, οἱ ἀκρίδες,
ἀπὸ τὰ πρόβατα ὁ χαμός, ἀπὸ τὰ γίδια ὁ ἴσκιος.
Τὸν ἐλατρεῦαν τὰ χωριά, κι ὁ Φωτεινὸς – ὁπού ῾ταν
στὸ μοναστήρι δόκιμος καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε
ὅταν τὸν ἔστελναν νὰ βγεῖ γιὰ διακονιὰ τριγύρω –
ἔμαθε λίγο διάβασμα κι ἄκουσε κ᾿ ἱστορίες
ἀπὸ τὸν ἅγιον ἀσκητή, ποὺ τοῦ ῾χανε κεντήσει
τὸ λογισμό του τὸν ὀκνὸ καὶ τὴ σκουριὰ ξεπλῦναν
ὁποὺ ἔτρωγε κάθε καρδιὰ σ᾿ αὐτὰ τὰ στεῖρα χρόνια.

Ἐκεῖνος τοῦ ῾πε, μιὰ φορὰ ποὺ βρέθηκαν μονάχοι
νὰ κάθονται ἀπολείτουργα στὸ πέτρινο πεζούλι
τοῦ Ἅι-Λιὰ στὴν Ἐγκλουβή, τὴν περασμένη δόξα
καὶ τ᾿ ἄμετρα τὰ βάσανα τοῦ δύστυχου τοῦ Γένους.

Τοῦ ῾πε τὸ πῶς, ἀνάμεσα σὲ τρίβολα κι ἀγκάθια,
μιὰ μέρα ἐθέλησε ὁ Θεὸς νὰ σπείρει ἕνα λουλοῦδι
ὁπού ῾χε χίλιες ὀμορφιὲς καὶ χίλιες εὐωδίες,
κι ὅπου, ὅταν ἐμεγάλωσε κι ἐπρόβαλε δροσάτο,
δεύτερος ἥλιος ἔλαμψε, καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ κόσμου,
π᾿ οὔτε δὲν εἶχε ἀνάκαρα κρυφὰ ν᾿ ἀναστενάζει,
τὴ ζέστανε, τὴ στόλισε μ᾿ ἀκούραστα φτερούγια,
τὴν ἔμαθε πῶς νὰ πετᾷ. Καὶ τὸ λουλοῦδι ἐκεῖνο,
πὄπρεπε νά ῾ν᾿ ἀμάραντο, τὸ βάφτισεν Ἑλλάδα.

Τοῦ ῾π᾿ ὅτ᾿ ἐκεῖν᾿ ἡ θάλασσα ἡ φραγκοπατημένη
εἶχε ρουφήξει λαίμαργα τ᾿ ἀνθρώπινα κοπάδια
ποὺ μ᾿ ἕναν Ξέρξη βασιλιᾶ ἐχύθηκαν νὰ φᾶνε
τ᾿ ἀστάλωτο τὸ λούλουδο· τ᾿ ἀκολουθοῦσε νύχτα,
ὕπνος, νεκρίλα, σίδερα – κ᾿ ἐγλίτωσε τὸν κόσμο.

Τοῦ ῾πε πὼς ἐξεφύτρωσαν ἀδελφικὲς ἀμάχες
ποὺ ἐφτεῖραν σάρκα καὶ ψυχὴ καὶ πῶς ἐμπῆκε σφῆνα
στοῦ δέντρου τὴν πεντάνοιχτη τὴ χαραμάδα ὁ Ξένος
κι ἄνοιξε ἀγιάτρευτη τομὴ γιὰ νὰ μπορεῖ καθένας
νὰ μπήγει τὸ πελέκι του καὶ νὰ χωρίζει σχίζες.

Τὄδειξ᾿ ἐκεῖ παράμερά τη Σάλτενη, τὸν Κόρφο,
καὶ τοῦ ῾πε πῶς ἐσμίξανε καὶ πῶς κριαρωθήκαν,
μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ στένωμα, γιὰ τὴ σκλαβιὰ τοῦ κόσμου,
δυὸ πολεμάρχοι φοβεροί· καὶ πῶς ὁ νικημένος,
ἀπὸ δυὸ λάμψες πὄβλεπε ν᾿ ἀστράφτουν ἐμπροστά του –
τῆς Κλεοπάτρας τὴ ματιὰ κ᾿ ἕνα μεγάλο θρόνο -,
ἐδιάλεξε τὴν ὀμορφιὰ κ᾿ ἐσβήστηκε μαζί της.
Καὶ τοῦ ῾πε πῶς ὁ νικητὴς γιὰ νὰ φυλάξει πάντα
τὴ δόξα του ὁλοζώντανη καὶ τὴ χρυσή του μοῖρα,
ἐξεθεμέλιωσε σκληρὰ χῶρες, χωριὰ καὶ τάφους,
κ᾿ ἔχτισε τὴ Νικόπολη, κουφάρι μὲ κουφάρια,
σύντριμμα μὲ συντρίμματα, κ᾿ ἦταν σεισμὸς ὁ χτίστης.

Ἀπὸ τὰ τότ᾿ ἐσκέπασε κάμπους, βουνὰ καὶ κῦμα,
θολούρα μαύρη καὶ πυκνὴ γιὰ τετρακόσους χρόνους.
Σαπίλα κι ἀποκάρωμα. Κανένας ἄλλος χτύπος
τὸν ὕπνο δὲν ἐδιάκοψε στ᾿ ἀπέραντο τὸ μνῆμα,
παρὰ ροχάλιασμα βαθύ, καὶ τ᾿ ἄσπλαγχνό του χρόνου
τὸ δαγκανάρι π᾿ ἄλεθε τὴ νεκρωμένη πλάση
κ᾿ ἑτοίμαζε ἄλλο ζύμωμα μὲ τὴν παλιά τη στάχτη.

Τοῦ ῾πε πὼς ἕνας βασιλιάς, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος,
τὴ πρώτη μέρα πὄδραξε στὰ χέρια τὴν κορώνα,
ἐξάνοιξ᾿ ὅτι ἐπάνω της, πηχτὴ πηχτὴ σὰν αἷμα,
τὴν ἐσκοτίδιαζε ἡ σκουριὰ καὶ θὰ τὴν ἔτρωγε ὅλη
ἂν δὲν τῆς ἔδιδε βαφὴ καὶ βάφτισμα καὶ χρῖσμα
τὴ λάμψη τῆς Ἀνατολῆς, τὸ φῶς τοῦ Σταυρωμένου
καὶ τοῦ Βοσπόρου τὰ νερά. Καὶ πάραυτα φυτρώνει,
στὸ πρόσταγμα τοῦ γίγαντα, μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ κύματά μας,
τὸ Κράτος τὸ Βυζαντινὸ πὄζησε χίλια χρόνια,
χωρὶς ἕνα ξανάσασμα, ξεσπαθωμένο πάντα
γιὰ νὰ κρατεῖ τὴν ἄβυσσο ποὺ μούγκριζε νὰ πνίξει
τὴν Δύση τὴν ἀχάριστη. Κι ὡστόσο, μίαν αὐγή,
Φράγκοι φονιάδες χριστιανοί, μὲ προδοσιά, μ᾿ ἀπάτη,
τοῦ φόρεσαν τὰ σίδερα, τοῦ σάλεψαν τὴ ρίζα,
καὶ τὸ κατάκοψαν σκληρὰ σ᾿ ἀμέτρητες λουρίδες.

Ὕστερα πάλε ἀνάζησε, κ᾿ ἔρευε λίγο λίγο
σὰν πλάτανος ποὺ πάλιωσε καὶ βλέπει κάθε μέρα
κατάξεροι νὰ πέφτουνε οἱ κλῶνοι του ἕνας ἕνας
μὲ κάθε βαρυχειμωνιά, καὶ ποὺ δὲ συγκρατιέται,
γιατ᾿ ἔχει κούφια τὴν καρδιά, παρὰ μὲ λίγη φλοῦδα.

Τὰ γνώριζ᾿ ὅλα ὁ Φωτεινὸς κι ὅταν ἐκεῖθ᾿ ἐπάνου
ὁλόγυρά του ἐκοίταζε κ᾿ ἔβλεπ᾿ αὐτοὺς τοὺς τάφους,
ὅλον αὐτὸν τὸν ξεπεσμό, ὅλην αὐτὴν τὴν νέκρα,
ἔμενε σὰν παράλυτος· καὶ γιὰ νὰ διώξει, ὁ μαῦρος,
τὴν καταχνιὰ ποὺ ἐπλάκωνε τὴν ἄκακη ψυχή του,
ἔφευγε τὸν ἀπέραντο, τὸν πεθαμένον κόσμο,
κ᾿ ἐγύρευε παρηγοριὰ στὰ κατορθώματά του
πού ῾ταν ἀκόμα ζωντανά, κ᾿ ἐστύλωνε τὸ μάτι
μ᾿ ἀνέκφραστη, κρυφὴ χαρὰ στοῦ Καλαβροῦ τὰ πλάγια,
στὴ λαγκαδιὰ τῆς Μέλισσας, στὲς Σπαθαριές, στὸν Κάπρο,
στὰ χίλια τὰ λημέρια του, καὶ τότε, ἀναπαμένος,
ἔριχνε λίγο κρίθινο ψωμὶ μὲς στὸ σακούλι,
ἔβαν᾿ ἐμπρὸς τὰ βόιδια του κ᾿ ἔτρεχε στὸ χωράφι.

Μέσα δὲν εἶχε χώρισμα ὁ φτωχικὸς ὁ πύργος
κι ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη εἶν᾿ ἀνοιχτός. Ὁλόγυρα στὸν τοῖχο
κρέμονται τὰ δοξάρια του, μὲ τὸ σπαθὶ μία ζώστρα,
ἕνα πελέκι σκαλιστὸ σιδεροστειλιασμένο,
τ᾿ ἀκοίμητο καντήλι του ἐμπρὸς σὲ μίαν εἰκόνα,
πὄδειχνε τὴν Ἀνάσταση, κ᾿ ἔφερνε κρεμασμένη,
σὰν τάμα, σὰν προσκύνημα, τὴ φοβερὴ σφεντόνα.
Καὶ σκορπισμένα ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ χίλιων λογιῶν συγύρια:
ἀρήλογος, πινακωτὴ καὶ πλάστης καὶ δρυμόνι·
ἡ ἀνέμη μὲ τὰ γνέματα, τὸ τυλιγάδι, ἡ δρούγα,
ὁ οἶκος μὲ τὰ μάλλινα τὰ παρδαλὰ διπλάρια·
καὶ μία κρεμάθα μὲ πυτιὲς σιμὰ στὸν καπνοδόχο,
κι ὁ λυχνοστάτης στὴ γωνιά, κ᾿ ἕνας ἀλατολόγος,
καὶ τοῦ φτωχοῦ τὸ χάλκωμα, καὶ λιναροσκουλίδες,
καὶ τοῦ γιωργοῦ τὰ σύνεργα: βουκέντρες, καρπολόγοι,
καὶ δικριάνια ἕνα σωρό, καὶ δέμα μ᾿ ἀντιράβδια –
καὶ δυὸ κουλούφια ἀτάραγα μὲ γέννημα, ποὺ οἱ φίλοι,
μαζὶ μὲ δυὸ καματερά, στὸ ζευγολάτη ἐστεῖλαν
ὅταν ἔμαθαν τὸ κακὸ ποὺ ἀνέλπιστα τὸν ηὖρε.
Καί, πάνω στὰ καταχυτά, φωλιὲς χιλιδονίσες
ποὺ δὲν ἐπείραζε κανείς, κ᾿ ἐφέρναν κάθε χρόνο
μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν κιβωτὸ χαρά, ζωή, κ᾿ ἐλπίδες.