ις΄. «Ἔβλεπα τόν Παράδεισο πνευματικά»
Tόν θέλω τόν Παράδεισο, αὐτός εἶναι ὁ προορισμός μου, νά βρῶ μιά ἀκρίτσα νά ἀναπαύωμαι, νά μήν βασανίζωμαι σέ ᾽κεῖνο τό αἰώνιο πῦρ τῆς κολάσεως καί τίποτε ἄλλο δέν θέλω.
»Διάβασα λίγο (κάποτε), προσευχήθηκα καί πλά- γιασα, δέν κοιμήθηκα. Καί μετά ἄρχισα νά βλέπω αὐτά. Ἄρχισε ἡ ψυχή μου νά ἀνεβαίνη στά οὐράνια νοερῶς καί ἔβλεπε τόν Παράδεισο πνευματικά. Ξαφνικά βλέπω, ὄχι φαντάσματα καί τέτοια δαιμονικά, βλέπω ὅτι βρίσκομαι κάπου. Καί βλέπω ἕναν γέρο ὅπου τόν ᾽λέγαν Ἠλία, μέ μιά μηλωτή καί βά-διζα σ᾽ ἕναν φαρδύ δρόμο, πού ἦταν ἕνας δρόμος ὅλο βιολέττες κάθε λογῆς καί γαρύφαλλα σπαρτά σάν τό στάρι. Καί λέω:
— Πάτερ, πῶς νά περάσωμε ὅλα αὐτά τά λουλού- δια; θά τά πατήσωμε.
— Ὄχι, πάτερ μου, λέει, αὐτός εἶναι ὁ δρόμος μας, περᾶστε πάτερ μου, περᾶστε. Δέν παθαίνουν τίποτα τά λουλούδια αὐτά.
»Καί ὅπως γύρισα τό μάτι μου δεξιά–ἀριστερά γιά νά μήν πατήσω τά λουλούδια, βλέπω κάτι σπιτάκια λευκά μέ ὡραῖα ἄνθη.
— Ἄραγε αὐτές οἱ κατοικίες, ἀνθρώπους δέν ἔχουν; τόν ἐρώτησα.
— Ἄχ! πάτερ μου, λέει, αὐτά εἶναι τῶν ἀνθρώπων. Αὐτοί τά ἑτοιμάζουν ἀπ᾽ τή γῆ, ἀπ᾽ τόν κόσμο.
»Βλέπω ἕνα φαρδύ χωματένιο δρόμο καί τοῦ λέω:
— Καλά, πάτερ μου, ὅταν περνοῦν τά αὐτοκίνητα δέν θά τά χαλάσουν τά λουλούδια;
— Δέν περνοῦν, πάτερ μου, ἀπ᾽ ἐδῶ οὔτε αὐτοκίνητα, οὔτε (ἄλλοι) ἄνθρωποι περνοῦν μόνο ἐκεῖνοι πού ἔχει ὁ Θεός διαλέξει νά περνοῦν αὐτόν τόν δρόμο.
»Ἐκεῖνα τά ἄνθη δέν θά τά ξεχάσω ποτέ μου, γιατί ἀπό τό βράδυ σκεφτόμουν καί ἔλεγα “πῶς θά εἶναι ἄραγε ἐκεῖνος ὁ κόσμος ἐκεῖ πάνω;”. Ἡ χά-ρις τοῦ Θεοῦ μᾶς φωτίζει καί βλέπομε, ὄχι φαντάσματα καί δαιμονικά πράγματα ἀλλά, μέ συγχωρεῖτε, “ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρὸς μου μοναὶ πολλαὶ εἰσι”. Καί κάθε ἄνθρωπος ἑτοιμάζει κατά τά ἔργα του ἐκεῖ πάνω».
ιζ΄. Συμβουλές τοῦ Ἐπισκόπου
ταν μέ χειροτόνησε ὁ Δεσπότης Χαλκίδος ἱερέα τό 1952, μοῦ εἶπε· ”παιδί μου, εἶσαι ἕνας ἁπλοϊκός ἀνθρωπᾶκος, ἀλλά νά προσέχης ἐκεῖ πάνω στό Μοναστήρι πού θά εἶσαι, νά προσέχης πάρα πολύ, διότι ἐμεῖς τούς πειρασμούς τούς ἔχομε στήν ἀγκαλιά μας. Ὅπου νά κοιτάξωμε, βλέπομε πειρασμούς καί φυλαγόμεθα. Ἀλλά ἐσύ, παιδί μου, ἐκεῖ πάνω πού θά εἶσαι στήν ἔρημο –τότε ἦταν μονοπάτι, γιά νά ᾽ρθῆ κανείς ἔπρεπε μέ τά πόδια νά ἔρθη– ἐκεῖ πού θά εἶσαι ἐσύ, παιδί μου, οἱ πειρασμοί θά εἶναι ἀραιοί, ἀλλά πολύ δυνατοί”».
ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ από το Βιβλίο “Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ–ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ–ΜΑΡΤΥΡΙΕ
ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ – ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ «ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ» σελ. 33-34
Δείτε ΕΔΩ τις σχετικές με το βιβλίο αναρτήσεις