Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης – Διηγήσεις

ις΄. «Ἔβλεπα τόν Παράδεισο πνευματικά»

Tόν θέ­λω τόν Πα­ρά­δει­σο, αὐ­τός εἶ­ναι ὁ προ­ο­ρι­σμός μου, νά βρῶ μιά ἀ­κρί­τσα νά ἀ­ναπαύω­­μαι, νά μήν βα­σα­νί­ζω­μαι σέ ᾽κεῖ­νο τό αἰ­ώ­νιο πῦρ τῆς κο­λά­σε­ως καί τί­πο­τε ἄλ­λο δέν θέ­λω.

»Δι­ά­βα­σα λί­γο (κά­πο­τε), προ­σευ­χή­θη­κα καί πλά- για­σα, δέν κοι­μή­θη­κα. Καί με­τά ἄρ­χι­σα νά βλέ­πω αὐ­τά. Ἄρ­χι­σε ἡ ψυ­χή μου νά ἀ­νε­βαί­νη στά οὐ­ρά­νια νο­ε­ρῶς καί ἔ­βλε­πε τόν Πα­ρά­δει­σο πνευ­μα­τι­κά. Ξαφ­νι­κά βλέ­πω, ὄ­χι φαν­τά­σμα­τα καί τέ­τοι­α δαι­μο­νι­κά, βλέ­πω ὅ­τι βρί­σκο­μαι κά­που. Καί βλέ­πω ἕ­ναν γέ­ρο ὅ­που τόν ᾽λέ­γαν Ἠ­λί­α, μέ μιά μη­λω­τή καί βά-­δι­ζα σ᾽ ἕ­ναν φαρ­δύ δρό­μο, πού ἦ­ταν ἕ­νας δρό­μος ὅ­λο βι­ο­λέτ­τες κά­θε λο­γῆς καί γα­ρύ­φαλ­λα σπαρ­τά σάν τό στά­ρι. Καί λέ­ω:

— Πά­τερ, πῶς νά πε­ρά­σω­με ὅ­λα αὐ­τά τά λουλού- δια; θά τά πα­τή­σω­με.

— Ὄ­χι, πά­τερ μου, λέ­ει, αὐ­τός εἶ­ναι ὁ δρό­μος μας, πε­ρᾶ­στε πά­τερ μου, πε­ρᾶ­στε. Δέν πα­θαί­νουν τί­πο­τα τά λου­λού­δια αὐ­τά.

»Καί ὅ­πως γύ­ρι­σα τό μά­τι μου δε­ξιά–ἀ­ρι­στε­ρά γιά νά μήν πα­τή­σω τά λου­λού­δια, βλέ­πω κά­τι σπι­τά­κια λευ­κά μέ ὡ­ραῖα ἄν­θη.

— Ἄ­ρα­γε αὐ­τές οἱ κα­τοι­κί­ες, ἀν­θρώ­πους δέν ἔ­χουν; τόν ἐρώτησα.

— Ἄχ! πά­τερ μου, λέ­ει, αὐ­τά εἶ­ναι τῶν ἀν­θρώπων. Αὐ­τοί τά ἑ­τοι­μά­ζουν ἀπ᾽ τή γῆ, ἀπ᾽ τόν κό­σμο.

»Βλέ­πω ἕ­να φαρ­δύ χω­μα­τέ­νιο δρό­μο καί τοῦ λέ­ω:

— Κα­λά, πά­τερ μου, ὅ­ταν περ­νοῦν τά αὐ­το­κί­νη­τα δέν θά τά χα­λά­σουν τά λου­λού­δια;

— Δέν περ­νοῦν, πά­τερ μου, ἀπ᾽ ἐ­δῶ οὔ­τε αὐ­το­κί­νη­τα, οὔ­τε (ἄλλοι) ἄν­θρω­ποι περ­νοῦν μό­νο ἐ­κεῖ­νοι πού ἔ­χει ὁ Θε­ός δι­α­λέ­ξει νά περ­νοῦν αὐ­τόν τόν δρό­μο.

»Ἐ­κεῖ­να τά ἄν­θη δέν θά τά ξε­χά­σω πο­τέ μου, για­τί ἀ­πό τό βρά­δυ σκε­φτό­μουν καί ἔ­λε­γα “πῶς θά εἶ­ναι ἄ­ρα­γε ἐ­κεῖ­νος ὁ κό­σμος ἐ­κεῖ πά­νω;”. Ἡ χά-ρις τοῦ Θε­οῦ μᾶς φω­τί­ζει καί βλέ­πο­με, ὄ­χι φαν­τά­σμα­τα καί δαι­μο­νι­κά πράγ­μα­τα ἀλ­λά, μέ συγ­χω­ρεῖ­τε, “ἐν τῇ οἰ­κί­ᾳ τοῦ πα­τρὸς μου μο­ναὶ πολ­λαὶ εἰ­σι”. Καί κά­θε ἄν­θρω­πος ἑ­τοι­μά­ζει κα­τά τά ἔρ­γα του ἐ­κεῖ πάνω».

ιζ΄. Συμβουλές τοῦ Ἐπισκόπου

ταν μέ χει­ρο­τό­νη­σε ὁ Δε­σπό­της Χαλ­κί­δος ἱ­ε­ρέ­α τό 1952, μοῦ εἶ­πε· ”παι­δί μου, εἶ­σαι ἕ­νας ἁ­πλο­ϊ­κός ἀν­θρω­πᾶ­κος, ἀλ­λά νά προ­σέ­χης ἐ­κεῖ πά­νω στό Μο­να­στή­ρι πού θά εἶ­σαι, νά προ­σέ­χης πά­ρα πο­λύ, δι­ό­τι ἐ­μεῖς τούς πει­ρα­σμούς τούς ἔ­χο­με στήν ἀγ­κα­λιά μας. Ὅ­που νά κοι­τά­ξω­με, βλέ­πο­με πει­ρα­σμούς καί φυ­λα­γό­με­θα. Ἀλ­λά ἐ­σύ, παι­δί μου, ἐ­κεῖ πά­νω πού θά εἶ­σαι στήν ἔ­ρη­μο –τό­τε ἦ­ταν μο­νο­πά­τι, γι­ά νά ᾽ρ­θῆ κα­νείς ἔ­πρε­πε μέ τά πό­δια νά ἔρ­θη– ἐ­κεῖ πού θά εἶ­σαι ἐ­σύ, παι­δί μου, οἱ πει­ρα­σμοί θά εἶ­ναι ἀ­ραι­οί, ἀλ­λά πο­λύ δυ­να­τοί”».

ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ από το Βιβλίο “Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ   ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ–ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ–ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ” της σειράς ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΒΙΩΜΑ  4

ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ – ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ «ΕΝΩΜΕΝΗ  ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ» σελ. 33-34

Δείτε ΕΔΩ τις σχετικές με το βιβλίο αναρτήσεις