ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΟΥΤΕ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΟΥΤΕ Ο ΜΟΝΟΣ Κων. Γανωτής

Κων. Γανωτής

Ὁ σημερινός  νέος, πού βγαίνει μέ τίς φρέσκιες δυνάμεις γεμάτος ὁρμή στή ζωή, γιά νά τή δοκιμάσει καί νά τήν «κατακτήσει» καλό εἶναι νά ξέρει (καί νά τό αἰσθάνεται) ὅτι δέν εἶναι ὁ μόνος οὔτε ὁ πρῶτος, στή μακραίωνη ἱστορία τοῦ κόσμου, πού βλέπει ἔτσι τή ζωή καί μ’ αὐτά τά αἰσθήματα.

Ἔτσι  ἄρχισε ἡ ζωή ἀπό τήν ἀρχή τοῦ  κόσμου καί μέσα στά πλαίσια τῆς  ἱστορίας τοῦ κάθε ἔθνους παίχτηκαν  οἱ παραλλαγές τῆς ἴδιας ἱστορίας. Μέ τί ἐνθουσιασμό ἔκοβαν οἱ Πρωτόπλαστοι τόν ἀπαγορευμένο καρπό καί τόν ἔτρωγαν, γιά νά γίνουν «θεοί» κατά τή συμβουλή τοῦ ὄφεως! Καί πόσο ὀδυνηρά σέ λίγο ἔνιωσαν τό «ἔμπικρον» τῆς γνώσης του, τήν ἀβάσταχτη ὀρφάνια τῆς ἐξορίας, τόν πόνο, τόν μόχθο καί τόν φόβο μέσα στήν ἐρημιά τοῦ κόσμου!

  

Τήν ἐλπίδα τῆς ἀποκατάστασης τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς δημιουργίας τή φύτεψε ὁ ἴδιος ὁ δημιουργός στίς καρδιές τῶν Πρωτοπλάστων κατά τήν ὥρα τῆς ἔξωσης. Καί μαζί μέ τή βεβαίωση ὅτι ἡ Εὔα θά συντρίψει τήν κεφαλή τοῦ ὄφεως, πού τήν ἀπάτησε, ἔδωσε στούς ἀνθρώπους τή δυνατότητα νά ζοῦν μέσα στόν ἀφιλόξενο κόσμο κάτω ἀπό τήν ἐξουσία ἀμείλικτων νόμων τῆς φύσης καί μέ τή λογική, τή φυσική δύναμη καί ὅλα αὐτά, πού σήμερα βοηθοῦν στήν ἐπιβίωση. Τούς ἔντυσε μέ «δερμάτινους χιτῶνες», μᾶς λέει ἡ Γραφή. Καί μέσα στή θλίψη καί στήν ταλαιπωρία μιᾶς σύντομης ἐπιβίωσης μέχρι τό βέβαιο θάνατο οἱ ἄνθρωποι διέσωσαν καί τή μνήμη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας τους.

Ἔτσι  οἱ εὐχάριστες καί ἡδονικές περιστάσεις ἔφερναν στούς ἀνθρώπους τήν αὐτοπεποίθηση καί τήν ἄγρια χαρά, πού ἔνιωσαν, ὅταν ἔτρωγαν τόν ἀπαγορευμένο καρπό. Κί ἐλαττωνόταν ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ὕστερα ὅμως μέ τούς πόνους τῆς ζωῆς καί μέ τήν πικρή γεύση τοῦ θανάτου ἐρχόταν ἡ ταπείνωση, ἡ συντριβή καί οἱ ἄνθρωποι θυμοῦνταν πώς εἶχαν κάποτε ἕνα πατέρα γιά νά τούς κανακεύει. Καί ἡ προσωρινή παρηγοριά συντηροῦσε τήν ἀντοχή νά συνεχίσουν οἱ ἄνθρωποι τή ζωή τους ὥς τόν θάνατο.

Δέν ἀποτελεῖ ἔκπληξη ἡ διαπίστωση ὅτι ἔτσι συμβαίνει καί σήμερα καί πάντα σέ τοῦτο τόν κόσμο. Καί ὁ νέος μέ τήν αἰσιόδοξη ὁρμή του μπάινει ἀνυποψίαστος σ’ αὐτό τό στάδιο – παγίδα μέ ὅπλο τή βλακεία. Γιατί βλακεία, ἑκούσια μάλιστα, εἶναι ἡ «λήθη» τοῦ πιό αὐτονόητου, ὅτι δηλαδή ἡ πτώση μας εἶναι βεβαία καί ὁ θάνατος ἀναπόφευκτος.

Γενικά  ὁ παγκόσμιος πολιτισμός εἶναι μιά  ἐπιχείρηση ἐπινοήσεων γιά τήν ἐπιβίωση καί συγχρόνως μιά ἀπώθηση τῆς μνήμης τῆς ἀρχῆς καί τοῦ τέλους τῆς ζωῆς. Ὅταν ἡ Εὔα ἐγγέννησε τό πρῶτο της παιδί ἔκραξε «ἐκτησάμην ἄνθρωπον παρά τοῦ Θεοῦ». Μέσα στούς αἰῶνες ὅμως πού ἀκολούθησαν ξέχασαν οἱ ἄνθρωποι αὐτό τό «πάρα τοῦ Θεοῦ» καί παραδόθηκαν  στή διαδικασία (κί ὄχι στήν αἰτία) καί ἡ διαδικασία ἦταν ἡ βιολογία. Κί ὅταν τό παιδί σοῦ τό δίνει ἡ βιολογία, δέν ἔχει τήν ἱερότητα τοῦ θείου δώρου κί ἔτσι διευκολύνθηκαν οἱ ἀνθρωποκτονίες. Γιατί ὅπως «μᾶς δίνει» τά παιδιά ἡ βιολογία, ἔτσι μᾶς δίνει καί τά ζῶα καί τά φυτά. Τώρα δηλαδή οἱ ἄνθρωποι ἐλάτρεψαν «τήν κτίσιν παρά τόν κτίσαντα».

Ἔτσι  ὁ σημερινός νέος μέ τήν κοσμική φιλοσοφία λατρεύει τό κορμί του, τά βιολογικά του προσόντα, τήν ψυχολογία του καί τίς εὐκαιρίες ἡδονῶν, πού τοῦ δίνει αὐτή ἡ ζωή. Καί ἡ λήθη τῆς ἀρχῆς τῆς ζωῆς κατορθώνεται εὐκολότερα μέ τό σκάρωμα τῶν ἐπιστημονικῶν θεωριῶν τῆς ἀπρόσωπης τυχαιότητας. Ἡ γρήγορη παρακμή ὅμως τῆς ζωῆς καί ὁ θάνατος, πρόωρος καί τελικός, δέν «ἐξηγοῦνται» στίς ψυχές, ὅσο κί ἄν ἐπινοοῦνται ἠρεμιστικές ψυχολογίες γι’ αὐτά.

Νά  ποῦ βρισκει τήν ψυχολογική ἐξήγηση  ἡ κατάχρηση τοῦ κόσμου, ἡ ἔνταση τῆς δράσης, ἡ ἐγκληματικῆ ὑστερία, πού κυριεύει ἰδιαίτερα τούς νέους, πού βλέπουν –πῶς νά μή βλέπουν – ὅτι ὅλα τά κοσμικά τους ὄνειρα τρεμοσβήνουν, καί στήν καλύτερη περίπτωση, τούς περιμένουν τά τρεμάμενα γηρατιά, γιά νά λένε μαζί μέ τόν ψαλμωδό «ἐπῆλθεν ἐφ’ ἡμᾶς προνότης καί παιδευσόμεθα».

Ἡ ἀληθινή  εἰκόνα τῆς ζωῆς πολιορκεῖ τή σκέψη  μας καί τήν ψυχή μας, ἐλέγχει  τή συνείδηση, ταΐζει μέ ἄφθονη κατάθλιψη  τήν καρδιά μας, μᾶς προσκαλεῖ  σπαρακτικά στή μετάνοια. Γιά νά σβήσουμε ὅπως ἐλπίζουμε τίς πονετικές αὐτές παρακλήσεις, ἐπινοήσαμε τά ἄφθονα καί πολυποίκιλα «παραισθησιογόνα»· στολίδια, θορύβους, παυσίπονα, ναρκωτικά, ἀκόμα καί τό σκληρό ὕφος, τόν χλευασμό, τήν ἐκκεντρικότητα, τή φιλοσοφία καί ἰδιαίτερα τήν ψυχολογία.
Ἡ Ἐκκλησία πού ἀνέλαβε τή σωτηρία τοῦ  κόσμου ἔχει τήν ἀλάνθαστη παιδαγωγική της. Θυμίζει στόν ἄνθρωπο, τήν ἀρχή του, τή «Γένεση», τοῦ ζωγραφίζει τά ἔσχατα, δηλαδή τό τέλος τῆς Ἱστορίας καί τά μετά τό τέλος. Πολλοί βέβαια τά διαψεύδουν αὐτά στ’ ὄνομα τῆς ἐπιστήμης ἤ τοῦ μηδενισμοῦ. Τό γεγονός ὅμως ὅτι ἡ ἐπιστήμη (καί ὁ μηδενισμός βέβαια) δέν τούς ἀναπαύει καί ὅτι δέν μποροῦν νά ζήσουν μιά τέτοια ζωή χωρίς παραισθησιογόνα ἀρκεῖ, γιά νά προβληματίσει τουλάχιστον.

Ὅσο ὅμως καί ἄν στενεύεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν πραγματικότητα κί ἀπό τά συναισθήματά του, γιά νά μπεῖ μέσα στήν παιδαγωγία τῆς Ἐκκλησίας καί νά σωθεῖ, ἡ ἀπόφαση δέν ἔρχεται ὡς ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν τῶν πιέσεων. Ἡ ἀπόφαση νά ἀγαπήσει κανείς τόν Θεό ἔρχεται στήν καρδιά του ἐρωτικά. Γιατί δέν σχετίζεται κανείς μέ μιά κατάσταση, μέ μιά ἰδεολογία, μέ μιά «λύση» σχετίζεται μέ Πρόσωπο καί ἡ σχέση μέ τά πρόσωπα εἶναι ἐρωτική. Ἄν δέν ἀγαπήσομε, δέν γνωρίζουμε, δέν βλέπουμε τίποτα.

Ἐμεῖς κάνουμε ἕναν ἠρωικόν  ἀγώνα νά μήν  ψευδόμαστε, νά μήν  κρυβόμαστε, ν’ ἀφήνομε  τον  ἥλιο τῆς  Ἀλήθειας νά χαϊδέψει τό πρόσωπό μας. Και  θά τό χαϊδέψει σίγουρα, ὅταν  το  βρεῖ ξαρμάτωτο. Αὐτό ἔχει ἀποδείξει ἡ Ἱστορία. Οἱ μάρτυρες μέ τήν εἰρήνη στήν καρδιά τους, ὡς ταπεινοί χριστιανοί μέ τό ἱλαρό πρόσωπο μαρτυροῦν αὐτά καί ἐμεῖς οἱ  ἄλλοι  ἀπ’ αὐτούς παίρνομε  τή πρώτη σπίθα τοῦ μεγάλου ἔρωτα.

Ἔτσι, νέε  μου,  μπορεῖς  νά βγεῖς  στή  ζωή «σιγανά  καί  ταπεινά» φορτωμένος μέ τή μνήμη τῆς Γένεσης καί τήν πληροφόρηση τῶν ἐσχάτων. Νά μάθεις λ.χ. ὅτι ὁλόκληρο τόν Παράδεισο μπορεῖς νά τόν γευτεῖς  ἀνένοχα καί ἀκατάκριτα μέ τήν εὐλογία τοῦ Δημιουργοῦ του. Τόσο ἀπαραίτητη τάχα εἶναι ἡ ἁμαρτία; Γύρω σου βλέπεις πολλούς νά «ἀπολαμβάνουν» ὄχι τά  ἴδια τά  ἀγαθά τοῦ Παραδείσου, ἀλλά  τή γεύση τῆς  ἁμαρτωλῆς τους χρήσης. Το  διαπιστώνεις καί ὁ ἴδιος ὅτι ἡ παράχρηση  τῶν  δωρεῶν  τοῦ  Θεοῦ φέρνει μιά  πικρή γεύση και  τελικά την  κατάθλιψη.

Τόσο  μεγάλα καί κρίσιμα μυστήρια ἐνεργοῦνται μέσα μας καί γύρω μας κί ἐμεῖς, ἀλήθεια, δικαιούμαστε νά τά περιφρονοῦμε καί νά τά παρατρέχουμε;