Του Γέροντος Δωροθέου,
Μελέτη στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα
Ὁ Κύριος ζήτησε ἀπό τόν δαιμονισμένο τῆς χώρας τῶν Γαδαρηνῶν νά τοῦ πεῖ τό ὄνομά του. Ἀντί γι αὐτό τοῦ ἀπάντησαν οἱ δαίμονες. Ὁ δυστυχισμένος αὐτός εἶχε χάσει ἀκόμη καί τό ὄνομα-ταυτότητά του, ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτωλότητας αὐτοῦ καί τῶν συντοπιτῶν του.
Τό ὄνομα καθενός τόν χαρακτηρίζει. Γιαυτό οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί λαμβάνουν τό ὄνομά τους μέ τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, βαπτιζόμενοι στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στόν Χριστό ὁ Θεός, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, «ἐχαρίσατο αὐτῶ ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῶ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψη ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων»(Φιλιπ.2, 10) . Ἐπίσης, οἱ Ἀπόστολοι ὅταν ἔλαβαν χάρη κατά τῶν δαιμονίων, ἀνέφεραν στόν Ἰησοῦ ὅτι «ἐν τῶ ὀνόματί σου ἐκβαλοῦμε τά δαιμόνια». Ὅλα τά μυστήρια καί κάθε προσευχή ἀρχίζουν «στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἐμεῖς, στήν Κυριακή Προσευχή, ἀναφέρουμε «ἁγιασθήτω τό Ὄνομά σου».
Ὅταν ὁ Μωϋσῆς ρώτησε τόν Θεό ποιό εἶναι τό ὄνομά του, ὁ Θεός ἀπάντησε «ἐγώ εἰμί ὁ ὤν» ,δηλαδή ὁ ὑπάρχων, ὁ αὐθύπαρκτος, ὁ «ἔχων ζωήν ἐν ἑαυτῶ». Ἐπρόκειτο γιά μιά προσωπικη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Θεός ἀπεκάλυπτε τόν ἑαυτό του στους Προφῆτες διά τῶν ὀνομάτων. Κάθε ὄνομα ἦταν ἀποκάλυψη μιᾶς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Τά ὀνόματα τοῦ Θεοῦ ἀντανακλοῦν στίς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, ὁ Θεός εἶναι ταυτόχρονα ὑπερώνυμος, ἀνώνυμος καί πολυώνυμος. Κατά ἕνα σύγχρονο θεολόγο ὁ ἀπρόσιτος Θεός γίνεται προσιτός μέ τίς ἐνέργειές του, ἑνώνει τό κτιστό καί τό ἄκτιστο καί μᾶς δίνει ὁ ἴδιος τήν εὐχέρεια τῆς ὀνοματοδοσίας. Ὠστόσο τά ὀνόματα δέν περιγράφουν τήν θεία οὐσία οὔτε διεισδύουν σ’αὐτήν. Ἡ θεία οὐσία εἶναι ἀκανόμαστη. Ἀκόμα καί ἡ λέξη «Θεός» δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὄνομα ἀλλά προσωνυμία.
Ο Θεός ἔδωσε στόν Ἀδάμ τήν δυνατότητα νά δώσει ὄνομα στά κτίσματα «καί πᾶν ὅ ἐκάλεσεν Ἀδάμ ψυχήν ζῶσαν, τοῦτο ὄνομα αὐτοῦ»( Γεν. 2, 19). Αὐτό ἀντανακλᾶ στήν ἐξουσία πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος, σάν κορωνίδα τῆς δημιουργίας, ἐπάνω στήν γῆ γιατί ὁ ὀνοματοδότης ἔχει ἐξουσία ἐπί τοῦ ὀνοματιζομένου. Στήν περίπτωση τοῦ δαιμονισμένου οἱ δαίμονες ἀπήντησαν «λεγεών». Τά πονηρά πνεύματα ἐξαφανίζουν τόν ἄνθρωπο ὅταν τόν καταλάβουν καί ὁμιλοῦν ἐκ μέρους του. Ὁ διάβολος, ὡς ἀνθρωποκτόνος, μισεῖ τό κατ’εἰκόνα καί καθ’ὁμοίωση πλάσμα τοῦ Θεοῦ καί τείνει νά τό ἐξαφανίσει. Ὁ Θεός, ὅμως, σέβεται τήν ἀτομική ἰδιοσυγκρασία καθενός, τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου καί τά δωρήματά του καί ἀκόμη καί ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν καταλαμβάνει τόν ἄνθρωπο ἐξαφανίζοντάς τίς ἰδιαιτερότητές του, ἀλλά ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀναδυκνείει τόν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πολλές φορές δέν σεβόμαστε ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί ἐπιχειροῦμε νά τόν δυναστεύουμε, ὅμως ὁ Θεός εἶναι τόσο τρυφερός καί διακριτικός ἀπέναντί μας. Ὅλες οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτουν τό βάθος τῆς ἀγάπης του. Ἕτσι δίπλα στό παντοδύναμος καί πολυέλεος καί ἀληθινός ἄλλα ὀνόματα μποροῦν νά προστεθοῦν γιά τόν Θεό ὅπως τρυφερός, διακριτικός, μακρόθυμος. Ἡ ἰδέα ἑνός Θεοῦ τιμωροῦ προέρχεται ἀπό τήν δικανική ἀντίληψη τῶν δυτικῶν περί παράβασης-τιμωρίας. Οἱ Πατέρες δέν θεωροῦν τήν ἁμαρτία παράβαση ἀλλά ἀσθένεια καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεραπευτήριο ὅπου ἀποκαθίσταται, μέ βάσει τήν ὀρθόδοξη μεθοδολογία, ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς τοῦ πιστοῦ.
Ὁ Θεός ἐπιτρέπει στά πονηρά πνεύματα νά καταλάβουν ἕναν ἄνθρωπο προκειμένου νά σπεύσει νά βοηθηθεῖ ἀλλά καί νά σωφρονίζονται ἄλλοι πού δέν πιστεύουν. Ὁ δαιμονισμένος τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς διήγησης κατελήφθη ἀπό τά πονηρά πνεύματα ἐπειδή, κατά παράβαση τοῦ Νόμου, στήν περιοχή ἔτρωγαν καί ἐμπορεύονταν χοίρειο κρέας. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ Κύριος ὅταν τόν θεράπευσε τόν ἔστειλε στούς συντοπίτες του νά κηρύξει ὅσα ἔγιναν. Τό βάπτισμα εἶναι μία πανοπλία πού προστατεύει τόν Ὀρθόδοξο Χριστιανό ἀπό τήν ἐπήρεια τῶν δαιμόνων. Θά πρέπει νά ἀρνηθεῖ ὁ χριστιανός τό βάπτισμά του γιά νά τόν καταλάβουν τά πονηρά πνεύματα. Τότε ἀφαιρεῖται τό ἔνδυμα τῆς ψυχής, τό βάπτισμα, καί ὁ ἄνθρωπος ἐξέρχεται τόυ Οἴκου του, δηλαδη τῆς Ἐκκλησίας, γίνεται ἀντικοινωνικός καί ὁμοιώνεται μέ τούς νεκρούς. Ἡ βλασφημία τοῦ Θεοῦ, ὁ φόνος διά τῶν ἐκτρώσεων ἤ ἡ σχέση μέ μάγους καί ἀνθρώπους τοῦ σατανᾶ εἶναι ἀρνηση τοῦ Θεοῦ καί τότε ἡ διαρκής πολιορκία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά δαιμόνια πολλαπλασιάζεται καί ἡ ἀμυνά του ἐξασθενεῖ. Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, ἔχει τήν μέθοδο γιά τήν ἀποκατάσταση ἐφόσον ὑπάρχει ἀληθινή μετάνοια.
Ἡ ἁμαρτωλότητα σπρώχνει στήν ἐπήρεια τοῦ σατανᾶ καί ἀλλοιώνει τόν ἄνθρωπο. Κάθε ἁμαρτία εἶναι ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί ἀνοίγει τήν θύρα στούς ἀνθρωποκτόνους δαίμονες. Ἡ ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ, ἡ δύναμη τοῦ ὀνόματος Ἰησοῦς Χριστός, ἡ εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» σώζουν τόν ἄνθρωπο. Στήν ἐποχή μας ὅπου οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδύναμοι καί πέφτουν εὔκολα στήν ἁμαρτία, ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου διά τῆς εὐχῆς, εἶναι ὁμολογία καί παραδοχή τῆς ἀνεπάρκειάς μας, γιαυτό καί σώζει.
Ἀρχιμανδρίτου Δωροθέου Τζεβελέκα
”ΔΙΗΓΗΣΟΜΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΣΟΥ”
ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στά κυριακάτικα Εὐαγγέλια
Θεσσαλονίκη, 2015