«Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα…»

Ἀρχιμανδρίτου Δωροθέου Τζεβελέκα: ”ΔΙΗΓΗΣΟΜΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΣΟΥ”, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στά κυριακάτικα Εὐαγγέλια   

 ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ  
 (Ἁγίων Προπατόρων)  

Θά ἐξετάσουμε τήν σημερινή εὐαγγελικη διήγηση σάν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ στό δεῖπνο τῆς ἐρχομένης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός «πάντας θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν», δέν εἶναι πρωσοπολήπτης, οὔτε ὑπόκειται ὁ ἴδιος σέ κάποια ἀναγκαιότητα. Ὅλη ἡ Δημιουργία ἔγινε ἐξ ἀγάπης καί ὄχι ἐξ ἀνάγκης, ἀπό τό περίσσευμα τῆς θείας ἀγάπης.

Στόν ἄνθρωπο, πού σώζεται δωρεάν, ἀπομένει ἡ συνέργιά του, ἡ ἀποδοχή τῆς δωρεᾶς. Πολλές φορές οἱ ἄνθρωποι γιά λόγους πού θά ἐξηγήσουμε παρακάτω δροῦν ἐναντίον τοῦ συμφέροντος τῆς ψυχῆς των. 

Συνήθως οἱ σημερινοί ἄνθρωποι βάζουν σέ δεύτερη μοίρα τήν σχέση τους μέ τόν Θεό. Στόν κατάλογο προτεραιοτήτων ὁ Θεός ἔχει χαμηλή θέση. Προηγοῦνται ἡ μέριμνα γιά τά ὑλικά ἀγαθα, ἡ ἐργασία, τά ἀνθρώπινα πρόσωπα. Ἑάν προσέξει κανείς τό δωμάτιο ἕνός συγχρόνου ἐφήβου θά δεῖ ὅτι κυριαρχοῦν τά πόστερς μέ τά σύγχρονα εἴδωλα καί σέ κάποια γωνία ἴσως  ὑπάρχει κάποιο μικρό εἰκόνισμα. Αὐτό εἶναι ἀντανάκλαση τοῦ δωματίου τῆς ψυχῆς.  Ἡ μικρή θέση πού ἔχει ὁ Θεός στήν ψυχή ὁρισμένων ἀνθρώπων γίνεται ἀφορμή νά ἀρνηθοῦν τήν πρόσκλησή του νά μετάσχουν στήν βασιλέια του. 

Ἡ πρώτη κατηγορία ἀρνητῶν εἶναι οἱ ὑποταγμένοι στήν λατρεία τῶν κτισμάτων. Μέ τό προπατορικό ἁμάρτημα διεσπάσθη ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν κτίση. Ἀντί ὁ ἄνθρωπος νά ἀνάγεται στήν φυσική θεωρία καί νά διακρίνει στά κτίσματα τόν κτίστη, ἐθελοτυφλεῖ καί γίνεται δοῦλος τους. Ὁ ἄνθρωπος σάν κορωνίδα τῆς κτίσης, ἔχει ἐντολή νά κατακυριεύει τήν γῆ προκειμένου νά τραφεῖ ἤ νά δημιουργήσει πολιτισμό, ἐφ’ ὅσον ὁ Θεός θέλει τόν ἄνθρωπο συνδημιουργό. Ἀναγνωρίζει ὅλα τά ἀγαθά σάν προερχόμενα ἀπό τόν Θεό καί τοῦ τά ἀντιπροσφέρει στήν θεία Εὐχαριστία: «τά σά ἐκ τῶν σῶν σοί προσφέρομεν». Ὁ ὑλικός κόσμος δέν εἶναι περιφρονητέος ὅπως πολλοί αἱρετικοί  ἤ ἀκόμη μερικοί ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι ἐνόμιζαν. Ἐφόσον ὁ ὑλικός κόσμος καί τό σῶμα μας ἔγιναν ἀπό τόν Θεό ἔχουν τήν σημασία τους. Ἄλλωστε μέ ὑλικά μέσα, ἄρτο καί οἶνο, τελοῦμε τήν θεία Λειτουργία, μέ νερό γίνεται ὁ Μέγας Ἅγιασμός, μέ τό λάδι τό εὐχέλαιο. Ὅμως, δέν πρέπει ἡ μέριμνα τῶν ὑλικῶν («ἀγρόν ἠγόρασα») νά μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό καί τήν λατρεία, οὔτε νά λατρεύουμε τά ἔργα τῶν χεριῶν μας ὅπως γίνεται σήμερα ἀπό τούς φανατικούς τῶν τεχνολογικῶν μέσων.

Δεύτερη κατηγορία ἀρνητῶν εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού μέ τήν δικαιολογία τῆς ἐργασίας δέν προσέρχονται στήν λατρεία, θεωροῦν τόν Θεό δευτερεῦον καθῆκον: «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καί πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά». Εἶναι οἱ ὑποκείμενοι στήν δουλεία τῆς δουλιᾶς, αὐτοι πού δέν ἐργάζονται γιά νά ζοῦν ἀλλά ζοῦν γιά νά ἐργάζονται. Βρίσκουν στή ἐργασία δικαίωση. Ἐξορίζουν τόν Θεό ἀπό τήν ζωή τους, δέν ζοῦν εὐχαριστιακά. Δέν ἀναγνωρίζουν ὅτι «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς», οὔτε ἀκούουν τούς λόγους τοῦ Δαβίδ: «ἐπίρριψον ἐπι τόν Κύριο τήν μέριμνά σου καί αὐτός σέ διαθρέψει». Δέν ἀναγνωρίζουν ὅτι ὁ Θεός μᾶς φέρνει τό ψωμί στό τραπέζι καί προσποιοῦνται τούς πολυάσχολους προκειμένου νά ἀποκτήσουν κάποια ἀξία. Καί αὐτοί, ὅμως, μένουν ἐκτός τῆς βασιλείας ἐπειδή πιστεύουν στήν δική τους ἱκανότητα. Φτιάχνουν ἕνα κόσμο χωρίς Θεό γιά νά προσδώσουν σημασία στήν ὕπαρξή τους. Δέν ἀκοῦν τόν εὐαγγελικό λόγο: «καί τί ἔχεις πού δέν τό πῆρες ἀπό ἐμένα», δέν θεωροῦν εὐλογία τά χαρίσματά τους ἀλλά προσπαθοῦν νά τά χρησιμοποιήσουν γιά ἴδιο ὤφελος. Δέν βγαίνουν άπό τόν μικρόκοσμό τους, δέν μποροῦν νά ἀγαπήσουν. Ὁ Θεός εἶναι κοινωνικός ὡς σχέση τριῶν προσώπων, εἶναι κινητικός, βγαίνει ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀγαπᾶ, προσφέρεται. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖ μόνος του τήν κόλασή του μέ τήν μόνωση, πού εἶναι ἐγωκεντρισμός, τήν ἀναπηρία του νά μοιρασθεῖ καί νά ἀγαπήσει. Ἀρνεῖται τό «καθ’ὁμοίωσιν», θέλει δικαιολογίες γιά νά εἶναι αὐτάρκης.

Τρίτη κατηγορία ἀρνητῶν τῆς βασιλείας εἶναι οἱ δοῦλοι τῶν αἰσθήσεων. «Γυναῖκα ἔγημαι καί διά τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν». Ὁ εὐλογημένος ἀπό τόν Θεό γάμος εἶναι τίμιος καί δέν ἀποτελεῖ λόγο ἀποχῆς ἀπό τήν λατρεία καί τά μυστήρια. Ὁ γάμος γιά νά εἶναι πηγή ζωῆς πρέπει νά μή θεωρεῖται βιολογική ἕνωση μόνο, ἀλλά νά συνδέεται μέ τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία. Ὁ γάμος εἶναι τρόπος σωτηρίας καί δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. Ἐάν ξεκοπεῖ ἀπό τόν προορισμό του γίνεται πηγή δυστυχίας. Ἐάν, ὅμως, ὁ γάμος εἶναι προσφορά καί διακονία στόν Θεό μᾶς ἑνώνει μέ τήν αἰωνιότητα, ἐφόσον εἶναι μορφή τῆς ἐν Χριστῶ ζωῆς. Τότε ὁ γάμος ἐλευθερώνει ἀπό τήν ὑποδούλωση καί τό ἐγκλωβισμό σέ ἕνα μικρόκοσμο πού μόνοι μας δημιουργοῦμε, ἀλλά ὅμως εἶναι παραίσθηση, ἕνα κόσμο πού δέν ὑπάρχει, τόν κόσμο χωρίς Θεό. 

Ὅλα τά παραπάνω συμβαίνουν ἐπειδή προσπαθοῦμε νά αἰσθανθοῦμε αὐτάρκεις καί αὐτόνομοι. Τά ὑλικά ἀγαθά, ἡ ἐργασία, ὁ γάμος, τά χαρίσματά μας δέν ἐκκλησιοποιοῦνται ἀλλά χωρίζονται ἀπό τόν Θεό. Ἡ μέριμνα εἶναι τό ἀντίθετο τῆς εὐχαριστίας. Ἐάν ζοῦμε εὐχαριστιακά κάθε τί στή ζωή μας ἔχει νόημα: τά ἀγαθά, ἡ ἐργασία, ἡ δημιουργικότητα, ἡ σχέση μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ὁ γάμος. Ἡ πρός τόν Θεό ἀγάπη εἶναι τό βάλσαμο σέ κάθε ὑπαρξιακή ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἀποδοχή τῆς πρόσκλησής μας γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ

ΠΗΓΗ