«Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾽ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν, κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρῦξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4,18-19 = Ἠσ. 61,1-2)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτή. Εἶνε ἡ 1η τοῦ Σεπτεμβρίου, ποὺ οἱ Χριστιανοί, ὅπως κάθε πρωτομηνιά, ζητοῦν ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ διανύσουν τὸ μῆνα μὲ εὐλογία καὶ χωρὶς ἁμαρτία.
Ἀλλὰ εἶνε καὶ πρωτοχρονιά. –Ἐμεῖς, θὰ πῆτε, πρωτοχρονιὰ ἔχουμε τὴν 1η Ἰανουαρίου. Ναί, ἀλλ᾽ αὐτὸ σύμφωνα μὲ τὸ πολιτικὸ ἡμερολόγιο· μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἡμερολόγιο ἀρχὴ τοῦ ἔτους εἶνε ἡ 1η Σεπτεμβρίου. Στὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ ἡμέρα αὐτὴ λέγεται Ἀρχὴ τῆς Ἰνδίκτου, ποὺ σημαίνει πρωτοχρονιά.
Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ μᾶς διδάσκει τὴν ἀξία ποὺ ἔχει ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας. Ἡ ζωή μας εἶνε ἀνεπανάληπτη· μιά φορὰ θὰ περάσουμε πάνω ἀπὸ τὸν πλανήτη αὐτὸν τῆς Γῆς, δὲν θά ᾽χουμε ἄλλη εὐκαιρία, καὶ πρέπει τώρα νὰ κάνουμε «ἔργα ἄξια τῆς μετανοίας» (Πράξ. 26,20).
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ὥρισε νὰ διαβάζεται τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσαμε (βλ. Λουκ. 4,16-22). Ἔχει βαθειὰ νοήματα. Ἂς προσπαθήσουμε νὰ τὸ ἐξηγήσουμε μὲ λίγα λόγια.
* * *
Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ἀγαπητοί μου, ὁ Χριστὸς γεννήθηκε στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας. Γιὰ ἕνα διάστημα ὅμως ἔζησε ὡς πρόσφυγας. Λόγῳ τῆς ἀπειλῆς τοῦ Ἡρῴδου ἀναγκάστηκε μὲ τὴν ἁγία του Μητέρα νὰ φύγῃ μακριά, στὴν Αἴγυπτο. Ἐκεῖ παρέμεινε ἕως ὅτου πέθανε ὁ Ἡρῴδης. Πρόσφυγας ὁ Κύριός μας! Κι ἀφοῦ ἐκεῖνος ὑπῆρξε πρόσφυγας, εἶνε τιμή, ὄχι ὑποτιμητικό, νὰ λέγεται κανεὶς πρόσφυγας.
Ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο ὁ Χριστὸς δὲν ἔμεινε πιὰ στὴ Βηθλεέμ. Πῆγε στὴ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας, ἕνα μικρὸ περιφρονημένο χωριὸ μὲ ἀγροίκους κατοίκους. Ἔζησε καὶ μεγάλωσε ἐκεῖ. Ἐργαζόταν πολλὰ χρόνια καὶ ἦταν γνωστὸς ὡς μαραγκός· κρατοῦσε στὰ ἅγιά του χέρια πριόνια καὶ σφυριά, ἔφτειαχνε ἔπιπλα, πόρτες καὶ παράθυρα. Ἔτσι ζοῦσε καὶ συντηροῦσε τὴν ἁγία του Μητέρα, τὴν ἀειπάρθενο Μαρία. Εἶνε λοιπὸν ὁ πρῶτος πρόσφυγας καὶ ὁ πρῶτος ἐργάτης.
Ἕνας ξένος ζωγράφος, Βιεννέζος, ἔκανε ἕνα πίνακα ποὺ παριστάνει τὸ Χριστὸ νὰ ἐργάζεται ὡς μαραγκὸς στὸ ξυλουργεῖο τῆς Ναζαρὲτ κοντὰ στὸν νομιζόμενο πατέρα του Ἰωσήφ. Αὐτὸς ὁ πίνακας θὰ ἄξιζε νὰ στολίζῃ τὰ γραφεῖα τῶν συντεχνιῶν τῶν ξυλουργῶν· νὰ ἔχουν τὸ Χριστὸ προστάτη καὶ ὑπερασπιστή. Σήμερα συμβαίνει, κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ἐργατικῶν σωματείων νὰ μὴν εἶνε ἐργάτες· συχνὰ οἱ λεγόμενοι ἐργατοπατέρες ἔχουν χέρια πιὸ μαλακὰ κι ἀπὸ τῶν γραφέων ποὺ κάθονται στὰ γραφεῖα.
Ὁ Χριστὸς λοιπόν, ἐπειδὴ τὰ περισσότερα χρόνια ἔμεινε στὴ Ναζαρέτ, ὠνομάστηκε «Ναζωραῖος» (Ματθ. 2,23). Ὑποτιμητικὸ παρωνύμιο – παρατσούκλι ἦταν αὐτό· ἐννοοῦσε, ὅτι εἶνε ἀπὸ ἕνα ἄσημο κουτσοχώρι. Καὶ ὁ προσδιορισμὸς αὐτὸς ἔμεινε. Κ᾽ ἐπάνω στὸ σταυρό του αὐτὸ τὸ παρατσούκλι γράφτηκε· «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων» (Ἰω. 19,19). Κ᾽ ἐμεῖς λοιπόν, ἂν τυχὸν ὑβριζώμεθα γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Κυρίου, ἐπειδὴ ἐμμένουμε στὴν ἐκτέλεσι τοῦ θείου θελήματος, καὶ μᾶς βγάζουν διάφορα παρατσούκλια, ἂς παρηγορούμεθα, ἀφοῦ πρῶτος ποὺ δέχθηκε τέτοια συμπεριφορὰ εἶνε «ὁ ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς» μας (Ἑβρ. 12,2).
Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἔγινε τριάντα ἐτῶν, πῆγε στὸν Ἰορδάνη, βαπτίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη στὰ ῥεῖθρα του, καὶ ἀκούστηκε τὸ οὐράνιο διάγγελμα· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3,17). Κατόπιν βγῆκε στὴν ἔρημο, ὅπου νίκησε τοὺς πειρασμοὺς τοῦ σατανᾶ, καὶ τέλος ἦρθαν ἄγγελοι καὶ τὸν «διηκόνουν», τὸν ὑπηρετοῦσαν (Ματθ. 4,11).
Μετὰ ἀπὸ τὴν ἔρημο, λέει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ἐπισκέφθηκε τὸ χωριό του. Καὶ πῆγε – ποῦ· «εἰς τὴν συναγωγήν» (Λουκ. 4,16). Ἡ συναγωγὴ (ἢ χάβρα) ἦταν ἕνα εἶδος ναοῦ, ποὺ συγκεντρώνονταν –καὶ μέχρι σήμερα συγκεντρώνονται– οἱ Ἑβραῖοι κάθε Σάββατο γιὰ τὴ λατρεία τους. Οἱ Τοῦρκοι πηγαίνουν κάθε Παρασκευὴ στὰ τζαμιά. Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ πηγαίνουμε τὴν Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία. Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι ὁ Χριστὸς πήγαινε στὴ συναγωγή. Ἂς τ᾽ ἀκούσουν αὐτὸ καὶ οἱ χιλιασταὶ καὶ ὅσοι ἄλλοι εἶνε ἐναντίον τῶν ναῶν.
Στὴ συναγωγὴ ὁ Χριστὸς σηκώθηκε νὰ διαβάσῃ. Τοῦ ἔδωσαν τὸ βιβλίο, τὸ χειρόγραφο, τοῦ προφήτου Ἠσαΐα. Δὲν τὸ ἄνοιξε στὴν τύχη· πῆγε καὶ βρῆκε ἕνα συγκεκριμένο χωρίο τῆς προφητείας, ποὺ ἔλεγε· «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾽ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν, κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρῦξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4,18-19 = Ἠσ. 61,1-2). Εἶνε ἕνα δύσκολο χωρίο, ποὺ τὸ διάβασε καθαρὰ ὁ Χριστός. Τὸ ἅγιο Πνεῦμα, λέει, μὲ καθιέρωσε καὶ μὲ ἔστειλε γιὰ νὰ εὐαγγελίζωμαι στοὺς φτωχοὺς εἰδωλολάτρες (φτωχοὺς σὲ πλοῦτο ἀληθείας) καὶ στοὺς τσακισμένους Ἑβραίους (τσακισμένους ἀπὸ τὴν ἄστοχη προσδοκία τους), γιὰ νὰ φέρω τὴν ἐλευθερία στοὺς αἰχμαλώτους καὶ νὰ δώσω τὸ φῶς στοὺς τυφλούς (εἰδωλολάτρες καὶ Ἑβραίους, ἀλλὰ καὶ στοὺς νεκρούς), νὰ δώσω ἄφεσι σ᾽ αὐτοὺς ποὺ σκλάβωσε ἡ ἁμαρτία, νὰ ἐγκαινιάσω χρονικὴ περίοδο συνδιαλλαγῆς κατὰ τὴν ὁποία γίνεται δεκτὴ ἀπὸ τὸν Κύριο ἡ μετάνοια. Αὐτὰ ἔλεγε τὸ ἱερὸ κείμενο.
Τὰ μάτια ὅλων μέσα στὴ συναγωγὴ ἦταν ἐπάνω του. Περίμεναν νὰ δοῦν τί θὰ πῇ. Ἤξεραν ὅλοι, ὅτι σὲ σχολεῖα δὲν πῆγε, γράμματα δὲν ἔμαθε. Αὐτὸς ὅμως εἶνε ἡ ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ Θεοῦ, ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Τί εἶπε λοιπὸν ἐπὶ τοῦ ῥητοῦ αὐτοῦ ὁ Χριστός;
Στὸ ῥητὸ αὐτὸ ζωγραφίζεται ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος. Καὶ ποιός δὲν εἶνε ἁμαρτωλός! Ἐδῶ λοιπὸν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ζωγραφίζει ζωηρὰ τὴν ψυχὴ τοῦ καθενός· στὸν καθρέφτη αὐτὸν βλέπουμε ὅλοι τὸν ἑαυτό μας. Ἂς δείχνουμε ἐξωτερικὰ εὐτυχισμένοι· ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας εἶνε μιὰ ἀθλιότης, μιὰ δυστυχία. Ἔχει φτώχεια, ἡ ἁμαρτία κάνει τὸν ἄνθρωπο φτωχό. Ἀπόδειξις ὁ ἄσωτος υἱός· κληρονόμησε μεγάλη περιουσία, τὴ σπατάλησε ὅλη σὲ διασκεδάσεις, κατήντησε χοιροβοσκός, καὶ τέλος προσπαθοῦσε νὰ ζήσῃ μὲ τὰ «κεράτια» (Λουκ. 15,16), τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι. Ἡ ἁμαρτία εἶνε ἀκόμη κατάστασι ἀσθενείας, μελαγχολίας μέχρι ἀπελπισίας. Ἔρχονται στιγμὲς ποὺ ὁ ἁμαρτωλὸς λέει· Ἀξίζει νὰ ζῶ; τί κοπιάζω; «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Ἡ ζωή του τέλος εἶνε μιὰ σκλαβιά, μέσα ἀπ᾽ τὴν ὁποία βγαίνει ὁ πανανθρώπινος πόθος γιὰ λύτρωσι.
Πολλοὶ ὑποσχέθηκαν ὅτι θὰ φέρουν νέα τάξι πραγμάτων· τελευταῖο πείραμα ἦταν ὁ κομμουνισμός, ποὺ εἶπε ὅτι θὰ δημιουργήσῃ ἕναν παράδεισο, ἀλλὰ παράδεισο χωρὶς Θεό. Γι᾽ αὐτὸ ὅμως ἀπέτυχε καὶ ἀπογοήτευσε. Καὶ ὅποιος ἄλλος τολμᾷ νὰ σχεδιάσῃ ἕνα νέο κόσμο χωρὶς Θεό, χωρὶς Χριστό, θὰ ἀποτύχῃ.
Ὁ προφητικὸς αὐτὸς λόγος, εἶπε τώρα στοὺς Ναζαρηνοὺς ὁ Χριστός, ἐκπληρώθηκε σήμερα μ᾽ αὐτὰ ποὺ ἀκοῦτε. Ἐγώ, δηλαδή, εἶμαι ἐκεῖνος γιὰ τὸν ὁποῖο γράφτηκαν τὰ λόγια αὐτά.
Στὴν ἀρχὴ οἱ Ναζαρηνοὶ τὸν θαύμασαν καὶ ὅλοι τους βεβαίωναν ὅτι τὰ λόγια του ἔχουν ὄντως θεία χάρι. Ἐν συνεχείᾳ ὅμως δὲν δέχτηκαν τὴν ἀλήθεια ποὺ τοὺς εἶπε. Ἀντέδρασαν μάλιστα θυμωμένοι ἐναντίον του· καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο σηκώθηκαν, τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι τους, τὸν ὡδήγησαν σ᾽ ἕνα γκρεμὸ μὲ σκοπὸ νὰ τὸν ῥίξουν κάτω! Ἀλλὰ ἐκεῖνος ξέφυγε ἀπὸ ἀνάμεσά τους καὶ πῆγε ἀλλοῦ γιὰ νὰ συνεχίσῃ τὴν ἀποστολή του (βλ. Λουκ. 4,29).
Ταιριάζει σήμερα, ἀγαπητοί μου, τὸ ῥητὸ αὐτὸ στὴν ἀνθρωπότητα. Παρὰ τὴν πρόοδο τῶν ἐπιστημῶν, αὐτὴ παλεύει μέσα σὲ πνευματικὴ φτώχεια, μελαγχολία, τύφλωσι, σκλαβιά. Ὁ Γκαῖτε εἶπε· «Ἰδοὺ ἐγώ, μὲ τόσα φῶτα, τυφλός, τυφλὸς ὅπως καὶ πρῶτα».
Ν᾽ ἀπελπιστοῦμε; Ὄχι. Οὔτε νὰ ἐπαναλάβουμε τὸ λάθος τῶν Ναζαρηνῶν. Γιατὶ μέσ᾽ στὴ σκοτεινιὰ φάνηκε οὐράνιο τόξο, ἦρθε ὁ Χριστὸς καὶ κήρυξε «ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν», ἄνοιξε θύρα μετανοίας, ἔδωσε εὐκαιρία νὰ σωθοῦμε· ἀρκεῖ νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε. Γιατὶ ὅπου εἶνε ὁ Χριστός, ἐκεῖ φεύγει τὸ ψέμα, ἡ σκλαβιά, ἡ ἀπελπισία, ἡ λύπη, ἡ ἀδικία, ἡ φτώχεια, τὸ μῖσος, καὶ ἔρχεται ἡ ἀλήθεια, ἡ ἐλευθερία, ἡ ἐλπίδα, ἡ χαρά, ἡ εὐσπλαχνία, τὸ ἔλεος, ὁ πλοῦτος, ἡ ἀγάπη, ὁ παράδεισος.
Ἂν λοιπὸν βασιλεύῃ Ἐκεῖνος στὴν καρδιά μας, ἂς διαθέσουμε «τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν» (θ. Λειτ.) γιὰ ἔργα μετανοίας. Καὶ τότε, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος