Ιωάννη Β. Βελιτσιάνου
Δρ. Θεολογίας Α.Π.Θ.
Το σταυροδρόμι της ανατολικής Μακεδονίας υπήρξε για χιλιετίες χωνευτήρι διαφορετικών επιδράσεων και πολιτισμών, τόπος συνάντησης θρησκειών και δημιουργίας καινοτόμων ιδεών και πρακτικών, αλλά και τόπος όπου διαδραματίστηκαν μεγάλα θρησκειοϊστορικά γεγονότα, τα οποία διαμόρφωσαν καθοριστικά την πορεία των λαών της Ευρώπης. Κλασσικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της ιδρύσεως της πρώτης εκκλησίας στην Ευρώπη, δηλ. της εκκλησίας των Φιλίππων από τον απόστολο Παύλο[1].
Όπως τονίζει ο ευαγγελιστής Λουκάς στις Πράξεις· η άφιξη του Παύλου δεν είναι τυχαίο γεγονός, ούτε οφείλεται σε ανθρώπινη πρωτοβουλία· «Διήλθον δε την Φρυγίαν και Γαλατικήν χώραν κωλυθέντες υπό του αγίου πνεύματος λαλήσαι τον λόγον εν τη Ασία» ( Πρξ. 16,6). Σύμφωνα με το βιβλίο Πράξεις των Αποστόλων, όταν έφθασαν στα σύνορα της Μυσίας ο Παύλος μαζί με τον Σίλα και τον Τιμόθεο, ήθελαν να συνεχίσουν το δρόμο για τη Βιθυνία. Όμως «το πνεύμα του Ιησού»[2] δεν τους άφησε και κατευθύνθηκαν στην Τροία. Εκεί προστέθηκε και ο ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος παρακολούθησε τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν αυτοπροσώπως και γι’ αυτό αρχίζει τη διήγησή του σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο[3].
Στην Τροία ο Παύλος είδε ένα όραμα· « Και όραμα δια της νυκτός τω Παύλω ώφθη, ανήρ Μακεδών τις ην εστώς και παρακαλών αυτόν και λέγων. διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν» (Πρξ. 16,9). Ο απόστολος Παύλος κατάλαβε πως η παράκληση αυτή του Μακεδόνα είναι η πρόσκληση του Θεού να ευαγγελισθούν το Όνομά του σ’ ένα κόσμο διαφορετικό απ’ αυτόν που γνώριζαν μέχρι τώρα[4]. Έτσι, σύμφωνα με το βιβλίο Πράξεις των Αποστόλων, ο απόστολος Παύλος με τη συνοδεία του πήραν το πλοίο από την Τροία με προορισμό τη Σαμοθράκη και από εκεί βγήκαν στο λιμάνι της Νεάπολης (σημερινή Καβάλα) και έπειτα συνέχισαν πεζοί στους Φιλίππους[5].
Η έλευση του Παύλου και των συνεργατών του στην Ελλάδα συνδέεται άμεσα με την ίδρυση της πρώτης αποστολικής εκκλησίας στην Ευρώπη, δηλ. της εκκλησίας των Φιλίππων. Η διάδοση του χριστιανισμού στην πνευματική εστία του ελληνορωμαϊκού κόσμου αποτελεί σφοδρή επιθυμία του Παύλου, ο οποίος θεωρεί το κήρυγμα του ευαγγελίου στον ελλαδικό χώρο ως επιτελικό στόχο του ιεραποστολικού προγράμματος αυτού και σημαντική γέφυρα για την ακτινοβολία της χριστιανικής πίστης στη Δύση.
Όσο αφορά τη σύνθεση του πληθυσμού και την ταυτότητα της πόλεως των Φιλίππων, υπάρχουν αξιόλογες, άμεσες ή έμμεσες, πληροφορίες[6]. Οι Πράξεις των Αποστόλων, η προς Φιλιππησίους επιστολή του αποστόλου Παύλου, καθώς και άλλες πληροφορίες[7], αποτελούν πολύτιμες πηγές για την πόλη των Φιλίππων, παρά το γεγονός ότι αναφέρονται στην ίδρυση και στη ζωή της χριστιανικής μόνο κοινότητας.
Η πόλη των Φιλίππων ως «πόλις κολωνία» και ως πύλη κείμενη παρά την Εγνατία οδό (εικ. 1), παρουσιάζει τα εξής:
α. Παρατηρείται, τόσο με την εγκατάσταση των απόστρατων αξιωματούχων του ρωμαϊκού στρατού όσο και με τις περιοδικές ή μόνιμες εγκαταστάσεις πολλών ασιατών ή ανατολιτών, ένα μωσαϊκό πληθυσμιακής συνθέσεως. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το παράδειγμα της Λυδίας από τα Θυάτειρα της Φρυγίας (Πρξ. 16,13-14).
β. Αυστηρή προσήλωση στη ρωμαϊκή νομοθεσία. Τυπικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της διαδικασίας φυλακίσεως και αποφυλακίσεως του αποστόλου Παύλου και του συνοδού του Σίλα (Πρξ. 16,19εξ.), (εικ. 2).
γ. Στην περιοχή των Φιλίππων το φαινόμενο της θρησκευτικής ελευθερίας, δηλ. στην υποδοχή και αποδοχή νέων θρησκευτικών φαινομένων ή κηρυγμάτων, δέσποζε ως σ’ ένα μεγάλο βαθμό. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η Λυδία και οι άλλες γυναίκες που συγκεντρώθηκαν στο συγκεκριμένο τόπο προσευχής, ανήκαν στην τάξη των «σεβομένων τον θεόν»[8], οι οποίες είχαν σαφώς μονοθεϊστικές αναζητήσεις. Η μεταστροφή του δεσμοφύλακα είναι χαρακτηριστικό δείγμα της θρησκευτικής ελευθερίας του πληθυσμού της πόλεως (Πρξ. 16,30εξ.).
δ. Οικονομική άνεση, όπως φαίνεται από την ενεργό υποστήριξη του έργου του αποστόλου Παύλου, ο οποίος τονίζει τα εξής: «15…ότε εξήλθον από Μακεδονίας, ουδεμία μοι εκκλησία εκοινώνησεν εις λόγον δόσεως και λήμψεως ει μη υμείς μόνοι… οσμήν ευωδίας, θυσίαν δεκτήν, ευάρεστον τω θεώ. 19 ο δε θεός μου πληρώσει πάσαν χρείαν υμών κατά το πλούτος αυτού εν δόξη εν Χριστώ Ιησού». (Φιλιπ. 4, 15-19).
ε. Η συνεχής πνευματική ανησυχία που επικρατούσε στην πόλη των Φιλίππων, αποτελούσε πηγή ενθάρρυνσης των διαφόρων τάσεων του ιουδαϊσμού ή και άλλων θρησκειών. Αυτό διακρίνεται με ξεκάθαρο τρόπο στον παρακάτω στίχο, όπου ο απόστολος Παύλος παρουσιάζεται ιδιαίτερα ανήσυχος από τη δραστηριότητα που ανέπτυσσαν στην πόλη ιεραπόστολοι του ιουδαϊσμού· «18…ου πολλάκις έλεγον υμίν, νυν δε και κλαίων λέγω, τους εχθρούς του σταυρού του Χριστού, 19 ων το τέλος απώλεια…» (Φιλιπ. 3, 18-19).
Όταν οι απόστολοι έφτασαν στη Νεάπολη (Καβάλα) κανένας δεν ασχολήθηκε με τον ερχομό τους τις πρώτες μέρες. Οι κάτοικοι, λίγοι ντόπιοι και περισσότεροι Ρωμαίοι άποικοι, είχαν τις δουλειές τους απολαμβάνοντας τα ρωμαϊκά προνόμια που τους χορήγησε ο Αύγουστος με τη ψευδαίσθηση πως αποτελούν ένα τμήμα της Ρώμης.
Αν και το γεγονός αυτό πέρασε απαρατήρητο, η δημοσιότητα έρχεται μ’ ένα περίεργο τρόπο. Ο Λουκάς μας περιγράφει ότι ο μόνος κάτοικος των Φιλίππων που ενδιαφέρθηκε για την αποστολική ομάδα ήταν μια δούλη με «πνεύμα πύθωνος[9], που εξασφάλιζε με τις μαντικές της ικανότητες ένα ικανοποιητικό ποσό στους κυρίους της. Αυτή έγινε ο μόνιμος ακόλουθος του Παύλου, ο κήρυκας του έργου του. Ο Παύλος τελικά αναγκάζεται να διώξει το κακό πνεύμα από τη δούλη, για να πάψει αυτή η ακούσια και ενοχλητική παρέα[10]. Και τότε μαθαίνει όλη η μικρή πόλη την ύπαρξή του· ενοχλημένοι πια οι κύριοι της δούλης, γιατί έχαναν μια πηγή πλουτισμού, καταγγέλλουν επισήμως τον Παύλο και το Σίλα στους στρατηγούς: «20 …ούτοι οι άνθρωποι εκταράσσουσιν ημών την πόλιν, Ιουδαίοι υπάρχοντες, 21 και καταγγέλουσιν έθη α ουκ έξεστιν ημίν παραδέχεσθαι ουδέ ποιείν Ρωμαίοις ούσιν» (= Αυτοί οι άνθρωποι αναστατώνουν την πόλη μας είναι Ιουδαίοι και προκαλούν ταραχές στην πόλη. Θέλουν να εισαγάγουν έθιμα που δεν επιτρέπεται σ’ εμάς, που είμαστε Ρωμαίοι, να τα δεχτούμε ή να τα τηρούμε), (Πρξ. 16,20-21).
Η κοινή γνώμη και οι άρχοντες των Φιλίππων αντέδρασαν με δραστικά μέτρα καταστολής του ευαγγελικού μηνύματος, αμέσως μόλις το πληροφορήθηκαν[11]. Η πρώτη εκκλησία στην Ευρώπη αρχίζει τη ζωή της μ’ ένα διωγμό από μέρους της κρατικής εξουσίας και με σύμφωνη την κοινή γνώμη.
Οι πρώτοι χριστιανοί της Μακεδονίας ήταν εκτός από άνδρες και γυναίκες, που συνέβαλαν με αποφασιστικό τρόπο στη θεμελίωση του χριστιανισμού στη Μακεδονία ειδικότερα αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα[12]. Ο συνοδοιπόρος του Παύλου και οικείος των Φιλιππησίων ευαγγελιστής Λουκάς καταγράφει στο βιβλίο Πράξεις των Αποστόλων για την πρώτη επίσκεψή τους στους Φιλίππους και το βάπτισμα της Λυδίας, τα εξής παρακάτω: «11 Αναχθέντες δε από Τρωάδος ευθυδρομήσαμεν εις Σαμοθράκην, τη δε επιούση εις Νέαν πόλιν 12 κακείθεν εις Φιλίππους, ήτις εστίν πρώτης μερίδος της Μακεδονίας πόλις, κολωνία. Ήμεν δε εν ταύτη τη πόλει διατρίβοντες ημέρας τινάς. 13 τη τε ημέρα των σαββάτων εξήλθομεν έξω της πύλης παρά ποταμόν ου ενομίζομεν προσευχήν είναι, και καθίσαντες ελαλούμεν ταις συνελθούσαις γυναιξίν. 14 και τις γυνή ονόματι Λυδία, πορφυρόπωλις πόλεως Θυατείρων σεβόμενη τον θεόν, ήκουεν, ης ο κύριος διήνοιξεν την καρδίαν προσέχειν τοις λαλουμένοις υπό του Παύλου. 15 ως δε εβαπτίσθη και ο οίκος αυτής, παρεκάλεσεν λέγουσα· ει κεκρίκατέ με πιστήν τω κυρίω είναι, εισελθόντες εις τον οίκον μου μένετε· και παρεβιάσατο ημάς» (Πρξ. 16,11-15).
Το πρώτο βάπτισμα στους Φιλίππους που έγινε από τον απόστολο Παύλο, εύκολα διακρίνεται η διαδικασία καθώς και οι βασικές προϋποθέσεις για τη συμμετοχή του νέου πιστού στην καινούργια «εν Χριστώ ζωή» και την ένταξή του στους κόλπους της εκκλησίας. Οι Απόστολοι κήρυτταν «Χριστόν εσταυρωμένον» και όσοι από τους ακροατές αποδεχόταν αβίαστα την αποστολική διδασκαλία, ακολουθούσαν την πράξη, που καθορίστηκε ήδη την ημέρα της Πεντηκοστής. Μετανοούσαν και βαπτιζόταν στο όνομα Ιησού Χριστού εξασφαλίζοντας έτσι την συγχώρεση των αμαρτιών τους, τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος (Πρξ. 2,38) και τη δυνατότητα να γεννηθούν στη νέα «εν Χριστώ ζωή». Από τους Ιουδαίους αποφάσισε ν’ αρχίσει το ευαγγελικό κήρυγμα ο Παύλος. Συναγωγή δεν υπήρχε, γιατί ήταν λίγοι Ιουδαίοι. Έτσι το Σάββατο βγήκαν έξω από την πόλη, στις όχθες του ποταμού Αγγίτη, προσμένοντας τον ερχομό των Ιουδαίων για την τακτική σαββατιάτικη προσευχή. Μαζεύτηκαν μερικές γυναίκες. Ξεχώριζε μια ξένη από τα Θυάτειρα της Μ. Ασίας, η Λυδία που εμπορευόταν πορφύρα. Αυτή και το σπιτικό της άκουσε το χριστιανικό κήρυγμα πρώτη και βαπτίστηκε. Η πρώτη εκκλησία στην Ευρώπη ήταν πια πραγματικότητα[13].
Η Λυδία προκειμένου να δείξει την ευγνωμοσύνη της είναι έτοιμη να προσφέρει τα χρήματά της, την πορφύρα που εμπορεύεται, το σπίτι και ό,τι άλλο έχει. Ο απόστολος Παύλος τίποτε δεν θέλει για τον εαυτό του, όλα για την δόξα του Θεού[14]. «πάντα εις δόξαν θεού ποιείτε»[15]. Όμως η νεοφώτιστη Λυδία επιμένει. Ζητεί τουλάχιστον τη φιλοξενία. «ει κεκρίκατέ με πιστήν τω κυρίω είναι, εισελθόντες εις τον οίκον μου μένετε. και παρεβιάσατο ημάς» (Πρξ. 16,15). Τόσο πολύ επιμένει η Λυδία, ώστε ο Παύλος με την συνοδεία του αναγκάζονται να ικανοποιήσουν το αίτημά της και δέχονται τη φιλοξενία. Αν και η καταγωγή της προέρχεται από τα Θυάτειρα της Μικράς Ασίας ζει και εργάζεται στους Φιλίππους. Γίνεται Σαμαρείτιδα των Φιλίππων, εργάζεται μ’ όλες τις δυνάμεις της στα διακονήματα της εκκλησίας και αναδεικνύεται ζωντανό μέλος αυτής. Εκτός από τη Λυδία βαπτίστηκαν η Ευοδία[16], η Συντύχη[17] και ο Κλήμης[18], οι οποίοι είναι λίαν αγαπητοί τόσο στον ίδιο όσο και στην κοινότητα των Φιλίππων.
Η βοήθεια που ζήτησε ο «Μακεδών ανήρ» από τον Παύλο δόθηκε και εξακολουθεί να δίνεται στην ήπειρό μας. Κατά την παραμονή της εμφάνισης του χριστιανισμού, η Ελλάδα βρισκόταν σε μεγάλη παρακμή. Γενικά, η θρησκεία στην Ελλάδα είχε καταπέσει τελείως. Οι εκλεκτικοί φιλόσοφοι, οι νέοι πυθαγόρειοι και οι νέοι πλατωνικοί, είχαν αναλάβει να υποστηρίξουν τη θρησκεία δια της φιλοσοφίας με το μετασχηματισμό της τελευταίας σε θεολογία και την αλληγορική ερμηνεία των μύθων, τους οποίους παρέστησαν σε σύμβολα υψηλών εννοιών. Αλλά το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού ήταν χωρίς πραγματικό περιεχόμενο.
Όπως προανέφερα ηθικά και πνευματικά τα πράγματα δεν ήταν τόσο καλά. Το πιο ελληνικό επίτευγμα η ελευθερία, αποτελούσε μια μακρινή ανάμνηση για την ίδια την Ελλάδα. Η Ευρώπη είχε χάσει τον πνευματικό προσανατολισμό της. Χρειαζόταν βοήθεια για να συνεχίσει την πορεία της, και αυτήν ζήτησε ο Μακεδόνας που εμφανίστηκε στον Παύλο.
Άρα η Ευρώπη ζητούσε από τον απόστολο πνευματική και όχι υλική βοήθεια, ο οποίος άλλωστε δεν μπορούσε να προσφέρει τίποτε σ’ αυτόν τον τομέα. Η οικονομική κατάσταση ήταν, μπορούμε να αναφέρουμε, σχετικά καλή στην περιοχή. Η ρωμαϊκή εξουσία εξασφάλιζε ησυχία, ειρήνη και ασφάλεια στον πληθυσμό. Άρτια οργανωμένες συγκοινωνίες, ευνομία και ένα ανθηρό εμπόριο έδιναν την ευκαιρία για πλούσια και ήρεμη ζωή, σ’ όποιον ήθελε ν’ αγωνιστεί[19]. Από οικονομικής άποψης η Ευρώπη δεν είχε μεγάλα προβλήματα τουλάχιστον το μεγαλύτερο τμήμα της, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Η εκκλησία των Φιλίππων συμπαραστάθηκε στον Παύλο «και άπαξ και δις εις την χρείαν» (=επανειλημμένα του έστελναν βοηθήματα για τις ανάγκες του). Πράγματι ο απόστολος Παύλος με καμία άλλη εκκλησία δεν είχε υλικές δοσοληψίες παρά μόνο με τη δική τους εκκλησία. « 15 οίδατε δε και υμείς, Φιλιππήσιοι, ότι εν αρχή του ευαγγελίου, ότε εξήλθον από Μακεδονίας, ουδεμία μοι εκκλησία εκοινώνησεν εις λόγον δόσεως και λήμψεως ει μη υμείς μόνοι, 16 ότι και εν Θεσσαλονίκη και άπαξ και δις εις[20] την χρείαν μοι επέμψατε») (Φιλιπ. 4,15-16). Ο καθηγητής Ι. Καραβιδόπουλος σχολιάζοντας τον παραπάνω στίχο αναφέρει τα εξής: «Πολλοί υπομνηματιστές αναρωτιούνται εδώ, γιατί συνδέει ο Παύλος την αρχή του ευαγγελικού του έργου με τη δράση του στη Μακεδονία. μήπως βλέπει το έργο του αυτό από της πλευράς των Φιλιππησίων που γι’ αυτούς πραγματικά ήταν η αρχή; ή θεωρεί τη δράση του στο έδαφος της Ελλάδος σαν τη πραγματική αρχή του ευαγγελισμού της ανθρωπότητας; Και τα δύο είναι πιθανά. Νομίζουμε όμως ότι υπάρχει και άλλη δυνατότητα κατανοήσεως του κειμένου μας. Δεν είναι βέβαιο ότι ο Παύλος εννοεί εδώ την αρχή του ιεραποστολικού του έργου γενικά αλλά μάλλον εννοεί την αρχή του έργου του στη Μακεδονία, κι η αρχή αυτή ήταν η ίδρυση της εκκλησίας των Φιλίππων. Καμία άλλη εκκλησία, εκτός της δική τους, δεν είχε κοινωνία μαζί τους. «εις λόγον δόσεως και λήμψεως»[21].
Σε τελευταία ανάλυση αποδέκτης των βοηθημάτων δεν είναι ο απόστολος αλλά ο ίδιος ο Θεός που τα βλέπει σαν «οσμή ευωδίας, θυσίαν δεκτήν, ευάρεστον…». Από τη μια μεριά ο απόστολος δείχνει, όπως φαίνεται στην προς Φιλιππησίους επιστολή (4,12-20), την αυτάρκειά του σε κάθε περίσταση, ενώ από την άλλη δέχεται με ευγνωμοσύνη την εκδήλωση συμπαράστασης εκ μέρους των Φιλιππησίων. Επίσης, ενώ παραδέχεται ότι αυτά που του έστειλαν οι χριστιανοί των Φιλίππων κάλυψαν πραγματικές του ανάγκες, τονίζει ότι το κέρδος ήταν κυρίως δικό τους. Η θεολογική όμως εμπέδωση της αποστολικής αυτάρκειας με κανένα τρόπο δεν παρασύρει τον απόστολο Παύλο σε μια έστω και αθέλητη αντιπαιδαγωγική στάση έναντι των Φιλιππησίων γι’ αυτό σπεύδει να σημειώσει στο στίχο 14· «πλην καλώς εποιήσατε συγκοινωνήσαντές μου τη θλίψει». Η αυτάρκεια που αισθάνεται σαν απόστολος του Χριστού δεν σημαίνει ότι δεν έπραξαν σωστά οι αδελφοί των Φιλίππων ή ότι δεν χρειάζονταν τα βοηθήματά τους.
Άξιο προσοχής, αποτελεί το γεγονός ότι ο απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί και την ανάλογη ορολογία. Στην συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποιεί λέξεις του εμπορίου, π.χ. εις λόγον δόσεως και λήμψεως, αφ’ ενός για να γίνει περισσότερο κατανοητός και αφ’ ετέρου να δώσει σ’ αυτές χριστιανικό περιεχόμενο. Ακόμη οι λέξεις «εκκλησία» και «εκοινώνησεν» μας μεταφέρουν από το πεδίο του εμπορίου στο πεδίο των πνευματικών σχέσεων του αποστόλου Παύλου και της εκκλησίας των Φιλίππων. Σε καμία περίπτωση δεν θέλει ο απόστολος να αδικήσει τις άλλες εκκλησίες αλλά μόνο με ένα διακριτικό τρόπο να υπογραμμίσει τη θερμή συμπαράσταση που του πρόσφεραν οι Φιλιππήσιοι[22].
Πάντως εκείνο που θέλει ο Παύλος να τονίσει, είναι ότι η καρδιά του για όλα αυτά είναι γεμάτη ευγνωμοσύνη και ευχαριστία και μάλιστα όχι τόσο γιατί επιζητεί το «δόμα» αλλά γιατί «…επιζητώ τον καρπόν τον πλεονάζοντα εις λόγον υμών» (στίχ. 17). Δηλαδή, με τα δώρα τους γεμίζει περισσότερο ο δικός τους λογαριασμός (των Φιλίππων) παρά ο δικός του (του Παύλου)· κερδισμένοι είναι περισσότερο οι ίδιοι οι Φιλιππήσιοι που έχουν τέτοιους καρπούς αγάπης παρά ο αποδέκτης των δώρων τους. Αυτό δεν υποδηλώνει καμία προσπάθεια μειώσεως της σπουδαιότητας της προσφοράς των, αλλά δείχνει πως ο Παύλος ως θεολόγος και πνευματικός ηγέτης επισημαίνει την ωφέλεια της προσφοράς που είναι μεγαλύτερη για τον λαμβάνοντα. Ο Χρυσόστομος[23] ερμηνεύοντας το στίχο 17 προτάσσει την παρατήρηση ότι «Πολλάκις είπον, ότι η ελεημοσύνη ου των λαμβανόντων ένεκεν, αλλά των διδόντων επεισήχθη: και γαρ εκείνοι εισίν οι τα μέγιστα κερδαίνοντες. Τούτο και ενταύθα δείκνυσιν ο Παύλος. Πως; Απέστειλαν αυτώ τινά δια μακρού χρόνου Φιλιππησίους…», θα είναι «πεπληρωμένοι καρπόν δικαιοσύνης» (1,11) κατά την ημέρα της κρίσεως, ώστε και ο ίδιος να έχει «εις καύχημα εμοί εις ημέραν Χριστού, ότι ουκ εις κενόν έδραμον ουδέ εις κενόν εκοπίασα» (2,16).
Τελικά όλα αυτά τα βοηθήματα τα θεωρεί ο Παύλος ως «οσμήν ευωδίας, θυσίαν δεκτήν, ευάρεστον τω θεώ»[24]. Η προσφορά των Φιλιππησίων είναι σε τελευταία ανάλυση, συμμετοχή και κοινωνία στο έργο της θείας οικονομίας για τη σωτηρία του κόσμου και απευθύνεται στον ίδιο το Θεό που τη δέχεται σαν «θυσία».
Με βάση όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το αποστολικό μήνυμα λίγοι το αντιλαμβάνονται αλλά είναι αρκετοί για να σχηματιστούν οι πρώτοι πυρήνες της εκκλησίας. Είναι γεγονός ότι η πρώτη εκκλησία στην Ευρώπη (Φίλιπποι) αφ’ ενός γεννήθηκε σιωπηλά και αφ’ έτερου έγινε με αναίτιο διωγμό[25]. Συνέχισε όμως την αναγεννητική για τον άνθρωπο πορεία της για πολλούς αιώνες[26]. Οι διωγμοί δε στάθηκαν ικανοί να ανακόψουν την πορεία της εκκλησίας αλλά αποτέλεσαν πηγή δύναμης στο να μεταφερθεί η δάδα του αποστολικού κηρύγματος σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Έτσι, το γεγονός αυτό συντέλεσε στο να αναδειχθεί η πόλη των Φιλίππων μητρόπολη του χριστιανισμού σ’ ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο.
[1] Για την εκκλησία των Φιλίππων, περισσότερα βλ. Σ. Αγουρίδη, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Αθήναι 1921, σσ. 305-315. J. Gnilka, Der Philipperbrief, Freiburg-Basel-Wien 1968. Γ. Γρατσέα, «Προς Φιλιππησίους επιστολή», ΘΗΕ 11, 1077-1091. G. Delling, « Philipperbrief », RGG 5, 333-336. Β. Ιωαννίδη, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Εν Αθήναις 1960, σσ. 282-290. Ι. Καραβιδόπουλου, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 1983, σσ. 255-267. Του ιδίου, Αποστόλου Παύλου προς Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, Φιλήμονα, Θεσσαλονίκη 1981, σσ. 243-255. H. Koester, Einführung in das Neue Testament, 1979, σσ. 486εξ. E. Lohse, Einleitung in das Neue Testaments, 1972, σσ. 49-52. W. Michaelis, Einleitung in das Neue Testaments, 1961, σσ. 156-170. C. Picard, « Les dieux de la colonie de Philippes vers le premier siècle de notre ère d’ après les ex-voto rupestres », RHR 86 (1922), 117-201. Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, Αθήναι 1966. Ph Vielhauer, Geschichte der urchristlichen Literatur, 1975, σσ. 156-170.
[2] Πρξ. 16,7.
[3] Βλ. Ι. Καραβιδόπουλου, Αποστόλου Παύλου προς Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, Φιλήμονα, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 243.
[4] Του ιδίου, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Θεσσαλονίκη, σ. 199.
[5] Η πόλη αυτή κτίσθηκε από τον Φίλιππο, τον πατέρα του Μ. Αλεξάνδρου, το 365 π.Χ.., στο μέρος που βρίσκονταν οι αρχαίες Κρηνίδες, η οποία πήρε έτσι το όνομα του Μακεδόνα βασιλιά. Οι Κρηνίδες ιδρύθηκαν από Θάσιους υπό τον Αθηναίο Καλλίστρατο με σκοπό την εκμετάλλευση της πλούσιας ενδοχώρας (360 π.Χ.). Πιεζόμενοι από ντόπια θρακικά φύλα ζήτησαν τη βοήθεια του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας, ο οποίος, αναγνωρίζοντας την προνομιακή θέση της πόλης, εγκατέστησε σε αυτήν αποίκους, την οχύρωσε και την ονόμασε Φιλίππους (365 π.Χ.). Με την υποταγή της Μακεδονίας στους Ρωμαίους το 146 π.Χ. η πόλη των Φιλίππων έγινε ρωμαϊκή επαρχία, όπως σημειώνει και ο Λουκάς στις Πράξεις 16,12: «πρώτης μερίδος της Μακεδονίας πόλις, κολωνία». Το 42 π.Χ., όταν τα στρατεύματα του Οκταβιανού και Αντωνίου νίκησαν εκεί τους δημοκράτες Βρούτο και Κάσσιο, η πόλη εποικίσθηκε με παλαίμαχους Ρωμαίους στρατιώτες και απόκτησε το δικαίωμα της ρωμαϊκής πόλης, με ρωμαϊκούς θεσμούς, όπως π.χ. οι «στρατηγοί». Καθώς η πόλη αυτή βρισκόταν στην Εγνατία οδό, δίπλα στο Παγγαίο ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή πόλη που συναντούσε κανείς ερχόμενος από την Ασία, με αποτέλεσμα να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στη διάδοση θρησκευτικών δοξασιών που προέρχονται από την Ανατολή. Βλ. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, τ. 51, Αθήνα 2006, σσ. 630εξ.
[6] Βλ. Προκόπιου, Μητροπολίτη Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου, Απόστολος Παύλος και Φίλιπποι: το βαπτιστήριο της Αγίας Λυδίας, Καβάλα 1994, σσ. 25-27.
[7] Ο πολύκαρπος Σμύρνης που γράφει στους Φιλιππησίους κατά το πρώτο τέταρτο του 2ου αιώνα και παρουσιάζεται γνώστης των επιστολών του Παύλου (3,2. 9,1. 11,2. 12,3), κάνει λόγο για επιστολές (στον πληθ.) που έστειλε ο απόστολος στους Φιλιππησίους: «ος (Παύλος) και απών υμίν έγραψεν επιστολάς» (3,2). Επίσης ο χρονογράφος του Βυζαντίου Γεώργιος Σύγκελλος (9ος αιώνας) ομιλεί για πρώτη επιστολή του Παύλου προς Φιλιππησίους, που σημαίνει ίσως ότι είχε υπόψη του την ύπαρξη και άλλων επιστολών: «τούτου (του Κλήμεντος) και ο απόστολος εν τη προς Φιλιππησίους μέμνηται πρώτη επιστολή ειπών…». Βλ. Εκλογή Χρονογραφίας, στο Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae 1, 651. Οι πληροφορίες του Πολυκάρπου και του Γεωργίου Συγκέλλου, όσο αφορά για το θέμα συνενώσεως δύο ή τριών επί μέρους επιστολών προς Φιλιππησίους αν και κέρδισαν αρχικά το ενδιαφέρον πολλών σύγχρονων ερευνητών (E. Schweizer) δεν αποτέλεσε ισχυρό τεκμήριο, διότι είναι τόσο μεμονωμένες στην αρχαιότητα, ώστε τίποτε το αποφασιστικό και θετικό δεν μπορούμε να συμπεράνουμε απ’ αυτές αν τελικά δεν οφείλονται σε κάποια παρανόηση ή σε αντιγραφικό σφάλμα. Βλ. Ι. Καραβιδόπουλου, Αποστόλου Παύλου προς Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, Φιλήμονα, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 247.
[8] Οι «σεβόμενοι τον Θεόν» ήταν εθνικοί, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να παρακολουθούν τις λατρευτικές συνάξεις των Ιουδαίων στις συναγωγές με την υποχρέωση να τηρούν μερικές μόνο διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου, όπως αποχή από απαγορευμένες τροφές κ.τ.λ. Περισσότερα βλ. Ι. Γαλάνη, Η συμβολή των ιουδαϊκών συναγωγών και «των σεβόμενων τον Θεόν» στη διάδοση του χριστιανισμού στον ελληνικό και ελληνιστικό κόσμο, ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ, Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ (Βέροια, 25-27 Ιουνίου 1998).
[9] Πρξ. 16,16.
[10] Περισσότερα βλ. Ι. Καραβιδόπουλου, «Η προς Φιλιππησίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Μια επιστολή από τα δεσμά», ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, (Βέροια 26-28 Ιουνίου 1996), σσ. 121-132.
[11] Αποτελεί εύλογο ερώτημα διαβάζοντας κανείς τη διήγηση των Πράξεων, γιατί λαός και άρχοντες τάχθηκαν με το μέρος των κατηγόρων των αποστόλων. Αν αναλύσουμε τα αίτια της κατηγορίας που είχαν απήχηση στις καρδιές των ακροατών, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως δεν αρκούν για να εξηγήσουν τη στάση των αρχών, διότι: 1. Oι Ρωμαίοι στο σύνολό τους ήταν ανεξίθρησκοι και συνήθως αδιαφορούσαν για τις θρησκευτικές διενέξεις, όσο αυτές δεν είχαν σχέση με τη δημόσια τάξη. 2. Ο λόγος ότι οι απόστολοι ήταν Ιουδαίοι με συνέπεια να έχουμε ένα εχθρικό για τους Ιουδαίους κλίμα στην πόλη, δεν αποτελεί ισχυρό επιχείρημα, διότι τα μέλη της ιουδαϊκής κοινότητας ήταν πολύ λίγα σ’ αντίθεση με τη Θεσσαλονίκη. Κατά τον ρωμαίο στρατηγό των Φιλίππων οι κατηγορίες είχαν μια συγκεκριμένη βάση. Ο Παύλος κήρυττε μια θρησκεία που καταργούσε τη διάκριση κυρίων και δούλων, υποστήριζε πως ήταν χωρίς νόημα η διάκριση των ανθρώπων σε ρωμαίους πολίτες, Έλληνες και βαρβάρους και έλεγε ότι μόνος Κύριος είναι ο Χριστός. Μ’ αυτό όμως ήταν σαν υποστήριζε ότι ο αυτοκράτορας ήταν απλός άνθρωπος κι όχι «Κύριος και θεός», όπως πίστευαν όλοι οι υπήκοοί του. Έτσι όλα αυτά αποτελούσαν τη ριζική ανατροπή μιας ήδη υπάρχουσας αντίληψης. Περισσότερα βλ. Β. Στογιάννου, Ερμηνευτικά Μελετήματα, Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 537-543.
[12] Βλ. Ι. Καραβιδόπουλου, «Οι απαρχές του Χριστιανισμού στην Ευρώπη», Γρ. Παλαμάς 58 (1975), σ. 138.
[13] Βλ. Προκόπιου, Μητροπολίτη Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου, Απόστολος Παύλος και Φίλιπποι: το βαπτιστήριο της Αγίας Λυδίας, Καβάλα 1994, σ. 68.
[14] Ο όρος δόξα έχει μια πλούσια ιστορία εννοιών μέσα στην Αγία Γραφή, βλ. G. Kittel, βλ. σχετικό λήμμα στο ThWNT. Ακόμη βλ. Leon Doufour, ΛΒΘ, Αθήνα 1980, σσ. 290-295. Εδώ ο Παύλος διακρίνεται για το πρακτικό πνεύμα, διότι συνδέει τη δόξα του Θεού με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Η διδασκαλία του για τη δόξα ξεφεύγει από το επίπεδο της θεωρίας, υπεισέρχεται και αγκαλιάζει την καθημερινότητα. Περισσότερα βλ. Χ. Ατματζίδη, Η έννοια της δόξας στην παύλεια θεολογία, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 225-233.
[15] Α΄ Κορ. 10,31.
[16] Φιλιπ. 4,2.
[17] Ό.π.
[18] Ό.π., 4,3.
[19] Βλ. Προκόπιου, Μητροπολίτη Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου, ό.π., σσ. 20 εξ.
[20] O B. Metzger, στο έργο του The Text of the New Testament, Clarendon Press 1964, σ. 164, ισχυρίζεται ότι το «εις» στη φράση «εις την χρείαν» απουσιάζει από πολλά αρχαία χειρόγραφα (P46, A, D*, 81, 330, 451, 1241, 2492, από μια συριακή και τη γοτθική και αιθιοπική μετάφραση), παραλείφθηκε είτε τυχαία μετά το «δις» ή σκόπιμα για να υπάρξει άμεσο αντικείμενο στο ρ. επέμψατε. Ενώ η γενική «μου» (εις την χρείαν μου) θεωρήθηκε ίσως από ορισμένους αντιγραφείς χειρογράφων (D, P, 614, 630 κ.ά) προτιμότερη από τη δοτική «μοι». Βλ. Ι. Καραβιδόπουλου, Αποστόλου Παύλου Επιστολές προς Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσσαείς, Φιλήμονα, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 385. Ακόμη βλ. J. Gnilka, Der Philipperbrief, Freiburg-Basel-Wien 1968, σ. 178.
[21] Βλ. Ι. Καραβιδόπουλου, Αποστόλου Παύλου προς Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, Φιλήμονα, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 385.
[22] Βλ. J. Gnilka, Der Philipperbrief, Freiburg-Basel-Wien 1968, σ. 177.
[23] PG 62,287.
[24] Φιλιπ. 4,18β.
[25] Περισσότερα βλ. Χρυσάνθη Μαυροπούλου – Τσιούμη, «Τα βήματα του Αποστόλου Παύλου από τους Φιλίππους ως τη Βέρροια. Προφορική παράδοση και αρχαιολογικές γνώσεις», ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ Η ΒΕΡΟΙΑ (27-28 Ιουνίου 1995), σσ. 225-228.
[26] Περισσότερα βλ. Σ. Αγουρίδη, «Η επίδραση της θεολογικής σκέψης του Αποστόλου Παύλου στον ευρωπαϊκό πολιτισμό», ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ (Βέροια, 26-28 Ιουνίου 1997), σσ. 85-95.