Ἀπόσπασμα ἀπό τό ἐκδοθέν βιβλίο Η ΘΕΟΓΕΝΝΗΤΡΙΑ Ἅγ. Ὄρος – Ε΄. ΤΑ ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΚΑΙ ΕΞΑΙΡΕΤΑ ΜΕΓΑΛΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (Μέρος 2ο)

συνέχεια απο χθές…

Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ πηγή τῆς σωτηρίας μας καί «αἰτία τῆς τῶν πά- ντων θεώσεως»[1]. «Δι᾿ αὐτῆς τό γένος τῶν ἀνθρώπων εὕρατο τήν σωτηρίαν»[2] καί τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό. Χάρη στήν Θεοτόκο «ἡμεῖς ἐ- θεώθημεν καί τοῦ θανάτου ἐλυτρώθημεν»[3]. «Ἡ αἰτία ὅλων τῶν ἀγαθῶν πού ἔχομε, εἶναι ἡ ἕνωση μέ τόν Θεό. Κι αὐτή, ὅμως, ἡ ἕνωση στήν Παρθένο ὀφείλεται»[4]. Ἡ Παναγία εἶναι τό μοναδικό πλάσμα, πού ἑνώθηκε ἄμεσα μέ τόν Θεό. Στήν Θεοτόκο ἑνώθηκε ὑποστατικά ἡ ἄκτιστη θεία φύση μέ τό ἐξ αὐτῆς πρόσλημμα, δηλαδή τήν κτιστή ἀνθρώπινη φύση. Ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος ἔλαβε ἀπό τήν Θεοτόκο τήν ἀνθρωπίνη φύση στήν ὑπόστασή Του, καί ἔγινε ἡ κοιλία τῆς Θεοτόκου ἐργαστήριον τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων, «εὐρύχωρον Θεοῦ παλάτιον καί πολύφωτον Χριστοῦ ἀνάκτορον»[5].

Ἡ Θεοτόκος ἔγινε πρόξενος ὅλων τῶν μεγαλειωδῶν ἀγαθῶν στούς ἀνθρώπους. «Ἐάν δέν εἶχε προηγηθῆ ἡ Θεοτόκος, κανείς δέν θά γινόταν πνευματικός ἄνθρωπος· κανείς δέν θά προσκυνοῦσε ἐν Πνεύματι τόν Θεό. Διότι τότε ἔγινε πνευματικός ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἡ Θεοτόκος ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κανείς δέν θά εἶχε θεογνωσία χωρίς τήν Θεοτόκο, κανείς δέν θά σωζόταν παρά μόνο διά τῆς Θεοτόκου»[6]. Ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος, «διά σοῦ τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ  γνωρίσαμε, καί… ἀξιωθήκαμε τῆς κοινωνίας τοῦ ἁγίου Σώματος καί  Αἵματός Του»[7].

Ὀνομάζεται ἡ Θεοτόκος «τεράστιον τηλεσκόπιον θείων βουλῶν»[8]. Διά τῆς Θεοτόκου κατανοοῦμε ἐν μέρει τό μυστήριον τοῦ Θεοῦ, διότι ἡ Θεοτόκος Μαρία, εἰσέδυσε περισσότερο ἀπό ὅλα τά δημιουργήματα στόν φωτοειδῆ χῶρο τῶν μυστηρίων τοῦ Υἱοῦ της καί ἔγινε μύστις τῶν ἀπορρήτων βουλῶν τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Θεοτόκος ὑπῆρξε ἡ μεγίστη θεολόγος. Ἄν προϋπόθεση τῆς θεολογίας εἶναι ἡ θεοπτία, ἡ Θεοτόκος ὄχι μόνο εἶδε τόν Θεό, ἀλλά τόν συνέλαβε στά σπλάχνα της, τόν κυοφόρησε καί τόν θήλασε. Ἔγινε Μητέρα Του καί μυήθηκε στά μυστήριά Του. Καί ὅμως, ἐνῶ κατεῖχε τήν ἀκρότατη θεολογία, παρέμεινε σιωπηλή καί ταπεινή μέσα στήν μεγαλοπρεπῆ θεϊκή της δόξα πού κατεῖχε ὡς Θεογεννήτωρ.

Ἡ Παναγία εἶναι Εὐαγγελίστρια ἀνώτερη ἀπό τούς Εὐαγγελιστές, διότι κανείς ἄλλος δέν γνώρισε τόσο καλά καί δέν ἔζησε τόσο κοντά στόν  Θεάνθρωπο Υἱό της. Παρ᾿ ὅλα αὐτά, δέν μίλησε γιά τόν Υἱόν της, κατά τόν ἐπίγειο βίο Του, ἀλλά «πάντα συνετήρει ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς»[9]. Οὔτε ἀργότερα ἔγραψε γι᾿ Αὐτόν. Ἡ ἴδια εἶναι τό τιμιώτατο θησαυροφυλάκιο τῶν λόγων καί τῶν πράξεων τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της. Ἡ σιωπή της εἶναι μεγαλοφωνότερη ρημάτων. Ὅσο ζοῦσε, κήρυττε μέ τήν σιωπή της καί τήν χαριτωμένη παρουσία της. Μετά τήν Μετάστασή της, κηρύττει μέ θαύματα καί σημεῖα, καί προσκαλεῖ σέ μετάνοια καί θεογνωσία τούς πάντες.

Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης γράφει ὅτι «ὁ νόμος διά Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καί ἡ ἀλήθεια διά Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο»[10]. Ἡ Καινή Διαθήκη ἀρχίζει ἀπό τήν Παναγία, ἀπό τήν σύλληψη τοῦ Θεοῦ Λόγου κατά τόν Εὐαγγελισμό. Ὁ Ἀρχάγγελος εἶπε τότε στήν Παρθένο: «Εὗρες χάριν παρά τῷ Θεῷ»[11]. Ἡ ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός, διά τῆς Θεοτόκου ἦλθε στόν κόσμο, καί ἡ χάρις, πού εἶναι χαρακτηριστικό τῆς Καινῆς Διαθήκης, διά τῆς Θεοτόκου ἔλαμψε καί φανερώθηκε. Γι᾿ αὐτό ἡ κεχαριτω- μένη Μαρία εἶναι ἡ μητέρα, ἡ ἀρχή καί ἡ πηγή τῆς χάριτος. Ἡ Παρθένος «εἶχε ἔνοικη τήν θεοειδῆ χάρη ἀπό τήν παιδική της ἡλικία περισσότερο ἀπό ὅλους»[12], ἔγινε ἡ ἴδια ταμεῖο καί περιοχή τῆς χάριτος, ἀλλά ἐπλήρωσε καί τά σύμπαντα μέ χάρη.

Ἡ Θεοτόκος ἔγινε «ποιητική θείας ἀγχιστείας»[13]. Ἡ μνηστεία τῆς Παρθένου μέ τόν Ἰωσήφ ἦταν τυπική, ἀλλά ἡ οὐσιαστική μνηστεία της ἔγινε μέ τόν Θεό. Ἡ ἀνύμφευτη νύμφη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δίνει τήν σάρκα στόν Λόγο, καί δέχεται τίς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ Λόγου. Γίνεται ἔτσι μεσίτης ἀντιδόσεων: Δίνει στόν Θεό τήν ἀνθρώπινη φύση μας καί ἀπό τόν Θεό δίνει σ᾿ ἐμᾶς τήν χάρη καί τήν σωτηρία. Σώζεται ἡ ἴδια διά τοῦ Υἱοῦ καί Σωτήρα της, καί σώζει τούς ἀνθρώπους δι᾿ Αὐτοῦ.

Ἡ Θεοτόκος δέν εἶναι μόνον ὁ ἀληθινός προπτωτικός ἄνθρωπος, ἀλλά εἶναι καί ὁ καινός ἄνθρωπος τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, «ἡ αὐγή τῆς μυστικῆς ἡμέρας»[14]. Διότι εἶναι ὁ μόνος ἄνθρωπος πού πέθανε καί ἀναστήθηκε, γιά νά μήν ξαναπεθάνη ποτέ, καί μετατέθηκε μέ τό σῶμα της στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Ὅπου κάθισε ὁ Χριστός στόν  οὐρανό, δηλαδή στά δεξιά τῆς μεγαλωσύνης, ἐκεῖ στέκεται καί αὐτή τώρα πού ἀνέβηκε ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό· ὄχι μόνο, διότι ἀγαπᾶ καί ἀγαπᾶται (ἀπό Αὐτόν) περισσότερο ἀπό ὅλους, λόγῳ τῆς φυσικῆς συγγένειας, ἀλλά καί, διότι, εἶναι ἀληθινά θρόνος Του· ὅπου δέ κάθεται ὁ βασιλεύς, ἐκεῖ στέκε- ται καί ὁ θρόνος Του»[15]. «Τά Σεραφείμ ἦταν γύρω ἀπό τόν Θεό, πλη- σίον ὅμως στόν ἴδιο μόνον ἡ Παντοβασίλισσα, ἡ ὁποία θαυμάζεται καί ἐγκωμιάζεται καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό»[16].

Ἡ Θεοτόκος, ἐπειδή εἶναι τό καινόν πρόσωπο, εἶναι καί τό καινόν ὄνομα. Αὐτή ἔγινε ἀπαρχή τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, καί ἀπό αὐτήν ἀνέ-πλασε τήν φύση τῶν ἀνθρώπων ὁ Χριστός. Ἀπό τήν σάρκα της δημιούργησε τόν νέο λαό τῆς χάριτος, τόν χριστιανικό, καί ἔκανε τούς συν- ανθρώπους της συμμόρφους τῆς θείας εἰκόνας[17]. «Τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ πού γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, τό σῶμα πού κοινωνοῦν οἱ πιστοί, αὐτό τό σῶμα δημιουργεῖ τήν καινή κτίση. Αὐτό εἶναι ἡ χώρα τῶν ζώντων, πού φανέρωσε στόν κόσμο ἡ χώρα τοῦ Ἀχωρήτου, ἡ Παρθένος Μαρία, ἡ μητέρα τῆς καινῆς κτίσεως»[18].

Γιά ὅλα αὐτά τά μεγαλεῖα της, ἡ Θεοτόκος τιμήθηκε περισσότερο ἀπό κάθε λογική καί νοερά φύση, ἀπό Ἀγγέλους καί ἀνθρώπους. Ἡ δόξα της ὑπερβαίνει ὅλη τήν κτίση καί εἶναι ἀντανάκλαση τῆς ἀκτίστου δόξης τῆς Τριαδικῆς κοινῆς δόξας. «Ἔπρεπε αὐτή, πού εἶδε τόν Υἱό της πάνω στόν Σταυρό…, νά Τόν βλέπη τώρα καθισμένον δίπλα στόν Πατέρα. Ἔπρεπε ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ νά πάρη ὅλες τίς τιμές τοῦ Υἱοῦ, καί νά λατρεύεται ὡς μητέρα τοῦ Θεοῦ ἀπό ὅλη τήν κτίση. Ἐνῶ πάντοτε ἡ κληρονομιά μεταβιβάζεται ἀπό τούς γονεῖς στά παιδιά, τώρα συμβαίνει τό ἀντίθετο· (ὁ Υἱός, δηλαδή, δίνει κληρονομία καί τιμές στήν Μητέρα Του). Διότι ὁ Υἱός ὑποδούλωσε στήν Μητέρα ὅλη τήν κτίση»[19].

Ἡ Κυρία Θεοτόκος, τώρα πού βρίσκεται στούς οὐρανούς, παρέχει στούς ἀνθρώπους ὅλες τίς δωρεές καί χάριτες. «Κάθε ἀποκάλυψη θεϊκῶν μυστηρίων καί κάθε εἶδος πνευματικῶν χαρισμάτων εἶναι σέ ὅλους ἀχώρητα χωρίς αὐτήν. Αὐτή δέχεται πρώτη τό πλήρωμα Ἐκείνου, πού  πληροῖ τά σύμπαντα, καί ὕστερα τόν κάνει σέ ὅλους χωρητό, ἀπονέμοντας στόν καθένα ἀνάλογα μέ τήν δύναμη καί τό μέτρο τῆς καθαρότητός του»[20].

Κατόπιν ὅλων αὐτῶν, «ὅλη ἡ κτίση δοξολογεῖ αὐτήν τήν Ἀειπάρθενη, καί ὄχι γιά κάποια μετρημένα ἔτη, ἀλλά αἰώνια καί στόν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος. Μποροῦμε ἀπό αὐτό νά καταλάβωμε ὅτι οὔτε ἐκείνη θά σταματήση ποτέ σέ ὅλους τούς αἰῶνες νά εὐεργετῆ ὅλη τήν κτίση…, ὄχι μόνο τήν  δική μας, τήν ὑλική, ἀλλά καί αὐτές τίς ἄϋλες καί ὑπερφυσικές ταξιαρχίες»[21]. Ἡ τιμή καί ἡ δόξα πού ἀπονέμομε πρός τήν Ἀειπάρθενο Θεοτόκο ἀνάγεται στόν γεννηθέντα ἀπό αὐτήν Υἱό της, γι᾿ αὐτό δέν παύει ποτέ, δέν ἔχει τέλος, ὅπως δέν ἔχει τέλος ὁ Ἄναρχος Υἱός της.

Ἡ Θεοτόκος δέν εὐεργέτησε μόνο τούς ἀνθρώπους, ἀλλά «φάνηκε χρήσιμη καί στούς Ἀγγέλους, στίς ἴδιες τίς Ἀρχές καί Ἐξουσίες. Ἔκαμε νά ἀνατείλλη καί γι᾿ αὐτούς τό φῶς, τούς ἔδωσε τήν δυνατότητα νά  γίνουν σοφώτεροι ἀπό πρίν καί καθαρώτεροι, νά γνωρίσουν τήν ἀγαθότητα καί τήν σοφία τοῦ Θεοῦ καλύτερα. Γιατί ἡ πολυποίκιλη σοφία τοῦ Θεοῦ διά μέσου αὐτῆς γνωρίσθηκε στίς Ἀρχές καί στίς Ἐξουσίες, καί τό βάθος τοῦ πλούτου τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ διά μέσου αὐτῆς, σάν νά χρησιμοποιοῦσαν τά μάτια ἤ τό φῶς τό δικό της, τό εἶδαν καθαρά ὅλοι. Ἔτσι ἡ Παρθένος ὑπῆρξε ὁ μοναδικός ὁδηγός κά- θε ψυχῆς καί κάθε νοῦ πρός τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ»[22].

Διά τῆς Θεοτόκου οἱ Ἄγγελοι ἔλαβαν τήν ἀτρεψία τους. Οἱ Ἄγγελοι, πού πρίν ἦταν δυσκίνητοι πρός τό κακό, τώρα ἔγιναν ἀκίνητοι, καί διά τοῦ μυστηρίου τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως ἔλαβαν τήν ἀτρεψία πρός τό κακό, καί ἀξιώθηκαν μεγαλυτέρων χαρισμάτων[23]. Χάρισε ἡ Θεοτόκος στούς Ἀγγέλους τήν ἀτρεψία καί στούς ἀνθρώπους τήν σωτηρία, διότι ἔγινε μητέρα τοῦ Σωτῆρος.

Κατά τόν ἅγιο Νικόδημο, «ὅσο περισσοτέρους ἀνθρώπους ἐπιστρέψη κάποιος στόν Θεό, τόσο περισσότερο μεγαλύνει καί πλατύνει τήν κυριότητα τοῦ Θεοῦ. Ποιό ἄλλο κτῖσμα ἐπέστρεψε περισσότερους ἀνθρώπους στόν Θεό ἀπό τήν Θεοτόκο, ἡ ὁποία διά τοῦ ἀσπόρου τόκου της προσείλκυσε ὅλα τά Ἔθνη τῆς γῆς στήν θεογνωσία, καί τά ὑπέταξε στήν βασιλεία καί κυριότητα τοῦ Θεοῦ; Ὅλοι οἱ Ἄγγελοι πού ἔχουν τήν ἐπιστασία τῶν Ἐθνῶν, δέν ὑπέταξαν τόσους ἀνθρώπους στόν Θεό οὔτε ἐμεγάλυναν τόσο τήν κυριότητα τοῦ Θεοῦ, ὅσο μόνη ἡ Θεοτόκος. Καί ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι, πού ἀπεστάλησαν γιά νά μαθητεύσουν ὅλα τά Ἔθνη, δέν ἔσωσαν τόσες ψυχές ἀνθρώπων οὔτε ἐπλάτυναν τόσο τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅσο μόνη ἡ Θεοτόκος»[24]. Αὐτή ἡ Θεοτόκος, «ἡ μηδένα διδάξασα» ὅσο ζοῦσε στήν γῆ, μετά τήν Μετάστασή της ὅμως στόν οὐρανό, μέ τήν ὑπεράφθονη χάρη πού ἔχει καί τά πολλά θαύματα πού ἐνεργεῖ, μεγαλύνει τόν Κύριο καί πλατύνει τήν Βασιλεία σώζοντας, διά τοῦ Υἱοῦ της ἀναρίθμητες ψυχές.

Ὑπῆρξε ἡ Παναγία, κατά τόν ὑμνογράφο, «βασιλέως θυγάτηρ καί ἀληθῶς Δέσποινα καί παμβασιλέως Δεσπότου Μήτηρ»[25]. Ὅπως ὁ Χριστός ἦταν υἱός τοῦ Δαυΐδ καί Κύριός Του, παρομοίως καί ἡ Παναγία εἶναι θυγάτηρ Δαυΐδ καί  βασίλισσά Του, ὅπως ὁ ἴδιος τήν ἀποκαλεῖ[26].

Ὅπως ὁ Χριστός ἦταν «ἀόρατος κατά φύσιν, ἀλλ᾿ ἦν ἐμφανής διά τοῦ σώματος»[27], ἦταν δηλαδή ὁρατός σωματικά στούς ἀνθρώπους ἀλλά ἀόρατος ὡς Θεός, καί ἡ Παναγία Μητέρα Του, «ἡ τῶν μεγαλείων τυχοῦσα τοῦ Δυνατοῦ, ὁρωμένη τε ἐτύγχανε καί ἀόρατος»[28]. Ὡς ἄνθρωπος δηλαδή ἡ Παρθένος Μαρία ἦταν ἀθέατη, ὅταν κατοικοῦσε στόν ἄβατο καί θεῖο ναό, καθώς ἀόρατη ἦταν καί ἡ ἀρετή της καί τό μοναδικό ψυχικό κάλλος της. Ἐπειδή ἦταν ὁρατή καί ἀόρατη, ἀπετέλεσε εἰκόνα καθαρή τοῦ ὁρατοῦ καί ἀοράτου Θεοῦ, πού γεννήθηκε ἀπ᾿ αὐτήν[29].

Ὁ Χριστός ὑπῆρξε μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων, καί ἡ Παναγία μέ διαφορετική ἔννοια, ὡς «πρεσβεύουσα» εἶναι μεσίτρια, ὅπως ψάλλομε στίς Παρακλήσεις της: «Καί σέ μεσίτριαν ἔχω πρός τόν φιλάνθρωπον Θεόν…». Ὁ Χριστός εἶναι ἐκ φύσεως μεσίτης ὡς Θεάνθρωπος καί ὡς σύνδεσμος κτιστοῦ καί ἀκτίστου, ἐνῶ ἡ Θεοτόκος εἶναι μεσίτης κατά χάριν καί προαιρετικῶς.

Ὁ Χριστός εἶναι Παράκλητος, ὁ πρῶτος Παράκλητος. Ὁ δεύτερος εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ κατ᾿ ἐξοχήν καί κατ᾿ ὄνομα Παράκλητος. Τρί- τος παράκλητος μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἡ Θεοτόκος, «ἡ μετά τόν Παράκλητον ἄλλος παράκλητος»[30]. Κατά τόν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, ἡ Θεοτόκος «ὑπῆρξε πρίν ἀπό τόν Παράκλητο, “παράκλητος ὑπέρ ἡμῶν πρός τόν Θεόν”, γιά νά χρησιμοποιήσωμε τήν ἔκφραση τοῦ Παύλου, ὑψώνοντας πρός Αὐτόν γιά χάρη τῶν ἀνθρώπων ὄχι τά χέρια Της, ἀλλά ἀντί γιά ἄλλη ἱκεσία τήν ἴδια τήν ζωή Της. Καί ἔφθασε ἡ ἀρετή μιᾶς ψυχῆς νά σταματήση τήν κακία τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν αἰώ- νων! Ὅπως ἡ κιβωτός, (ἔτσι καί ἡ Θεοτόκος) ἔσωσε τόν ἄνθρωπο, κατά τό κοινό ναυάγιο τῆς οἰκουμένης»[31].

Ἡ Παναγία γιά τήν χαρισματική ἀναμαρτησία της ὑπῆρξε ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος. «Ἡ Παρθένος ἔδειξε τόν ἄνθρωπο τέτοιον πού δημιουργήθηκε, ὅπως δηλαδή ἦταν στόν παράδεισο· ὁ Χριστός ἔδειξε τόν ἄνθρωπο τέτοιον πού ἔπρεπε νά γίνη· πραγματοποίησε δηλαδή τόν τελικό σκοπό τοῦ ἀνθρώπου, τήν θέωση, καί τόν ὁδήγησε στούς κόλπους τῆς Παναγίας Τριάδος»[32]. «Ἡ Παναγία γεννᾶ τόν Χριστό, πού σώζει καί ἀνακαινίζει τόν κόσμο, καί γίνεται μητέρα τῆς καινῆς κτίσεως. Ὁ Χριστός ὡς Υἱός Παρθένου εἶναι ὁ καινός ἄνθρωπος καί ἡ καινή  κτίση. Ἐκεῖνος, πού ἑνώνεται καί ζεῖ μέ τόν Χριστό, γίνεται μέτοχος τῆς καινῆς κτίσεως»[33].

Τό θαῦμα τῆς Παρθένου εἶναι κατ᾿ ἐξοχήν θαῦμα Χριστολογικό, τά δέ μεγαλεῖα της εἶναι ἡ ἀνάκλαση σ᾿ αὐτήν τῶν μεγαλείων τοῦ ἀφράστου τόκου της[34]. Ἀρκοῦσε μόνη αὐτή ἡ Πάναγνη, χωρίς κανέναν ἄλλο ἄνθρωπο νά κηρύττη τήν μεγαλουργική δόξα τοῦ Θεοῦ, διότι «ἐμεγάλυνε ὁ Κύριος τό ὄνομά της· ὑπερύψωσε τήν δόξα της· τήν ἀνεβίβασε πάνω ἀπό ὅλη τήν ὁρατή καί ἀόρατη κτίση…, ἔκανε τό ὄνομά της μεγά- λο στούς Ἀγγέλους καί μεγάλο καί ποθητό στό ἀνθρώπινο γένος»[35].

Αὐτά εἶναι ἐλάχιστα ἀπό τά ἄπειρα καί ὑπερμέγιστα μεγαλεῖα τῆς Θεοτόκου. Ὑπάρχουν ἀκόμη καί πολλά ἄγνωστα καί ἀνεξιχνίαστα μεγαλεῖα μέ τά ὁποῖα τίμησε καί δόξασε τήν ὑπερένδοξη Μητέρα Του ὁ Υἱός της καί Σωτήρας τοῦ Κόσμου. Ἡ κεχαριτωμένη Θεοτόκος, γιά τήν ἀναμάρτητη ζωή της καί γιά τήν φιλοθεΐα της ἔγινε Θεοτόκος καί Θεογεννήτωρ. Ὁ Χριστός ἐμεγάλυνε τήν ὑπερένδοξη Μητέρα Του, διότι αὐτή πρώτη ἐμεγάλυνε τόν Θεό, καί δόξασε τήν ἀνθρώπινη φύση μας καί ὁ Χριστός τήν κόσμησε μέ τόσα φανερά καί ἀφανῆ μεγαλεῖα, τήν ἀνύψωσε ὑπεράνω ὅλης τῆς κτίσεως, τήν ἔχει ἀναστημένη τιμητικά στά δεξιά Του καί εἰσακούει τίς πρεσβεῖες καί τίς παρακλήσεις της γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

Ἀπόσπασμα ἀπό τό ἐκδοθέν βιβλίο Η ΘΕΟΓΕΝΝΗΤΡΙΑ, Ἅγ. Ὄρος, σ. 298.

  1. 38. Κανών Ἀκαθίστου, ᾨδή Ϟ΄.
  2. 39. Θεοτοκίον νεκρωσίμου Ἀκολουθίας.
  3. 40. Δοξαστικόν τῆς Λιτῆς τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου.
  4. 41. Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα, …, σ. 169.
  5. 42. Ἁγ. Δαμασκηνοῦ, ἦχ. Γ΄, Κάθισμα ς΄ ᾠδῆς, Θεοτοκάριον Ἁγ. Νικοδήμου, τῇ Παρασκευῇ.
  6. 43. Ἁγ. Γερμανοῦ Α΄, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Λόγ. Α΄, Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς ἁγίας Θεοτόκου, PG 98, 349B.
  7. 44. Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, Εὐχαί τῆς Θεοτόκου 3, Ἔργα, τόμ. Ϟ΄, σ. 359.
  8. 45. Ἁγ. Ἀνδρέου Κρήτης, ἦχ. πλ. Α΄, Προσόμοιον, Θεοτοκάριον Ἁγ. Νικοδή- μου, τῇ Κυριακῇ.
  9. 46. Λουκ. β΄, 19.
  10. 47. Ἰωάν. α΄, 17.
  11. 48. Λουκ. α΄, 30.
  12. 49. Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμ. ΝΒ΄, 13, Ἐκφωνηθεῖσα κατά τήν εἰς τά Ἅγια τῶν ἁγίων Εἴσοδον τῆς Πανυπεράγνου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ΕΠΕ 11, σ. 252.
  13. 50. Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Λόγ. ΝΓ΄, Εἰς τήν Εἴσοδον καί εἰς τόν θεο- ειδῆ βίον τῆς Θεοτόκου, ΕΠΕ 11, σ. 266.
  14. 51. Ἀκάθιστος ὕμνος, «Ἴδον παῖδες χαλδαίων…».
  15. 52. Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμ. ΛΖ΄, Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, ΕΠΕ 10, σ. 455. PG 151, 469C.
  16. 53. Αὐτόθι.
  17. 54. Βλ. Ἁγ. Γερμανοῦ Α΄, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Λόγ. Β΄, Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, PG 98, 353B.
  18. 55. Μαντζαρίδου Γεωργίου, Ἡ παρθένος Μαρία μητέρα τῆς καινῆς κτίσεως, Πρακτικά…, σ. 277.
  19. 56. Ἁγ. Δαμασκηνοῦ, Λόγ. Β΄, Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, ΕΠΕ 9, σ. 301–303.
  20. 57. Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Λόγ. ΝΓ΄, Εἰς τήν Εἴσοδον καί εἰς τόν θεο- ειδῆ βίον τῆς Θεοτόκου, ΕΠΕ 11, σ. 311.
  21. 58. Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμ. ΛΖ΄, Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, PG 151, 472A.
  22. 59. Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα, …, σ. 175–177.
  23. 60. Βλ. Ἁγ. Νικοδήμου, Κῆπος Χαρίτων, ὑποσημείωση τῆς σ. 197, ὅπου ἀνα- φέρει καί ἄλλες σχετικές πατερικές μαρτυρίες, γιά τό θέμα τῆς ἀτρεψίας τῶν Ἀγγέλων: Ἁγ. Δαμασκηνοῦ, Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἁγ. Μαξίμου, Νικη- φόρου Ξανθοπούλου καί Νικήτα Σειρῶν.
  24. 61. Ἁγ. Νικοδήμου, Κῆπος Χαρίτων, σ. 196.
  25. 62. Ἁγ. Ἀνδρέου Κρήτης, ἦχ. πλ. Δ΄, ᾠδή γ΄, Θεοτοκάριον Ἁγ. Νικοδήμου, τῇ Δευτέρᾳ.
  26. 63. Ψαλμ. μδ΄, 10–11.
  27. 64. Ἁγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Κατά Νεστορίου δυσφημιῶν, PG 96, 105A.
  28. 65. Ἰσιδώρου Θεσσαλονίκης, Λόγ. Β΄, Εἰς τήν εἰς τά Ἅγια τῶν ἁγίων Εἴσο- δον τῆς Θεοτόκου, PG 139, 65 BC.
  29. 66. Βλ. Αὐτόθι.
  30. 67. Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, Ἔργα, τόμ. Ϟ΄, σ. 363 –364.
  31. 68. Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα, …, σ. 127.
  32. 69. Αὐτόθι, σ. 106, ὑποσημείωση 84, σχόλιο Παν. Νέλλα.
  33. 70. Μαντζαρίδου Γεωργίου, Ὀρθόδοξη πνευματική ζωή, σ. 180.
  34. 71. Βλ. Θεοδώρου Ἀνδρέα, Ἡ κόρη τῆς Βασιλείας, σ. 241.
  35. 72. Ἰακώβου μοναχοῦ, Λόγ. Δ΄, Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τῆς ὑπεραγίας Θεοτό- κου, PG 127, 669D.