Γράφει ο Λάζαρος Καμπουρίδης, αντιστράτηγος ε.α.
Το φερόμενο ως «θετικό κλίμα» το οποίο έχει δημιουργηθεί σε Αθήνα και Άγκυρα δημιουργώντας προσδοκίες για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών μέσω της Χάγης, φαίνεται να παρουσιάζει κάποια προβληματική, αφού υπάρχει διαφορά στην γκάμα των θεμάτων, όπως αποκαλύπτουν οι δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων των δύο χωρών και η Ελλάδα θα πρέπει να είναι έτοιμη για την επιστροφή σε καταστάσεις έντασης παρόμοιες με αυτές του άμεσου παρελθόντος.
Το ερώτημα είναι εάν οι αναφορές περί ελληνικών παραχωρήσεων σημαίνουν ότι η ελληνική Στρατηγική αλλάζει και από χαρακτηριστικά «αποτροπής» αποκτά πλέον χαρακτηριστικά «κατευνασμού» επιχειρώντας σε εξευμενισμό της Τουρκίας.
Το ελληνικό Δόγμα είναι «Αμυντικό» και η Εθνική μας Πολιτική στοχεύει στην «αποτροπή» της τουρκικής απειλής αποσκοπώντας στο να πείσει την Τουρκία ότι το κόστος χρήσης στρατιωτικής βίας κατά της Ελλάδος θα είναι δυσανάλογα μεγαλύτερο από το όφελος. Ο χαρακτήρας της αποτροπής εξάλλου φαίνεται όχι μόνο από την δομή και την αμυντική διάταξη των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, αλλά και από την συνέχιση του εξαιρετικού εξοπλιστικού προγράμματος το οποίο ενοχλεί και προβληματίζει σοβαρά την Άγκυρα.
Το τουρκικό Αμυντικό Δόγμα από το 2018, έχει τροποποιηθεί καθώς από «Δόγμα Αποτροπής» έχει μετατραπεί στο επιθετικό «Δόγμα του Προληπτικού Πλήγματος» (εκτός συνόρων), συμπεριλαμβάνοντας το επίσης επιθετικό Δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Στο πλαίσιο αυτό η Τουρκία έχει διευρύνει τον Ζωτικό Χώρο της πραγματοποιώντας επιχειρήσεις και διατηρώντας εδάφη σε Ιράκ και Συρία υπό το πρόσχημα καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Το Δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» το οποίο επίσης αποσκοπεί στη διεύρυνση του Ζωτικού Χώρου της Τουρκίας, απειλεί ώστε να τεθούν υπό τον έλεγχό της θαλάσσιες περιοχές του Αιγαίου και της Μεσογείου αμφισβητώντας κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου. Με βάση το τελευταίο Αμυντικό Δόγμα της η Τουρκία όχι μόνο προέβει σε δομικές αλλαγές στο στράτευμα, αλλά προσάρμοσε ανάλογα και το πρόγραμμα εξοπλισμών της.
Είδαμε προεκλογικά τον πρώην Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών Μ. Τσαβούσογλου να θέτει την Χάγη ως επιλογή επίλυσης των διαφορών των δύο χωρών, υπό την προϋπόθεση όμως, η μία διαφορά που θέτει η Ελλάδα να συμπεριλάβει μία ευρύτερη γκάμα θεμάτων, αποκαλύπτοντας μάλιστα ότι πρόκειται για τις θαλάσσιες ζώνες, την αποστρατιωτικοποίηση, την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριότητας σε αριθμό ελληνικών νησιών, μικρονήσων και βραχονησίδων, την μουσουλμανική μειονότητα στην ελληνική Θράκη κλπ.
Η ελληνική Κυβέρνηση συνεχίζει να αναφέρεται σε μία διαφορά, αυτή των θαλασσίων ζωνών ενώ μετεκλογικά και ειδικότερα μετά την συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στο Βίλνιους, παρουσιάζεται στην Ελλάδα ως ευκαιρία η εκμετάλλευση του θετικού κλίματος που έχει δημιουργηθεί προς επίλυση των διαφορών και μάλιστα μέσω της Χάγης, προβάλλοντας ταυτόχρονα από κυβερνητικά χείλη ότι, η διαδικασία αυτή δεν πρόκειται να θέσει σε κίνδυνο την κυριαρχία και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Αυτό που προκαλεί ερωτηματικά, είναι η στάση του Ερντογάν, αφού φαίνεται ότι παραβιάζει τα συμφωνηθέντα, δηλαδή την αμοιβαία τήρηση χαμηλών τόνων και προβαίνει σε αποκαλύψεις οι οποίες προκαλούν την ελληνική κοινή γνώμη, εκθέτοντας την ελληνική πλευρά η οποία με την σειρά της αναγκάζεται σε αντίστοιχες διαψεύσεις.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα, η αποκάλυψη Ερντογάν την 14η Ιουλίου περί επικείμενων συζητήσεων από τα Υπουργεία Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας για το θέμα των δικαιωμάτων και των Μουφτήδων της μουσουλμανικής μειονότητας στην Ελληνική Θράκη καθώς και η αναφορά του Ερντογάν κατά την επιστροφή του από τα κατεχόμενα, στα περί συζητήσεων στο Βίλνιους με τον Έλληνα Πρωθυπουργό για την αποστρατιωτικοποίηση νησιών του Αιγαίου. Στο ίδιο πλαίσιο θα πρέπει να συνεξεταστούν και οι προκλητικές δηλώσεις του εκπροσώπου του κυβερνώντος κόμματος στην Τουρκία Ο. Τσελίκ, ο οποίος μεταξύ των άλλων αφού απείλησε τόνισε χαρακτηριστικά ότι, δεν μπορεί να υπάρξει συζήτηση για επίλυση των θεμάτων χωρίς την αποστρατιωτικοποίηση νησιών. Από ελληνικής πλευράς ακολούθησαν διαψεύσεις στις δηλώσεις Ερντογάν, όμως προκαλεί προβληματισμό, το γεγονός ότι Άγκυρα και Αθήνα φαίνεται να μιλούν για διαπραγματεύσεις επί διαφορετικής προς διαπραγμάτευση γκάμας θεμάτων.
Η Αθήνα είναι λογικό να τηρεί μία δεοντολογία μυστικότητας αφού πρόκειται για ευαίσθητα εθνικά θέματα, όμως θα πρέπει να λάβει μαθήματα αναξιοπιστίας από την στάση του Ερντογάν, ο οποίος δείχνει βιαστικός ασκώντας πίεση, επιχειρεί να προετοιμάσει και να καταβάλλει την ελληνική κοινή γνώμη, προσπαθεί να διευρύνει τη γκάμα των θεμάτων αλλά και να αποκομίσει οφέλη πριν την διαπραγμάτευση, κάνοντας επίδειξη ισχύος και προβάλλοντας ότι αυτός διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Πως πρέπει να αντιδράσει η Αθήνα
Επειδή οι οιωνοί από την Άγκυρα δεν είναι θετικοί προς την κατεύθυνση που αρχικά εννόησε η Αθήνα, η ελληνική πλευρά θα πρέπει να έχει στο συρτάρι της ένα σχέδιο απεμπλοκής και αντιμετώπισης της τουρκικής επιθετικότητας, καθώς είναι γνωστή η τουρκική τακτική μη τήρησης των συμφωνηθέντων και διεύρυνσης των αξιώσεών της.
Επίσης, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να έχει έτοιμο ένα επικοινωνιακό σχέδιο απεμπλοκής, αφού η Άγκυρα θα επιχειρήσει να χρεώσει στην Αθήνα ένα πιθανό ναυάγιο στις διαπραγματεύσεις και θα προβεί σε αποκαλύψεις θεμάτων που η ελληνική πλευρά τηρούσε για λόγους δεοντολογίας ως κρυφά, με σκοπό να προκαλέσει τριγμούς στο ελληνικό πολιτικό σύστημα.
Η ελληνική πολεμική μηχανή έχει σχεδιασθεί και είναι ικανή να εξασφαλίσει την «αποτροπή», όπως φάνηκε και από την στάση της Άγκυρας την τελευταία 3ετία, όπου προτίμησε να εφαρμόσει ένα σχέδιο άσκησης υβριδικής πίεσης αποφεύγοντας την στρατιωτική εμπλοκή με την Ελλάδα. Σε αυτό συντείνει ιδιαίτερα το προβάδισμα της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας έναντι της τουρκικής, θέμα το οποίο αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα της Τουρκίας, κάτι το οποίο αναγνωρίζουν πλέον ανοιχτά και Τούρκοι πολιτικοί – στρατιωτικοί αναλυτές.
Δεν υφίσταται λόγος ελληνικής βιασύνης για διαπραγματεύσεις με φόντο τις διαφαινόμενες «γκρίζες» προθέσεις της Άγκυρας, καθώς ο χρόνος λειτουργεί υπέρ των συμφερόντων του Ελληνισμού (Ελλάδα-Κύπρος), αφού ο μεγαλοϊδεατισμός της Άγκυρας, θα την στρέψει και πάλι εναντίον των χωρών με τις οποίες η τουρκική διπλωματία προσπαθεί τελευταία να αποκαταστήσει τις σχέσεις της.
Δεν θα πάρει πολύ χρόνο στη Δύση να αντιληφθεί ότι η Άγκυρα δεν έχει αλλάξει στρατηγικό προσανατολισμό αλλά χρησιμοποιεί τον τακτικισμό της επίπλαστης δυτικής στροφής της, για να ικανοποιήσει τον μεγάλο στόχο του Πανισλαμικού-Παντουρκικού Σχεδίου, γνωστού ως «Αιώνας της Τουρκίας».
Μία πιθανή ελληνική στροφή από την «αποτροπή» προς τον «κατευνασμό» θέτει σε κίνδυνο την ελληνική κυριαρχία αφού μία πιθανή συζήτηση και επί του θέματος της αποστρατιωτικοποίησης νησιών του Αιγαίου όπως διατείνεται η Άγκυρα, θα είναι οδυνηρή για όλο τον Ελληνισμό. Σε μία τέτοια περίπτωση, ο έλεγχος του μισού Αιγαίου από την Τουρκία θα σημάνει αχρήστευση όλου του ελληνικού αμυντικού μηχανισμού, καθώς το Αιγαίο αποτελεί την καρδιά της άμυνας – αποτροπής στην ενιαία γραμμή Έβρος-Αιγαίο-Κύπρος, γιγαντώνοντας ακόμη περισσότερο τις τουρκικές ορέξεις για μελλοντικές εθνικές τραγωδίες.
εφημερίδα “ΤΟ ΠΑΡΟΝ της Κυριακής”