Αντιεκκλησιαστικός ο τρόπος διδασκαλίας των θρησκευτικών

Γράφει ο Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ, Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων

 

Η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ), μετά από έναν αγώνα (10) ετών και την προσφυγή της στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), με τη βοήθεια και άλλων φορέων και κάποιων Μητροπόλεων, κατάφερε, συν Θεώ, ώστε να επανέλθει η σχολική διδασκαλία των Θρησκευτικών, από τον ουδετερόθρησκο και πολυθρησκειακό χαρακτήρα, που είχε οδηγηθεί, στον ορθόδοξο χριστιανικό.

Με βάση τις γνωστές (4) αποφάσεις του ΣτΕ (2018 και 2019), το Υπουργείο Παιδείας δεσμεύεται, πλέον, έτσι, ώστε να μην ανατρέπεται η κανονικότητα του ορθόδοξου χριστιανικού μαθήματος στα σχολεία.

Τα Προγράμματα και τα Βιβλία των Θρησκευτικών οφείλουν να είναι προσαρμοσμένα και συμμορφωμένα στον συνταγματικό σκοπό, δηλαδή, στην ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των μαθητών/τριών (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ.).

Οι αποφάσεις του ΣτΕ, επίσης, διευκρίνισαν, με πολύ συγκεκριμένο τρόπο, πώς ερμηνεύεται η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως», που αναφέρεται ως «αποστολή της παιδείας» στο άρθρο (16) του Ελληνικού Συντάγματος, επισημαίνοντας ότι «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» σημαίνει «ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης».

 Προς τούτο, η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, κατά το ΣτΕ, πρέπει να διδάσκεται «επί ικανό αριθμό ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως, να μην υποβαθμίζεται και να περιλαμβάνει, οπωσδήποτε, με σαφήνεια και πληρότητα, τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού».

Το ΣτΕ, ακόμη, αντιμετώπισε το θέμα της ανισότητας που υφίστανται οι ορθόδοξοι μαθητές/τριες στη διδασκαλία του ΜτΘ, σε σχέση με  τους Έλληνες μαθητές/τριες των άλλων θρησκευμάτων.

Στο σημείο (17) της με αρ. 1749 του 2019 απόφασής του αναφέρει ότι: «επειδή ο νομοθέτης, για ετερόδοξους ή αλλόθρησκους μαθητές έχει ρητώς προβλέψει δυνατότητα διδασκαλίας του οικείου δόγματος ή θρησκείας, σύμφωνα με την συνταγματική αρχή της ισότητας, το Κράτος δεν μπορεί, ρυθμίζοντας το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών, να στερήσει από τους μαθητές, που ασπάζονται ορισμένο δόγμα ή θρησκεία, το δικαίωμα, το οποίο αναγνωρίζει σε μαθητές που ανήκουν σε άλλα δόγματα ή θρησκείες, να διδάσκονται αποκλειστικά τα δόγματα της πίστεώς τους».

 Έτσι, ως προς τον τρόπο διδασκαλίας, το ΣτΕ αποφάσισε ότι «πρέπει το μάθημα να διατηρεί ως προέχουσα και κύρια μέριμνα, όχι την παροχή πληροφοριών ή την επεξεργασία γνώσεων ή την ανάπτυξη προβληματισμών ιστορικής, θρησκευτικής ή κοινωνιολογικής φύσεως (αντικείμενο άλλωστε και άλλων μαθημάτων), αλλά την καλλιέργεια των κατάλληλων προϋποθέσεων, ώστε να μπορεί να μεταδοθεί το προεκτεθέν, κατά το Σύνταγμα, περιεχόμενό του».

Το Υπουργείο Παιδείας προσπάθησε, εν μέρει, στα Μεταβατικά Προγράμματα, που με ΦΕΚ δημοσίευσε το 2020, να προσαρμόσει τη διδασκαλία του Μαθήματος των Θρησκευτικών στις αποφάσεις του ΣτΕ.

Έτσι, όπως αναφέρει το Πρόγραμμα για το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, οι μαθητές και οι μαθήτριες αφενός, μπορούν να αναπτύσσουν «ικανότητες και επάρκειες και διαθέσεις και στάσεις ζωής» αλλά και να συνδυάζουν «την κατάκτηση γνώσεων, με τη βιωματική προσέγγισή τους, προς όφελος της ολόπλευρης και ιδιαίτερα της θρησκευτικής τους ανάπτυξης».

Και σε άλλα σημεία των μεταβατικών Προγραμμάτων υπάρχουν τέτοιες οδηγίες, έτσι, ώστε το σχολείο, μέσω του ΜτΘ, «να συνεισφέρει δημιουργικά στην ανάπτυξη και καλλιέργεια της θρησκευτικής συνείδησης των Ορθόδοξων Χριστιανών μαθητών και μαθητριών, και, παράλληλα, να συμβάλει στην ολόπλευρη ανάπτυξή τους (θρησκευτική, γνωστική, πνευματική, κοινωνική, ηθική, ψυχολογική, αισθητική, και δημιουργική)».

Ωστόσο, τα μεταβατικά βιβλία, που χορηγήθηκαν στους ορθόδοξους μαθητές, κατά τα σχολικά έτη 2020 – 2021 και 2021 – 2022,  είναι εντελώς ακατάλληλα για να υπηρετήσουν τα ως άνω Προγράμματα και να αναπτύξουν την ορθόδοξη συνείδηση των μαθητών/τριών, καθώς η ύλη τους αποτελεί  αντιγραφή των ακυρωμένων από το ΣτΕ βιβλίων-φακέλων του Φίλη (2016) και του Γαβρόγλου (2017).

Αυτό που χαρακτηρίζει το περιεχόμενο αυτών των Βιβλίων είναι ο ορθολογικός και γνωσιολογικός τους χαρακτήρας και η μεθόδευση που κάνουν για την απομάκρυνση των μαθητών από την εκκλησιαστική ζωή, μέσα από τη μεθοδευμένη απόρριψη της βιωματικής αγωγής, που αποτελεί έναν βασικό και απαραίτητο τρόπο μαθήσεως για όλα τα σχολεία του κόσμου και σε όλα τα μαθήματα και ιδιαίτερα για το ΜτΘ.

 Έτσι, παρατηρούμε ότι οι υπεύθυνοι των Βιβλίων των ορθοδόξων Θρησκευτικών βρήκαν έναν τρόπο να μην εφαρμόζονται, στην πράξη, οι αποφάσεις του ΣτΕ, με την απομάκρυνση από τα Βιβλία του ΜτΘ του βιωματικού τρόπου διδασκαλίας του. Ενώ, λοιπόν, βλέπουμε τον βιωματικό τρόπο διδασκαλίας να είναι έκδηλος και να χρησιμοποιείται ευρύτατα ως πολύτιμο εργαλείο, στη διδασκαλία του ΜτΘ στα εβραϊκά και μουσουλμανικά Βιβλία του ΜτΘ της χώρας, προκειμένου να βοηθούνται τα παιδιά στην ενσωμάτωσή τους στις θρησκείες τους, είναι ανύπαρκτη στα εγκεκριμένα ισχύοντα από το 2020 μεταβατικά ορθόδοξα βιβλία του ΜτΘ.

Ο σκοπός είναι εμφανής. Είναι πλέον σαφές ότι το Υπουργείο Παιδείας δεν ακολουθεί, αλλά παραβιάζει σαφέστατα τις αποφάσεις του ΣτΕ, στοχεύοντας, όχι στην ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως, που επιτυγχάνεται με βιωματική αγωγή, αλλά στην αποεκκλησιαστικοποίηση των μαθητών/τριών και αδικώντας, έτσι, με αυτήν την ανισότητα, τους έλληνες ορθόδοξους μαθητές έναντι των ελλήνων μαθητών των άλλων θρησκειών. Μόνον οι ορθόδοξοι μαθητές, επομένως, απομακρύνονται, μεθοδευμένα, από τη δική τους πίστη, μέσω της ύλης και των μεθόδων διδασκαλίας των ουδετερόθρησκων Βιβλίων που χορηγούνται στους μαθητές/τριες.

Έτσι, είναι ολοκάθαρο ότι το Υπουργείο Παιδείας μέσω των ακυρωμένων Βιβλίων Θρησκευτικών, που χορηγούνται στα ορθόδοξα παιδιά, τα οποία αποτελούν και την μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού μαθητικού πληθυσμού, τα θεωρεί και τα αντιμετωπίζει, ως να μην έχουν καμιά σχέση με την Εκκλησία τους και ως να μην ανήκουν ως μέλη σ’ αυτήν, καθώς τα ξεναγεί και δεν τα προτρέπει να συμμετέχουν σε ό, τι συμβαίνει στην μυστηριακή, λατρευτική και κοινωνική της ζωή,  με στόχο να αισθάνονται μακράν της Εκκλησίας, ως ξένοι επισκέπτες και παρατηρητές.

Η συμμετοχή στη ζωή της Εκκλησίας εμφανίζεται στα δικά τους Βιβλία Θρησκευτικών, ως ένα ιστορικό παραμύθι, που αφορά σε άλλους και όχι στους ίδιους τους μαθητές/τριες, που μαθαίνεται γνωσιολογικά και που δεν σχετίζεται με τη δική τους πνευματική ζωή και ανάπτυξη. Ουσιαστικά, δηλαδή, πρόκειται για μια μεθόδευση αποξένωσης και απομάκρυνσής τους από την πίστη τους.

Για παράδειγμα, παραθέτουμε κείμενο των Θρησκευτικών των Ελλήνων Εβραίων μαθητών, από το βιβλίο: «Βασικές αρχές του Ιουδαϊσμού», όπου παρατηρούμε με ποιο βιωματικό τρόπο μαθαίνουν να συμμετέχουν τα εβραιόπουλα στη λατρευτική ζωή της πίστεώς τους, αναπτύσσοντας έτσι, συστηματικά, τη θρησκευτική τους συνείδηση:

«Η λέξη “Ωσσανά” σημαίνει “Λύτρωσέ μας” και δείχνει τον χαρακτήρα των δεήσεών μας προς τον Θεό… Κατά τις ημέρες χαράς για την εορτή της Σκηνοπηγίας, παρακαλούμε για τη σωτηρίας μας. Στην περιφορά λαβαίνουν μέρος παιδιά, που κρατούν σημαιούλες» (σ. 42-43).

 Για τον εορτασμό της ημέρας του Εξιλασμού, το ίδιο σχολικό βιβλίο αναφέρει: «Κύριος σκοπός του Εξιλασμού είναι η Μετάνοια, η ειλικρινής επιθυμία μας, ν΄ αναγνωρίσουμε τ΄ αμαρτήματά μας, να τα ομολογήσουμε, να εκφράσουμε τη μεταμέλειά μας γι αυτά και να βγούμε από το μονοπάτι του κακού. Στη Συναγωγή, όπως σε κάθε σπίτι, ανάβουμε λυχνάρια και διαβάζουμε ειδικές δεήσεις. Τα φώτα πρέπει να τ’ ανάβουμε κοντά σε παράθυρο ή σε πόρτα για να μαθευτεί ότι γιορτάζουμε την επέτειο ενός θαύματος» (σ. 50 και εξ.).

Με άλλα λόγια, οι Έλληνες Εβραίοι μαθητές μαθαίνουν, στα σχολικά βιβλία των Θρησκευτικών τους, τι να κάνουν και πώς θα το κάνουν, στην πράξη, προκειμένου να αναπτύσσουν, σταδιακά, τη θρησκευτική τους συνείδηση και να εκφράζουν, βιωματικά, την πίστη τους στο πλαίσιο της λατρευτικής τους ζωής.

Αντίθετα, στα ουδετερόθρησκα Βιβλία που δίνονται στους Έλληνες ορθόδοξους μαθητές/τριες, όπως φαίνεται σε ένα από αυτά, στο βιβλίο Θρησκευτικών της Γ΄ Δημοτικού (εκδ. 2020, σ. 30), στην ενότητα «Οι πόλεις γιορτάζουν τον Άγιό τους. Η χαρά της πανήγυρης», είναι εμφανές ότι επιδιώκεται η αποστασιοποίησή τους από την Εκκλησία τους: 

«Κάθε περιοχή έχει έναν ναό, μια εκκλησία, με το όνομα ενός αγίου. Όταν γιορτάζει ο άγιος αυτής της εκκλησίας, γίνεται μια μεγάλη γιορτή, ένα πανηγύρι. Όπου κι αν γίνεται, σε μικρή ή μεγάλη πόλη, συγκεντρώνονται όλοι οι ενορίτες. Αυτό τους ενώνει και δυναμώνει την αγάπη και τη συνεργασία μεταξύ τους. Πριν από το πανηγύρι, η εκκλησία στολίζεται. Από την παραμονή γίνεται ο Εσπερινός και οι πιστοί πηγαίνουν στην εκκλησία το πρόσφορο. Την επόμενη μέρα, στη Λειτουργία, ευλογούνται οι άρτοι (γλυκά ψωμιά, ζυμωμένα με μυρωδικά και πασπαλισμένα με ζάχαρη), που μοιράζονται αργότερα στους πιστούς. Το απόγευμα της ημέρας της γιορτής, γίνεται λιτάνευση της εικόνας του Αγίου (περιφορά της, δηλαδή, στους δρόμους της ενορίας), στη διάρκεια της οποίας ψέλνουν ο ιερέας και οι ψάλτες».

Το πρώτο που παρατηρούμε σε όλη την ύλη αυτών των Βιβλίων είναι ότι δεν υπάρχει η βιωματική συμμετοχή των παιδιών στο «εμείς»  της Εκκλησίας. Οι μαθητές/τριες μαθαίνουν ότι κάποιοι άλλοι πηγαίνουν στο πανηγύρι, όχι φυσικά οι ίδιοι/ες και, φυσικά, δεν παρακινούνται να συμμετέχουν σε αυτό, αλλά, απλώς, ενημερώνονται, δημοσιογραφικά, τι γίνεται σε ένα πανηγύρι!

Αυτή είναι η σημερινή κατάσταση των δήθεν προσαρμοσμένων στις αποφάσεις του ΣτΕ Θρησκευτικών. Οι μαθητές/τριες διδάσκονται, ακόμη, τα ακυρωμένα, από το ΣτΕ, ουδετερόθρησκα βιβλία Φίλη – Γαβρόγλου.

 Το 2021 δημοσιεύτηκε, από το Υπουργείο Παιδείας, το Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά και αναμένεται να γίνει, με βάση αυτό το Πρόγραμμα, η προκήρυξη για τη συγγραφή των νέων Βιβλίων.

Μια και η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, ας ελπίζουμε να επανέλθει η διδασκαλία των Θρησκευτικών στη θεολογική, συνταγματική και παιδαγωγική της κανονικότητα. Με βάση, όμως, τις ήδη επιδειχθείσες προθέσεις του Υπουργείου και τα χαρακτηριστικά των προσώπων που  επιλέγονται για το ΜτΘ, η ελπίδα αυτή παραμένει ισχνή.