Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης: Γιατί ὁ Χριστὸς ἵδρωσε στὸν κῆπο μὲ ἱδρῶτα ποὺ ἔμοιαζε μὲ θρόμβους αἵματος;

ΜΕΛΕΤΗ ΚΖ’
A’. Διότι προέβλεπε ὅλα τὰ πάθη ποῦ ἐπρόκειτο νὰ πάθη.
Β’. Διότι λυπόταν γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας.
Γ’. Διότι προγνώριζε τὴν ἀχαριστία μας.
 
A’.
Σκέψου, ἀδελφέ, τὰ αἴτια πού προξένησαν ἕνα τόσο παράξενο ἀποτέλεσμα στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὥστε, ὁλόκληρος νὰ στάζη ἱδρῶτα, πού ἔμοιαζε μὲ αἷμα ἀπὸ κάθε μέρος τοῦ ἁγιώτατου σώματός του· «Ὁ ἱδρῶτας του ἔγινε σὰν σταγόνες αἵματος, πού ἔπεφταν στὴν γῆ» (Λουκ. 22, 44). Καὶ αὐτὰ ἦταν κυρίως τρία· α. Ἡ πρόβλεψις τῶν παθῶν, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ πάθη· β’. ἡ λύπη πού δέχθηκε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας· καὶ γ’. ἡ πρόγνωσις τῆς ἀχαριστίας μας.
Ἡ α’, λοιπόν, αἰτία ἦταν ἡ πρόβλεψις τῶν παθῶν του. Καὶ αὐτὸ συνέβη ἀπὸ τὸ ἑξῆς· ἀπὸ τὴν μία μεριὰ ὁ Κύριός μας γνώριζε πάρα πολὺ καλὰ τὴν ἀξία τῆς θεϊκῆς του ζωῆς τῆς ὁποίας μία καὶ μόνο στιγμὴ ἦταν πολυτιμότερη ἀπὸ τὴν ζωὴ ὅλων τῶν κτισμάτων, τόσο ἐκείνων, ποὺ εἶναι στὴ ζωή, ὅσο καὶ ἐκείνων, ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθουν στὴν ζωή. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ προέβλεπε καθαρὰ καὶ ζωντανὰ ζωγραφισμένα ὅλα τὰ βάσανα, ὅλους τοὺς ὀνειδισμοὺς ὅλα τὰ ὄργανα τοῦ θλιβεροῦ του πάθους· ἐννοῶ μαστιγώσεις, ἀγκάθια, καρφιά, χολή, σταυρό· καί, γιὰ νὰ μιλήσω σύντομα, προέβλεπε ὅλο ἐκεῖνο τὸ ἀμέτρητο πέλαγος τῶν παθῶν, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τὸν περικυκλώση μέσα σὲ τόσο μικρὸ χρονικὸ διάστημα, ὅπως ἔλεγε ἀντὶ γι’ αὐτὸν ὁ προφήτης Δαυίδ· «Μὲ ἔζωσαν τὰ δεσμὰ τοῦ ἅδη καὶ ὁ θάνατος μοῦ ἔστησε τὶς παγίδες» (Ψαλμ. 17, 6).
 
Γι’ αὐτὸ ποιὸς μπορεῖ νὰ καταλάβη σε τί εἶδος πολέμου καὶ ἀγωνίας βρισκόταν ἡ καρδιὰ τοῦ Ἰησοῦ μας; Καὶ μάλιστα, διότι οἱ κατώτερες δυνάμεις τῆς ψυχῆς του στερήθηκαν κάθε παρηγοριὰ τὸν καιρὸ αὐτόν, γιατί δὲν τὴν ἐπέτρεπε ἡ θέλησις τῆς θεότητας νὰ μεταδοθῆ σ’ αὐτὲς γιὰ νὰ εἶναι τὰ βάσανα τῆς θεϊκῆς του ἀνθρωπότητας ὁλόγυμνα καὶ ἀπόλυτα καθαρά.
 
Ἔτσι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν κρατῶντας ἡ θεότητα τὴν χαρὰ στὸ ἀνώτερο μέρος τῆς ψυχῆς τοῦ Κυρίου, δὲν ἐπέτρεπε νὰ μεταδοθῆ οὔτε μία σταλαγματιὰ ἀπὸ αὐτὴν στὸ κατώτερο καὶ αἰσθητικὸ μέρος [Διότι εἶναι γνώμη τῶν θεολόγων, ὅτι ὁ Κύριός μας ἔχοντας τὴν μακάρια γνῶσι καὶ ὅρασι στὸ ἔπακρο καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν βλέποντας τὸν Θεό, ὅπως οἱ μακάριοι, χαιρόταν καὶ αἰσθανόταν ἀγαλλίασι κατὰ τὸ ἀνώτερο μέρος τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ νοερά, βρισκόμενος στὰ πάθη· ὅσον ἀφορᾶ, ὅμως, τὸ κατώτερο καὶ αἰσθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, ὑπέμενε μὲ τὸν φυσικὸ τρόπο, σὰν νὰ βρισκόταν σὲ δρόμο, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ἄλλοι άνθρωποι]· γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε· «Εἶναι λυπημένη ἡ ψυχὴ μου μέχρι θανάτου» (Ματθ. 26, 38). Στὸν πόλεμο αὐτὸν καὶ τὴν ἀγωνία ποὺ συνέβη στὴν καρδιὰ τοῦ Ἰησοῦ πρὶν ἀκόμη συμβῆ τὸ πάθος, ἔπαθε ὁ Ἰησοῦς ὅλα τὰ μαρτύρια τοῦ πάθους του καὶ τὰ ἔζησε ὅλα μαζὶ συγκεντρωμένα, ἐνῶ στὸ πραγματικό του πάθος ἐπρόκειτο νὰ τὰ ὑποφέρη ἕνα ἕνα ξεχωριστά. Καὶ τὸ παράξενο εἶναι τὸ ἑξῆς· ὅτι δηλαδὴ τότε στὸν κῆπο ἔπαθε καὶ ἐκεῖνα ἀκόμη, ποὺ δὲν τὰ ἔπαθε πραγματικὰ στὸ πάθος, ὅπως ἦταν ἡ ἐγκατάλειψις τῆς Παναγίας τοῦ Μητέρας· ἡ σκληρὴ πληγή, ποὺ τοῦ ἄνοιξε στὴν πλευρὰ μετὰ τὸν θάνατό του ὁ στρατιώτης· το νὰ μένη τὸ ἀμόλυντο σῶμα του ἄταφο τόσον καιρό· το νὰ σφραγίσουν τὸν τάφο του καὶ τὰ παρόμοια. Λοιπόν, ἡ φρίκη καὶ ὁ τρόμος τόσων κακῶν, ποῦ ἐπρόκειτο νὰ πάθη, σπρώχνοντας ὅλο τὸ αἷμα στὴν καρδιὰ τοῦ Ἰησοῦ, βρῆκε ἐκεῖ, σὰν ἕνα κάστρο, τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Πατέρα καὶ πρὸς ἐμᾶς ἀπὸ τὴν ὁποία ἀγάπη, ἐπιστρέφοντας πίσω το αἷμα του, βγῆκε ἀπὸ τὶς φλέβες του καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς πόρους ἐκείνου τοῦ παναγίου σώματος καὶ ἔτρεξε στὴν γῆ μὲ τὴν μορφὴ τοῦ ἱδρῶτα· Ἱδρῶτα ὅμως ποὺ ἦταν χονδρὸς καὶ ἔμοιαζε μὲ αἷμα· «Καὶ ὁ ἱδρῶτας του ἔγινε σὰν σταγόνα αἵματος ποὺ ἔπεφτε στὴν γῆ» (Λουκ. 22, 44). Τί παράξενο ἄκουσμα! Ὁ Ἰησοῦς ἡ αυτοαλήθεια, λυπᾶται καὶ κανεὶς δὲν βρίσκεται νὰ τὸν παρηγορήση· ὁ Ἰησοῦς ἡ αυτοανάπαυσις ἱδρώνει, ἀγωνιᾶ, τρομάζει, φοβᾶται, πονᾶ καὶ κανεὶς δὲν βρίσκεται νὰ τὸν συμπονέση· γι’ αὐτὸ δίκαιο εἶχε νὰ φωνάζη· «Έλπιζα ὅτι θὰ βρῶ κάποιον νὰ μοιρασθῆ τὸν πόνο μου καὶ δὲν βρέθηκε· καὶ κάποιους νὰ μὲ παρηγορήσουν καὶ δὲν βρῆκα» (Ψαλμ. 68, 21).
 
Τί λὲς τώρα, ἐσύ, ἁμαρτωλέ, σ’ αὐτὸ τὸ θλιβερὸ θέαμα τοῦ Ἰησοῦ; Σκέπτεσαι ἄραγε, ὅτι ἡ δική σου ἀγάπη ἀνάγκασε τὸν Ἰησοῦ ὄχι μόνο νὰ ὑποφέρη ἐκεῖνα τὰ βάσανα, ποὺ πραγματικὰ τὰ ἑτοίμαζαν οἱ ἐχθροί του, ἀλλὰ νὰ θέλη καὶ ὁ ἴδιος προβλέποντας τὰ παρόμοια βάσανα, νὰ βασανίση ἀπὸ πρῶτα τὸν ἑαυτό του; Σκέφτεσαι, ὅτι αὐτὸς ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ξαλαφρώση τὰ βάσανα τῶν μαρτύρων μὲ μία παρηγοριὰ ὑπέροχη, τώρα ἐπιθυμεῖ μόνος του καὶ ἐπιβαρύνει τὸν ἑαυτό του μὲ τόσα βάσανα γιὰ τὴν δική σου ἀγάπη; Σκέφτεσαι, ὅτι ὁ Ἰησοῦς καὶ προτοῦ ἀκόμη ἔλθη ὁ καιρὸς τοῦ πάθους του, θέλει καὶ πίνει μὲ τὸν φόβο καὶ μὲ τὴν ἀγωνία αὐτὸ τὸ πικρὸ ποτήρι τοῦ πάθους του, χωρὶς νὰ γλυκάνη τὰ πάθη τῆς φύσεώς του οὔτε μὲ μία σταγόνα χαρᾶς, γιὰ νὰ θεραπεύση τὰ πάθη της δικῆς σου ἀνθρώπινης φύσης καὶ γιὰ νὰ ἐξαλείψη ἀπὸ σένα τελείως τοὺς κόπους, τοὺς ἱδρῶτες, τὶς λῦπες, τὸν φόβο καὶ τὴν ἀγωνία τοῦ θανάτου; Ἔτσι θεολογούν ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καὶ ὁ μέγας Βασίλειος καὶ πρίν ἀπὸ αὐτοὺς ὁ μέγας Παῦλος λέγοντας· «Γιὰ νὰ ἐλευθερώση ἐκείνους ποὺ ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου, ἦταν ὑποδουλωμένοι σὲ ὅλη τους τὴν ζωή» (Εβρ. 2, 15). Καί, λοιπόν, ἐσὺ βλέποντας τέτοιους ματωμένους ἱδρῶτες τοῦ λυτρωτῆ σου, δὲν πρέπει νὰ σκεπασθῆς ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν ντροπή, γιατί μέχρι τώρα δὲν ἀγάπησες ἐκεῖνον, ποὺ τόσο σὲ ἀγάπησε; Δὲν πρέπει νὰ πῆς μὲ τὸν Δαυίδ· «Κάλυψε ἡ ντροπὴ τὸ πρόσωπό μου;» (Ψαλμ. 43, 17). Γιατί δὲν μιμήθηκες καὶ σὺ μία φορὰ τὸν λυτρωτή σου, ποὺ βρῆκε τόσους τρόπους γιὰ νὰ ὑποφέρη γιὰ σένα; Ἔχυσες καὶ κάποια σταγόνα ἀπὸ ἱδρῶτα, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀντισταθῆς στὴν ἁμαρτία; Ἔκανες καὶ σὺ τέτοιον πόλεμο καὶ ἀγῶνα ἐνάντια στὰ πάθη, ποὺ σὲ ἐξουσιάζουν; Ἢ μπορεῖς ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα νὰ σκέφτεσαι, ὅτι εἶναι βαρειὲς οἱ θλίψεις καὶ οἱ ἱδρῶτες καὶ οἱ κόποι γιὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, ὅταν βλέπης ἕναν Θεὸ βυθισμένο μέσα στοὺς πόνους καὶ νὰ στάζη ἀπὸ κάθε μέλος ἱδρῶτα, ποὺ νὰ μοιάζη μὲ αἷμα; Μὴ παρακαλῶ, ἀδελφέ, μὴ φθάσης σὲ τέτοια ἀναισθησία, ὥστε νὰ καταπατήσης τοὺς καταματωμένους ἱδρῶτες ποὺ χύνει ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν δική σου ἀγάπη, καί, φοβούμενος τοὺς κόπους γυρίσης πάλι πίσω καὶ ζήσης τὴν προηγούμενη ἁμαρτωλὴ ζωή σου. Ἀλλὰ εὐχαρίστησε τὸν Κύριο, ποὺ τόσο ἐλεύθερα χύνει τὸ αἷμα του γιὰ τὴν ἀγάπη σου, σὰν νὰ ἦταν νερό, ποὺ ἔχει ἐξατμισθῆ καὶ μεταβλήθηκε σὲ ἕναν παχὺ καὶ χονδρὸ ἱδρῶτα· νὰ ντραπῆς ποὺ μέχρι τώρα ζητοῦσες τὶς ἀνέσεις σου καὶ τὶς διασκεδάσεις σου μπροστὰ στὸν Κύριό σου, ποὺ τόσο βασανίζεται καὶ τόση,τόσῃ ἀγωνία,ἀγωνίᾳ ἔχει γιὰ σένα, ὅπως λέει καὶ ἡ παροιμία γιὰ ἐκείνους, ποὺ κουράζονται πολύ, ὅτι ἵδρωσε τὸ αἷμα· καὶ ζήτησέ του μία σταγόνα ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν θεϊκὸ τοῦ ἱδρῶτα γιὰ παντοτινὴ θεραπεία τῶν παθῶν σου, γιὰ δύναμι τῆς ἀδυναμίας σου καὶ γιὰ νὰ ἐνισχυθῆς ὥστε νὰ μὴ φοβᾶσαι τίποτε τὸ ἀντίθετο, οὔτε αὐτὸν τὸν φοβερὸ θάνατο. Ἐπειδὴ γι’ αὐτὰ ἔχυσε ὁ Κύριος καὶ τὸν ἱδρῶτα αὐτόν, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος· «Αὐτὰ ὑπέφερε ὁ Κύριος πρῶτα μέν, γιὰ νὰ ἀποδείξη, ὅτι ἦταν ἄνθρωπος πραγματικά· ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕνα ἄλλον μυστικὸ λόγο, γιὰ νὰ χαρίση τὴν ὑγεία στὴν κοινὴ δειλία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἀφοῦ τὴν ξοδεύση στον εαυτό του καὶ κάνει τὸν ἑαυτό του ὑπάκουο στὸ θεῖο θέλημα· καὶ οἱ ἱδρῶτες ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ πέφτουν κάτω, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πῆ, ὅτι σημαίνουν τὸ ἑξῆς· τὸ νὰ ξεραίνωνται καὶ νὰ χάνουν τὴν ζωντάνια τοὺς καὶ νὰ ἀπομακρύνωνται ἀπὸ ἐμᾶς οἱ πηγὲς τῆς δειλίας ἀφοῦ θὰ ἀνδρώνεται καὶ θὰ δυναμώνη ἡ φύσι μας ἐν Χριστῷ».
 
Β’.
Σκέψου, ἀγαπητέ, τὴν δεύτερη αἰτία αὐτοῦ τοῦ θαυμάσιου ἱδρῶτα, ποὺ ἦταν ἡ λύπη, ποὺ δέχθηκε ὁ Χριστὸς γιὰ τὶς ἁμαρτίες. Γιατί καὶ αὐτὲς παρουσιάσθηκαν μπροστὰ στὰ μάτια του μία μία· καὶ σ’ αὐτὸν τὸν ἴδιο καιρὸ ἡ καρδιά του ἦταν περικυκλωμένη ἀπὸ ὅλες αὐτὲς σὰν ἀπὸ τόσα φίδια, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ τρόμος καὶ ὁ πόνος τὸν ὁποῖο δέχθηκε γι’ αὐτὲς ἦταν μεγαλύτερος ἀπὸ ὅσους πόνους δοκίμασε ποτὲ κάποιος ἄνθρωπος πάνω στὴν γῆ. Γιατί, ἂν μόνο ἡ κακία μιᾶς ἁμαρτίας εἶναι ἀμέτρητη, πόση κακία μπορει νὰ περιέχη ἡ ἄβυσσος τῶν ἁμαρτιῶν ὅλων τῶν ἀνθρώπων, περασμένων, παρόντων καὶ μελλόντων; Τώρα γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς κακίες πόνεσε ὁ Χριστὸς στὸν κῆπο καὶ πόνεσε σύμφωνα μέ τὸ μέτρο τῆς ἀμέτρητης ἀγάπης ποὺ εἶχε πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ πρὸς ἐμᾶς γιὰ τὴν σωτηρία μᾶς πρᾶγμα ποὺ κανένας νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ καταλάβη. Γι’ αὐτὸ κάθε ἁμαρτία ἦταν σὰν ἕνα κοντάρι καρφωμένο στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς του καὶ τοῦ προξένησε μία πληγὴ σκληρότερη ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς πραγματικὲς πληγὲς ποὺ περίμενε νὰ τοῦ κάνουν σὲ ὅλο του τὸ σῶμα, σὰν νὰ τοῦ ἦταν περισσότερο ἀνυπόφορες οἱ ἁμαρτίες μας καὶ ὄχι ὁ ἴδιος ὁ θάνατος. Γιατί προτίμησε τὸν θάνατο, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἐξαφανίση ἐντελῶς καὶ νὰ ἐξορίση ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ τὸ μεγάλο τέρας τὴν ἁμαρτία.
 
Ἕνας παρόμοιος πόνος καὶ μία παρόμοια λύπη δὲν μποροῦσε νὰ βρεθῆ σὲ καρδιὰ ἄλλου, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ ὅσοι ἄνθρωποι βρίσκονται σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο δὲν γνωρίζουν τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ· γι’ αὐτὸ καὶ οὔτε πονοῦν οὔτε ὑποφέρουν, ὅπως πρέπει, γιὰ τὶς περιφρονήσεις τοῦ Θεοῦ· οἱ ἅγιοι, πάλι, ποὺ βρίσκονται μέσα στήν θεία μακαριότητα, μολονότι καὶ γνωρίζουν καλλίτερα τὸ θεϊκὸ μεγαλεῖο, ὅμως λόγῳ τῆς καταστάσεώς τους δὲν μποροῦν νὰ θλίβονται καὶ νὰ λυποῦνται. Ἀλλὰ στὴν περίπτωσι τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ ἦταν ἑνωμένα ἡ εὐτυχία ὡς πρὸς τὴν ψυχὴ καὶ ἡ ἰδιότητα νὰ ὑποφέρη ὡς πρὸς τὸ σῶμα, γι’ αὐτό, ὡς ἄνθρωπος, ποὺ μποροῦσε νὰ πάθη, ὑπέφερε πάρα πολὺ βλέποντας τὴν περιφρόνησι τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ δημιουργήματά του· καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο ἦταν ἀρκετὸ νὰ γνωρίση ἕναν ἀπέραντο ὠκεανὸ πόνου καὶ λύπης· «Τὸ ποτήρι τῆς καταστροφῆς εἶναι μεγάλο καὶ βαθύ» (Θρήν. 2, 13). Γι’ αὐτὸ αὐτὸ τὸ μεγάλο ἄθροισμα τῶν ἁμαρτιῶν ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὄντας φορτωμένο πάνω στοὺς τρυφεροὺς ὤμους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σὰν ἕνα φορτίο πάρα πολὺ βαρὺ καὶ μὲ ὑπερβολικὸ ὄγκο καὶ καταπλακώνοντάς τον ἀπὸ κάτω μὲ ὑπερβολή· «Νά, λέει, ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σηκώνει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου» (Ιω. 1, 29)· τόσο στενοχώρησε τὴν καρδιά του, μέχρι τὸ σημεῖο νὰ βγάλη ἱδρῶτες σὰν αἷμα ἀπὸ κάθε μέλος τοῦ σώματός του· «Ἔγινε ὁ ἱδρῶτας τοῦ σὰν σταγόνες αἵματος ποὺ ἔπεφτε πάνω στὴ γῆ» (Λουκ. 22, 44). Ὦ ἁμαρτία, ἁμαρτία ποὺ μὲ τὸ ἀμέτρητο βάρος σου καταβύθισες τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ μέσα σὲ μία θάλασσα λύπης καὶ τὸν ἔκανες νὰ στενοχωρήται, νὰ λιποθυμῆ καὶ νὰ λιγοψυχή τόσο, ὥστε ἐπειδὴ δὲν βρέθηκε ἄνθρωπος νὰ τὸν παρηγορήση, κατέβηκε ἕνας ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανό, γιὰ νὰ τὸν ἐνισχύση· «Ἐμφανίσθηκε σ’ αὐτὸν ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανό, γιὰ νὰ τὸν ἐνισχύση» (Λουκ. 22, 43). Ὥστε καλὰ σὲ εἶχε προβλέψει ὁ προφήτης Ζαχαρίας σὰν ἕνα πολὺ μεγάλο μολύβι, ἐξ αἰτίας τοῦ βάρους ποὺ προξενεῖ σ’ ἐκείνους ποὺ τὸ βαστάζουν· «Τότε τὸ στρογγυλὸ μολυβένιο καπάκι σηκώθηκε καὶ μία γυναῖκα καθόταν μέσα στὸ κοφίνι καὶ εἶπε (ὁ ἄγγελος δηλαδὴ) αὐτὴ εἶναι ἡ ἀσέβεια» (Ζαχ. 5, 7).
 
Τώρα, ἐσύ, ἀδελφέ, ποὺ μελετᾶς αὐτά, σκέψου πόσο μέρος ἀπὸ αὐτὸ τὸ βαρὺ φορτίο τοῦ Ἰησοῦ προῆλθε ἀπὸ τὶς δικές σου ἁμαρτίες καὶ νὰ αἰσθανθῆς ντροπὴ γιὰ τὸ μαρτύριο, ποὺ προξένησες σ’ αὐτόν, ποὺ γνώρισε ἀπὸ πρῶτα τὶς κακίες σου· διότι ὅση εὐχαρίστησι αἰσθανόσουν ἐσύ, ὅταν ἔκαμνες τὴν ἁμαρτία, τόσο ἀντίστοιχο πόνο καὶ θλῖψι ἔδινες στὸν Ἰησοῦ, ὅταν τὴν προέβλεπε, στὸν κῆπο. Ἔτσι, ἂν ἐσὺ ἁμάρτανες λιγότερο, καὶ ὁ Κύριος κατόπιν θὰ λυπόταν καὶ θὰ ὑπέφερε λιγότερο· λοιπόν, εὐχαρίστησέ τον χίλιες φορὲς γιὰ τὴν ἀγάπη, μὲ τὴν ὁποία φορτώθηκε τὶς ἁμαρτίες σου καὶ σὲ συμπάθησε, μολονότι δὲν ἤσουν ἄξιος συμπάθειας λέγοντας καὶ σὺ πρὸς αὐτὸν μαζὶ μὲ τὸν Ιώβ· «Βάρος εἶμαι γιὰ σένα» (Ιώβ 7, 20). Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς ἔκλαψε τὶς ἁμαρτίες σου μὲ δάκρυα ἀπὸ αἷμα, ὅπως ἀναφέρεται· «Ὁ ὁποῖος κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, ἔκανε προσευχὲς καὶ παρακλήσεις μὲ κραυγὴ δυνατὴ πρὸς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος μποροῦσε νὰ τὸν σώση ἀπὸ τὸν θάνατο» (Εβρ. 5, 7), παρακάλεσέ τον νὰ σοῦ δώση χάρι νὰ τὶς κλάψης κι ἐσὺ μὲ δάκρυα κατανύξεως πρὶν νὰ ἔλθη ὁ καιρὸς γιὰ νὰ κριθῆς, γνωρίζοντας ἐκεῖνο ποὺ ἀναφέρει ὁ Ησαΐας· «Ἀφῆστε μὲ καὶ μὴ προσπαθῆτε νὰ μὲ παρηγορήσετε· θὰ κλάψω πικρά» (Ησαΐας 22, 4).
 
Γ.
Σκέψου, ἀδελφέ, τὴν τρίτη αἰτία αὐτῆς τῆς βροχῆς τοῦ ἱδρῶτα τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος ἱδρῶτας ἔμοιαζε μὲ αἷμα, ποὺ ἦταν ἡ πρόγνωσις τῆς ἀχαριστίας του. Ἄν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μποροῦσαν νὰ ἀνταποκριθοῦν μὲ μία εὐχάριστη καρδιὰ στὴν ἀγάπη καὶ στὰ πάθη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι αὐτὸς θὰ δεχόταν ἀπὸ αὐτὸ μία πάρα πολὺ μεγάλη ἀφορμὴ παρηγοριᾶς στὶς θλίψεις του, καί, μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι τὸ πέλαγος τῆς λύπης τοῦ πάθους του θὰ μποροῦσε νὰ γίνη τότε ἕνα πέλαγος ἀπὸ γάλα. Ἐπειδή, ὅμως, σχεδὸν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, τόσο αὐτοὶ ποὺ εἶναι ἄπιστοι, ὅσο καὶ αὐτοὶ ποὺ ἀπέτυχαν ὡς χριστιανοί, ἔδειξαν μία ἀχάριστη διάθεσι σὲ μία τόσο μεγάλη ἀγάπη καὶ στὰ πάθη τοῦ Ἰησοῦ, γι’ αὐτὸ ἡ πρόγνωσις της τόσο μεγάλης ἀχαριστίας τοῦ τόσου ἀναρίθμητου πλήθους τῶν ἀνθρώπων, πρόσθεσε μία ἀμέτρητη λύπη στὴν καρδιὰ τοῦ λυτρωτῆ, γιατί γνώριζε ἀπὸ πρίν, ὅτι κοντὰ στοὺς τόσο ἀχάριστους ἐπρόκειτο νὰ εἶναι χωρὶς ὠφέλεια τὸ πάθος του καὶ τὸ αἷμα, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ χύση γιὰ τὴν ἐλευθερία τους, αὐτὸ ἀντίθετα ἐπρόκειτο νὰ γίνη αἰτία νὰ γραφῆ αὐστηρότατα ἡ ἀπόφασις τῆς καταδίκης τους. Γι’ αὐτὸ καὶ μὲ παράπονο ἔλεγε μαζὶ μὲ τὸν Δαυίδ· «Ποιὰ ὠφέλεια θὰ ὑπάρξη ἂν χυθῆ τὸ αἷμα μου καὶ ἂν κατέβω στὸν τάφο;» (Ψαλμ. 29, 11). Αὐτὸς γνώριζε ἀπὸ πρίν, ὅτι πεθαίνη γιὰ τοὺς ἐχθρούς του καὶ τέτοιους ἐχθροὺς ποὺ δὲν θέλουν ποτὲ νὰ συμφιλιωθοῦν μαζί του, ἀλλὰ θέλουν καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ εἶναι αἰώνιοι ἐχθροί του. Αὐτὸς γνώριζε ἀπὸ πρίν, ὅτι γιὰ τέτοιους ἐχθροὺς ἐπρόκειτο ὅλες οἱ θεϊκές του φλέβες νὰ ἀδειάσουν ἀπὸ τὸ αἷμα του· ὅτι γιὰ χάρι τους ἐπρόκειτο νὰ βυθισθῆ σὲ ἕναν κατακλυσμὸ ἀπὸ ὀνειδισμοὺς καὶ βάσανα καί, μὲ λίγα , αὐτὸς γνώριζε ἀπὸ πρίν, ὅτι γιὰ τέτοιους ἀχάριστους ἁμαρτωλοὺς ἐπρόκειτο νὰ ξοδευθοῦν τόσο πολύτιμα αντιφάρμακα τῶν παθῶν του καὶ τοῦ θανάτου τοῦ ἄδικα καὶ ἀνώφελα, διότι αὐτοὶ ἀπὸ δική τους εὐθύνη δὲν ἤθελαν νὰ βοηθηθοῦν ἀπὸ αὐτά – καὶ νὰ σωθοῦν, λόγῳ τῆς ψυχρότητος τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης τους, ἀλλὰ ἤθελαν νὰ κολασθοῦν. Ὥστε ποιὸς μπορει νὰ καταλάβη πόση μεγάλη στενοχώρια καὶ λύπη ἔβαλε στὴν καρδιὰ τοῦ Ἰησοῦ ἡ πρόγνωσις ὅλων αὐτῶν; Ποιὸς μπορεῖ νὰ καταλάβη πόση λύπη πρόσθεσε στὸν Κύριο ὁ συλλογισμὸς αὐτὸς ὅτι, δηλαδή, ἄδικα ὑποφέρει τόσους κόπους καὶ πόνους καὶ χωρὶς ἐλπίδα νὰ ἐπιτύχη τὸν σκοπὸ ἐκεῖνον, γιὰ τὸν ὁποῖον ὑπέφερε, ποὺ ἦταν ἡ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ; Γι’ αὐτὸ καὶ προλαβαίνοντας εἶπε μαζὶ μὲ τὸν προφήτη Ησαΐα· «Ἐγὼ ἔκανα τὴν σκέψι, ὅτι ἄδικα κουράσθηκα καὶ ἀνώφελα ἐξάντλησα τὴν δύναμί μου» (Ησαΐας 49, 4). Ποιὸς μπορεῖ νὰ φαντασθῆ πόσο τοῦ κακοφαινόταν νὰ ὑποφέρη τόσο καὶ νὰ βασανίζεται σὰν μία μητέρα μὲ ἀμέτρητους πόνους γιὰ μία γέννα καὶ κατόπιν νὰ γεννᾶ ἕνα νεκρὸ παιδί; Λοιπόν, γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶχε δίκαιο ὁ Ἰησοῦς νὰ ἔχη τόση ἀγωνία, ὥστε νὰ ἱδρώση τὸ αἷμα· «Καὶ ἐπειδὴ περιέπεσε σὲ ἀγωνία, προσευχόταν θερμότερα καὶ ἔγινε ὁ ἱδρῶτας τοῦ σὰν σταγόνες αἵματος, ποὺ ἔπεφταν στὴν γῆ» (Λουκ. 22, 44).
 
Τώρα ἐσύ, ἀγαπητέ, φαντάσου καὶ σ’ αὐτὴν τὴν ταλαιπωρία τοῦ Ἰησοῦ, πόσο εἶναι τὸ μέρος ποὺ τοῦ πρόσφερες κι ἐσύ, καὶ ποιὰ εὐχαριστία ἔδειξες στὴν ἀγάπη του ἢ ποιὸ κέρδος ἔβγαλες μέχρι τώρα ἀπὸ τοὺς κόπους του; Ἐσὺ ἀμέσως μόλις βγῆκες ἀπὸ τὸ θεϊκὸ λουτρό, ποὺ ὁ ἴδιος με,μέ το αἷμα του σοῦ γνώρισε στὴν ἁγία ἐξομολόγησι, γύρισες πίσω, γιὰ νὰ μολυνθῆς πάλι μὲ τοὺς προηγούμενους μολυσμοὺς καὶ μὲ τὶς συνήθεις σου παρανομίες. Ὅλα τὰ μέλη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μαρτυροῦν τὴν ἀγάπη, ποὺ σοῦ ἔδειξε αὐτὸς καὶ ποὺ ἀντίστροφα ὅλα τὰ μέλη τοῦ Ἰησοῦ εἶναι μάρτυρες τῆς ἀχαριστίας ποὺ ἔδειξες σ’ αὐτόν. Ἐκεῖνο τὸ Αἷμα, ποὺ ἔγραψε στὰ μέλη του τὴν ἀγάπη του πρὸς ἐσένα, αὐτὸ τὸ ἴδιο γράφει σ’ αὐτὰ καὶ τὴν κακὴ ἀνταπόκρισι τῆς ἀχαριστίας σου· καὶ μὲ ὅλα αὐτὰ ἐσὺ πάλι καὶ πάλι εὐχαριστιέσαι νὰ ζῆς στὴν συνέχεια τὴν προηγούμενη κακή σου ζωὴ καὶ ἐπιθυμεῖς νὰ ζημιώνης παρὰ νὰ ὑπηρετῆς μὲ ψυχρότητα ἕναν κύριο, στὸν ὁποῖο ἔχεις χρέος νὰ προσφέρης τὸ λιγώτερο ἱδρῶτα ἀντὶ ἱδρῶτα καὶ αἷμα ἀντὶ αἵματος.
 
Ὥστε, πρέπει νὰ ντραπῆς πολύ, ἀδελφέ, γιὰ τὴν προηγούμενη ἀχαριστία σου καὶ στὸ ἑξῆς δῶσε ὑπόσχεσι νὰ φανῆς εὐχάριστος στὸν Θεὸ καὶ γιὰ ἐκπλήρωσι τῆς ψυχρότητάς σου πρόσφερε αὐτὸ τὸ ἴδιο αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ τόσο θερμὸ καὶ τόσο ποθητό, τὸ ὁποῖο σὰν μορφὴ ἱδρῶτα τρέχει ἀπὸ ὅλα τὰ μέλη του πρόθυμα, ὡς σμύρνα ἐκλεκτή, γιὰ νὰ θεραπεύση τὶς πληγές σου καὶ νὰ σὲ ἀπομακρύνη τόσο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὥστε νὰ μὴ βρεθῆ πάνω σου κανένας μολυσμὸς ψυχῆς καὶ σώματος. Γιατί αὐτὸς ἦταν καὶ ὁ τελικός του σκοπός, νὰ χύση ὁ Κύριος καὶ τὸν ἱδρῶτα καὶ τὸ αἷμα του, νὰ καθαρίση τὴν ἐκκλησία καὶ νὰ τὴν κάνη ὡραία καὶ χωρὶς κηλῖδα, χωρὶς νὰ ἔχη καμμία ἀκαθαρσία καὶ ρυτίδα, ὅπως λέει ὁ θεῖος Παῦλος· «Ὁ Χριστὸς ἀγάπησε τὴν ἐκκλησία καὶ παρέδωσε τὸν ἑαυτό του γι’ αὐτήν, γιὰ νὰ τὴν ἁγιάση, ἀφοῦ τὴν καθάρισε μὲ τὸ λουτρὸ τοῦ ὕδατος γιὰ νὰ παρουσιάση στον εαυτό του ἔνδοξη τὴν ἐκκλησία, χωρὶς νὰ ἔχη κηλῖδα ἢ ρυτίδα ἢ κάτι ἄλλο ἀπὸ τὰ παρόμοια, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἁγία καὶ ἄψογη» (Εφεσ. 5, 25).
 
(«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ» ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Ἔκδοσις Συνοδία Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη Ἁγίου Ὄρους, 2008)