ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Τα βιβλικά πρόσωπα κατέχουν σημαντική θέση στα αγιολόγια της Εκκλησίας μας, διότι η μαρτυρία τους για το Χριστό έχει βαρύνουσα σημασία, επειδή, έζησαν στην εποχή Του και πολλοί από αυτούς Τον γνώρισαν προσωπικά. Ένα από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Λάζαρος, ο τετραήμερος και προσωπικός φίλος του Κυρίου.
Καταγόταν από την κωμόπολη Βηθανία, η οποία βρισκόταν κοντά στην Ιερουσαλήμ και σημαίνει «Οίκος Φοινίκων». Ηλικιακά ήταν περίπου όσο και ο Χριστός. Είχε, σύμφωνα με τα ιερά Ευαγγέλια δύο αδελφές, τη Μάρθα και τη Μαρία, με τις οποίες συγκατοικούσε. Προφανώς οι γονείς τους είχαν πεθάνει, επειδή δεν αναφέρονται από τους ευαγγελιστές. Ανήκαν προφανώς στους ευσεβείς Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν έντονη την προσδοκία του Μεσσία και ζούσαν με προσευχή, ελεημοσύνη και δικαιοσύνη.
Φαίνεται πως ο Χριστός είχε περάσει αρκετές φορές από τη Βηθανία και είχε καταλύσει στο φιλόξενο σπίτι του Λαζάρου και των δύο αδελφών του. Η ευσεβής αυτή οικογένεια είχε συγκλονισθεί από το κήρυγμα του Χριστού, διότι διέκριναν στο πρόσωπό Του τον τέλειο δάσκαλο και γι’ αυτό συνδέθηκαν μαζί Του με φιλία. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς διέσωσε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό από μια από τις πολλές επισκέψεις του Κυρίου στο σπίτι του Λαζάρου (Λουκ.10,38-42). Ο Χριστός δίδασκε στις δύο αδελφές. Η μεν Μάρθα «περιεσπάτο περί πολλήν διακονίαν», η δε Μαρία παρακάθισε «παρὰ τους πόδας του Ιησού και ήκουε τον λόγον αυτού» (Λουκ.10,38-42).
Λίγο πριν την είσοδό Του στην Ιερουσαλήμ ο Κύριος, για να υποστεί το εκούσιο Πάθος Του, έλαβε μήνυμα από τη Μάρθα και τη Μαρία ότι ο Λάζαρος ήταν βαριά άρρωστος και Τον παρακαλούσαν να πάει να τον γιατρέψει, όπως είχε γιατρέψει τόσους άλλους. Ο Χριστός όμως δεν έσπευσε αμέσως, αλλά καθυστέρησε σκοπίμως, διαβεβαιώνοντας τους απεσταλμένους πως «αύτη η ασθένεια ούκ έστι προς θάνατον, αλλ’ υπέρ της δόξης του Θεού, ίνα δοξασθή ο υιός του Θεού δι΄ αυτής» (Ιωάν.11,4). Αλλά ο Λάζαρος πέθανε και θάφτηκε σε σπηλαιώδες μνημείο.
Ο Χριστός αφού έμεινε δύο ημέρες στον τόπο που βρισκόταν πήρε τους μαθητές του και γύρισε στην Ιουδαία και κατευθύνθηκε στη Βηθανία, παρ’ όλο ότι οι μαθητές Του τον προειδοποιούσαν για τον κίνδυνο να τον λιθοβολήσουν οι Ιουδαίοι. Καθ’ οδόν τους διαβεβαίωνε πως «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται, αλλά πορεύομαι ίνα εξυπνίσω αυτόν. Είπον ουν οι μαθηταί αυτού, Κύριε, ει κεκοίμηται, σωθήσεται. Ειρήκει δε ο Ιησούς περί του θανάτου αυτού, εκείνοι δε έδοξαν ότι περί της κοιμήσεως του ύπνου λέγει. Τότε ουν είπεν αυτοίς ο Ιησούς παρρησία, Λάζαρος απέθανε, και χαίρω δι’ ημάς, ίνα πιστεύητε, ότι ουκ ήμην εκεί» (Ιωάν.11,12-15).
Η ενθουσιώδης Μάρθα, όταν έμαθε ότι ο Χριστός έρχεται στην βυθισμένη στο πένθος Βηθανία, έτρεξε να Τον προϋπαντήσει και με απόλυτη εμπιστοσύνη σε Αυτόν του είπε: «Κύριε, ει ης ώδε, ο αδελφός μου ουκ αν ετεθνήκει. Αλλά και νυν οίδα ότι όσα αν αιτήση τον Θεόν, δώσει σοι ο Θεός». Ο Ιησούς της λέει ξεκάθαρα: «αναστήσεται ο αδελφός σου» (Ιωάν.11,24) και διαβεβαιώνει πανηγυρικά: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται΄ και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα» (Ιωάν.11,26). Μετά ζήτησε να τον οδηγήσουν στο μνημείο και να άρουν τον λίθο από την θύρα του σπηλαίου. Τότε η Μαρία τον προειδοποίησε: «Κύριε, ήδη όζει΄ τεταρταίος γαρ εστι». Ο Χριστός της είπε πως «ουκ είπον σοι ότι εάν πιστεύσης όψει την δόξαν του Θεού;» (Ιωάν.11,40). Αφού κύλησαν το λίθο ο Κύριος στάθηκε μπροστά στο μνημείο και σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και είπε: «Πάτερ, ευχαριστώ σοι ότι ήκουσάς μου. Εγώ δε ήδειν ότι πάντοτέ μου ακούεις΄ αλλά δια τον όχλον τον παρεστώτα είπον, ίνα πιστεύσωσιν ότι συ με απέστειλας» (Ιωάν.11,41). Κατόπιν φώναξε με δυνατή φωνή: «Λάζαρε δεύρο έξω». Το θαύμα έγινε, ο Λάζαρος έζησε και εξήλθε του μνημείου δεμένος με τα νεκρικά ενδύματα. Ο Χριστός έδωσε εντολή να τον λύσουν και να περπατήσει.
Το μεγάλο αυτό γεγονός έκανε πολλούς να πιστέψουν στο Χριστό. Κάποιοι έτρεξαν στους Φαρισαίους και ανήγγειλαν το θαύμα. Οι σκληρόκαρδοι και υποκριτές εκείνοι άνθρωποι, μαζί με το ιουδαϊκό ιερατείο, όχι μόνο δεν συγκινήθηκαν και δεν πίστεψαν στα θαύμα και τη δύναμη του Ιησού, αλλά σκληρύνθηκαν έτι περισσότερο οι καρδιές τους. Ο αρχιερέας Καϊάφας είπε το εξής καταπληκτικό: «Υμείς ουκ οίδατε ουδέν, ουδέ διαλογογίζεσθε ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται» (Ιωάν.11,49-52). Αποφάσισαν να θανατώσουν τον λαοφιλή ραβίνο, ο οποίος είχε τη δύναμη μέχρι και νεκρούς να ανασταίνει. Επίσης αποφάσισαν να θανατώσουν και το Λάζαρο, ο οποίος είχε γίνει σύμβολο θαυμασμού του λαού για τον Ιησού, «εβουλεύσαντο οι αρχιερείς, ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν» (Ιωάν.12, 9-11).
Γι’ αυτό έφυγε για την Κύπρο. Εκεί τον συνάντησαν αργότερα ο Παύλος και ο Βαρνάβας, τον οποίο χειροτόνησαν επίσκοπο Κιτίου, ασκώντας τεράστιο ποιμαντικό έργο και πραγματοποιώντας άπειρα θαύματα. Ήταν τότε 30 ετών και έζησε άλλα 30 και κοιμήθηκε περί το 63 μ. Χ. και το λείψανό του τοποθετήθηκε σε μαρμάρινη πολυτελή λάρνακα. Ο τάφος του σώζεται ως τα σήμερα και αποτελεί πηγή θαυμάτων. Το 899, ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ (886-912) μετέφερε το ιερό λείψανο του στην Κωνσταντινούπολη, όπου το τοποθέτησε σε Μονή την οποία έκτισε επ’ ονόματι του αγίου. Για αντάλλαγμα έκτισε λαμπρό ναό τη Λάρνακα της Κύπρου προς τιμήν του, ο οποίος σώζεται ως τα σήμερα. Αργότερα το λείψανο μεταφέρθηκε στην Έφεσο και από εκεί χάθηκε. Τεμάχιο βρίσκεται στην Λάρνακα της Κύπρου, το οποίο βρέθηκε κάτω από την Αγία Τράπεζα το 1972. Η μνήμη του τιμάται το Σάββατο του Λαζάρου.