Τῆς Δρ. Ἐρατὼς Ζέλλιου-Μαστοροκώστα
Φιλολόγου-Ἱστορικοῦ-Λαογράφου
Τὴν ὥρα τὴν ὑπέρτατη, ποὺ θὲ νὰ σβῆ τὸ φῶς μου,
ἕνας θὰ εἶν’ ἐμένανε ὁ πιὸ τρανὸς καημός μου.
Δὲ θὰ εἶναι οἱ κούφιοι λογισμοί, οἱ ἀδικίες τοῦ κόσμου,
θὰ εἶναι πῶς δὲ δυνήθηκα μ’ ἐσὲ νὰ ζήσω πλάση πράσινη,
ἀπάνου στὰ βουνά, στὰ πέλαγα, στὰ δάση.
Θὰ εἶναι πὼς δὲ σὲ χάρηκα, σκυφτὸς μεσ’ στὰ βιβλία,
ὢ φύση, ὁλάκερη ζωὴ κι ὁλάκερη σοφία.
Οἱ στίχοι αὐτοὶ τοῦ μεγάλου ποιητῆ μας Κωστῆ Παλαμᾶ ἀπὸ τὸ ποίημά του «Ὁ πιὸ μεγάλος καημὸς» ἀποδίδουν τὸ παράπονο τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ στερήθηκε τὴ χαρὰ τῆς ὑπαίθρου, ποὺ δὲν χάρηκε τὴ γαλάζια θάλασσα καὶ τὰ πράσινα δάση ποὺ ὁ Θεὸς τὰ σκόρπισε μὲ τόση ἀφθονία στὴν κτίση καὶ ἰδιαιτέρως στὴν Ἑλλάδα. Καὶ ἐνῷ ὁ πανάγαθος Θεὸς φρόντισε νὰ σκορπίσει ἁπλόχειρα τὴ θάλασσα, τὸν οὐρανό, τὴ γῆ μὲ τὰ τόσα φυτά, ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἔκανε ὅ,τι ἦταν δυνατὸν γιὰ νὰ μὴν τὰ βλέπει. Κλείσθηκε σὲ πόλεις, μακριὰ ἀπὸ τὴν πράσινη ἐξοχή, ἔκανε στενοὺς δρόμους καὶ πανύψηλες οἰκοδομές, ὥστε νὰ φαίνονται μόνο λουρίδες τοῦ οὐρανοῦ, ἂν καὶ τὸ ὕπαιθρο, τὸ καταπράσινο, ἤρεμο καὶ εἰδυλλιακὸ περιβάλλον ἑνὸς δάσους μὲ τοὺς πυκνοὺς ἴσκιους, μιᾶς δενδροφυτεμένης ἐκτάσεως μὲ τὰ ἀερικὰ πλατώματα ἑνὸς κήπου μὲ τὶς χαρούμενες συντροφιὲς τῶν δένδρων καὶ τῶν θάμνων, ἀκόμη καὶ μιᾶς λουλουδιασμένης αὐλῆς ἢ ταράτσας, μᾶς δημιουργεῖ ψυχικὴ ἐκτόνωση, ἕνα συναίσθημα ἀσφάλειας, μία αἴσθηση ὅτι τὰ γύρω δένδρα εἶναι φίλοι μας ἁγνοὶ καὶ εἰλικρινεῖς καὶ ὅτι μᾶς προσφέρουν μὲ ἀνιδιοτέλεια τὴν ἀγάπη τους. Μᾶς τὸ ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ ποιητὴς μὲ τοὺς ὡραίους στίχους του:
Ἀγαπᾶτε τὰ ἄνθη, ἀγαπᾶτε τὰ δάση,
κάθε ἁγνὸ λουλουδάκι, κάθε πράσινο φύλλο.
Ποιὸν καλύτερον ἄλλον θὲ νὰ βρῆτε στὴν πλάση
καὶ πιστότερο φίλο;
Θέλοντας καὶ μή, ὅταν βρεθεῖς μέσα σ’ ἕνα θαλερό, πυκνὸ μὲ πανύψηλα δένδρα δάσος, ὅταν βαδίζεις ἐπάνω στὴ μαλακὴ χλόη, ὅταν συναντᾶς βρύσες κρυερὲς καὶ πανέμορφα λουλούδια, ὅπως γράφει ὁ Κρυστάλλης:
ἄσπρα, γαλάζια, κόκκινα, ποὺ κρύβουν τὸ χορτάρι,
κέδρα ψηλά κ΄ ευωδερά, ποὺ φτάνουν ὣς τὰ ουράνια,
τὶς τρυφερὲς τὶς κουμαριές, τὶς καστανιὲς τὶς λάδιες,
τὶς καταπράσινες ὀξιές, τὶς λυγερὲς τὶς λεῦκες,
νιώθεις ὅλη τὴν ὕπαρξή σου γεμάτη ἀπὸ ἀνιδιοτέλεια,
ἀπὸ ψυχικὴ ἀνάταση. Ἐπιθυμεῖς νὰ πλησιάσεις περισσότερο
πρὸς Αὐτὸν ποὺ δημιούργησε αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο.
Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ μεγαλεῖο τους σοῦ ἐμπνέει τὴν ἀγάπη πρὸς κάθε ὑψηλὸ καὶ ὡραῖο, σὲ φωτίζει. Καὶ ἂν εἶσαι λεπτὴ καὶ καλλιτεχνικὴ φύση, σοῦ εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ γράψεις ἕνα ποίημα, ἕνα διήγημα, νὰ ἐμπνευσθεῖς ἕναν ζωγραφικὸ πίνακα ἢ κάποιο ἄλλο ἔργο τέχνης. Καὶ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ζοῦσαν μέσα στὸ πράσινο, διότι, ὅπως γράφει ὁ Mayr, ὅλη ἡ Εὐρώπη, ἡ ὁποία στὴν ἐποχή μας ἔχει 307.145.000 ἑκτάρια δασικὲς ἐκτάσεις, ἦταν κατάφυτη, γεμάτη δάση. Καὶ ἄλλοι εἰδικοὶ ἐπιστήμονες ἀναφέρουν ὅτι, ἐπειδὴ σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα ἀπαντῶνται κλιματολογικές, ἐδαφολογικὲς καὶ φυτογεωγραφικὲς συνθῆκες εὐνοϊκὲς γιὰ τὴν ἀνάπτυξη δασῶν, ὅλη ἡ χώρα μας ἀπὸ τὰ ἠπειρωτικά, μακεδονικὰ καὶ θρακικὰ βουνὰ πρὸς βορρᾶ ἕως τὸ Ταίναρο καὶ τὴν Κρήτη πρὸς νότο, ἕως τὰ νησιὰ τοῦ Ἰονίου καὶ τοῦ Αἰγαίου πελάγους, ἕως τὴν Κύπρο καὶ τὰ παράλια της Μ. Ἀσίας συμπεριλαμβάνεται καὶ ὁ Εὔξεινος Πόντος καλύπτονταν ἀπὸ πυκνότατα δάση, τὰ ὁποῖα μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ἐξαφάνισε ἡ γεωργικὴ καλλιέργεια, οἱ πυρκαϊές, οἱ πόλεμοι καὶ ἡ ὑλοτομία γιὰ ἐξεύρεση ξυλείας ἢ γιὰ τὴ βελτίωση τῆς νομαδικῆς βοσκῆς.
Καὶ αὐτὸ τὸ πράσινο, μὲ τὶς διάφορες ἀποχρώσεις του σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς ποὺ προσδίδει ἰδιαίτερη χάρη καὶ ὀμορφιὰ στὴν πατρίδα μας, στὴν ἑλληνικὴ φύση, τὴν ὡραιότερή του κόσμου, ἔκανε μία φορὰ καὶ ἕναν καιρὸ τὸν Ἕλληνα τὸν ὡραιότερο ἄνθρωπο ψυχικῶς, πνευματικῶς καὶ σωματικῶς, ὅπως δείχνουν τὰ ἀγάλματα τῶν ἀρχαίων προγόνων μας ἀρκεῖ νὰ συγκρίνουμε μὲ τὸν Φαραὼ τῆς Αἰγύπτου. Χαρακτηριστικὸς εἶναι ὁ λόγος τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ:
Βουνὰ ψηλά, βουνὰ σκιερὰ
βουνὰ γυμνά, βουνὰ πρασινισμένα,
μικρὸς ἂν εἶμαι αἰσθήματα τρανὰ
γεννᾶτε μέσα μου καὶ ταιριασμένα.
Βουνὰ τῆς γῆς αὐτῆς ἑλληνικά,
διάφανα, καθαρά, πελεκημένα
ἀπὸ τεχνίτη χέρια μυστικά,
σὰ μετρημένα ἀγάλματα ἕνα-ἕνα…
Δικαίως, λοιπόν, φαντάσθηκαν τὴν κατοικία τῶν θεῶν στὸ πιὸ ὑψηλὸ καὶ δασωμένο βουνό, τὸν Ὄλυμπο. Δικαίως φαντάσθηκαν ὅτι μέσα στὰ δάση ζοῦσαν οἱ Μοῦσες, οἱ λευκοφόρες Νύμφες, ὁ Πᾶν, ἡ Ἀταλάντη καὶ ἄλλα μυθικὰ πρόσωπα. Δικαίως φαντάσθηκαν καὶ τὸ πρῶτο γνωστὸ σχολεῖο τῆς ἀνθρωπότητας, τὴ σχολὴ τοῦ Κενταύρου Χείρωνος, ὅπου μορφώνονταν ὅλοι οἱ ἐπιφανεῖς ἥρωες, μέσα σὲ δάσος κατάφυτο ἀπὸ μεγάλα καὶ πυκνόφυλλα δένδρα. Καὶ γέμισαν τὶς κορυφές τους μὲ τὴν ἀστείρευτη ὀμορφιὰ καὶ τὶς πλαγιές τους μὲ τὴν εἰδυλλιακὴ χάρη, ἀκόμη καὶ τὶς χαράδρες μὲ τὴν ἄφθονη βλάστηση, μὲ ναούς, βωμούς, ἀγάλματα, ποὺ ἦταν τέχνη καὶ φύση.
Κυρίως οἱ κίονες τῶν ναῶν φύτρωναν ὅπως τὰ δένδρα καὶ οἱ κίονες τοῦ κορινθιακοῦ ρυθμοῦ κατέληγαν μὲ φύλλα. Ὑπαγόρευε στὸν καλλιτέχνη τὴ μορφή τους ὁ νόμος τοῦ μέτρου καὶ τοῦ φωτός, ποὺ διέπει τὴν ἑλληνικὴ ὕπαιθρο, τὸ ἑλληνικὸ βουνό, τὸ ἑλληνικὸ δάσος. Ἀλλὰ συνέδεαν τοὺς θεοὺς καὶ μὲ δένδρα. Τὸν Δία τὸν συνέδεαν μὲ τὴ δρῦ τῆς Δωδώνης. Τὴν Ἀθηνᾶ μὲ τὴν ἐλιὰ τῆς Ἀκροπόλεως, τὴν ὁποία ἔκαψαν οἱ Πέρσες, ὅταν κατὰ τοὺς Περσικοὺς Πολέμους κατέλαβαν τὴν Ἀθήνα. Τὸν Ἀπόλλωνα κυρίως τὸν συνέδεαν μὲ ἕναν φοίνικα τοῦ ὄρους Κύνθου τῆς Δήλου, κάτω ἀπὸ τὸν ὁποῖο γέννησε ἡ Λητώ, ἢ μὲ δάφνη. Τὴν Ἀφροδίτη μὲ τὴν μυρτιά, τὸν Διόνυσο μὲ τὴν ἄμπελο καὶ ἄλλους θεοὺς καὶ ἡμιθέους μὲ ἄλλα δένδρα. Γι’ αὐτὸ γίνονταν οἱ δενδροφορίες, τελετὲς στὶς ὁποῖες οἱ λάτρεις, δενδροφόροι ὀνομάζονταν, μετέφεραν ἱερὰ δένδρα, ὅπως τοῦ Ἀπόλλωνος, τῆς Δήμητρας, τοῦ Διονύσου καὶ ἄλλων.
Ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα οἱ ἑορτὲς αὐτὲς μεταφέρθηκαν στὴ Ρώμη. Καὶ ὁ Χριστιανισμὸς καὶ ἡ βυζαντινή, ἡ ἑλληνικὴ μεσαιωνικὴ αὐτὴ αὐτοκρατορία, συνδέονται ἄμεσα μὲ τὰ δένδρα, ἀλλὰ τοὺς δίδουν μία πνευματικότητα, ὅπως γράφει ὁ Ὠριγένης στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή, «Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ δένδρο τῆς ζωῆς». Γι’ αὐτὸ κατακόμβες καὶ ναοὶ εἶναι διακοσμημένοι μὲ δένδρα καὶ ἕως σήμερα στολίζουμε τὸ δένδρο τῶν Χριστουγέννων. Μετὰ δὲ τὴν 29η Μαΐου 1453, ὅταν τοὺς Ἕλληνες τοὺς πλάκωνε ἡ φοβέρα καὶ τοὺς τρόμαζε ἡ σκλαβιά, τὰ βουνὰ καὶ τὰ δάση ἦταν τὰ προπύργια τῶν ἐλευθέρων ἀνδρῶν. Ἐδῶ ἔζησαν οἱ κλέφτες καὶ οἱ ἀρματολοί. Ἐπάνω στὰ βουνὰ τοῦ Μοριᾶ, κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρο, γεννήθηκε ὁ γέρος τοῦ Μοριᾶ, ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Στὰ δάση βλάστησε τὸ φυτώριο τῶν ἡρώων τοῦ Εἰκοσιένα. Καὶ τὸ δάσος τοῦ Χολομώντα τῆς Χαλκιδικῆς ἦταν ὀνομαστὸ κλέφτικο λιμέρι, ὅπως καὶ ὁ Ὄλυμπος καὶ ἄλλα δάση ὅλου του ἑλλαδικοῦ χώρου. Νὰ πῶς βεβαιώνει ἡ δημοτικὴ ποίησή μας τὶς ἀπόψεις αὐτές:
…Δὲν εἶναι ἐδῶ ραγιάδες,
ἐδῶ εἶναι δάση καὶ βουνὰ καὶ κλέφτικα λημέρια.
Καὶ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ τελεσφορήσει ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἂν ἡ πατρίδα μας ἦταν χώρα πεδινὴ καὶ δὲν εἶχε τὰ δασωμένα βουνά της; Θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ ἐφαρμόσει τὸν κλεφτοπόλεμο ὁ Κολοκοτρώνης ἐναντίον τοῦ Ἰμπραήμ, ἂν δὲν προκάλυπταν τοὺς ἄνδρες του πυκνόφυλλα δάση; Καὶ οἱ Τοῦρκοι θὰ ἔφευγαν ἀμαχητὶ ἀπὸ τὸν Πολυγύρο στὶς 18 Ὀκτωβρίου 1912 καὶ θὰ ἐλευθερωνόταν ἡ Χαλκιδική, ἂν πυκνότατο δάσος δὲν περιέβαλε τὴν πρωτεύουσά της καὶ ὁ Καϊμακάμης μποροῦσε νὰ ἐλέγξει αὐτὰ ποὺ τοῦ εἶπε ὁ ἄνθρωπος τοῦ μητροπολίτη Εἰρηναίου, δηλαδὴ ὅτι σὲ «κάθε κλαρὶ καὶ ἀντάρτης»;
Διότι οἱ ἀντάρτες ἦταν ὀλίγοι, ἐνῷ ὁ τουρκικὸς στρατὸς στὸν Πολυγύρο περίπου 2.000. Ἀλλὰ τὰ δάση δὲν βοηθοῦν μόνον τοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ ἐπανεύρουν τὴν ψυχικὴ ἠρεμία τους, δὲν τοὺς ἐμπνέουν μόνον πρὸς κάθε ὑψηλὸ καὶ ὡραῖο, δὲν μᾶς θυμίζουν μόνον τὴν ἱστορία μας· ἔχουν πολλοὺς καὶ μεγάλους ἄλλους προορισμούς. Αὐτὰ εἶναι ὁ πνεύμονας τῆς ὑγείας κάθε λαοῦ. Εἶναι ἡ βασικὴ προϋπόθεση τῆς ἐπιβιώσεως, ἰδίως στὴ σύγχρονη βιομηχανικὴ ἐποχή, ποὺ ἔχει δημιουργήσει παγκοσμίως τεράστια προβλήματα ὅσον ἀφορᾶ στὴν καθαρότητα τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. Τὸ ψυχρὸ ἀεράκι τῆς αὐγῆς, ἡ εὐωδιαστὴ αὔρα τοῦ ἀπόβραδου, αὐτὸ τὸ ἄφθονο καὶ πολὺ καθαρὸ ὀξυγόνο, ποὺ παρέχουν, ἀπορρυπαίνει τοὺς πνεύμονες, μεταμορφώνει τὴν ἀνάσα σὲ δώρημα τέλειο καὶ εἶναι τὸ μόνο ἱκανὸ φίλτρο γιὰ νὰ καθαρίσει τὴ μολυσμένη ἀτμόσφαιρα κυρίως τῶν μεγαλουπόλεων, ποὺ ὁμοιάζουν μὲ κολασμένους κήπους ὅπου φυτρώνουν τὰ δηλητηριασμένα ἄνθη τοῦ βιομηχανικοῦ πολιτισμοῦ. Ἐπιπλέον εἶναι καὶ φίλτρα ἠχορυπάνσεως, μειώνουν τὴν ὑγρασία καὶ τὴν ὑψηλὴ θερμοκρασία καὶ ἐπιδροῦν εὐεργετικὰ καὶ στὸ φῶς, ἀφοῦ φιλτράρεται ἀπὸ τὶς φυλλωσιές τους.
Γι’ αὐτὸ τὰ θεραπευτικὰ ἱδρύματα πρέπει νὰ γίνονται πλησίον τῶν δασῶν, γιὰ νὰ ἀποκαθίσταται εὐκολότερα ἡ κλονισμένη ὑγεία τῶν ἀνθρώπων. Καὶ πάλι ἂς θυμηθοῦμε τὸν Κρυστάλλη, πού, ἄρρωστος ἀπὸ φυματίωση, λαχταροῦσε νὰ ζήσει στὰ ἀπρόσιτα γι’ αὐτὸν τουρκοκρατούμενα βουνὰ τῆς Ἠπείρου, γιὰ νὰ βελτιωθεῖ ἡ ὑγεία του:
Θέλω ἡ βρυσούλα, ἡ ρεματιά, παλιὲς γλυκές μου ἀγάπες,
νὰ μοῦ προσφέρουν γιατρικὸ τ’ ἀθάνατα νερά τους.
Καὶ ἀλλοῦ παρακαλεῖ τὸν σταυραετό:
Πάρε με ἀπάνω στὰ βουνά, τί θὰ μὲ φάει ὁ κάμπος!
Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ ὅλες τὶς ὠφέλειες ποὺ τὰ δάση προσφέρουν στὸν ἄνθρωπο εἶναι καὶ πηγὴ πλούτου καὶ ἐξευρέσεως ἐργασίας. Ἀπὸ τὰ δάση προέρχονται τὰ ξύλα γιὰ θέρμανση, γιὰ τὴν ἐπιπλοποιΐα, γιὰ τὴν οἰκοδομική, γιὰ τὴν κατασκευὴ πλοίων, δεψικῶν καὶ χρωστικῶν οὐσιῶν, καὶ πολλῶν ἄλλων χημικῶν καὶ φαρμακευτικῶν προϊόντων. Τὸ ξύλο τῶν δασῶν χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴ βιομηχανία τοῦ χαρτιοῦ καὶ ἄλλα βιομηχανικὰ προϊόντα. Ἀπὸ τὰ δάση παίρνουμε τὴ ρητίνη, τὴ μαστίχα κ.λπ. καὶ ἀπὸ τὰ τροπικὰ δάση τὸ καουτσούκ, τὴν καμφορά, τὸ ἰνδικό. Συντελοῦν ἐπίσης πάρα πολὺ στὴν ἀνάπτυξη τῆς γεωργίας καὶ τῆς κτηνοτροφίας, διότι τὰ δάση φέρνουν σύννεφα, βροχές, χιόνια γιὰ ἡμέρες ἀτελείωτες.
Αὐτά, ὅμως, συγκρατοῦν μὲ τὶς ρίζες τῶν δένδρων τους καὶ τὸ ἔδαφος καὶ δὲν διαβρώνεται αὐτὰ συγκρατοῦν καὶ τὰ νερὰ τῶν δυνατῶν βροχῶν, ποὺ θὰ κατέκλυζαν τὶς πεδινὲς περιοχὲς καὶ θὰ κατέστρεφαν τὴ γεωργία, καὶ ἀπορροφοῦν μαζὶ μὲ τὰ φυλλώματά τους μεγάλο μέρος τῆς βροχῆς ἢ τοῦ χιονιοῦ ποὺ πίπτει καὶ γεμίζουν τὶς ὑπόγειες δεξαμενές, οἱ ὁποῖες τροφοδοτοῦν τοὺς ἀνθρώπους, τὰ ζῶα, τὰ φυτὰ μὲ τὸ εὐεργετικό, τὸ ἀπαραίτητο ὕδωρ. Ἀλλὰ δημιουργοῦνται καὶ οἱ καταρράκτες, ποὺ πηδοῦν ὁρμητικὰ ἀπὸ τὰ ὕψη εἶναι ὁ λευκὸς ἄνθρακας ποὺ προσφέρει ἐργασία σὲ χιλιάδες ἀνθρώπους κυρίως ἄλλων χωρῶν οἱ λίμνες, τὰ πολύπλοκα ποτάμια ποὺ ποτίζουν καλλιέργειες καὶ καλλιέργειες, δροσίζουν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ ζῶα καὶ γεμίζουν εὐωδία τὸ λουλούδι. Μὲ ἄλλα λόγια εἶναι οἱ κύριοι συντελεστὲς τῆς βλαστήσεως ἑνὸς τόπου. Καὶ μόνον ὅπου ὑπάρχει πλούσια βλάστηση μπορεῖ νὰ ἀναπτυχθεῖ κτηνοτροφία.
Καὶ μόνον σὲ πλούσια δάση ζοῦν ζῶα, ποὺ τὸ κυνήγι τους ἐνδιαφέρει ἀρκετοὺς ἀνθρώπους. Τὸ πόσο συντελοῦν τὰ δάση στὸν τουρισμό μας τὸ βεβαιώνει ἡ προσοδοφόρα τουριστικὴ ἀνάπτυξή της ποὺ δὲν διαθέτει οὔτε λαχταριστὰ ἀκρογιάλια, οὔτε χρυσαφένιο ἥλιο, οὔτε σπήλαιο Πετραλώνων, Κνωσό, Μυκῆνες, Δελφούς, Ὀλυμπία, Παρθενώνα, Βεργίνα καὶ ἐρείπια ποὺ ἀνθοφοροῦν ἐδῶ καὶ χιλιάδες ἔτη, παρὰ μόνον χιόνια καὶ δάση ἄφθονα, ἀμέτρητα πλούσια δάση. Μᾶς τὸ ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ χειμερινὸς τουρισμὸς τῆς Ἑλλάδος. Εἶναι, λοιπόν, τεραστία καὶ πολύπλευρη ἡ ἀξία τῶν δασῶν. Καὶ δὲν εἶναι ὑπερβολὴ ἐὰν δεχθοῦμε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ συμβαδίζει μὲ τὴν ὕπαρξη τοῦ πρασίνου, ἀφοῦ τόσες εἶναι οἱ ὠφέλειές του καὶ σὲ τόσους ἀνθρώπους προσφέρει ἐργασία. Ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἕως σήμερα ἔντονη ὑπῆρξε ἡ γνώμη, καὶ θὰ πρέπει νὰ διατηρηθεῖ βαθιὰ στὴ συνείδησή μας, ὅτι ΔΑΣΟΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ εἶναι ἔννοιες ταυτόσημες καὶ ἀδιαχώριστες.
Ἑπομένως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ φροντίζουμε τὴ διατήρηση καὶ ἐπέκταση τῶν δασῶν, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ποὺ τὰ 2/3 τῆς συνολικῆς ἐκτάσεως τῆς Ἑλλάδος εἶναι ὀρεινὲς καὶ ἡμιορεινὲς ἐκτάσεις. Δυστυχῶς, ὅμως, ἐνῷ μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγὸ τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου ἦταν καλυμμένο ἀπὸ δάση, σήμερα ἡ δασοκάλυψη αὐτοῦ εἶναι ἡ μικρότερη ὅλων τῶν Βαλκανικῶν χωρῶν. Οἱ Ἕλληνες, ὅμως, παρὰ τὴν πτωχὴ δασοκάλυψη τῆς χώρας τους, ἔχουν ἀρκετὰ ὑψηλὸ ἀκαθάριστο ἐθνικὸ εἰσόδημα ἀπὸ παραγωγικὰ δάση. Οἱ ὠφέλειες τοῦ δάσους γιὰ τὴν ὑγεία, τὴν αἰσθητική, πνευματικὴ καὶ ψυχικὴ καλλιέργεια δὲν προσδιορίζονται μὲ ἀριθμούς, διότι αὐτὲς ἐξισοῦνται μὲ τὴν ἀξία τῆς ἴδιας της ἀνθρώπινης ὑποστάσεως καὶ εἶναι ἀνεκτίμητες.
Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους καὶ ἐπειδὴ τὰ δάση δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀντιπροσφορᾶς, ἀφοῦ γιὰ τὴ γέννηση καὶ τὴν ἀνάπτυξή τους μεριμνᾶ ἡ ἴδια ἡ φύση, πρέπει ὅλοι οἱ Ἕλληνες νὰ αἰσθανόμαστε ἰδιαιτέρα ἱκανοποίηση καὶ χαρὰ ὅταν τὰ δάση πληθύνονται. Ἔχουμε, ὅμως, καὶ ὑποχρέωση ἔναντι τῶν προγόνων μας ποὺ τόσο ἀγωνίσθηκαν γι’ αὐτὴ τὴ γῆ, γι’ αὐτὸν τὸν τόπο, ἀλλὰ καὶ ἔναντι τῶν ἐπερχομένων γενεῶν τῶν Ἑλλήνων, νὰ προφυλάγομε τὰ ὑπάρχοντα δάση κυρίως ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο ἐχθρό τους, τὶς πυρκαϊές, οἱ ὁποῖες προέρχονται ἀπὸ δική μας ἀνεμελιὰ καὶ ἀδιαφορία, καὶ νὰ φροντίσουμε νὰ δημιουργήσουμε περισσότερα οἰκονομικὰ δάση, ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ λαμβάνουμε τὰ βιομηχανικὰ καὶ καύσιμα ξύλα, ὥστε τελικῶς νὰ μηδενισθοῦν οἱ εἰσαγωγὲς τῶν προϊόντων αὐτῶν ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό. Ὑδρονομικὰ δάση, γιὰ νὰ προστατεύονται οἱ πόλεις, οἱ κωμοπόλεις, τὰ χωριὰ καὶ οἱ καλλιεργούμενες ἐκτάσεις ἀπὸ τὶς πλημμύρες, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῆς συνεχοῦς πτώσεως τῶν ὑδροφόρων ὁριζόντων καὶ ἀπὸ τὴν ἀλόγιστη χρήση τοῦ νεροῦ καὶ ἀπὸ τὴν αὔξηση τοῦ πληθυσμοῦ λόγῳ τῶν μεταναστῶν.
Δάση πάρκα ἢ πράσινους χώρους γύρω ἀπὸ τὶς πόλεις, τὶς κωμοπόλεις, τὰ χωριά, τὶς ἐκκλησίες, τὰ σχολεῖα, τὰ τουριστικὰ κέντρα, τὶς λίμνες κ.λπ. γιὰ τὴν σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἀνάπαυση τῶν κατοίκων. Ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ ἐπιτύχουμε, ἂν ἀναβλύζουν αὐθορμήτως ἀπὸ τὴν ψυχή μας ὡς ἰδέα καὶ καθῆκον τὰ λόγια του Ἀριστοτέλους: «Δάση εἰσὶ ἀδάμας δὶ’ οὗ, ὡς στέμμα, ὁ δημιουργὸς τοῦ παντὸς ἐκόσμισε τοὺς λόφους, τὰ ὄρη καὶ ἅπασαν τὴν γῆν». Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἀριστοτέλους πρέπει νὰ διδάσκονται κυρίως στὰ σχολεῖα μας.
Διότι παλαιότερα οἱ νέοι μας συνειδητοποιοῦσαν ἀπὸ μικροὶ τὴν ἀξία τῆς φύσεως, ἐπειδὴ οἱ δάσκαλοι καὶ οἱ καθηγητές, παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ κείμενα τῶν Ἀναγνωστικῶν καὶ ἄλλων βιβλίων π.χ. ὁ φιλόλογος ἀπὸ «Τὸ πράσινο» τοῦ Γρηγορίου Ξενοπούλου ἢ ἀπὸ τὸ ποίημα τοῦ Ὀδ. Ἐλύτη «Ἡ τρελὴ ροδιά» δίδασκαν στοὺς μαθητὲς τὴν ἀξία τῆς φύσεως καὶ τὶς συνέπειες τῆς καταστροφῆς της, καὶ οἱ Ἕλληνες ἐνδιαφέρονταν γι’ αὐτήν, ἐπειδὴ συνειδητοποιοῦσαν ἀπὸ μικροὶ τὴ σημασία τῆς φύσεως. Σήμερα, ἂν καὶ ὑπάρχει ἡ περιβαλλοντικὴ ἐκπαίδευση στὰ σχολεῖα, γιὰ τὴν ὁποία δαπανῶνται ἀρκετὰ χρήματα, καταστρέφουμε τὸ περιβάλλον μας, τὴ φύση, ἂν καὶ ἡ λέξη φύση παράγεται ἀπὸ τὸ ρῆμα φύω, τὸ ὁποῖο σημαίνει γεννῶ, καὶ μέσα στὴν φύση ὑπάρχει τὸ συστατικό της ἀέναης δημιουργίας, ἐξελίξεως καὶ ἁρμονίας καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος αὐτῆς. Γι’ αὐτὸ ὅποιος δὲν ἀγαπᾶ τὴ φύση καὶ τὴν πατρίδα του δὲν ἔχει σωστὴ ἀγωγή, δὲν ἔχει ἰδανικά. Ἑπομένως πρέπει νὰ ἀλλάξουμε τὴ διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν μας· πρέπει νὰ τοὺς διαπαιδαγωγοῦμε μὲ τὶς παλαιὲς ἀξεπέραστες ἑλληνικὲς ἀξίες αὐξάνοντας τὶς ὧρες διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν, τὰ ὁποῖα σύμφωνα μὲ διεθνεῖς ἔρευνες ὀξύνουν πάρα πολὺ τὸν νοῦ, ὥστε ὅλοι νὰ ἀποδεχόμαστε ὅσα ἔλεγε ὁ Πυθαγόρας: «Νόμῳ βηθεῖν, ἀνομία πολεμεῖν φυτὸν ἥμερον μήτε φθίνειν μήτε σίνεσθαι , ἀλλὰ δηδὲ ζῶον ὃ μὴ βλάπτει ἀνθρώπους» καὶ ὁ Ἱπποκράτης: «Ὠφελέειν, μὴ βλάπτειν».