ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ – (26 Φεβρουαρίου 1938 – 14 Μαρτίου 1957

«Θά πάρω μιάν ἀνηφοριά, θά πάρω μονοπάτια,

νά βρῶ τά σκαλοπάτια πού πᾶν στή Λευτεριά»

Ἀθηνᾶ Στ. Παπαϊωάννου – Φιλόλογος- λογοτέχνις

Ὁ ἔφηβος ἥρωας τῆς μαρτυρικῆς Κύπρου, ὁ βάρδος τῆς Λευτεριᾶς, ὁ μελωδός τῆς ἀγά-πης, ὁ λαμπρός ποιητής Εὐαγόρας Παλληκαρίδης γεννήθηκε στίς 26 Φεβρουαρίου 1938, στήν Τσάδα Πάφου καί ἀπαγχονίσθηκε ἀπό τούς Ἄγγλους, τούς στυγνούς κατακτητές τοῦ νησιοῦ, στή Λευκωσία, στίς 14 Μαρτίου 1957.

Ἦταν τό τέταρτο παιδί τῆς οἰκογένειας τοῦ Μιλτιάδη Θεοδώρου, μέ ἄριστες ἐπιδόσεις, σέ ὅλες τίς τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ καί μέ τό τάλαντο τοῦ ποιητῆ-συγγραφέα. Δημιουργεῖ τή σχο-λική ἐφημερίδα τῆς τάξης του, τήν ὁποία γράφει καί ἐπιμελεῖται, σχεδόν, μόνος. Ἀπό τήν ἡλικία τῶν δώδεκα χρόνων ἀρχίζει νά γράφει ποιήματα.

Ἡ φυσική του ἐξυπνάδα τόν κάνει νά ξεχωρίζει ἀλλά παραμένει, πάντα, ὁ ἴδιος, ντροπαλός, φιλότιμος, σοβαρός καί ἥρεμος. Τό ὕφος του εὐγενικό, λεπτό, διαγράφεται μέ τά χρώματα καί τή ζωηρότητα τῆς ἐφηβικῆς ἡλικίας. Ἄφησε στίς μνῆμες τῶν συμμαθητῶν του καί ὅσων τόν γνώρισαν ἀνεξίτηλες εἰκόνες συμπάθειας, θαυμασμοῦ καί ἀγάπης.

Ἡ παρορμητική του κλίση πρός τήν ποίηση τόν κάνει νά γράφει, συνεχῶς, στίχους, ὅπου βρίσκει ἐλεύθερο χῶρο, στά περιθώρια τῶν βιβλίων καί σέ τετράδια. Ἡ ποιητική του παρακαταθήκη ἀριθμεῖ 500 ποιήματα, ἐνῶ πολλές δεκάδες εἶναι τά πεζά του καθώς καί οἱ ἀναρίθμητες ἐπιστολές του.

Τά ποιήματά του, θεματολογικά, διακρίνονται σέ πατριωτικά, θρησκευτικά, εὔθυμα- σατιρικά καί ἐρωτικά. Ἔντονο τό θρησκευτικό αἴσθημα τοῦ Εὐαγόρα, ἐκφράζεται μέ κατάνυξη καί ἁπλότητα, στά ποιήματά του: //Ὅλος ὁ κόσμος ἐκκλησιά//κι ὅλοι ἐμεῖς ψαλτάδες//κι ὅλα τ’ ἀστέρια τ’ οὐρανοῦ//καντήλια καί λαμπάδες//.

Μέσα στό κρησφύγετό του, στό βουνό, ἀνοίγει τή ζεστή ἀγκαλιά του νά δεχτεῖ τόν μικρό Χριστό, μέ τούς παρακάτω στίχους: //Νά ἡ φάτνη, τό ἄχυρο…//Ὅλ’ αὐτά ἡ καρδιά μου!//Τόν Χριστό ὑποδέχεται//κι ἡ φτωχή ἀγκαλιά μου//.

Στά ἐρωτικά, πού ἀποτελοῦν τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ποιητικῆς του δημιουργίας, δια-κρίνεται ἡ ἔνταση καί τό συναισθηματικό του πάθος, ἡ ἀβίαστη ἀποκάλυψη τῶν κρυφῶν σελί-δων τῆς καρδιᾶς του: «Τήν Ἑλλάδα ἀγαπῶ, ἀλλά καί σένα // μ’ ἕναν ἔρωτα μεγάλο, ἀληθι-νό//τά γαλάζια σου τά μάτια τά θλιμμένα// τόν καθάριο της θυμίζουν οὐρανό.»

Φύση ἐλεύθερη καί ἐπαναστατική, δέν ἀντέχει τό βαρύ ζυγό τῶν Ἄγγλων κατακτητῶν τῆς Πατρίδας του, μέσα του κουφοβράζει ἡ ἀπόφαση γιά ἀγῶνες ἀπελευθερωτικούς καί ἡ ἐκδίκηση γιά τούς Κύπριους ἥρωες πού ὁ ἐχθρός, μέ τήν πιό φρικτή καταδίκη εἰς θάνατον, μέ ἀπαγχονισμό, ἔστειλε στήν αἰώνια ζωή. Πρωταγωνιστεῖ σέ διαδηλώσεις, μέ τούς συμμαθητές του, μέ τόλμη καί αὐτοθυσία, ἐπειδή ἡ σκλάβα ζωή, γι αὐτόν λογᾶται θάνατος. Στά πατριωτικά του ποιήματα, ἐντύπωση κάνουν οἱ φλογεροί του στίχοι, γιά τήν ἀγαπημένη του Κύπρο: «Γιά σένα Κύπρο ἀθάνατη,//Πατρίδα σκλαβωμένη, θά δώσω ἀπ’ τό αἷμα μου//κάθε σταλαμα-τιά.//Γιά νά σέ δῶ ἐλεύθερη//καί χιλιοδοξασμένη//δέ θά διστάσω, Κύπρος μου,//νά πέσω στή φωτιά…//».

Ἔτσι, σέ ἡλικία 15 ἐτῶν, ἀντιδρώντας, μέ ἄλλους συμμαθητές του τῆς Πάφου καί τούς φοιτητές τοῦ Λιασιδίου Κολλεγίου, στήν ἔπαρση τῆς ἀγγλικῆς σημαίας, στό «Ἰακώβειο Γυμνα-στήριο» καί τήν ὑποστολή τῆς ἑλληνικῆς, ἀναρριχᾶται στόν ἱστό της, κατεβάζει καί σκίζει τήν ἀγγλική σημαία. Ἡ ἀγγλική σημαία ὑψώθηκε γιά τόν ἑορτασμό τῆς στέψης τῆς βασίλισσας Ἐλι-σάβετ. Ἡ Πάφος ἦταν τό μόνο μέρος τῆς Κύπρου, ὅπου ματαιώθηκε ὁ συγκεκριμένος ἑορτα-σμός. Ὁ Εὐαγόρας συνελήφθη ἀπό τήν ἀγγλική ἀστυνομία ἀλλά ἀφέθηκε ἐλεύθερος, λόγω τῆς μικρῆς του ἡλικίας.

Ἄλλωστε, ἀπό μικρός, αἰσθανόταν νά καίει μέσα στήν ἀδούλωτη ψυχή του ἡ ἐπαναστα-τική φλόγα τῆς Ἐλευθερίας.

Στίς 17 Νοεμβρίου 1955, οἱ μαθητές τοῦ σχολείου του συγκεντρώθηκαν καί προετοίμα-σαν μιά διαδήλωση, ἀπό τίς γνωστές πού διοργάνωνε ἡ Ἅλκιμος Νεολαία τῆς Ε.Ο.Κ.Α, γιά ἀντι-περισπασμό στή βία τῶν κατακτητῶν.

Στίς συζητήσεις πού ἔκαμνε μέ τούς συμμαθητές του, τούς δήλωνε πώς, σέ καμιά περί-πτωση δέν θά ἀνεχόταν τό κλείσιμο τῆς ἐλεύθερης ψυχῆς του, πίσω ἀπό τά βαριά σίδερα τῆς ἐγγλέζικης φυλακῆς.

Ὁ Εὐαγόρας συλλαμβάνεται καί ὁδηγεῖται στό δικαστήριο, μέ τήν κατηγορία ὅτι συμμε-τεῖχε σέ ὀχλαγωγίες.

Δέν παραδέχθηκε τήν κατηγορία καί ἡ δίκη ἀναβλήθηκε γιά τίς 6 Δεκεμβρίου. Μιά μέρα πρίν τή δίκη, ἀπόγευμα, κι ἐνῶ τό σχολεῖο ἦταν κλειστό, μπῆκε κρυφά καί ἄφησε ἕνα γράμμα, πάνω στήν ἕδρα, μέ τό παρακάτω περιεχόμενο:

«Παλιοί συμμαθητές,

Αὐτήν τήν ὥρα, κάποιος λείπει, ἀνάμεσά σας, κάποιος πού φεύγει, ἀναζητώντας λίγο ἐλεύθερο ἀέρα, κάποιος πού μπορεῖ νά μήν τόν ξαναδεῖτε, παρά μόνον νεκρό. Μήν κλάψετε στόν τάφο του. Δέν κάνει νά τόν κλαῖτε. Λίγα λουλούδια τοῦ Μαγιοῦ σκορπᾶτε του στόν τά-φο. Τοῦ φτάνει αὐτό ΜΟΝΑΧΑ. Γειά σας, παλιοί συμμαθηταί. Τά τελευταῖα λόγια τά γράφω, σήμερα, γιά σᾶς. Κι ὅποιος θελήσει νά βρεῖ ἕναν χαμένο ἀδελφό, ἕναν παλιό του φίλο, ἄς πάρει μιάν ἀνηφοριά, ἄς πάρει μονοπάτια, νά βρεῖ τά σκαλοπάτια πού πᾶν στή Λευτεριά. Μέ τήν Ἐλευθερία μαζί, μπορεῖ νά βρεῖ καί μένα. Ἄν ζῶ, θά μέ βρεῖ ἐκεῖ.»

Στίς 18 Δεκεμβρίου 1956, μεσάνυχτα, μαζί μέ ἄλλους δύο συναγωνιστές του μετέφεραν ὅπλα καί τρόφιμα ἀπό τή Λυσό, γιά τό καταφύγιό τους. Σέ μιά ἀπότομη στροφή τοῦ δρόμου, βρέθηκαν, ξαφνικά, ἀντιμέτωποι μέ μιά ἀγγλική περίπολο, πού τούς περίμενε, μέ τά φώτα τοῦ περιπολικοῦ σβηστά, μετά ἀπό προδοσία. Ἄναψαν οἱ προβολεῖς. Οἱ δυό συναγωνιστές του πρόλαβαν καί διέφυγαν στό βουνό, ἀλλά ὁ ἐπικηρυγμένος ἀπό τούς Ἄγγλους, μέ 30.000 λίρες, Εὐαγόρας Παλληκαρίδης συνελήφθη. Κατηγορήθηκε γιά κατοχή καί διακίνηση ὁπλισμοῦ καί μεταφέρθηκε στή Λευκωσία.

Στή δίκη πού ὁρίσθηκε γιά τίς 25 Φεβρουαρίου, ὁ Εὐαγόρας δέν ἄφησε περιθώρια στούς δικηγόρους του νά τόν ὑπερασπιστοῦν, ἀφοῦ, παρά τίς ἀντιρρήσεις τους, παραδέχθηκε τήν ἐνοχή του. Ἀπευθύνθηκε πρός τούς δικαστές μέ τά παρακάτω λόγια: «Γνωρίζω ὅτι θά μέ κρεμάσετε. Ὅ,τι ἔκαμα τό ἔκαμα ὡς Ἕλλην Κύπριος, ὅστις ζητεῖ τήν Ἐλευθερία του. Τίποτε ἄλλο.»

Ἡ φωνή του ἥρεμη καί ἀποφασιστική. Τό βλέμμα του καθάριο καί εὐθυτενές, πρός τόν ξερακιανό Ἄγγλο δικαστή, πού, αὐτές τίς κρίσιμες στιγμές, δέν μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ τό μεγα-λεῖο τῆς ψυχῆς τοῦ παλικαριοῦ. Χαμηλώνει τά ψυχρά του μάτια, στό ἕδρανο, μέ σπασμωδικές κινήσεις, προσπαθεῖ νά κρύψει τήν ἀμηχανία του. Στό μικρό ἀκροατήριο, πού παρευρίσκεται στό δικαστήριο, μέ τούς γονεῖς τοῦ Βαγορῆ, ἐπικρατεῖ ἀπόλυτη σιωπή, μά ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι ἠλεκτρισμένη.

Ρίγη συγκίνησης τούς διακατέχουν, δάκρυα καυτά κυλοῦν ἀπό τά βουρκωμένα μάτια τους. Μά ἡ ψυχή τους πάλλεται ἀπό ὑπερηφάνεια, γιά τό λεβέντη πού ὄρθωσε τό ἀνάστημα στόν βάρβαρο κατακτητή, πού θυσιάζεται, ὡς ἄλλος ἀμνός, στό βωμό τῆς Πατρίδας, γιά τήν πολυπόθητη Ἐλευθερία.

Πίκρα καί ἀγανάκτηση κυριεύουν τόν πονεμένο πατέρα τοῦ Εὐαγόρα, ὄχι γιά τή θυσία τοῦ ἀγαπημένου του παιδιοῦ, μά γιά τήν ἰταμή πρόταση τῶν δόλιων Ἐγγλέζων, πώς θά ἄφηναν ἐλεύθερο τόν Εὐαγόρα, ἐφόσον τόν ἔπειθε νά καταδώσει τούς συναγωνιστές του. Ἄλλωστε, τέτοιες μέθοδοι ἦταν συνήθεις γιά τούς Ἐγγλέζους, μιά καί ἔχουν ἱστορία στήν τέχνη τῆς κατά-δοσης.

Ἡ «New Yorker» τοῦ Λονδίνου, πρόσφατα, προσδιόρισε τήν Ἀγγλία σάν «Ἔθνος καταδο-τῶν». Δυστυχῶς, οἱ κατακτητές δέν συνειδητοποίησαν, μέχρι ἐκείνη τή στιγμή, τό ἀδούλωτο καί περήφανο πνεῦμα, καθώς καί τό πατριωτικό φρόνημα, πού φώλιαζε μές στίς ψυχές τῶν Κυπρίων ἀγωνιστῶν.

«Ἐγιώ (δ)έν ἐγέννησα παιδίν//νά τό λαλοῦν προδότην…//χαλάλιν τῆς Πατρίδας μου//τό γαῖμαν τοῦ παιθκιοῦ μου!…// Ἦταν ἡ ἀποστομωτική ἀπάντηση τῆς μάνας τοῦ Εὐα-γόρα, στήν ἰταμή ἀξίωση τῶν Ἄγγλων. Ὁ πατέρας του μελλοθάνατου ἥρωα Βαγορῆ, σέ μιά προσωπική στιγμή ξέσπασε μέ τούς παρακάτω στίχους: “Ποῦ νά’ βρω πέτραν ριζιμιάν/νά γύ-ρω τό πλευρόν μου;/Ποῦ νά’ βρω νιόν νά μέ πονεῖ/Λεβέντην, σάν τόν γιό μου;/Ποῦ νά’ βρω πέτραν ριζιμιάν/νά διπλωθῶ νά κάτσω;/Τόν γιόν μου, τόν λεβέντην μου/ἀπό καρδιᾶς νά κλάψω!…”.

Τήν ἑπομένη τῆς καταδίκης τοῦ Εὐαγόρα Παλληκαρίδη, οἱ μαθητές τοῦ Γυμνασίου τῆς Πάφου ἀπεῖχαν ἀπό τά μαθήματά τους σέ ἔνδειξη διαμαρτυρίας καί ἔστειλαν τηλεγράφημα στόν Χάρτινγκ, μέ τό ὁποῖο ζητοῦσαν νά ἀπονεμηθεῖ χάρη στόν Εὐαγόρα. Ὅλος ὁ κόσμος ἀρχί-ζει μιά προσπάθεια νά σώσει τόν νεαρό μαθητή. Ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση προσπαθεῖ νά ἀπο-τρέψει τό ἀποτρόπαιο ἔγκλημα τῆς ἐκτέλεσής του. Ἡ Κυπριακή Ἀδελφότητα Ἀθηνῶν ζητᾶ προ-σωπική παρέμβαση τοῦ βασιλιᾶ Παύλου. Ἡ Βουλή τῶν Ἑλλήνων στέλνει τηλεγραφήματα πρός τή Βουλή τῶν Κοινοτήτων καί τά Ἡνωμένα Ἔθνη. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Δωρόθεος, ὁ Χωρεπίσκοπος Σαλαμίνας Γεννάδιος, ὁ δήμαρχος Λευκωσίας, 40 Ἄγγλοι βουλευ-

τές τοῦ Ἐργατικοῦ κόμματος, Συντεχνίες, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Νοτίου Ἀφρικῆς Νικόδημος, ὁ Ἀμερι-κανός Γερουσιαστής Fulton, ἁπλοί πολίτες, ὅλοι προσπαθοῦν νά ματαιώσουν αὐτή τήν ἀπο-τρόπαια ἐκτέλεση.

Εἰς μάτην! Ὁ Χάρτινγκ, τό Στέμμα καί ἡ Ἀγγλική Διπλωματία ἀπορρίπτουν τήν ἀπονομή χάριτος. Μά ἡ βαρβαρότητά τους δέ σταματάει ἐκεῖ, ἀφοῦ ἀπαγορεύουν στούς γονεῖς καί τίς ἀδελφές τοῦ Βαγορῆ τόν τελευταῖο ἀποχαιρετισμό, τό τελευταῖο φιλί.

Ἡ ἐντολή τοῦ δικαστηρίου ἐκτελέστηκε τά μεσάνυχτα τῆς 13ης πρός τήν 14η Μαρτίου 1957, στίς 12:02, ἀκριβῶς. Τήν παραμονή τῆς ἐκτέλεσής του, ὁ Εὐαγόρας ζήτησε ἀπό τή μητέρα του νά τοῦ φέρει τόν σταυρό, πού οἱ Ἄγγλοι τοῦ εἶχαν ἀφαιρέσει. Τῆς εἶπε, χαρακτηριστικά: «Χωρίς τόν σταυρό δέν φεύγω ἀπό ‘δῶ μέσα» καί ὁδηγούμενος στήν ἀγχόνη ἔκανε τήν εὐχή: «Σήμερα, πού θά πάω στόν Θεό, θά Τόν παρακαλέσω νά εἶμαι ὁ τελευταῖος Κύπριος, τόν ὁποῖο ἐκτελοῦν οἱ Ἄγγλοι.»

Ὁ 18χρονος ἔφηβος στάθηκε περήφανα, κάτω ἀπό τή μακάβρια θηλειά. Ἀντάλλαξε χει-ραψία μέ τούς ἐκτελεστές του καί ἡ βροντερή φωνή του ἔσπασε τή σιωπή τῆς νύχτας καί τῶν φυλακῶν. Στό πεῖσμα τῶν κατακτητῶν ψέλνει τόν Ἐθνικό Ὕμνο καί μετά βροντοφωνάζει: «Γειά σας ἀδέλφια… Γειά σας λεβέντες… Ἐγώ βαδίζω στήν ἀγχόνη γελαστός, ἀποφασιστικός καί ὑπερήφανος!»

12:02, μεσάνυχτα, ὁ Βαγορῆς πέρασε στήν αἰωνιότητα, γράφοντας μιάν ἀκόμη χρυσή σελίδα στό βιβλίο τῶν ἡρώων! Καί ἡ εὐχή του ἔγινε πραγματικότητα, ἀφοῦ ἦταν ὁ τελευταῖος ἀγωνιστής πού ἀπαγχονίστηκε ἀπό τούς στυγερούς Ἐγγλέζους κατακτητές.

Ἡ ἐκτέλεση τοῦ Εὐαγόρα προκάλεσε παγκόσμια κινητοποίηση καί κατακραυγή κατά τῶν Ἄγγλων, πρᾶγμα πού ἀπέτρεψε τόν ἀπαγχονισμό ἄλλων 26 μελλοθάνατων Κυπρίων Ἀγωνι-στῶν, πού, στή συνέχεια, τούς δόθηκε χάρη.

Οἱ Ἄγγλοι δέν τόλμησαν νά παραδώσουν τόν νεκρό Βαγορῆ στούς γονεῖς του, γιά νά τόν κηδέψουν. Φοβήθηκαν τό γενικό ξεσηκωμό τοῦ Κυπριακοῦ λαοῦ, στό ξόδι του. Οἱ κάθε εἴδους τύραννοι καί κατακτητές, κατ’ οὐσίαν, εἶναι δειλοί καί φοβισμένοι, γιά τά στυγερά τους ἐγκλή-ματα καί τήν καταπάτηση τῆς ἐλευθερίας τῶν λαῶν. Τόν ἔθαψαν στά «Φυλακισμένα Μνήμα-τα», πού ἔφτιαξαν μέσα στίς φυλακές καί στόν ἴδιο τάφο, ὅπου, ἕντεκα ἡμέρες πρίν, εἶχαν θά-ψει τό λιοντάρι καί σταυραετό τοῦ Μαχαιρᾶ, τόν θρυλικό Γρηγόρη Αὐξεντίου.

Αἰωνία σου ἡ μνήμη! Εὐαγόρα Παλληκαρίδη!

Αἰωνία ἡ μνήμη ὅλων ἐσᾶς πού θυσιαστήκατε

γιά τήν ἐλευθερία τῆς Πατρίδας καί τά ἰδανικά σας!