Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη
12-4-20
Εἰσοδεύουμε σήμερα στὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα. Στὸν Ὄρθρο τῆς Μεγάλης Δευτέρας ποὺ ψάλλεται τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων τὸ βράδυ ξεχωριστὴ θέση καταλαμβάνει τὸ κατανυκτικώτατο τροπάριο «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται» ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὴν παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων.
«Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός καί μακάριος ὁ δοῦλος, ὅν εὑρήσει γρηγοροῦντα·ἀνάξιος δέ πάλιν, ὅν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μή τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς, ἵνα μή τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καί τῆς Βασιλείας ἔξω κλεισθῇς· ἀλλά ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶ ὁ Θεός ἡμῶν, προστασίαις τῶν ἀσωμάτων, σῶσον ἡμᾶς».
Ὁ Χριστὸς παρουσιάζεται ὡς Νυμφίος, ὡς ἐραστής. Ἐραστὴς ποίου; Ὁ Χριστὸς εἶναι ἐραστὴς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Δημιουργίας ὁ Θεὸς ζητοῦσε τὴν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου· τὸν ἔκανε βασιλιᾶ τῆς κτίσεως. Ὁ ἄνθρωπος ἀδιαφόρησε γιὰ τὸ κάλλος τοῦ Παραδείσου καὶ ἐγκατέλειψε τὸν Θεό. Ὁ Θεός, θέλοντας νὰ μᾶς δείξῃ τὸν «ἔσχατον ἐρῶν ἔρωτα», (ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας) ἐξῆλθε γιὰ νὰ τὸν ἀναζητήσῃ. Ὁ ἔρωτάς Του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους «τὸν Θεὸν ἐκένωσεν». Μὴν μπορῶντας νὰ γοητεύσῃ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν σοφία Του καὶ τὰ θαύματά Του σταυρώνεται γιὰ νὰ Τὸν συγκινήσῃ καὶ νὰ ἐξαγοράσῃ τὸ θέλημά Του, κατὰ τὴν μεγαλειώδη ἑρμηνεία τοῦ Καβάσιλα.
Ὁ Νυμφίος ὅμως ἔρχεται ξαφνικά, «ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός» καὶ μακάριος εἶναι ὁ δοῦλος, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δουλεύει γιὰ τὸν Θεό, ποὺ προσεύχεται, ποὺ ἀγρυπνεῖ, ποὺ γρηγορεῖ. Εὔστοχα ὁ ὑμνογράφος ἐπιλέγει τὸ ἐπίθετο «μακάριος». Ἀπὸ τὴν μυθολογία γνωρίζουμε τὶς νήσους τῶν μακάρων, τὰ φανταστικὰ νησιά, στὰ ὁποῖα, κατὰ τὶς ἀρχαῖες δοξασίες, πήγαιναν οἱ ψυχὲς τῶν ἡρώων καὶ ἄλλων ἐπιφανῶν ἀνδρῶν. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν. Τὸν ἀναζητοῦσαν οἱ πρόγονοί μας. Ἐπειδὴ δὲν γνώριζαν τὸν Χριστό, ἀναζητοῦσαν τὴν μακαριότητα σὲ νησιὰ ποὺ ἔπλαθαν μὲ τὴν φαντασία τους, σὲ χαμένες Ἀτλαντίδες. Ὥσπου ἦλθε ὁ Χριστὸς καὶ τοὺς χάρισε τὴν ἀληθινὴ μακαριότητα. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ οἱ Ἕλληνες εἶπαν «εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» ἀναζητοῦσαν τὸ νόημα, ὄχι στὴν φύση, ἀλλὰ στὸν Χριστό. Σὲ ἀνεπίσημο ὕφος ἀποκαλοῦμε τὸν θανόντα «μακαρίτη», ἄν εἶναι κληρικὸς «μακαριστό» Καὶ οἱ δύο λέξεις προέρχονται ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ἐπίκοινο οὐσιαστικὸ «μάκαρ» (εὐτυχής). Ὁ μακαρίτης εἶναι ἐτυμολογικὰ συγγενὴς μὲ τὸν μακρό (ἄρα μακαρίτης εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει μακρά, αἰώνια ζωή) καὶ μὲ τὸν Μακεδόνα (Μακεδόνες εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἡ χώρα τους εἶναι μεγάλη). Γιὰ νὰ κερδίσῃ τὴν μακαριότητα ὁ πιστὸς ὀφείλει νὰ γρηγορῇ, νὰ εἶναι ἀπαντᾶ γρήγορα στὶς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ, ἀπὸ τὸ ρῆμα «ἐγείρω» (σηκώνω ἀπὸ τὸ ὕπνο). Γνώριμη μᾶς εἶναι ἡ προστακτικὴ «ἐγέρθητι» στὸν ἑνικὸ καὶ «ἐγέρθητε» στὸν πληθυντικό.
Ἀνάξιος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἡ ψυχή του ραθυμεῖ. Ράθυμος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἡ ψυχή (θυμός) εἶναι νωθρή, ἀπρόθυμη γιὰ ἐργασία, ποὺ δὲν ἔχει καμμία διάθεση γιὰ δράση. Τὸ ἐπίρρημα ῥᾶ σημαίνει «εὔκολα, χωρὶς κόπο». Θυμὸς στὰ ἀρχαῖα σήμαινε τὴν ψυχή, τὸ πνεῦμα. Νὰ θυμηθοῦμε τὸν ὀξύ-θυμο, τὴν ἀ-θυμία, τὸν μεγά-θυμο, τὸν μακρό-θυμο, ἀλλὰ καὶ τὸν πρό-θυμο.
«Βλέπε, οὖν, ψυχή μου» πρόσεξε, ψυχή μου, «μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς» μήπως καταληφθῇς ἀπὸ τὸν πνευματικό ὕπνο, «ἵνα μή τῷ θανάτῳ παραδοθῇς» καὶ παραδοθῇς στὸν θάνατο καὶ μείνῃς ἔξω ἀπὸ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὁ ρηματικὸς τύπος «κατενεχθῇς» εἶναι ὑποτακτικὴ παθητικοῦ ἀορίστου τοῦ ρήματος «καταφέρομαι» ποὺ σημαίνει βυθίζομαι στὸν ὕπνο.
«Ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶ ὁ Θεός ἡμῶν, προστασίαις τῶν ἀσωμάτων, σῶσον ἡμᾶς». Τὸ ρῆμα «ἀνανήφω» (ἐπανέρχομαι στὶς αἰσθήσεις μου) εἶναι σύνθετο ἀπὸ τὴν πρόθεση «ἀνά» καὶ τὸ ρῆμα «νήφω» (εἶμαι ἐγκρατὴς στὸ κρασί, ἀπέχω ἀπὸ τὸ κρασί). Νηφάλιος εἶναι αὐτὸ ποὺ κρίνει ψυχραιμα (νηφάλια κρίση). Τὸ «νήφω» μᾶς ἔδωσε τὸ κύριο ὄνομα Νήφων καὶ τὴν μεγάλη ἀρετὴ τῆς νήψεως.