Ξεφυλλίζοντας τό βιβλίο τοῦ Γιώργη Παπάζογλου «Ὀνείρατα τῆς ἄκαυτης καί τῆς καμμένης Σμύρνης, Ἀγγέλα Παπάζογλου – Τά χαΐρια μας ἐδῶ», ἐπιβεβαιώνεται ἀκόμη μία φορά πώς τό συγκεκριμένο σύγγραμμα ἀποτελεῖ μνημεῖο γιά τίς συνήθειες, τήν γλῶσσα, τίς μουσικές, τό ἦθος, τήν καθημερινότητα, τήν κουζίνα, τά ἔθιμα καί τήν γενικότερη ζωή στήν Σμύρνη πρίν τήν καταστροφή της τό 1922.
Στίς Ἅγιες ἡμέρες τοῦ Πάσχα διηγεῖται ἡ Ἄγγελα Παπάζογλου μέ τήν ἀπροσποίητη ντοπιολαλιά της πώς στή Σμύρνη « … Πουλάγανε ἑφτάζυμο. Ἠμυρίζανε οἱ γειτονιές ὁλόκληρες. Βγάζαν ἀπ’ ὄξω ἀπ’ τσί φοῦρνοι τά τραπέζια μέ ἄσπρα τραπεζομάντηλα καί τάχανε πιά στολισμένα τά ’φτάζματα … Κι ἀγόραζες. Δέν τό μποροῦσες νά μήν ἀγοράσεις. Ἡ μυρωδιά σέ ντάλωνε. Φτάζυμο … Ὄχι τσουρέκι … Τώρα τά θυμούμαστε, καί θαρρεῖς πώς εἶναι ἴδια ἡ ὥρα, πού ἤβλεπα τσί κουργιουκίτσες, ἐκεῖνες τσί φαρδιές τσ’ ὀρίτσες, νά πηγαίνουν ἔτσι – ἔτσι, βαμμένες κόκκινες, μέ τ’ ἄσπρα κεριά. Καί νά κουδουνίζουνε τά κουδουνάκια καί νά κουνᾶνε τά χαϊμαλιά καί νά χαίρεται ἡ καρδιά σου, πού ἦρθε πάλι ἡ Ἄνοιξη καί ἡ Λαμπρή. Τί νά πεῖς… Καταλάβαινες πώς ἀναστήθηκε ὁ Χριστός. Πώς πέρασε ὁ χειμώνας. Πώς ἦρθε ἡ ἄνοιξη. Τό καλοκαίρι. Πώς πέθανε ὁ χάρος καί νίκησε ὁ Θεός…».
Κι ὅμως εἶχε προηγηθεῖ μία Σαρακοστή, κατά τήν ὁποία τό καθημερινό τραπέζι εἶχε προσαρμοσθεῖ στά λιγόφαγα δεδομένα τῆς περιόδου. «…τή Καθαρή Δευτέρα πρωί-πρωί: “Μάντζα κοκόνα…”. Κι ὅ,τι φαΐ ὑπῆρχε μέσα στό σπίτι τώς τόδινες. Μέ τσί σκάφες ἠματζεύανε τά κρέατα, τά τυριά καί τά σαλάμια…».
Ὅταν τελείωνε αὐτή ἡ περίοδος, μετά τίς πολύωρες ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες «…πηγαίνανε στόν προφήτ-Ἠλία καί τρώγανε ἄλλοι τό πρῶτο, κι ἄλλοι τό δεύτερο ἀρνί. Ἄλλοι παίρνανε τρία ἀρνιά … Ἀνάσταινε ὁ κόσμος. Οἱ χριστιανοί … Καί κοντά σέ μᾶς ἀνασταίνανε καί ὅλοι οἱ ἀλλόθρησκοι καί φτωχοί … Γινόντανε νταλαβέρι. Κονομιούντουστε ὅλοι.
Κλείνοντας αὐτήν τήν ἀναφορά στό Πάσχα τῆς Σμύρνης μέσα ἀπό τίς διηγήσεις τῆς Ἄγγελας Παπάζογλου, δέν θά μπορούσαμε νά παραλείψουμε ἕνα ὑπέροχο δεῖγμα τῆς λαϊκῆς τραγουδοποιητικῆς δημιουργίας τῶν ἡμερῶν αὐτῶν, ἔτσι ὅπως τά διηγήθηκε ἡ ἴδια.
Το ὄνειρο τσή Παναΐας
«Ἡ Παναγιά ἡ Δέσποινα ὑπερεβλοημένη
στά Μέρσινα γεννήθηκε, στά Μέρσινα ἀνατράφη
καί μέσα σπήλαιο φοβερό τρομερό
ἐκεῖ ἠγέννησέ μας τό μονογενῆ τόν Ἰησοῦ Χριστό.
Σέ τρεῖς μέρες ἠμίλησε
σέ τρεῖς μέρες ἐλάλησε
σέ τρεῖς μέρες εἶπε:
Κοιμᾶσαι μάννα μου;
Κοιμᾶσαι μητέρα μου;
Κοιμᾶσαι μία κυρία τοῦ κόσμου καί λαμπάδα τοῦ πατρός μου;
Δέν κοιμοῦμαι γιέ μου, μόνον ἀγρυπνῶ
ὄνειρο βλέπω καί φοβᾶμαι νά στό πῶ.
Πές το μάννα μου
πές το μητέρα μου
πές το μία κυρία τοῦ κόσμου καί λαμπάδα τοῦ πατρός μου…
Βλέπω γιέ μου στόν Ἰορδάνη ποταμό καθούσουνα
μέ τόν Ἰωάννη ἠμίλαες
οἱ Ἑβραῖοι σέ πιάσανε
στό σταυρό σέ βάλανε
ἀγκάθινο στεφάνι σοῦ βάλανε
πέντε καρφιά σοῦ βάλανε
δυό στά πόδια
δυό στά χέρια
κι ἕνα βαθειά εἰς τά τζιγέρια.
Νερό ἠζήτησες
ξύδι καί καλάμι σοῦ δώσανε.
Ἀληθινή ’σαι μάννα μου, μία κυρία τοῦ κόσμου καί λαμπάδα τοῦ πατρός μου.
Κι ὅποιος βρεθεῖ καί τό πεῖ τρεῖς φορές τή μέρα λέει,
ἀπό γκρεμνό νά πέσει δέ θά γκρεμισθεῖ
σέ φωτιά νά πέσει δέ θά καεῖ
σέ θάλασσα νά πέσει δέ θά πνιγεῖ
ὥρα θανάτου του καλό θά δεῖ…»
Καλή Ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάδα καί Καλή Ἀνάσταση, σέ ὅλους.
Κωνσταντῖνος Χρ. Παπαϊωάννου