Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
Διανύομε, ἀδελφοί μου, τὴν κατανυκτικὴ περίοδο τοῦ Τριῳδίου, μιὰ περίοδο προπαρασκευῆς γιὰ τὴν εἴσοδό μας στὸ στάδιο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Καὶ ὅπως γιὰ τὸν κάθε ἀγῶνα προετοιμαζόμαστε μὲ τὰ κατάλληλα ὅπλα, ἔτσι καὶ γιὰ τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα ἐξοπλιζόμαστε μὲ τὰ ἀντίστοιχα πνευματικὰ ὅπλα. Τρία εἶναι, κατὰ τοὺς Πατέρες, τὰ κύρια πνευματικὰ ὅπλα, ποὺ καταπολεμοῦν τὰ ἀντίστοιχα κυρίαρχα πάθη: τὸ ὅπλο τῆς νηστείας ποὺ καταπολεμάει τὴν φιληδονία, τὸ ὅπλο τῆς προσευχῆς ποὺ κατανικάει τὴν ὑπερηφανεία (ἥτις ἐστὶ φιλοδοξία) καὶ τὸ ὅπλο τοῦ ἐλέους ἢ μᾶλλον τῆς φιλαδελφίας, ποὺ ἀντιμάχεται τὴν φιλοχρηματία.
Στὸ ἄρθρο αὐτὸ θὰ ἀναφερθοῦμε στὴν δύναμη τῆς προσευχῆς. Ὁ Χρυσόστομος στοὺς λόγους του «Περὶ προσευχῆς» τὴν ὀνομάζει «κεφάλαιον παντὸς ἀγαθοῦ», διάλογο τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, στοιχεῖο ποὺ τὸν διακρίνει ἀπὸ τὰ ἄλογα καὶ τὸν «συνάπτει τοῖς ἀγγέλοις». Κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ἡ προσευχὴ χαρακτηρίζεται ὡς «συνουσία καὶ ἕνωση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου». Γιὰ νὰ μπορέσῃ, βεβαίως, ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐπιτύχῃ τὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς προσευχῆς, ἀπαιτοῦνται, κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, ὁρισμένες προϋποθέσεις. Μία ἀπὸ αὐτὲς εἶναι «ὁ θερμὸς ἔρως ταύτης» καὶ «τὸ ὁμιλεῖν ἡδέως». Ὅπως λ.χ. ἡ ἀγάπη τοῦ ζευγαριοῦ προϋποθέτει τὴν θερμότητα τῶν συναισθημάτων, καὶ ἐκφράζεται, τοὐλάχιστον στὸ ἀρχικὸ στάδιο, τοῦ ἔρωτος, μὲ τὰ γλυκόλογα, ἔτσι καὶ ἡ προσευχή πρὸς τὸν ἀγαπημένο μας Θεό, χωρὶς θέρμη καὶ γλυκύτητα λόγων, δὲν ἔχει ἀποτέλεσμα.
Ἄλλη προϋπόθεση εἶναι τὸ «προσεύχεσθαι συνεχῶς», ἡ συνέχεια, ποὺ συνδέεται μὲ τὴν συνέπεια. Ἐξ ἄλλου καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α’ Τιμ. 5, 17). Κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, μάλιστα, ὁ «ἄριστος τρόπος προσευχῆς» εἶναι ἐκεῖνος, κατὰ τὸν ὁποῖον προηγεῖται «ἡ εἰλικρινὴς εὐχαριστία», ἀκολουθεῖ «ἡ ἐξομολόγησις καὶ ὁ συντριμμὸς ψυχῆς ἐν αἰσθήσει (=μὲ συναίσθηση)» καὶ κατόπιν ἀπευθύνεται «ἡ αἴτησις».
Ὅταν πληροῦνται οἱ ὡς ἄνω προϋποθέσεις, τότε ἡ προσευχὴ ἔχει τὴν δύναμη νὰ μεταστήσῃ τὸν ἄνθρωπο «πρὸς ἀθανασίαν», διότι, ἄν καὶ εἴμαστε θνητοί, «τῇ πρὸς τὸν Θεὸν ὁμιλίᾳ πρὸς ἀθάνατον ζωὴν μεταβαίνομεν».
Τὴν ἀναγκαιότητα τῆς προσευχῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὁ Ἱ. Χρυσόστομος τὴν παρουσιάζει μὲ τὶς ἑξῆς θαυμάσιες παρομοιώσεις-ἀναλογίες: «Ὥσπερ τῷ σώματι ἥλιος, οὕτω τῇ ψυχῇ ἡ προσευχή». Ἐπίσης: «Ὥσπερ τὸ σῶμα διὰ τῶν νεύρων συνέχεται, οὕτω καὶ ἡ ψυχὴ διὰ τῶν ἁγίων προσευχῶν ἁρμόζεται». Ἀκόμη: «Ὥσπερ τῷ ἰχθύϊ ζωή, οὕτω ἡμῖν προσευχή» καὶ «ἥν γὰρ ἐπὶ τῶν δένδρων ἰσχὺν ἔχει τὰ ὕδατα, ταύτην ἐπὶ τοῦ βίου τῶν Ἁγίων αἱ προσευχαί». Εἰς ἐπίρρωσιν τῶν λεγομένων του ὁ Ἱ. Χρυσόστομος φέρνει τὰ παραδείγματα, ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τῶν προσευχῶν τοῦ Δανιήλ, τῶν Τριῶν Παίδων, τοῦ Δαυΐδ, τοῦ Μωϋσέως, καί, ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἀναφέρει τὶς προσευχὲς τῶν Πρωτοκορυφαίων Πέτρου καὶ Παύλου, καὶ μάλιστα τὸ κάλεσμα γιὰ συμπροσευχὴ πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς πρὸς ἀντιμετώπιση τῶν δυσκολιῶν ὅλων. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μάλιστα, δέσμιος προτρέπει τοὺς ἀδελφούς ἐν Κυρίῳ: «τῇ προσευχῇ προσκαρτερεῖτε, γρηγοροῦντες ἐν αὐτῇ ἐν εὐχαριστίᾳ, προσευχόμενοι ἅμα (=συγχρόνως) καὶ περὶ ἡμῶν…λαλῆσαι τὸ μυστήριον τοῦ Χριστοῦ» (Κολ., 4, 2-3).
Χαρακτηριστική, ἐξ ἄλλου, εἶναι ἡ συσχέτιση τῆς προσευχῆς μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ μὲ τὰ ἄλλα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «εἰ τὸ ὁμιλεῖν σοφοῖς, ποιεῖ τινα σοφόν», τότε πόση σοφία, ἀρετή, σύνεση, καλοκαγαθία, σωφροσύνη καὶ ἐπιείκεια μπορεῖ νὰ ἀποκτήσῃ «ὁ ὁμιλῶν Θεῷ»! Ἑπομένως, «ἀμήχανον (=ἀδύνατον) ἐστὶ ἄνευ προσευχῆς ἀρετῇ συζῆν» καὶ «μηδὲν τῶν συντελούντων εἰς εὐσέβειαν δύναται εἰσελθεῖν εἰς ψυχήν, προσευχῆς καὶ δεήσεως ἔρημον (=χωρίς…)».
Τελικά, ἡ προσευχὴ εἶναι ὄχι μόνον «σωτηρίας καὶ ζωῆς αἰωνίου πρόξενος» ἀλλὰ καὶ «Ἐκκλησίας τεῖχος ἀρραγές, φυλακτήριον ἄσειστον, τοῖς δαίμοσιν φοβερόν, τοῖς εὐσεβέσιν σωτήριον». Ἄς ὁπλιζόμαστε, λοιπόν, ὅλοι, ἀδελφοί μου, γιὰ ὅλες μας τὶς δυσκολίες καὶ μάλιστα, ἐν ὄψει τῆς εἰσόδου μας στὸ πνευματικὸ στάδιο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μὲ τὸ «ἄμαχον ὅπλον» τῆς προσευχῆς, γιὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει «μεῖζον ἐγκώμιον» ἀπὸ τὸ ὅτι μᾶς καθιστᾶ «ναοὺς Θεοῦ».
Πηγές: Ἱ. Χρυσοστόμου, Περὶ Προσευχῆς, PG 50, 775-786, Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ’, Περὶ προσευχῆς, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς, 1999