Ἡ ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων

Τσουκάρας Εὐάγγελος Θεολόγος- Φιλόλογος

Ἡ λέξη Θεοφάνεια σημαίνει φανέρωση / ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναφέρεται στὴν φανέρωση τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ὁποία ἔγινε κατὰ τὴν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ. Ἢ ἀρχαιότερη ἀναφορὰ στὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων, ἡ ὁποία ἔχει διασωθεῖ εἶναι ἀπὸ τὸν Κλήμεντα Ἀλεξανδρείας. Στὴν Πρωτοχριστιανική Ἐκκλησία καὶ μέχρι τὸν τέταρτον αίώνα μ.Χ οἱ χριστιανοὶ γιόρταζαν τὴν ἴδια ἡμέρα τὰ Χριστούγεννα καὶ τὰ Θεοφάνεια,τιμῶντας ἐπίσης τὴν ἴδια ἡμέρα τὴν προσκύνηση τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς ποιμένες καὶ τοὺς Τρεῖς Μάγους. Μετὰ τὸν τέταρτον αἰῶνα μ.Χ καθιερώθηκε ἰδιαίτερη γιορτή, ἡ 25ην Δεκεμβρίου γιὰ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ 6ην Ίανουαρίου γιὰ τὰ Θεοφάνεια ἢ Φῶτα.

Τὰ Θεοφάνεια εἶναι ἡ ἀρχαιότερη δεσποτικὴ γιορτὴ μετὰ τὸ Πάσχα καὶ ἔχει δύο ὀνόματα: Θεοφάνεια ἢ Έπιφάνεια καὶ Φῶτα. Τὸ ὄνομα Θεοφάνεια εἶναι τὸ ἀρχαιότερο καὶ ἔχει τὴν ἀρχή του στὸν λόγον τοῦ Ἀποστόλου τῶν Έθνών Παύλου: «Θεὸς έφανερώθη έν σαρκί» ( Ἅ’ Τίμ.). Το όνομα Έπιφάνεια έχει και αυτό την αρχή του στην επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Τίτον: «έπεφάνη ή χάρις τοΰ Θεοΰ ή σωτήριος πάσιν άνθρώποις». Τὸ ὄνομα Έπιφάνεια ἔχει καὶ αὐτὸ τὴν ἀρχή του στὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρὸς Τίτον: «έπεφάνη ἢ χάρις τοΰ Θεοΰ ἢ σωτήριος πᾶσιν άνθρώποις».

Τὴν 6ην Ίανουαρίου ἑορτάζουμε τὴν Βάπτιση τοῦ Κυρίου, ποὺ συνδέθηκε νωρὶς μὲ τὸ βάπτισμα τῶν πιστῶν μετὰ τὴν κατήχησή τους. Τὸ βάπτισμα αὐτό, τὸ ὁποῖο λέγεται καὶ «φώτισμα» ἔδωσε τὸ δεύτερο ὄνομα στὴν ἑορτὴ «τὰ Φῶτα». Γιὰ τὴν βάπτιση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴν ὁποία ἔγιναν τὰ Θεοφάνεια, ἡ φανέρωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, μᾶς ἀναφέρουν οἱ Εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος , Μάρκος καὶ Λουκᾶς.

Ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου μᾶς ἀπὸ τὸν Ἰωάννη εἶναι ἕνα γεγονός, τὸ ὁποῖο επισημοποιεί τὴν δημόσια ἀναγνώριση καὶ ὕψωση τοῦ Ἰησοῦ στὴν μεσσιανικὴ ἰδιότητά Τοῦ. Σύμφωνα μέ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο, ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται ἀπὸ τὴν Γαλιλαία στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ μὲ σκοπὸ τὴν συνάντηση τοῦ Ἰωάννου ὥστε «βαπτισθῆναι ύπ’ αύτοΰ». Μὲ τὴν ἐνέργεια αὐτὴ ὁ Κύριός μας ἐπιθυμεῖ νὰ φανερώσει, ὅτι μὲ δική του ἀπόφαση ἔρχεται καὶ υποτάσσσεται στὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς καὶ ταπεινὰ μετέχει στὰ ἀνθρώπινα.

Ὁ Ἰησοῦς βαπτίζεται καὶ «εύθύς ἀνέβη ἀπὸ τοῦ ὕδατος» χωρὶς καμμία καθυστέρηση, διότι, ὅπως εἶναι γνωστὸν σὲ ὅλες τὶς άλλλες βαπτίσεις παρουσιάζονταν καθυστερήσεις, ἀφοῦ εἴχαμε ἀναφορὰ στὴ ζωὴ τοῦ βαπτιζομένου καὶ σχετικὴ «δημόσια» ἐξομολόγηση. Τὸ «εύθύς ἀνέβη ἀπὸ τοῦ ὕδατος» τονίζεται

ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστὲς γιὰ νὰ γίνει σαφὴς ἀντιδιαστολὴ ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες βαπτίσεις, τὶς ὁποῖες ἔκανε ὁ Ἰωάννης, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἦταν ἀναμάρτητος, ἀλλὰ ἔγινε «ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ», ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος «έπωμίσθη τὰς άμαρτίας ὅλων τών ἀνθρώπων».

Αὐτὸ τὸ βάπτισμα στὸν Ἰορδάνη «προτυπώνει» καὶ προαναγγέλλει τὸ ἄλλο «βάπτισμα» τοῦ Ἰησοῦ, τὸ θυσιαστικὸν τοῦ θανάτου Τοῦ πάνω στὸν Σταυρὸν καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, μέσῳ τῶν ὁποίων πραγματοποιήθηκε ἡ λύτρωση τοῦ κόσμου.