Γεωργίου Ἰλανίδου
Τὸ 1922 ἦταν ὁ ἑλληνοτουρκικὸς πόλεμος. Οἱ Ἕλληνες τῆς Μ. Ἀσίας, τὸν δεκαπενταύγουστο ἔφυγαν γιὰ τὴν Ἑλλάδα πεζῇ. Μὲ τὰ πόδια ἤρθαμε ἀπὸ τὴν Κιουτάχεια, περάσαμε τὸ Ἴλιτζε – εἶναι παραθεριστικὰ λουτρά.
Ὅταν ἤμασταν ἐκεῖ ἐγὼ ἤμουν τριῶν ἐτῶν, ὁ ἀδερφός μου ὁ Κώστας ὀχτὼ. Ἀπὸ τὸ Ἴλιτζε φύγαμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα, περάσαμε ἀπὸ τὴν Προύσσα, ἤρθαμε στὰ Μουδανιά, στὰ παράλια τῆς Μ. Ἀσίας. Μετὰ ἀνεβήκαμε στὰ καράβια ὅσοι προλάβανε-ἑνάμισι μὲ δύο ἑκατομμύρια κόσμος ἦταν στοὺς δρόμους, μὲ τὰ πόδια καὶ τὰ κάρα. Ἀνεβήκαμε σ΄ ἕνα μεγάλο καράβι, ὅπου γινόταν σκοτωμός, ἄλλοι πέφταν στὴ θάλασσα, ἄλλοι δὲν μποροῦσαν καὶ μεῖναν ἐκεῖ στοὺς Τούρκους ποὺ τοὺς πιάσαν καὶ τοὺς σκοτῶσαν ὅλους. Καὶ ἐμεῖς βγήκαμε στὴν Ἀλεξανδρούπολη μὲ τὸ καράβι. Ἀπὸ ἐκεῖ μὲ τὰ πόδια ἤρθαμε στὴν πόλη τῶν Σερρῶν. Μερόνυχτα ὁλόκληρα καθόμασταν στὴν παλαιὰ μεραρχία τῶν Σερρῶν, ὅπου εἶχε δεκατέσσερα καμαράκια, ἕνα καμαράκι γιὰ κάθε οἰκογένεια. Ὑπῆρχε ἕνα σοκάκι γιὰ διάδρομος καὶ ἑπτὰ δωμάτια ἀπὸ τὴ μία καὶ ἑπτὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τὰ παιδάκια ποὺ ζοῦσαν ἐκεῖ ἦταν συνολικὰ πενήντα μὲ ἑξήντα.
Τὸ 1924 γεννήθηκε ἡ ἀδελφή μου Φωτεινὴ καὶ τὸ 1928 γεννήθηκε ὁ ἀδελφός μου ὁ Γιάννης, στὴν ἴδια παράγκα. Ἢμασταν ἑξαμελὴς οἰκογένεια. Τὸ 1930 μᾶς ἔκαναν σπίτι στὴν Καλλιθέα καὶ ἐκεῖ ἔζησα μέχρι τὸ 1940 ποὺ ἔγινα παλληκάρι 20-21 ἐτῶν καὶ τὴν 1η Μαρτίου 1940 πῆγα στρατιώτης στὸ Γ΄ Σύνταγμα Ἱππικοῦ Σερρῶν στὸν Ἅγιο Ἰωάννη. Ἐκεῖ ὑπηρέτησα 8 μῆνες καὶ μετὰ μᾶς βρῆκε ὁ πόλεμος στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1940. Ἢμασταν πέντε Σερραῖοι στρατιῶτες καὶ τὸ Σαββατόβραδο κοιμήθηκα στὸ πατρικό μου στὴν Καλλιθέα. Τὴν Κυριακὴ τὸ βράδυ, ξημερώνοντας 28η Ὀκτωβρίου, πηγαίνοντας πρὸς τὸν στρατώνα, οἱ ἱππεῖς κατέβαιναν μὲ δύο ἄλογα γιὰ νὰ πάρουν τοὺς ἀξιωματικούς. Στὸ ἕνα ἄλογο καβάλα ἦταν ὁ ἱππέας καὶ τὸ ἄλλο ἦταν γιὰ τοὺς ἀξιωματικοὺς ποὺ ἔμεναν μέσα στὴν πόλη. Μόλις ἔφτασα στὸν Ἁι Γιώργη εἶδα κι ἄλλους ἱππεῖς καὶ φθάνοντας στὸ στρατόπεδο ἦταν ἐκεῖ ἕνας ἱππέας μὲ τὸ ἄλογό του καὶ μοῦ λέει: «Ἰλανίδη, πόλεμος». Μπῆκα μέσα καὶ ἔμεινα ἐκεῖ καὶ τὸ βράδυ ἤμουν περίπολο 12-3 στὴν πόλη τῶν Σερρῶν, ἀπ΄τὴ Μεραρχία μέχρι τὸ Φρουραρχεῖο καὶ πῆρα σύνθημα – παρασύνθημα. Ἤμουν δεκανέας τότε καὶ ἤδη 8 μῆνες στρατιώτης καὶ μὲ βάλανε περίπολο. Τὴν ἄλλη ἡμέρα τὸ πρωὶ, ξημέρωσε ὁ Θεὸς τὴν ἡμέρα καὶ φύγαμε μὲ τραῖνα μία ὕλη πολυβόλων γιὰ τὴ Λάρισα, 8 ἄλογα σὲ κάθε βαγόνι καὶ 8 ἱππεῖς στρατιῶτες μὲ τὸν ὁπλισμό μας. Ξεκινήσαμε περὶ ὥρα 10 π.μ. καὶ φθάσαμε στὴ Λάρισα στὶς 11 τὸ βράδυ. Μόλις φθάσαμε, ἀνεβήκαμε στὰ ἄλογα καὶ κατευθυνθήκαμε πρὸς τὰ Τρίκαλα ποὺ εἶναι περίπου 60 χιλιόμετρα δρόμος. Φθάσαμε στὰ Τρίκαλα, θυμᾶμαι, ξημερώματα,καὶ διασχίζοντας μία μεγάλη πλατεία πηγαίναμε γιὰ τὴν Καλαμπάκα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ γιὰ τὴν Κατάρα καὶ τὸ Μετσοβο, ὅπου στρίψαμε δεξιὰ πρὸς τὴν Πίνδο. Οἱ Ἰταλοὶ εἶχαν εἰσβάλει στὴν Πίνδο καὶ ἀπὸ ἑλληνικῆς πλευρᾶς εἶχε σταλεῖ πρὸς ὑπεράσπισή της μία ἀνεξάρτητη μεραρχία ἱππικοῦ, ποὺ ἀποτελεῖτο ἀπὸ τρία συντάγματα ἱππικοῦ, τὸ πρῶτο ἦταν τῆς Θεσσαλονίκης, τὸ δεύτερο ἦταν τῆς Λάρισας καὶ τὸ τρίτο τῶν Σερρῶν.
Ἐγὼ ὑπηρετοῦσα σ΄ αὐτὸ τῶν Σερρῶν. Ὅλη ἡ μεραρχία κινήθηκε πρὸς τὴν Πίνδο γιὰ νὰ διώξει τοὺς Ἰταλοὺς ποὺ εἶχαν εἰσβάλει σὲ 40 χωριά της, ὅπως τὴ Βωβούσα, τὸ Δίστρατο, τή Μπίγλιστρα, τὸ Λάιστρα, ἀπ΄ ὅπου τοὺς κυνηγήσαμε. Μέσα στὴν Πίνδο οὐρανὸ δὲν ἔβλεπες, μονάχα δάση, ρεματιές, ποτάμια, καὶ εἶχε ἐκείνη τὴ χρονιὰ βαρὺ χειμώνα καὶ κρύο πολύ.
Στὴ Βωβούσα πεινούσαμε για ἀρκετὲς μέρες, ὥσπου ἕνας σαλπιγκτὴς ἀπὸ τὸν Νέο Σκοπὸ ποὺ μὲ γνώριζε, μοῦ ἔβαλε στὶς τσέπες καρύδια ποὺ τὰ βρῆκαν σ΄ ἕνα τσουβάλι καὶ τὰ μοίραζαν. Ἔβαλα καὶ στὸ σακίδιο λίγα, τὰ ὁποῖα τὰ μοίρασα λίγες μέρες ἀργότερα σὲ κάποιους Ἰταλοὺς αἰχμαλώτους ποὺ πιάσαμε σὲ κάτι μάχες ποὺ ἔγιναν στὰ χωριὰ αὐτά. Οἱ αἰχμάλωτοι ἦταν 640 τὸν ἀριθμὸ καὶ τοὺς κατέβαζαν ἕναν-ἕναν μέσα ἀπὸ τὸ δάσος. Αὐτοὶ πεινοῦσαν καὶ ἅπλωναν τὰ χέρια, οἱ καημένοι, καὶ τοὺς ἔδινα ἀπὸ ἕνα καρύδι. Μέχρι τότε ἐμεῖς ἤμασταν καλὰ ἀκόμη, δὲν εἴχαμε πεινάσει πολύ. Κάποια στιγμὴ βλέπω μεταξὺ τῶν αἰχμαλώτων καὶ δύο Ἰταλοὺς ἀξιωματικοὺς ποὺ εἶχαν κάτι καπέλα μὲ φτερά. Αὐτοὶ ἦταν ἀλπινιστές, λεβεντόπαιδα, ἀπὸ τὰ καλύτερα τμήματα τῆς Ἰταλίας καὶ ἔτρωγαν κολοκύθι ὠμό, τὰ σαγόνια τους ἦταν μὲς στὰ κολοκύθια. Καὶ οἱ Ἰταλοὶ ἔλεγαν: «Μπόνο Γκρέκο, μπόνο Γκρέκο» καὶ ἅπλωναν τὰ χέρια τους γιὰ νὰ πάρουν τὰ καρύδια, ποὺ τοὺς μοίρασα. Πέρασαν 2-3 μέρες καὶ μᾶς ἒπιασε καὶ ἐμᾶς μιὰ πείνα καὶ εἴχαμε νὰ φᾶμε 8 ἡμέρες ψωμί. Οἱ δρόμοι εἶχαν κλείσει, δὲν ὑπῆρχε τίποτα νὰ φᾶμε καὶ κοιμόμασταν νηστικοί. Ἤμουν τότε 21 ἐτῶν παιδί.
Γιὰ νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴ Βωβούσα, πήγαμε Σαραντάπορο, Ἁλιάκμονα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πήγαμε στὴν Κόνιτσα. Ἦταν γύρω στὶς 12 Νοεμβρίου 1940. Ἐκεῖ ὁ μέραρχος Στήνοντας μᾶς λέει ὅτι πρέπει νὰ ἀνοίξει ὁ δρόμος γιὰ νὰ πιάσουμε τὸ Καλπάκι, γιατί ἀλλιῶς εἴμαστε καταδικασμένοι νὰ πεθάνουμε ἀπὸ τὴν πείνα. Καὶ ὅταν μπήκαμε χαράματα στὴν Κόνιτσα, οἱ Ἰταλοὶ εἶχαν ἐγκαταλείψει τὰ πολυβολεῖα τους καὶ εἶχαν ἀφήσει πίσω πάρα πολλὰ λάφυρα. Καὶ θυμᾶμαι τότε, ὅταν ξημέρωσε καλὰ, κάθε ἕνας -στρατὸς πολύς, τοῦ ἱππικοῦ ἤμασταν ὅλοι- ἔψαχνε στὰ λάφυρα νὰ βρεῖ τροφὴ νὰ φάει. Καὶ βρήκαμε κάτι γάλατα καὶ κρέατα, κορνμπὶφ καὶ ἔδωσαν ἐντολὴ οἱ ἀξιωματικοὶ νὰ μὴν τὰ πειράξει κανεὶς, νὰ μὴ φάει, γιατί εἶναι δηλητηριασμένα. Ἐγὼ εἶχα πάρει 15-20 κουτιὰ ἀπ‘ αὐτὰ, ἄνοιξα μὲ τὸ ξιφάκι ἕνα κουτάκι καὶ εἶχε μέσα κρέας βοδινό, μαλακὸ, ὡραῖο καὶ τὸ ἔφαγα πρωὶ-πρωί, νύχτα ἀκόμη δὲν εἶχε ξημερώσει καλὰ, ἤπια καὶ ἕνα γάλα. Δὲ μᾶς πείραξε τίποτα. Ἐκεῖ στὴν Κόνιτσα ἦταν ἕνας ἀξιωματικὸς ἱππίλαρχος – ταγματάρχης δηλαδὴ τοῦ ἱππικοῦ- καὶ μᾶς μοίραζε γαλέτες ἰταλικὲς. Μᾶς ἔδωσαν ἀπὸ 5 γαλέτες τὸν κάθε στρατιώτη ὅπως ἤμασταν καβάλα στὰ ἄλογα. Τὴν Κόνιτσα οἱ Ἰταλοὶ τὴν ἔβαλαν φωτιά, καιγόταν δηλαδὴ ὅταν πήγαμε. Μετὰ τὴν Κόνιτσα, πηγαίνοντας πρὸς τὰ σύνορα, βρίσκεται τὸ Μάζι, ὅπου ἔγιναν μεγάλες μάχες. Οἱ Ἰταλοὶ ἦταν 4-5 μεραρχίες καὶ ἐμεῖς ἤμασταν ἡ μεραρχία τοῦ Ἱππικοῦ, τὸ 301 σύνταγμα πεζικοῦ τῶν Τρικάλων καὶ ἄλλα 2-3 συντάγματα καὶ ἔγιναν σκληρὲς μάχες. Ἀλλὰ οἱ Ἕλληνες ἦταν πολὺ γενναῖοι καὶ ψύχραιμοι καὶ ἤθελαν μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀνοίξουν τὰ σύνορα ἀπὸ ἐκεῖ καὶ νὰ βγοῦν στὸ Καλπάκι νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὰ ἄλλα στρατεύματα ποὺ ὑπῆρχαν ἐκεῖ γιὰ νὰ ὑπάρχει τροφὴ γιὰ τοὺς στρατιῶτες. Ἡ πείνα ἦταν τὸ χειρότερο πράγμα. Μέσα στὰ δάση ποὺ σταματοῦσαν τὰ ἄλογα ποὺ ἦταν ὅλα ψηλὰ, δύο μέτρα σχεδὸν ὕψος εἴχανε, μεγάλα ἄλογα, ἔτρωγαν τοὺς κορμοὺς τῶν δένδρων, τὶς φλοῦδες τους ἀπὸ τὴν πείνα. Ἐκεῖ στὸ Μάζι ἔγιναν σκληρὲς μάχες. Οἱ τραυματίες καὶ οἱ σκοτωμένοι Ἕλληνες στρατιῶτες ἦταν πάρα πολλοί. Ἐκεῖ σκοτώθηκε ἕνας φίλος μου ὁ Νίκος Μούλτζας καὶ ὁ Εὐγένιος Μπαλουκτσὴς στὸ χωριὸ Λάιστρα. Αὐτὰ τὰ παιδιὰ ἦταν παλικάρια 21 χρονῶν.
Ἀλλὰ εἶχε πολλοὺς στρατιῶτες προπαντὸς τὸ σύνταγμα τοῦ Ἱππικοῦ, τὸ δικό μας, τὸ Γ΄ Σύνταγμα Ἱππικοῦ. Ἦταν πάρα πολλοὶ Κρητικοί, τὸ μισὸ σύνταγμα περίπου. Ἂν ἤμασταν 1.500 στρατιῶτες οἱ μισοὶ ἦταν Κρητικοὶ ἀπὸ τὰ Χανιὰ, ἀπ΄ τὸ Ρέθυμνο, ἀπὸ διάφορες πόλεις καὶ ἀπὸ χωριὰ τῆς Κρήτης.
Βγήκαμε στὰ σύνορα, σπάσαμε τὴ γραμμὴ τῶν Ἰταλῶν -τότε αὐτοὶ εἶχαν συρματοπλέγματα 30-40 μέτρα καὶ εἶχαν ζώσει ὅλα τὰ βουνὰ γερὰ μὲ συρματοπλέγματα- καὶ περάσαμε τὰ σύνορα τὰ ἑλληνικὰ καὶ τὴ γέφυρα τοῦ Μπουρζάνη ποὺ εἶναι στὰ σύνορα. Βγήκαμε ἀπὸ ἐκεῖ σιγὰ-σιγὰ ἀλλὰ μὲ μάχες τρομερές. Στὸ Μέτσοβο, στὴν Πρεμετή, στὸ Λεσκοβίκι, στὸ Σέκο, ἐμεῖς ἤμασταν στὸ κεντρικὸ μέτωπο. Κάναμε 72 ἡμέρες στὶς μάχες καὶ μετὰ μᾶς ἀντικατέστησαν ἐμᾶς τοῦ ἱππικοῦ γιὰ ξεκούραση καὶ βάλαν ἄλλα τμήματα στὴ θέση μας. Μετὰ περάσαμε ἀπὸ τὸ Λεσκοβίκι, Ἐρσέκα, ἤρθαμε ἔξω ἀπὸ τὴ Κορυτσά, καὶ περάσαμε στὴν Πλιάσα, ἕνα χωριὸ πέρα ἀπὸ τὴν Κορυτσά. Τὸν Μάρτη μήνα στρατοπεδεύσαμε στὸ χωριὸ Λάιστρα, τὸ Ζιμπλάκι ἦταν ἐκεῖ κοντά. Ὅλο τὸ ἱππικὸ σκορπίστηκε ἐκεῖ. Ἀφοῦ κάναμε στὸ μέρος αὐτὸ κανένα μήνα περίπου ξεκούραση, μᾶς πῆγαν μετὰ στὸ Μπόγραδετς, στὴν Ὀχρίδα ἐκεῖ, σ΄ ἕνα χωριὸ κοντὰ στὰ ἀλβανικὰ σύνορα, ὅπου ἦταν τὸ τριεθνές, τὰ σύνορα Ἑλλάδας, Ἀλβανίας, Σερβίας. Κάναμε ἐκεῖ στὰ χαρακώματα καὶ στὰ ὑψώματα.
Στὶς 6 Ἀπριλίου τὸ 1941 μᾶς χτύπησαν οἱ Γερμανοὶ, καὶ ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς, τὸ ἱππικὸ ὅλο ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀλβανία κι ἦρθε πρὸς τὴν Κορυτσὰ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πήραμε τὸν δρόμο γιὰ τὴ Φλώρινα. Ὅπως χτύπησαν τὴν Ἑλλάδα οἱ Γερμανοὶ στὶς 6 Ἀπριλίου, τὴν ἴδια ἡμέρα χτύπησαν καὶ τὴ Σερβία. Ὅταν φθάσαμε στὰ σύνορα τὰ ἑλληνικά, στὴ Φλώρινα, καβάλα, μὲ τὰ σπαθιά μας, μὲ τὸν ὁπλισμό μας, στρατὸς ὀργανωμένος πήγαμε πρὸς τὴ μεριὰ τοῦ Πισοδερίου. Ἐκεῖ στὸ Πισοδέρι οἱ Σέρβοι φεύγαν κακὴν κακῶς. Οἱ Σέρβοι ἀξιωματικοὶ εἶχαν ἅμαξες καὶ ρωτοῦσαν ποῦ εἶναι ἡ θάλασσα. Τὴ Μ. Δευτέρα ὀπισθοχωρήσαμε ἀπὸ τὴ Φλώρινα καὶ πήγαμε γιὰ τὴν Καστοριά. Μέσα ἀπὸ τὰ βουνὰ, τὸ Βίτσι ὅπως τὸ λένε, βγήκαμε στὴν Καστοριὰ πρωί, χαράματα καὶ ἀρχίσαμε μάχες μὲ τοὺς Γερμανούς. Αὐτοὶ εἶχαν μεγάλες δυνάμεις. Τὰ ἀεροπλάνα τους ἰδίως ἦταν γύρω στὶς 2 τὸ μεσημέρι χωρὶς ὑπερβολὴ 500 τὸν ἀριθμὸ καὶ συνεχῶς μᾶς βομβάρδιζαν, μ΄αὐτὰ τὰ στούκας ποὺ μούγκριζαν. Ὁ Θεὸς νὰ φυλάξει οἱ νέοι μας νὰ μὴ τὰ δοῦν αὐτά. Καὶ σκοτωθήκανε ἐκείνη τὴ μέρα πολλὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ ἱππικὸ καὶ ἀπὸ ἄλλα συντάγματα. Τὸ βαρὺ πυροβολικὸ τῶν Ἑλλήνων ἦταν ἐκεῖ, αὐτοὶ βομβάρδιζαν. Αὐτὰ γίνονταν Μ. Τρίτη. Ἐγὼ τότε ἤμουν δεκανέας καὶ ἤμασταν δέκα στρατιῶτες σ΄ ἕνα πολυβολεῖο, ποὺ ἦταν ὅλο ἀπὸ πέτρα, σωστὸ φρούριο. Μπήκαμε μέσα καὶ αὐτὸ κουνιόταν. Κατέβηκαν τότε χαμηλὰ τὰ ἀεροπλάνα καὶ πυροβολοῦσαν μὲ τὰ πολυβόλα οἱ Γερμανοί. Δόξα τῷ θεῷ γλυτώσαμε ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Τὸ βράδυ, ὥρα 9, πιαστήκαμε αἰχμάλωτοι ἀπὸ τοὺς Γερμανούς. Μᾶς συγκέντρωσαν ὅλους, μᾶς πῆγαν σ΄ ἕνα σχολεῖο ἐκεῖ ἔξω καὶ κατὰ τῆς 10 μ.μ ξεκινήσαμε νὰ πᾶμε στὸ Ἀμύνταιο, 60 χιλιόμετρα πορεία μὲ τὰ πόδια. Μᾶς συνόδευαν Γερμανοί, αὐτοὶ καβάλα στὰ ἄλογά τους, ἐμεῖς τὰ ἄλογα τὰ ἀφήσαμε πίσω. Ἀπ΄ τὸ Ἀμύνταιο θὰ πηγαίναμε στὴ Φλώρινα ποὺ εἶναι ἄλλα 60 χιλιόμετρα. Στὴ Φλώρινα τὴν ἄλλη μέρα, μᾶς ἔκλεισαν σ΄ ἕνα στρατόπεδο στὸ κέντρο τῆς πόλεως. Ἐκεῖ εἶχε Νεοζηλανδοὺς αἰχμαλώτους, Αὐστραλοὺς, Ἐγγλέζους, Καναδούς, μεταξὺ αὐτῶν ἤμουν καὶ ἐγὼ καὶ ἄλλα παιδιὰ τοῦ Γ΄ Συντάγματος ἱππικοῦ. Ἀπὸ ἐκεῖ μᾶς πῆγαν στὴ Γεωργικὴ Σχολὴ στὴ Φλώρινα σ΄ ἕνα στρατόπεδο καὶ μᾶς ἔκλεισαν γιὰ 12 ἡμέρες. Μετὰ τὸ Πάσχα, ἄφησαν κάποιους, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἐγὼ, ἐλεύθερους.