ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ

Κυ­ρια­ζῆ-Φέν­τα Μα­ρί­α

 

      Σὲ κά­θε σπί­τι καὶ ἕ­να δέν­τρο. Ὄ­χι, δὲν πρό­κει­ται γιὰ τὴν εὐ­χὴ ἑ­νὸς ἀν­θρώ­που μὲ οἰ­κο­λο­γι­κὴ συ­νεί­δη­ση. Πρό­κει­ται γιὰ ἕ­να γε­γο­νὸς ποὺ λαμ­βά­νει χώ­ρα κά­θε χρό­νο τὴν πε­ρί­ο­δο τῶν Χρι­στου­γέν­νων. Μι­κρὰ ἢ με­γά­λα, φυ­σι­κὰ ἡ τε­χνη­τά, κά­θε χρό­νο τὰ Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα στο­λί­ζουν μί­α γω­νιὰ τοῦ σπι­τιοῦ μας καὶ συμ­βά­λουν τὰ μέ­γι­στα στὴν ἑ­ορ­τα­στι­κὴ ἀ­τμό­σφαι­ρα τῶν ἡ­με­ρῶν ἐ­κεί­νων.

     Τὸ ἔ­θι­μο τοῦ Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κου δέν­τρου εἶ­ναι τὸ πλέ­ον δι­α­δε­δο­μέ­νο ἔ­θι­μο σὲ ὁ­λό­κλη­ρο τὸν πλα­νή­τη. Ἂς δοῦ­με ὅ­μως πό­τε καὶ ἀ­πὸ ποῦ ξε­κί­νη­σε. Ὅ­πως φαί­νε­ται, ἡ ἀρ­χὴ τοῦ ἐ­θί­μου αὐ­τοῦ βρί­σκε­ται στὸν 8ο αἰ­ῶνα μ.Χ. μὲ «ἠ­θι­κὸ αὐ­τουρ­γὸ» τὸν ἅ­γιο Βο­νι­φά­τιο. Κα­τὰ πᾶσα πι­θα­νό­τη­τα ὁ ἅ­γιος Βο­νι­φά­τιος θέ­λη­σε νὰ ἐν­τά­ξει τὸ χρι­στι­α­νι­κὸ Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο στὶς συ­νή­θει­ες τῶν ἡ­με­ρῶν αὐ­τῶν προ­σπα­θών­τας νὰ ἀν­τι­κα­τα­στή­σει πα­λαι­ό­τε­ρα εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὰ ἔ­θι­μα ποὺ εἶ­χαν νὰ κά­νουν ἐ­πί­σης μὲ δέν­τρα.

Ἔ­τσι τὸ νέ­ο ἔ­θι­μο ἔ­γι­νε ἀ­πο­δε­κτὸ ἀ­πὸ τοὺς Χρι­στια­νοὺς καὶ ἄρ­χι­σε, ὅ­πως εἶ­ναι φυ­σι­κό, νὰ ἐ­ξε­λίσ­σε­ται μὲ τὸ πέ­ρα­σμα τοῦ χρό­νου. Ἕ­ως καὶ τὶς ἀρ­χὲς τοῦ 16ου αἰ­ῶνα ἁ­πλὰ το­πο­θε­τοῦν­ταν, τὶς ἡ­μέ­ρες τῶν Χρι­στου­γέν­νων, ἕ­να ἔ­λα­το κυ­ρί­ως στοὺς να­ούς. Κα­τό­πιν ἄρ­χι­σαν νὰ στο­λί­ζουν αὐ­τὸ τὸ δέν­τρο μὲ δι­ά­φο­ρα στο­λί­δια καὶ κε­ριὰ ἀ­ναμ­μέ­να. Ἡ ἰ­δέ­α τῶν ἀ­ναμ­μέ­νων κε­ρι­ῶν ἀ­νή­κει στὸν Μαρ­τί­νο Λού­θη­ρο (Martin Luther), τὸν ἱ­δρυ­τὴ τῆς Προ­τε­σταν­τι­κῆς θρη­σκεί­ας, ἀ­φοῦ πρῶ­τος το­πο­θέ­τη­σε ἀ­ναμ­μέ­να κε­ριὰ στὸ Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο τοῦ σπι­τιοῦ του. Ἐν­ τῷ ­με­τα­ξὺ τὸ Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο ἄρ­χι­σε νὰ ἐ­ξα­πλώ­νε­ται σὲ δι­ά­φο­ρους λα­ούς, περ­νών­τας ἀ­κό­μα καὶ στὴν ἀ­πέ­ναν­τι πλευ­ρὰ τοῦ Ἀ­τλαν­τι­κοῦ. Τὸ 1833 ἔ­φτα­σε τὸ ἔ­θι­μο αὐ­τὸ στὴν Ἑλ­λά­δα. Τὸ πρῶ­το Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο ποὺ στο­λί­στη­κε στὴν χώ­ρα μας, ἦ­ταν αὐ­τὸ στὰ ἀ­νά­κτο­ρα τοῦ Ὄ­θω­να στὸ Ναύ­πλιο.

Ἡ εὐ­ρεί­α ἐ­ξά­πλω­ση τοῦ ἐ­θί­μου τὸ κα­θι­στᾶ πλέ­ον ἕ­να ἐμ­πο­ρεύ­σι­μο ἀ­γα­θό. Ὁ πρῶ­τος ἄν­θρω­πος ποὺ ἀ­σχο­λή­θη­κε μὲ τὸ ἐμ­πό­ριο Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων ἦ­ταν ὁ Ἀ­με­ρι­κα­νὸς Μὰρκ Κάρ, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὸ 1851 πού­λη­σε στὴν Νέ­α Ὑ­όρ­κη ἔ­λα­τα ποὺ ἔ­κο­ψε ἀ­πὸ ἕ­να κτῆ­μα του στὴν Πεν­συλ­βά­νια. Ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ κτῆ­μα ἴ­σως καὶ νὰ προ­ερ­χό­ταν τὸ δέν­τρο ποὺ ἀ­γό­ρα­σε ὁ Ἔν­του­αρντ Τζόν­σον (Edward Johnson) καὶ στό­λι­σε γιὰ πρώ­τη φο­ρά, τὸ 1882 στὴν Νέ­α Ὑ­όρ­κη, μὲ λάμ­πες ἠ­λε­κτρι­κοῦ. Τὸ Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο συ­νε­χί­ζει τὴν πο­ρεί­α του στὸ χρό­νο καὶ κά­ποι­α στιγ­μὴ ἀρ­χί­ζει νὰ ἐν­τάσ­σε­ται στὸν στο­λι­σμό του καὶ ἡ φάτ­νη. Ἡ φάτ­νη, μί­α ἀ­πει­κό­νι­ση δη­λα­δὴ τοῦ στά­βλου ποὺ γεν­νή­θη­κε ὁ Χρι­στός, εἶ­χε ξε­κι­νή­σει ἀρ­κε­τὰ χρό­νια πρὶν (ὅ­πως θὰ δοῦ­με πα­ρα­κά­τω) μὲ τὴν δι­α­φο­ρὰ ὅ­τι ἦ­ταν «πα­ρα­στά­σεις» σὲ με­γά­λο μέ­γε­θος ποὺ δὲν φτει­ά­χνον­ταν μέ­σα στὰ σπί­τια.

Τὰ χρό­νια περ­νοῦν καὶ δει­λὰ-δει­λὰ κά­νουν τὴν ἐμ­φά­νι­σή τους καὶ τὰ πρῶ­τα τε­χνη­τὰ ἔ­λα­τα. Ἐμ­φα­νί­ζον­ται στὴν ἀ­γο­ρὰ σὲ χα­μη­λό­τε­ρη τι­μὴ ἀ­πὸ αὐ­τὴ τῶν φυ­σι­κῶν δι­α­θέ­τον­τας ἐ­πι­πλέ­ον τὸ πλε­ο­νέ­κτη­μα τῆς χρή­σης τους ἐ­πὶ μα­κρὰ σει­ρὰ ἐ­τῶν, γε­γο­νὸς ποὺ τὰ κά­νει ἀ­κό­μα οἰ­κο­νο­μι­κό­τε­ρα. Στὶς μέ­ρες μας τὰ φυ­σι­κὰ δέν­τρα ἔ­χουν ἐ­πα­νέλ­θει στὴν μό­δα, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ ἀ­να­πτυ­χθεῖ μί­α πο­λὺ προ­σο­δο­φό­ρα ἐμ­πο­ρι­κὴ ἁ­λυ­σί­δα γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν πα­ρα­γω­γὴ καὶ τὴν δι­α­κί­νη­σή τους.

Ἐ­πι­στρέ­φον­τας στὰ τοῦ οἴ­κου μας, πρέ­πει νὰ ση­μει­ώ­σου­με ὅ­τι τὸ Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο ἐ­κτό­πι­σε τὸ πα­ρα­δο­σια­κὸ κα­ρα­βά­κι ποὺ στό­λι­ζαν οἱ Ἕλ­λη­νες τὶς ἡ­μέ­ρες τῶν Χρι­στου­γέν­νων. Σὲ ὁ­ρι­σμέ­νες πε­ρι­ο­χὲς (κυ­ρί­ως στὰ νη­σιὰ) ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νὰ στο­λί­ζουν «κα­ρα­βά­κια», ἐ­νῶ τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια γί­νε­ται μί­α ἀ­ξι­έ­παι­νη προ­σπά­θεια ὁ­ρι­σμέ­νων Δή­μων τῆς χώ­ρας, νὰ ἐ­πα­να­φέ­ρουν τὸ ἔ­θι­μο στὴν ἀρ­χι­κή του μορ­φή, στο­λί­ζον­τας στὶς πλα­τεῖ­ες τους κα­ρα­βά­κια ἀν­τὶ γιὰ ἔ­λα­τα.

Πρὶν μι­λή­σου­με γιὰ τὴν Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κη φάτ­νη ἀ­ξί­ζει νὰ ση­μει­ώ­σου­με ὅ­τι τὸ με­γα­λύ­τε­ρο φυ­σι­κὸ Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο εἶ­χε ὕ­ψος 67,36 μέ­τρα. Στο­λί­στη­κε τὸ 1950 στὸ Σιά­τλ τῶν Ἡ­νω­μέ­νων Πο­λι­τει­ῶν τῆς Ἀ­με­ρι­κῆς καὶ ἦ­ταν ἕ­να ἔ­λα­το τῆς ποι­κι­λί­ας Pseudotsga menziesii.

Θυ­μᾶ­μαι ἀ­πὸ τὰ παι­δι­κά μου χρό­νια τὴν Φάτ­νη, φυ­σι­κοῦ με­γέ­θους, ποὺ στη­νό­ταν τὶς Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κες μέ­ρες στὸν Πει­ραι­ᾶ. Μᾶς πή­γαι­ναν, μὲ τὸν ἀ­δερ­φό μου, ἐ­κεῖ κά­θε χρό­νο οἱ γο­νεῖς μας καὶ δὲν θέ­λα­με νὰ «ξε­κολ­λή­σου­με». Τέ­τοι­ου με­γέ­θους ἦ­ταν καὶ ἡ πρώ­τη φάτ­νη τοῦ 1224 μ.Χ. Ὁ Ἰ­τα­λὸς ἅ­γιος Φραγ­κί­σκος τῆς Ἀ­σί­ζης (Ὁ Φτω­χού­λης του Θε­οῦ, ὅ­πως ἔ­λε­γε ὁ Κα­ζαν­τζά­κης) ἔ­στη­σε αὐ­τὴν τὴν φάτ­νη στὸ Ἰ­τα­λι­κὸ χω­ριὸ Greccio. Γιὰ τὴν κα­τα­σκευ­ὴ της χρη­σι­μο­ποί­η­σε ξύ­λα καὶ ἄ­χυ­ρα ἐ­νῶ ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το εἶ­ναι ὅ­τι τὰ ζῶ­α ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κά. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ ξε­κί­νη­σε τὸ ἔ­θι­μο τῆς Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κης φάτ­νης καὶ ἔ­φτα­σε ὡς τὶς μέ­ρες μας ὅ­που συ­νο­δεύ­ει τὰ Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα ποὺ στο­λί­ζου­με στὰ σπί­τια μας.

Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κη Φάτ­νη

Μί­α ἀ­πὸ τὶς με­γα­λύ­τε­ρες Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κες φάτ­νες ποὺ ἔ­χουν κα­τα­σκευα­στεῖ, φι­λο­ξε­νεῖ­ται στὴν Αὐ­στρί­α, στὸ μου­σεῖ­ο τῆς πό­λης Στά­ϊ­ερ. Φτι­ά­χτη­κε τὸ 1930 καὶ οἱ φι­γοῦ­ρες ποὺ τὴν ἀ­πο­τε­λοῦν ἀ­νέρ­χον­ται στὸν ἐκ­πλη­κτι­κὸ ἀ­ριθ­μὸ τῶν 778!!!

Ἀγο­ρά­ζον­τας Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο

Ἡ ἀ­γο­ρὰ τοῦ Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κου δέν­τρου εἶ­ναι σί­γου­ρα μί­α ἀ­πὸ τὶς εὐ­χά­ρι­στες στιγ­μὲς τῶν ἑ­ορ­τῶν. Πρὶν ὅ­μως ἔρ­θει ἐ­κεί­νη ἡ στιγ­μὴ κα­λὸ εἶ­ναι νὰ ἔ­χου­με σκε­φτεῖ κά­ποι­α πράγ­μα­τα καὶ νὰ τὰ ἔ­χου­με ὑ­πό­ψη μας.

Κα­ταρ­χὴν πρέ­πει νὰ ἀ­παν­τή­σου­με στὸ ἑ­ξῆς ἐ­ρώ­τη­μα: Θέ­λου­με φυ­σι­κὸ ἢ τε­χνη­τὸ δέν­τρο; Τὰ πλε­ο­νε­κτή­μα­τα τοῦ τε­χνη­τοῦ εἶ­ναι βέ­βαι­α τὸ κό­στος του καὶ τὸ ὅ­τι μπο­ροῦ­με νὰ τὸ φυ­λά­ξου­με καὶ νὰ τὸ χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με ξα­νὰ γιὰ ἀρ­κε­τὰ χρό­νια. Στὸν ἀν­τί­πο­δα, τὸ φυ­σι­κὸ ἔ­λα­το εἶ­ναι κα­τὰ γε­νι­κὴ ὁ­μο­λο­γί­α πο­λὺ πιὸ ὄ­μορ­φο ἀ­πὸ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε τε­χνη­τό.

Ἂν ἐ­πι­λέ­ξου­με τε­χνη­τὸ δέν­τρο χρει­ά­ζε­ται νὰ προ­σέ­ξου­με δύ­ο πράγ­μα­τα. Τὸ πρῶ­το ἔ­χει νὰ κά­νει μὲ τὴν ποι­ό­τη­τά του. Ἂν «μα­δά­ει» εὔ­κο­λα δὲν θὰ μᾶς συν­τρο­φεύ­σει σὲ ἀρ­κε­τὰ Χρι­στού­γεν­να μιᾶς καὶ θὰ κα­τα­λή­ξει νὰ μοιά­ζει μὲ φυλ­λο­βό­λο δέν­τρο τὸ κα­τα­χεί­μω­νο. Τὸ δεύ­τε­ρο ποὺ πρέ­πει νὰ προ­σέ­ξου­με εἶ­ναι πό­σο κα­λὰ στη­ρί­ζε­ται τὸ δέν­τρο στὴν βά­ση του. Κα­νεὶς φαν­τά­ζο­μαι δὲν θέ­λει νὰ κα­τα­λή­ξει μὲ ἕ­να δέν­τρο «ξα­πλω­μέ­νο» στὴν μέ­ση τοῦ σα­λο­νιοῦ του. Ἀ­ξί­ζει νὰ ση­μει­ώ­σου­με ὅ­τι γιὰ νὰ ἔ­χου­με τὴν οἰ­κο­λο­γι­κή μας συ­νεί­δη­ση ἥ­συ­χη, κυ­κλο­φο­ροῦν στὸ ἐμ­πό­ριο ἀ­να­κυ­κλώ­σι­μα τε­χνη­τὰ Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα.

Ἂν ἐ­πι­λέ­ξου­με νὰ στο­λί­σου­με φυ­σι­κὸ ἔ­λα­το πρέ­πει νὰ προ­σέ­ξου­με κά­ποι­α ἄλ­λα ση­μεῖ­α. Ἂν «ἀν­τέ­χει» ἡ τσέ­πη μας ἡ κα­λύ­τε­ρη ἐ­πι­λο­γὴ εἶ­ναι ἕ­να ἔ­λα­το φυ­τε­μέ­νο σὲ γλά­στρα. Με­τὰ τὶς ἑ­ορ­τὲς θὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ τὸ με­τα­φυ­τέ­ψου­με στὸν κῆ­πο μας ὥ­στε νὰ συ­νε­χί­σει νὰ μᾶς συν­τρο­φεύ­ει καὶ νὰ κο­σμεῖ τὸ σπί­τι μας. Ἂν ἀ­γο­ρά­σου­με ἔ­λα­το μὲ βά­ση (ναὶ, αὐ­τὲς τὶς ἀ­κα­λαί­σθη­τες δύ­ο τά­βλες καρ­φω­μέ­νες στὸν κορ­μὸ του) πρέ­πει νὰ προ­σέ­ξου­με νὰ εἶ­ναι ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν πιὸ «φρέ­σκο», ὥ­στε νὰ ἀν­τέ­ξει τὶς ἡ­μέ­ρες ποὺ θὰ κο­σμεῖ τὸ σα­λό­νι μας, χω­ρὶς νὰ κι­τρι­νί­σει. Δύ­ο εἶ­ναι τὰ ση­μεῖ­α ποὺ θὰ μᾶς δεί­ξουν ἂν τὸ δέν­τρο ἔ­χει κο­πεῖ πρὶν λί­γες μέ­ρες ἢ πρὶν ἀρ­κε­τὸ και­ρό. Τὸ πρῶ­το ση­μεῖ­ο εἶ­ναι οἱ «βε­λό­νες» στὰ κλα­διά του. Ἂν ὅ­ταν τὶς λυ­γί­σου­με δὲν σπά­σουν, τὸ δέν­τρο εἶ­ναι «φρέ­σκο». Τὸ δεύ­τε­ρο ση­μεῖ­ο εἶ­ναι τὸ ρε­τσί­νι ποὺ ἔ­χει τρέ­ξει στὸ κά­τω μέ­ρος τοῦ κορ­μοῦ του (ἐ­κεῖ ποὺ ἔ­χει κο­πεῖ). Ἂν τὸ ρε­τσί­νι εἶ­ναι μα­λα­κὸ ση­μαί­νει ὅ­τι τὸ δέν­τρο μας κό­πη­κε πρὶν λί­γες ἡ­μέ­ρες. Ὅ­πως καὶ νὰ ἔ­χει πάν­τως κα­λὸ εἶ­ναι πρὶν τὸ στή­σου­με στὸ δω­μά­τιό μας, νὰ τοῦ ἀ­φαι­ρέ­σου­με λί­γα ἑ­κα­το­στὰ ἀ­πὸ τὸ κά­τω μέ­ρος τοῦ κορ­μοῦ καὶ νὰ τὸν ἔ­χου­με βυ­θι­σμέ­νο γιὰ ὅ­σο και­ρὸ κρα­τοῦν οἱ γι­ορ­τὲς σὲ ἕ­να δο­χεῖ­ο μὲ νε­ρό. Ἀ­νὰ δι­α­στή­μα­τα θὰ χρεια­στεῖ νὰ συμ­πλη­ρώ­νου­με νε­ρὸ ἀ­φοῦ τὸ ἀ­πορ­ρο­φά­ει τὸ δέν­τρο. Ἂν μά­λι­στα σὲ αὐ­τὸ τὸ νε­ρὸ δι­α­λύ­σου­με καὶ μί­α-δύ­ο κου­τα­λι­ὲς σι­ρό­πι, τὸ δεν­τρά­κι μας θὰ εἶ­ναι πιὸ πρά­σι­νο καὶ ζων­τα­νό. Κα­λὸ ἐ­πί­σης, στὴν διά­ρκεια ζω­ῆς του, κά­νει καὶ ὁ φρέ­σκος ἀ­έ­ρας. Ἂν μπο­ρεῖ­τε κά­θε μέ­ρα ἀ­φῆ­στε γιὰ λί­γο τὸ πα­ρά­θυ­ρο ἀ­νοι­κτὸ γιὰ νὰ ἀ­να­νε­ώ­νε­ται ὁ ἀ­έ­ρας τοῦ δω­μα­τί­ου ποὺ ἔ­χε­τε τὸ δέν­τρο.

Ἕ­να πρᾶγ­μα ποὺ ἰ­σχύ­ει τό­σο γιὰ τὰ τε­χνη­τὰ ὅ­σο καὶ γιὰ τὰ φυ­σι­κὰ δέν­τρα εἶ­ναι κά­τι ποὺ γνω­ρί­ζου­με ἐκ (πι­κρῆς) πεί­ρας. Με­τρῆ­στε μὲ ἕ­να μέ­τρο τὸν χῶ­ρο ποὺ θέ­λε­τε νὰ κα­τα­λά­βει τὸ δέν­τρο σας καὶ ἀ­γο­ρά­στε δέν­τρο ἀ­νά­λο­γου με­γέ­θους. Ὁ στό­χος εἶ­ναι νὰ κά­νε­τε ἐ­σεῖς Χρι­στού­γεν­να μὲ τὸ δέν­τρο σας καὶ ὄ­χι ἐ­κεῖ­νο μὲ ἐ­σᾶς.

Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο καὶ ἀ­σφά­λεια

Στὸ τε­λευ­ταῖ­ο αὐ­τὸ κομ­μά­τι τοῦ κει­μέ­νου θὰ μι­λή­σου­με γιὰ ὁ­ρι­σμέ­νες προ­τά­σεις ἀ­σφα­λεί­ας, σχε­τι­κὲς μὲ τὸ Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο, ποὺ θὰ μᾶς βο­η­θή­σουν νὰ πε­ρά­σου­με τὶς γι­ορ­τὲς χω­ρὶς ἀ­τυ­χή­μα­τα καὶ δυ­σά­ρε­στες ἐκ­πλή­ξεις.

Κα­ταρ­χὴν πρέ­πει νὰ προ­σέ­ξου­με κά­τι ποὺ ἔ­χει νὰ κά­νει μὲ τὸ ἂν τὸ δέν­τρο μας εἶ­ναι πο­λὺ ψη­λό. Σὲ αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­πτω­ση, κα­λὸ θὰ εἶ­ναι νὰ τὸ δέ­σου­με μὲ μί­α χον­τρὴ πε­το­νιὰ ἀ­πὸ τὴν κο­ρυ­φή του καὶ νὰ δέ­σου­με τὴν ἄλ­λη τῆς ἄ­κρη σὲ ἕ­ναν κρί­κο στὸ τα­βά­νι. Δὲν θὰ κιν­δυ­νεύ­ου­με ἔ­τσι νὰ ἔρ­θουν τὰ πά­νω, κά­τω.

Ἡ θέ­ση ποὺ θὰ το­πο­θε­τή­σου­με τὸ δέν­τρο μας θὰ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι μα­κριὰ ἀ­πὸ συ­σκευ­ὲς ποὺ ἐκ­πέμ­πουν θερ­μό­τη­τα για­τί σὲ ἀν­τί­θε­τη πε­ρί­πτω­ση ὑ­πάρ­χει κίν­δυ­νος πυρ­κα­γιᾶς.

Ἂν ἔ­χου­με ἀ­γο­ρά­σει τε­χνη­τὸ δέν­τρο πρέ­πει νὰ προ­σέ­ξου­με οἱ ἄ­κρες τῶν «κλα­δι­ῶν» του νὰ μὴν εἶ­ναι αἰχ­μη­ρές, εἰ­δι­κὰ ἂν ὑ­πάρ­χουν στὸ σπί­τι παι­διὰ.

Οἱ «σει­ρὲς» μὲ τὰ φω­τά­κια ποὺ θὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με θὰ πρέ­πει νὰ ἐ­λεγ­χθοῦν γιὰ τυ­χῶν «γυ­μνὰ» κα­λώ­δια καὶ σπα­σμέ­να λαμ­πά­κια. Ἕ­να ἄλ­λο ση­μεῖ­ο ποὺ θὰ πρέ­πει νὰ προ­σέ­ξου­με εἶ­ναι ὅ­ταν χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­πὸ μί­α «σει­ρές». Στὴν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τὴ κα­λὸ εἶ­ναι νὰ τὶς τρο­φο­δο­τοῦ­με ἀ­πὸ τὰ εἰ­δι­κὰ πο­λύμ­πρι­ζα καὶ ὄ­χι ἀ­πὸ «σταυ­ροὺς» ποὺ μπαί­νουν στὴν πρί­ζα. Ἂν ἐ­πί­σης ἀν­τι­λη­φθοῦ­με ὅ­τι τὰ κα­λώ­δια μί­α «σει­ρᾶς» ζε­σταί­νον­ται πρέ­πει νὰ τὴν βγά­λου­με ἀ­μέ­σως ἀ­πὸ τὸ ρεῦ­μα καὶ νὰ μὴν τὴν ξα­να­χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με. Καὶ μιᾶς καὶ μι­λᾶ­με γιὰ φῶ­τα θυ­μη­θεῖ­τε ὅ­τι τὰ φω­τά­κια τοῦ δέν­τρου δὲν εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λα γιὰ ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ χρή­ση. Τὰ φῶ­τα ποὺ βά­ζου­με ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κῆς κα­τα­σκευ­ῆς καὶ εἰ­δι­κὰ γιὰ αὐ­τὴν τὴν χρή­ση.

Καὶ κλεί­νον­τας νὰ ἀ­να­φερ­θοῦ­με στὰ στο­λί­δια τοῦ δέν­τρου. Δέ­στε τα κα­λὰ πά­νω στὰ κλα­διὰ ὥ­στε τὰ μι­κρὰ παι­διὰ νὰ μὴν μπο­ροῦν νὰ τὰ ἀ­πο­σπά­σουν εὔ­κο­λα. Χρη­σι­μο­ποι­εῖ­στε πλα­στι­κὰ ἢ ξύ­λι­να ἀν­τὶ γιὰ γυ­ά­λι­να στο­λί­δια. Εἶ­ναι πιὸ ἀ­σφα­λῆ καὶ ἀν­τέ­χουν σα­φῶς πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο.

Ὅ­λοι ἐ­μεῖς στὴν Μα­τιὰ σᾶς εὐ­χό­μα­στε μέ­σα ἀ­πὸ τὴν καρ­διά μας νὰ πε­ρά­σε­τε χα­ρού­με­να καὶ μὲ ἀ­σφά­λεια τὶς γι­ορ­τι­νὲς ἡ­μέ­ρες τῶν Χρι­στου­γέν­νων καὶ τῆς Πρω­το­χρο­νιᾶς.

 

 

 

 

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα