ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ
ΘΕΟΛΟΓΟΥ – ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ – ΝΟΜΙΚΟΥ
Ἡ ἰδιαίτερη ἡμερολογιακή καθιέρωση τῆς ἑορτῆς καί τό ἱστορικό-θεολογικό ὑπόβαθρό της.
Ὁ κύκλος τῶν ἑορτῶν μέ κέντρο τό Ἅγιο Πάσχα, ὅπως εὔστοχα γράφει ὁ Λειτουργιολόγος, ἀείμνηστος καθηγητής Ἰωάννης Μ. Φουντούλης, ἀκολουθεῖ κατά βάση τό σεληνιακό–ἰουδαϊκό ἡμερολόγιο, τό ὁποῖο σέ σχέση μέ τό ἡλιακό–ρωμαϊκό δίνει τήν ἐντύπωση τῆς μή σταθερότητας, τῆς κινήσεως, γι᾿ αὐτό καί ἀποκαλεῖται «κινητός ἑορτολογικός κύκλος». Σέ ἀντίθεση μέ αὐτόν, ὁ λεγόμενος «ἀκίνητος ἑορτολογικός κύκλος» ἀποτελεῖται ἀπό τίς ἑορτές, οἱ ὁποῖες καθορίστηκαν ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἰουδαϊκό ἡμερολόγιο σέ σταθερή συμβατική ἡμερομηνία τοῦ ρωμαϊκοῦ ἡλιακοῦ ἡμερολογίου. Πολλές ἀπό αὐτές ἔλαβαν τή θέση εἰδωλολατρικῶν καί ἰδιαίτερα ἡλιακῶν ἑορτῶν, μέ τίς ὁποῖες καί ἔχουν μία τελείως ἐξωτερική ἐννοιολογική καί θεματολογική ἀντιστοιχία, ὅπως εἶναι οἱ ἑορτές, ἀρχικῶς τῶν Θεοφανείων καί ἀργότερα τῶν Χριστουγέννων.
Παρ᾿ ὅλο πού τά Χριστούγεννα εἶναι χρονολογικά τό πρῶτο γεγονός, ἐν τούτοις δέν εἶναι καί ἡ πρώτη ἑορτή τοῦ Χριστιανικοῦ ἡμερολογίου. Ἀπό τά Εὐαγγέλια δέν μποροῦμε νά προσδιορίσουμε τήν ἀκριβῆ ἡμέρα τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης δέ φαίνεται ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ νά ἔγινε κατά τή χειμερινή περίοδο.
Ἀπό τήν ἱστορική ἔρευνα διαπιστώνεται ὅτι οἱ Ἀπόστολοι καί τά μέλη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας γιά ἕνα ἀρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα δέν ἑόρταζαν τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τήν ἀνάμνηση τοῦ σταυρικοῦ θανάτου Του. Κατά τους δύο πρώτους αἰῶνες μετά τόν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κανείς δέν γνώριζε καί λίγοι ἐνδιαφέρονταν γιά τόν ἀκριβῆ προσδιορισμό τῆς ἄγνωστης ἡμερομηνίας τῆς γεννήσεώς Του.
Ἔχει μάλιστα γραφεῖ ὅτι οἱ πρῶτοι Χριστιανοί θέλοντας νά τονίσουν τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ σκοπίμως ὑποβίβαζαν τή σημασία τῆς σαρκικῆς γεννήσεώς Του. Αὐτό συνέβαινε γιατί ἀπέφευγαν νά γιορτάζουν γενικῶς τίς ἡμέρες τῶν γενεθλίων, πιθανότατα λόγῳ τῆς σχέσης τους μέ τήν ἀστρολογία καί τή μαντεία, τῶν παγανιστικῶν συνηθειῶν τῆς ἐποχῆς. Ἴσως νά τό ἔκαναν καί γιά λόγους ἀποστασιοποίησης ἀπό τίς γενέθλιες γιορτές τῶν ρωμαίων Αὐτοκρατόρων, οἱ ὁποῖοι τιμόταν σάν θεοί.
Ἡ ἔναρξη τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πιθανολογεῖται ὅτι ἀνάγεται κατά τόν δεύτερο ἤ τρίτο αἰῶνα μ.Χ. Τό ἰδιαίτερα σημαντικό εἶναι ὅτι ἡ ἑορτή τῆς κατά σάρκα γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου ἦταν ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων, τῆς βαπτίσεως τοῦ Κυρίου, καί ἑορταζόταν στήν Ἀνατολή ἀπό κοινοῦ, κατά τήν 6η Ἰανουαρίου μέ τό ὄνομα «Θεοφάνεια» ἤ «Ἐπιφάνεια».
Εἰδικότερα, στά μέσα δεύτερου αἰῶνα κάποιες γνωστικές αἱρετικές παραφυάδες ἄρχισαν νά ἑορτάζουν τά Χριστούγεννα μαζί μέ τή βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, στίς 6 Ἰανουαρίου, ἡμέρα τῶν εἰδωλολατρικῶν ἑορτῶν τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου κατά τόν παλαιότερο ἡμερολογιακό προσδιορισμό.
Ἡ Ἐκκλησία μέ τίς ὀνομασίες «Ἐπιφάνεια», «Θεοφάνεια» καί «Φῶτα» ἤθελε νά ἀντιτάξει τότε στήν ἐμφάνιση τῆς ψευδοθεότητας ἤ τοῦ ψευδοθεοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἀναβιβαζόταν στό ρωμαϊκό θρόνο ἤ εἰσερχόταν νικητές σέ κάποια πόλη, τήν σωτήρια ἐπιφάνεια ἐπί τῆς γῆς τοῦ ὄντως μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἀρχές τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων εἶναι ἀνάλογες πρός τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων. Οἱ ἐθνικοί (εἰδωλολάτρες) ἑόρταζαν τήν 6η Ἰανουαρίου, σύμφωνα μέ τό παλαιό ἡμερολόγιο, τό χειμερινό ἡλιοστάσιο στήν Αἴγυπτο καί τήν Ἀραβία. Στίς ἀρχές τοῦ τρίτου αἰῶνα πρῶτα οἱ αἱρετικοί τοῦ Βασιλείδου ἐπεχείρησαν τήν ἀντικατάσταση τῆς εἰδωλολατρικῆς αὐτῆς ἑορτῆς μέ τή βάπτιση τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ὀπαδοί τοῦ αἱρεσιάρχου Βασιλείδου ἀρχικά εἶχαν καθορίσει τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων στίς 20 Μαΐου ἤ στίς 19 ἤ στίς 20 Ἀπριλίου. Λίγο ἀργότερα ἡ ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς καθόρισε τήν 6η Ἰανουαρίου ὡς ἡμέρα ἑορτῆς τῶν Ἐπιφανείων ἤ Θοφανείων.
Ἡ ἑορτή τῶν Ἐπιφανείων ἤ Θεοφανείων εἶχε ἀρχικά πολλαπλό θεολογικό περιεχόμενο ὡς μνήμη ὅλων ἐκείνων τῶν γεγονότων τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διά τῶν ὁποίων ὁ ἔνσαρκος Υἱός Θεός Λόγος ἐπεφάνη στόν κόσμο καί στά ὁποῖα κατ᾿ ἐξοχήν ἐφάνη καί πιστοποιήθηκε ἡ θεότητά του. Τά γεγονότα αὐτά ἦταν: ἡ Γέννηση, ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων, ἡ βάπτιση στόν Ἰορδάνη μέ τήν φανέρωση τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό ἐν Κανᾷ θαῦμα τῆς μεταβολῆς τοῦ ὕδατος σέ οἶνο, ὁ χορτασμός τῶν πεντακισχιλίων ἀνθρώπων μέ πέντε ἄρτους καί ἄλλα, ὅπου φανερώθηκε ἡ θεία δύναμη τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Πολύ εὔστοχα λοιπόν ἔχει γραφεῖ ὅτι ἡ ἑορτή τῶν Θεοφανείων ὑπῆρξε στήν ἀρχή «συγκεντρωτική ἑορτή», κατά τήν ὁποία ἑορτάζονταν πολλά γεγονότα καί γι᾿ αὐτό ἡ ὀνομασία της «Θεοφάνεια ἤ Ἐπιφάνεια» εἶναι στόν πληθυντικό ἀριθμό.
Ὁ συνεορτασμός τῶν Χριστουγέννων μέ τά Θεοφάνεια στήν Ἀνατολή
κατά τόν Γ΄ αἰῶνα μ.Χ. συνεχίστηκε νά ἑορτάζεται ὡς κοινή ἑορτή μέχρι τά τέλη περίπου τοῦ Δ΄ αἰῶνα στήν Αἴγυπτο (Ἀλεξάνδρεια), στά Ἱεροσόλυμα καί στή Θράκη (Ἡράκλεια).
Κατά τόν Δ΄ αἰῶνα ἡ Δύση δέχθηκε τήν ἑορτή τῶν Ἐπιφανείων (6 Ἰανουαρίου) ἀπό τήν Ἀνατολή καί στή συνέχεια ἡ Ἀνατολή λίγο ἀργότερα παρέλαβε ἀπό τή Δύση τήν ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ (25 Δεκεμβρίου), τήν ὁποία ἀπό τόν Β΄ αἰῶνα ὁ Πάπας Ρώμης Τελέσφορος (125-136 μ.Χ.) γιά πρώτη φορά γύρω στό 135 μ.Χ. ἀποφάσισε νά τιμήσει καί μνημονεύσει τό ἰδιαίτερο γεγονός τῆς ἐλεύσεως τοῦ Θεανθρώπου στόν κόσμο, θεσπίζοντας τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, τήν ἐποχή τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ.
Εἶναι ἀπολύτως τεκμηριωμένο ὅτι τήν 25η Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 354 μ.Χ. ὁ Πάπας Ρώμης Λιβέριος ἑόρτασε ἰδιαιτέρως τό γεγονός τῆς κατά σάρκα γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ σέ ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες ἑορταζόταν ἀκόμη στίς 6 Ἰανουαρίου.
Σύμφωνα μέ τόν καθηγητή Πανεπιστημίου ἀρχιμ. Νικόλαο Ἰωαννίδη «ὁ διαχωρισμός τῆς ἑορτῆς τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἀπό τῆς Βαπτίσεως τῆς 6ης Ἰανουαρίου ἀποδίδεται συνήθως σέ δύο λόγους:
α) Θεωρεῖται ὅτι μετά τόν τερματισμό τῶν διωγμῶν και τῶν μαρτυρικῶν θανάτων τῶν Χριστιανῶν ἄρχισαν νά ὑποχωροῦν οἱ ἐνθουσιαστικές ἐσχατολογικές τάσεις καί νά ἐκτιμᾶται ὅλο καί περισσότερο ἡ ἀνθρώπινη ζωή
καί ὡς ἐκ τούτου ἡ ἡμέρα τῆς Γεννήσεως ἄρχισε νά γίνεται πιό σεβαστή, μέ συνέπεια νά καθιερωθεῖ καί ὁ ἑορτασμός τῶν Χριστουγέννων.
β) Ὁ δεύτερος λόγος ἀναφέρεται στήν ἀνάγκη τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας νά καθιερώσει κάποια ἑορτή παράλληλη πρός τίς εἰδωλολατρικές ἑορτές πού ἑορτάζονταν στίς 25 Δεκεμβρίου καί τίς προηγούμενες ἀπό αὐτήν ἡμέρες. Εἰδικότερα στή Ρώμη ἀπό τήν 17η ἕως καί τήν 23η ἑορτάζονταν τά Saturnalia, πού ἦταν ἀφιερωμένα στό θεό Saturna (Κρόνο) καί περιλάμβαναν θεατρικές παραστάσεις. Οἱ ἑορταστικές ἐκδηλώσεις κορυφώνονταν τήν 24η καί 25η Δεκεμβρίου, ἡμέρα ἀφιερωμένη στό θεό Μίθρα, δηλαδή τόν «ἀήττητο ἥλιο» (sol invictus), καθώς ἐπίσης καί οἱ ἑορτές Brumalia, ἑορτασμός τῆς μικρότερης ἡμέρας τοῦ ἔτους (bruma).
Ὁ θεός Ἥλιος ἑορταζόταν στή Ρώμη ὡς κρατικός αὐτοκρατορικός θεός καί ἰδιαίτερα κατά τή βασιλεία τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ (361-363μ.Χ.). Μέ τήν ἐπέκταση τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας στήν Ἀνατολή καθιερώθηκε ἡ συγκεκριμένη ἑορτή σέ χῶρες ὅπου ἀργότερα ἀναπτύχθηκε ἡ Χριστιανική ἐκκλησία, ὅπως ἡ Αἴγυπτος καί ἡ Συρία. Σέ ὁρισμένα «Χρόνια» ἡ 25η Δεκεμβρίου σημειώνεται ὡς «γενέθλιος ἡμέρα» τοῦ «ἀήττητου Ἡλίου».
Ἄξιο μνείας εἶναι ἐπίσης τό γεγονός ὅτι ἡ συγκεκριμένη ἡμερομηνία
τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἡλίου ἦταν ἀσφαλῶς συνδεδεμένη μέ τή θεωρία τῆς φυσικῆς ἐπιστήμης ὅτι στό χειμερινό ἡλιοστάσιο (22 Δεκεμβρίου) σημειώνεται
ἡ ἐτήσια μικρότερη διάρκεια τῆς ἡμέρας καί ἀντιστοίχως ἡ μεγαλύτερη
διάρκεια τῆς νύχτας. Ἡ ἡμέρα ἀρχίζει νά μεγαλώνει ἀπό τήν 25η Δεκεμβρίου μέχρι καί τήν ἀντιδιαμετρική περίπτωση, τό θερινό ἡλιοστάσιο (21 Ἰουνίου). Ἀπό πολλούς μελετητές θεωρήθηκε δηλαδή ὅτι κατά τό χειμερινό ἡλιοστάσιο ὁ Ἥλιος ἀρχίζοντας τή νικηφόρο πορεία του ξαναγεννιέται καί γι᾿ αὐτό καθιερώθηκε ὡς γενέθλιος ἡμέρα του. Οἱ ἐθνικοί (εἰδωλολάτρες) λοιπόν ἑόρταζαν τή γενέθλια ἡμέρα τοῦ ἀήττητου Ἡλίου, τήν αὔξηση δηλαδή τῆς ἡμέρας, συμβολίζοντας τή νίκη τοῦ φωτός κατά τοῦ σκότους.
Στήν παγανιστική-εἰδωλολατρική αὐτή ἑορτή οἱ Χριστιανικές ἐκκλησίες πολύ σοφά καί συμβολικά ἀντέταξαν τη Γέννηση τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, τοῦ «νοητοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης», τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος διέλυσε τή μακρά νύκτα τῆς φθοροποιοῦ ἁμαρτίας καί τῆς πολυθεΐας τῶν εἰδώ-
λων.
Στό πλαίσιο αὐτό ὁ Ρωμαῖος Αὐτοκράτορας Μέγας Κωνσταντῖνος (274-323) σέ ἀντίθεση μέ τούς προκατόχους του ἄρχισε σταδιακά νά τιμᾶ ὄχι τόν εἰδωλολατρικό θεό Ἥλιο, ἀλλά τόν ἐνσαρκωμένο καί ἐνανθρωπήσαντα Υἱό Θεό Λόγο, τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς τόν ἀληθινό «ἥλιο τῆς δικαιοσύνης», ὁ ὁποῖος «ἐπεφάνη ἐν σαρκί τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων».
Οἱ συγγραφεῖς Σ. Θεοδοσίου καί Μ. Δανέζης πολύ εὔστοχα ἐπισημαίνουν ὅτι: «Ἡ χριστιανική ἀντίληψη γιά τό πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Χριστοῦ, ὅπως προκύπτει ἀπό τά πρῶτα χριστιανικά κείμενα καί τήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι ἡ καθιέρωση τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου στίς 25 Δεκεμβρίου δέν ἔγινε ἀποκλειστικά γιά λόγους ἀνταγωνιστικούς στήν εἰδωλολατρική ἑορτῆς τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ἀλλά ὅτι προῆλθε ἁπλῶς ἀπό τή σημασία πού ἤδη οἱ Χριστιανοί ἀπέδιδαν στήν ἑορτή, ἐνῶ, ὅπως φαίνεται, ἡ ἀντιπαράθεση πρός τήν παγανιστική-εἰδωλολατρική ἑορτή ὑπῆρξε μόνον ἡ ἀφορμή. Ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας δηλαδή δέν ἦταν νά ἀντιπαρατάξει μία χριστιανική ἑορτή σέ μία ἐπικρατοῦσα εἰδωλολατρική, ἀλλά νά ἀποσαφηνίσει τό σωτηριολογικό μήνυμα τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στούς πιστούς Χριστιανούς καί νά δώσει συγχρόνως ἀπάντηση στίς πνευματικές ἀναζητήσεις τῶν ἐθνικῶν».
Στή Ρώμη, κατά τό ἔτος 354 μ.Χ., ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων ἑορταζόταν ἰδιαιτέρως τήν 25η Δεκεμβρίου, ἐνῶ στήν Ἀνατολή συνέχισε νά ἑορτάζεται στίς 6 Ἰανουαρίου μαζί μέ τά Θεοφάνεια ἤ Ἐπιφάνεια ἤ Φῶτα. Κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ Δ΄ μ.Χ. αἰῶνα ἄρχισε σταδιακά καί σέ ὁρισμένες τοπικές ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς νά τιμᾶται ἰδιαιτέρως ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων στίς 25 Δεκεμβρίου.
Τό ἀρχικό ἑορτολογικό θέμα διχοτομήθηκε καί τέθηκε σέ ἱστορική πιά βάση (Γέννηση τοῦ Κυρίου στίς 25 Δεκεμβρίου, Βάπτισμα στίς 6 Ἰανουαρίου) κι ἔγινε ἀποδεκτό τό νέο ἑορτολογικό σχῆμα ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες στήν Ἀνατολή καί τή Δύση ἐκτός βέβαια ἀπό τήν Ἀρμενική ἐκκλησία, ἡ ὁποία μέχρι καί σήμερα κρατᾶ τόν ἀρχικό σύνθετο ἑορτασμό στήν κοινή ἑορτή Χριστουγέννων-Θεοφανείων στίς 6 Ἰανουαρίου.
Ἡ κατ᾿ ἀνατολάς γεωγραφική ἐξάπλωση καί καθιέρωση τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων στίς 25 Δεκεμβρίου φαίνεται ὅτι ἀρχικά ἐντοπίζεται λίγο πρίν τό 380 μ.Χ. στήν Καππαδοκία καί εἰδικότερα στήν πόλη τῆς Καισάρειας, ὅπου καθιέρωσε τήν ἑορτή ὁ Ἀρχιεπίσκοπος αὐτῆς Βασίλειος ὁ Μέγας (μαρτυρεῖται ὅτι στήν κατ᾿ ἐκεῖνο τό ἔτος ἱερουργία τῆς λειτουργίας τῶν Ἐπιφανείων παρευρέθη καί ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης).
Στήν πρωτεύουσα τῆς Αὐτοκρατορίας, τήν Κωνσταντινούπολη, ὁ ἑορτασμός τῶν Χριστουγέννων ὡς ξεχωριστή ἑορτή ἀπό τά Θεοφάνεια καί ὁ
πανηγυρισμός της στίς 25 Δεκεμβρίου εἰσάγεται, κατά τόν ἀρχιμ. Νικόλαο Ἰωαννίδη, ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο. Μετά τόν θάνατο τοῦ Οὐάλη καί τήν ἄνοδο στόν αὐτοκρατορικό θρόνο τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου, ἐξελέγη τό ἔτος 379 ὁ ἅγιος Γρηγόριος στόν Ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιά νά ἀποκαταστήσει τήν Ὀρθοδοξία πού εἶχε πληγεῖ ἀπό τήν αἵρεση τοῦ ἀρειανισμοῦ.
Ὁ Γρηγόριος ἀπό τόν ναό τῆς ἁγίας Ἀναστασίας, τόν μόνο πού εἶχε ἀπομείνει στά χέρια τῶν Ὀρθοδόξων, ἄρχισε τήν κηρυγματική καί ποιμαντική του δραστηριότητα. Ἐκεῖ, γιά πρώτη φορά ἑόρτασε ξεχωριστά στίς 25 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. τήν ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἐκφώνησε τρεῖς ἐπίκαιρες ὁμιλίες. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι στίς ὁμιλίες αὐτές ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναγνωρίζει τόν ἑαυτό του ὡς εἰσηγητή τοῦ ξεχωριστοῦ ἑορτασμοῦ τῶν Χριστουγέννων στήν Κωνσταντινούπολη: «Ἐγώ τε ὁ τῆς ἑορτῆς ἔξαρχος».
Πολλοί ξένοι ἐρευνητές ἀναφέρουν ὅτι μετά τήν ἀποχώρηση τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἀπό τόν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατά
τό ἔτος 381 μ.Χ. φαίνεται πώς ἡ ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔπαυσε νά πανηγυρίζεται στίς 25 Δεκεμβρίου.Τήν ἐπανεισήγαγε στήν Κων-
σταντινούπολη ὁ Βασιλέας Ὀνώριος, πού ἔπεισε τόν ἀδερφό του Ἀρκάδιο νά ἑορτάζονται τά Χριστούγεννα κατά τό παράδειγμα τῆς Ρώμης. Τό συμβάν αὐτό θά πρέπει νά συνέβη κατά τό ἔτος 395 μ.Χ.
Στήν Ἀντιόχεια ὁ ξεχωριστός ἑορτασμός τῶν Χριστουγέννων τήν 25η Δε-
κεμβρίου εἰσήχθη ἀπό τόν Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ μαρτυρία ὅτι ἡ ἑορτή τιμότανε ἰδιαιτέρως στήν Ἀντιόχεια κατά τή δεκαετία (376-386). Στίς ἀρχές τοῦ 5ου αἰῶνα μ.Χ. καί συγκεκριμένα κατά τό ἔτος 432 εἶχε ἤδη εἰσαχθεῖ στήν Ἀλεξάνδρεια ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων. Στήν τοπική ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων ἡ ἀρχαία σύνθετη, κοινή ἑορτή Χριστουγέννων-Θεοφανείων διατηρήθηκε γιά περισσότερο χρονικό διάστημα, ἀλλά τελικά ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Ἰουβενάλιος (425-458) εἰσήγαγε τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων στίς 25 Δεκεμβρίου. Ἡ καθιέρωση τοῦ ἑορτασμοῦ αὐτοῦ ὑπῆρξε προσωρινή, ἀλλά ἐπικράτησε ὁριστικά κατά τό 7ο αἰῶνα μ.Χ. στά Ἱεροσόλυμα σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοῦ πατριάρχη Ἱεροσολύμων Σωφρονίου.
Στήν Κύπρο σταθερά ἐπικρατοῦσε ἡ ἀρχαία ἑορτολογική πράξη τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τῶν Χριστουγέννων–Θεοφανείων μέχρι καί τά τέλη τοῦ 4ου αἰῶνα μ.Χ. Ἀπό τόν 5ο αἰῶνα μ.Χ. ἄρχισε στή Μεγαλόνησο ὁ ξεχωριστός ἑορτασμός τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ στίς 25 Δεκεμβρίου.
Ἀπό ὅλα τά παραπάνω γίνεται σαφές ὅτι στήν τοπική ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων τιμόταν ξεχωριστά ἀπό τήν ἑορτή τῆς Βαπτίσεως καί σταδιακά ἡ ἑορτολογική αὐτή συνήθεια εἰσήχθη καί στίς κατά τόπους ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς ἀπό τά τέλη τοῦ 4ου μέχρι καί τά μέσα τοῦ 5ου αἰῶνα μ.Χ.
Τελικά, ἡ διχοτόμηση τοῦ ἀρχικοῦ σύνθετου ἑορτασμοῦ τῆς κατά σάρκα γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Βαπτίσεως ἀντίστοιχα στίς 25 Δεκεμ-
βρίου καί 6 Ἰανουαρίου, τέθηκε σέ ἱστορική πιά βάση καί διαμόρφωσε στήν πληρότητά του τό Ἅγιο Δωδεκαήμερο.
Ἐνδεικτική βιβλιογραφία:
- Ἀντωνίου Παπαδόπουλου, Ἁγιολογία. Θέματα Γενικά-εἰδικά καί ἑορτολογίου, Θεσσαλονίκη 1991.
- Ἰωάννου Φουντούλη, Λειτουργικά Α΄. Εἰσαγωγή στή Θεία Λατρεία,
- Θεσσαλονίκη 1993.
- Σ. Θεοδοσίου-Μ. Δανέζη, Στά ἴχνη τοῦ Ι.Χ.Θ.Υ.Σ., Ἀθήνα 2000.
- Σ. Θεοδοσίου-Μ. Δανέζη, Μετρώντας τόν ἄχρονο χρόνο. Ὁ χρόνος
- στήν Ἀστρονομία, Ἀθήνα 1994.
- Δ. Ἀνατολικιώτη, «Ἡ πραγματική ἡμερομηνία τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως», Συμβολή εἰς τήν τάξιν τῆς Ὀρθοδοξουλατρείας, 15 (2000).
- Ἀρχιμ. Νικολάου Ἰωαννίδη, Ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων-Θεοφα-
- νείων, Τόμος Πρακτικῶν «Τό χριστιανικόν Ἑορτολόγιον» Ἀθῆναι
- 2007.