Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Ἐμμ. Μαρνέλλου,
Δρα Θ. – τ. Ἀν. Καθηγητὴ τῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς
Ἀκαδημίας Κρήτης
Κατὰ τὴν ἐπίσκεψή μας στὸ Ἅγιον Ὄρος, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1993, ὁ φωτισμένος Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, μᾶς ἀποκάλυψε τὴν τραγικὴ κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόταν οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων μέσα στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία: «νὰ ἤξερες Πάτερ μου», μοῦ εἶπε, «τί βλέπουν τὰ μάτια μου ἐκεῖ κάτω: πολλὲς ἁμαρτίες, ἐξελιγμένες ἁμαρτίες… Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐλεήσει, γιὰ νὰ ξεπεράσομε τὴν κρίση…». Πλημμυρισμένη, σήμερα, ἡ «πηγὴ» τῆς ὕπαρξής μας, ἀπὸ τὴν πικρότητα αὐτῶν τῶν «ἐξελιγμένων» ἁμαρτιῶν, τῶν λαθεμένων ἐπιλογῶν, τῶν ἀνθρωπίνων ἀστοχιῶν μας, βιώνοντας τὶς συνέπειές τους, ὅπως εἶναι μεταξὺ ἄλλων, ἡ παγκόσμια οἰκονομικὴ κρίση, ἡ πνευματικὴ καὶ οἰκονομικὴ ὕφεση στὴν πατρίδα μας, ὁ «τρίτος παγκόσμιος πόλεμος», κατὰ τὴν πρόρρηση τοῦ Γέροντα Εὐμενίου Λαμπάκη, τῶν Ρουστίκων Ρεθύμνου (+2005), παράλληλα, παρατηροῦμε, σχεδόν, σὲ καθημερινὴ βάση, πτυχὲς τοῦ ἔκλυτου βίου, τὴν ἔλλειψη αἰσθητικῆς τῆς φύσεως καὶ ποιότητας καὶ «ὡραιότητας» στὰ ἔργα τῆς ἀνθρώπινης δημιουργίας. Διαπιστώνομε ἐπίσης, καθημερινά, τὴν ἀπουσία ἠθικῶν καὶ πνευματικῶν ἀξιῶν, «κάλλους» καὶ «ὡραιότητας» τῆς ψυχῆς, τὴν ὑποβάθμιση τῶν ἀξιῶν τῆς ἑλληνικῆς μας παράδοσης καὶ εἰδικότερα, σὲ μεγάλο βαθμό, τὴν ἐκτόπιση ἀπὸ τὴ ζωή μας τοῦ ἀσκητικοῦ, φιλοκαλικοῦ καὶ νηπτικοῦ πνεύματος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας. Ἀκούοντας, τὶς μόνιμες πλέον, μεμψιμοιρίες χιλιάδων συμπατριωτῶν μας, γιὰ τὴν ἐπάρκεια ἄρτου καὶ λοιπῶν βιοτικῶν ἀγαθῶν στὴν Ἑλλάδα, ἐνθυμούμαστε καὶ πάλι τὴν ἱστορία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἀγωνίστηκε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις γιὰ νὰ κερδίσει τὴν ἐλευθερία του σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις της, λυτρωμένος ἀπὸ τὸν ἐξαναγκασμὸ καὶ τὴν καταπίεση τοῦ Φαραὼ τῆς Αἰγύπτου. Γιὰ νὰ κερδίσει ὅμως, ὁ λαὸς αὐτός, τὸ πολύτιμο ἀγαθό τῆς ἐλευθερίας, ἀκολούθησε μὲ ἐμπιστοσύνη τὸν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ, Ἡγέτη καὶ θεόπνευστο προφήτη Μωϋσῆ, πορεύτηκε καὶ περιπλανήθηκε γιὰ σαράντα χρόνια, μέσα ἀπὸ τὴν ἔρημο, τρώγοντας τὸ οὐράνιο «μάννα», ὡσότου ἦρθαν σὲ κατοικημένη χώρα, στὰ σύνορα τῆς Χαναάν (Ἐξ. 16,35). Ἀκολούθησε καὶ ἐφάρμοσε ἐπίσης τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὡς πρὸς τὴν ἀπόκτηση τοῦ «ἐπιούσιου ἄρτου», τὴν καθιέρωση τοῦ μέτρου στὴ χρήση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ τὴν ἀποφυγὴ τῆς πλεονεξίας. Ὁ Μωϋσῆς εἶπε στὸ λαό τοῦ Θεοῦ: «Αὐτὸ εἶναι τὸ ψωμὶ ποὺ σᾶς δίνει ὁ Κύριος νὰ φᾶτε. Ὁ Κύριος διέταξε νὰ μαζεύετε ἀπ᾿ αὐτό, ὁ καθένας ὅσο χρειάζεται: ἕνα γομόρ, γιὰ κάθε ἄτομο. Καθένας θὰ μαζεύει ἀνάλογα μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἀτόμων ποὺ μένουν μαζί του στὴν ἴδια σκηνή». Ἔτσι κι ἔκαναν οἱ Ἰσραηλίτες. Μάζεψαν ἄλλος πολὺ καὶ ἄλλος λίγο. Ἀλλὰ ὅταν τὸ μέτρησαν μὲ τὸ γόμερ, ἐκεῖνος ποὺ εἶχε μαζέψει πολὺ δὲν εἶχε περίσσευμα, κι ἐκεῖνος ποὺ εἶχε μαζέψει λίγο δὲν εἶχε ἔλλειμα. Καθένας εἶχε μαζέψει ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες του. Τοὺς εἶπε ἀκόμα ὁ Μωϋσῆς: «Κανένας δὲν θὰ κρατήσει ἀπ᾿ αὐτὸ γιὰ τὴν ἄλλη μέρα». Μερικοὶ ὅμως δὲν τὸν ἄκουσαν καὶ φύλαξαν καὶ γιὰ τὴν ἄλλη μέρα, ἀλλὰ σκουλήκιασε καὶ βρώμισε…». (Ἐξ. 16,15-20). Μελετώντας τὶς θεόπνευστες Γραφές, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ τῶν Ὁσίων Σεργίου τοῦ Ράντονεζ, Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καὶ Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, παίρνουμε, πιστεύομε, πολλαπλὰ μηνύματα ἀλλὰ καὶ κουράγιο ἀπὸ αὐτὴ τὴν πορεία τοῦ παλαιοῦ καὶ νέου λαοῦ τοῦ Θεοῦ, προσπαθοῦμε νὰ ἑρμηνεύσομε τὰ πρόσωπα καὶ τὰ γεγονότα καὶ νὰ δώσωμε ἀπάντηση σὲ πολλὰ ἐρωτηματικὰ γιὰ τὴν παρουσία καὶ τὸ ρόλο τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία, στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ἀτόμων καὶ κοινωνιῶν, γιὰ τὸ «πεπερασμένο» τοῦ νοῦ καὶ τῶν αἰσθήσεων τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος, ὅπως καὶ γιὰ τὸν σκοπὸ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ τὴν κοσμολογία καὶ βιοθεωρία.
Σὲ ὁλόκληρη τὴν ἱστορία τῆς Πεντατεύχου, πραγματικὸς πρωταγωνιστὴς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. «Δὲν εἶναι ἁπλῶς ὁ δημιουργός τοῦ σύμπαντος, ἀλλὰ καὶ ὁ συντηρητής του, ὁ ὁποῖος καλεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ συνεργασία μαζί Του. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς καθίσταται βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος κυβερνᾶ τὸ λαό του καὶ ὁ νόμος του καλύπτει ὅλους τούς τομεῖς τῆς ζωῆς. Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ λαμβάνει ὑπόψη του καὶ ρυθμίζει ὅλες τὶς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου: μὲ τὸν Θεό, μὲ τὴν οἰκογένεια, τὴν κοινότητα-ἔθνη καὶ ἀκόμη μὲ τὰ ζῶα, τὴ γῆ καὶ γενικότερα τὴ φύση. Τὴν ἠθικὴ ἀξία τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου θὰ ὑπογραμμίσει καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος, ὅταν τοῦ ζητήθηκε νὰ τὸν συνοψίσει (Ματθ. 22,37-39), θὰ παραθέσει δύο χωρία τῆς Πεντατεύχου: «Νὰ ἀγαπᾶς τὸν Κύριο τὸν Θεό σου μὲ ὅλη τὴν καρδιά σου καὶ μὲ ὅλη τὴν ψυχή σου καὶ μὲ ὅλον τὸ νοῦ σου» (Δευτ. 6,5) καὶ «Νὰ ἀγαπᾶς τὸ συνάνθρωπό σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου» (Λευ. 19,18) (Ἡ Ἁγία Γραφή, Ἑλληνικὴ Βιβλικὴ Ἑταιρεία, Ἀθήνα, σ. 5,6). Στὸ βιβλίο τῆς Γένεσης, μαρτυρεῖται ὅτι ὁ κόσμος προῆλθε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἡ διαχείρισή του παραχωρήθηκε στὸν ἄνθρωπο. Οἱ πρῶτες ὅμως ἐπιλογὲς ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος τὸν ὁδηγοῦν σὲ διάσπαση τῆς σχέσης μὲ τὸν Θεό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀρχίσει μία πτωτικὴ πορεία, ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ διάσπαση τῶν σχέσεων σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς προσωπικῆς, οἰκογενειακῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς. Μὲ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος ἐπιδεικνύει πίστη καὶ ὑπακοὴ στὸ θεῖο θέλημα, γίνεται μία νέα ἀρχή. Ἡ συνέχεια τῆς ἱστορίας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ δείχνει καθαρὰ τὴ συνεχῆ ἐπέμβαση καὶ φροντίδα τοῦ Θεοῦ πρὸς ὑπέρβαση τῶν ἀρνητικῶν γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῶν σχεδίων του καταστάσεων (Ὅπ. π., σ. 7-8). Τὸ συμπέρασμα ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Πεντατεύχου καὶ τὰ προφητικὰ βιβλία εἶναι ὅτι παρ᾿ ὅλο ποὺ τὰ βιβλία αὐτὰ ἀφηγοῦνται ἱστορίες ἀνθρώπων, πραγματικὸς πρωταγωνιστὴς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος τους, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἐπεμβαίνει δημιουργικὰ στὴν ἱστορία του.
Πιστεύω, μέσα ἀπὸ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Ἀσκητῶν, μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ βοηθηθοῦμε ὅλοι μας, γιὰ νὰ γνωρίσομε σὲ βάθος τὸν ἑαυτό μας, νὰ ἀναζητήσομε τὴν ἐπανεύρεση τῆς ἀλήθειας στὸν κόσμο καὶ στὰ πράγματα, νὰ κατανοήσομε δηλαδὴ τὴν οὐσία καὶ τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων, νὰ ἀνακαλύψομε τὸν Θεὸ μέσα μας, καὶ τὶς ὀμορφιὲς ποὺ ἡ παρουσία Του σκορπίζει στὴν ὕπαρξή μας, στὸν περιβάλλοντα χῶρο, φυσικὸ καὶ κοινωνικό. Νὰ γίνουν ἀφορμή, γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ μετάνοια καὶ προσευχή, γιὰ νὰ ἐπιστρέψομε στὶς καταβολὲς τοῦ βαπτίσματός μας, στὴν ἐν Χριστῷ ζωή, τὴν εὐχαριστιακὴ ζωή, στὴν ἁγία ἄσκηση καὶ τοὺς κανόνες καὶ τὸ ἦθος τῆς Ἁγίας, Ἀποστολικῆς καὶ Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως ἀκριβῶς, μᾶς ἀποκάλυψαν μὲ τὴν ἁγία βιοτή τους, μᾶς δίδαξαν καὶ μᾶς ἐνέπνευσαν μὲ τὸ φωτεινό τους παράδειγμα, γενικὰ «οἱ εἰδότες καὶ παθόντες τὰ θεῖα» Θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, εἰδικότερα δὲ οἱ Μεγάλοι «Στάρτσι» τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας Σέργιος τοῦ Ράντονεζ, Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ καὶ Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης.
Διανύουμε, σήμερα, μία εὐλογημένη περίοδο τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐκείνη τῆς Πεντηκοστῆς. Καλούμαστε «ἐν τῇ σιωπῇ» νὰ σηκώσομε τοὺς ὀφθαλμούς μας πρὸς τὰ ἄνω. Πρὸς τὸν Ἀναληφθέντα Κύριον καὶ πρὸς τὸ Ὑπερῶο, ὅπου ὅταν ἔφτασε ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔγινε ἡ κάθοδος καὶ ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ξαφνικὰ ἦρθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μία βοὴ καὶ γέμισε ὅλο τὸ σπίτι ὅπου ἦσαν ὅλοι μαζὶ οἱ Ἀπόστολοι συγκεντρωμένοι μὲ ὁμοψυχία «ἐπὶ τὸ αὐτό». Τοὺς παρουσιάστηκαν γλῶσσες σὰν φλόγες φωτιᾶς, ποὺ μοιράστηκαν καὶ κάθισαν ἀπὸ μία στὸν καθένα ἀπὸ αὐτούς. Ὅλοι τότε πλημμύρισαν ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιο καὶ ἄρχισαν νὰ μιλοῦν σὲ ἄλλες γλῶσσες, ἀνάλογα μὲ τὴν ἱκανότητα ποὺ τοὺς ἔδινε τὸ Πνεῦμα» (Πράξ. 2,2-4). «Τούς διαπότισε» διδάσκει ὁ Στάρετς Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, «καὶ τοὺς γέμισε μὲ τὴν πύρινη δύναμη τῆς Θείας Χάρης, ποὺ γεμίζει μὲ δροσιὰ καὶ ἐνεργεῖ εὐχάριστα στὶς ψυχὲς ἐκείνων ποὺ συμμετέχουν στὶς δυνάμεις καὶ τὶς ἐνέργειές Του. Καὶ αὐτὴ ἡ ἴδια πύρινη χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χορηγεῖται σὲ ὅλους ἐμᾶς τοὺς πιστούς τοῦ Χριστοῦ στὸ μυστήριο τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καὶ σφραγίζεται μὲ τὸ μυστήριο τοῦ χρίσματος στὰ βασικὰ μέρη τοῦ σώματός μας, ὅπως ὁρίζει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, ἡ αἰώνια ταμειοῦχος αὐτῆς τῆς χάρης» καὶ συνεχίζει: «ἂν δὲν ἁμαρτάναμε καθόλου μετὰ τὸ βάπτισμά μας, θὰ παραμέναμε γιὰ πάντα ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, ἱεροί, ἄσπιλοι καὶ ἐλεύθεροι ἀπὸ κάθε ρύπο σώματος καὶ ψυχῆς. Ἀλλὰ τὸ κακὸ μὲ μᾶς εἶναι ὅτι αὐξάνουμε στὴν ἡλικία, ἀλλὰ δὲν αὐξάνουμε στὴ χάρη καὶ στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐξανόταν ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἀντίθετα προοδευτικὰ γινόμαστε περισσότερο διεφθαρμένοι καὶ χάνουμε τὴ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καὶ καταντοῦμε ἁμαρτωλοὶ κατὰ διάφορους τρόπους ἢ ἀκόμα καὶ φοβερὰ ἁμαρτωλοὶ…». (Π. Μπότσης, Φιλοκαλία τῶν Ρώσων Νηπτικῶν, Διδαχὲς Ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ Β΄ ἔκδοση, Ἀθήνα 1984, σ. 120-121).
Ἱστάμενοι νοερῶς, στὶς κορυφὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τῶν Μετεώρων, στὴν καθαγιασμένη πέτρα, στὴν ἔρημο τοῦ Σαρώφ, στὴν ὁποία ὁ Στάρετς Σεραφείμ, πέρασε χίλιες συνεχεῖς μέρες καὶ νύχτες γονατιστός, ἐπικαλούμενοι τὸ ἔλεος τοῦ Πανοικτίρμονος Θεοῦ καὶ ἐνατενίζοντας ἀπὸ μία τέτοια κορυφὴ τὸ «τρίκορφο»-Μεταμόρφωση-Ἀνάληψη-Πεντηκοστὴ- στὴν «ὀροσειρὰ Ἀβαρίμ, ποὺ βρίσκεται στὴ Μωάβ, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ, στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους Νεβῶ», σὰν τὸν Θεόπτη Μωϋσῆ, παρατηροῦμε ἀπέναντι τὴ χώρα τῆς «Χαναάν», τὴ χώρα ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Τριαδικὸς Θεός, γιὰ νὰ μείνουμε σὲ αὐτὴν γιὰ πάντα. (Δευτ. 32,48-49). Ἡ χώρα αὐτή, κατὰ τὴν ταπεινή μας ἄποψη, ἐκτείνεται καθ᾿ ὅλη τὴν «διακαινίσημη» περίοδο τῆς ὕπαρξής μας. Ἀπὸ ἐκεῖ ψηλά, ἀναλογιζόμενοι τὰ βάσανά μας, τὶς θλίψεις μας καὶ τὸν τάραχο τῆς ψυχῆς, ἀγνατεύουμε μὲ τὴν παλάμη πάνω ἀπὸ τὰ μάτια μας, στὴ μέση τῆς ἀπέραντης πεδιάδας, τῆς κοιλάδας τῶν παθῶν καὶ τῶν ὀδυρμῶν, τὸ «δένδρο τὸ εὐσκιόφυλλο» δηλαδὴ τὸν Τίμιο Σταυρό, κάτω ἀπὸ τὴ σκιὰ τοῦ ὁποίου καλούμαστε, ἐκ τῶν πραγμάτων, νὰ ἀκουμπήσομε τὸ σακίδιό μας καὶ νὰ ξαποστάσομε, γιὰ λίγο. Παρατηροῦμε ἀντικρυστά, τὸν Ἰησοῦ στὴν πορεία του πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα. Προχωράει εὐθυτενής μὲ βῆμα ταχὺ καὶ σταθερὸ βηματισμό, μπροστὰ ἀπὸ τοὺς μαθητές του, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν κυριευμένοι ἀπὸ δέος καὶ φόβο. Ὁ Ἰησοῦς συνδιαλέγεται μαζί τους καὶ τοὺς λέγει: «τώρα ποὺ ἀνεβαίνουμε στὰ Ἱεροσόλυμα, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ παραδοθεῖ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι θὰ τὸν καταδικάσουν σὲ θάνατο καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στοὺς ἐθνικούς. Θὰ τὸν περιγελάσουν, θὰ τὸν μαστιγώσουν, θὰ τὸν φτύσουν καὶ θὰ τὸν θανατώσουν. Καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα θὰ ἀναστηθεῖ». (Μάρκ. 10,32-34).
Αἵροντες, στὴ διάρκεια τοῦ βίου μας, τὰ ἐσωτερικά μας πάθη καὶ αὐτὴ τὴν ὥρα, τὰ δυσβάτακτα ἐξωτερικὰ βάρη τῆς καθημερινότητας, ἐνθυμούμενοι τὸ Σταυρικὸ θάνατο, ἀκοῦμε νὰ μᾶς ψιθυρίζουν οἱ ποιητὲς τῶν ὑπέροχων τροπαρίων: «Ἤπλωσας τὰς παλάμας καὶ ἥνωσας τὰ τὸ πρὶν διεστῶτα, καταστολὴ δὲ Σῶτερ, τῇ ἐν σινδόνι καὶ μνήματι, πεπεδημένους ἔλυσας» «οὐκ ἔστιν ἅγιος, πλήν σου Κύριε φιλάνθρωπε». (Τροπάριο, Ὠδὴ γ΄, Μ. Σάββατο πρωΐ, ποιητὴς Μάρκος Μοναχός, ἐπίσκοπος). Ἐπίσης, τὸ τροπάριο τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ποὺ ψάλλεται ἀντὶ χερουβικοῦ: «Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία, καὶ στήτω μετὰ φόβου καὶ τρόμου, καὶ μηδὲν γήϊνον ἐν αὐτῇ λογιζέσθω. Ὁ γὰρ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων, καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων, προσέρχεται σφαγιασθῆναι, καὶ δοθῆναι εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς. Προηγοῦνται δὲ τούτου, οἱ χοροὶ τῶν Ἀγγέλων, μετὰ πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας, τὰ πολυόμματα Χερουβείμ, καὶ τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ, τὰς ὄψεις καλύπτοντα, καὶ βοῶντα τὸν ὕμνον. Ἀλληλούϊα». Ἡ σκέψη μας, ἀκούοντας τὰ δροσερὰ φτερουγίσματα τῶν Ἀγγέλων, φτερουγίζει ἀνάλαφρα καὶ ἵπταται πάνω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, ὅπου «παρέστιν ὁ Χριστὸς» καὶ τὸ φρικτὸ μυστήριο τελεσιουργεῖται. Ἡ ψυχὴ μας κατανύσσεται, ἡ καρδιά μας «καιομένη» πάλλεται, ὁ ἐνδιάθετος λόγος διαθερμαίνει τὸν «κρυπτόν τῆς καρδίας ἄνθρωπον», ἡ καρδιά «βοᾶ πρός Κύριον» σὰν τότε, ὅπως συνέβη μὲ τὸν Μωϋσῆ, «πεπληρωμένη πνεύματος», τό «Πληρωθήτω τὸ στόμα μου αἰνέσεώς σου Κύριε, ὅπως ὑμνήσω τὴν δόξαν σου, ὅλην τὴν ἡμέρα τὴν μεγαλοπρέπειάν σου».
Ὁ Τριαδικὸς Θεός, δὲν εἶναι μόνο παρὼν μέσα στὴ δημιουργία, στὰ κτίσματα, τὰ πράγματα καὶ στὸ σύνολο τοῦ λαοῦ του. Εἶναι παρὼν καὶ μέσα στὰ γεγονότα τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴ σιωπή, ὅπως πολὺ σοφὰ διδάσκει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ὅταν ὁ Μωϋσῆς νοερὰ προσεύχεται πρὸς τὸν Θεόν, Ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ: γιατί κραυγάζεις πρὸς ἐμένα; «Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωϋσῆν. Τί βοᾶς πρὸς με;» (Ἐξ. 14,15). Ὁ Μωϋσῆς μυστικὰ προσευχόμενος, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει ὁ Κύριος, ἀκούει μέσα στὴ σιωπή, τὸ λόγο τοῦ Κυρίου. «Μωϋσῆ μὲ ξεκούφανες…». Ἔτσι καὶ ὁ ὀρθόδοξος πιστὸς Ἕλληνας μπροστὰ στὰ προβλήματα τῆς οἰκονομικῆς καὶ τῆς πνευματικῆς κρίσης ποὺ ἀντιμετωπίζει, αὐτὴ τὴν κρίσιμη ὥρα, καλεῖται καὶ πάλι, νὰ θυμηθεῖ τὸν Θεό, τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς καὶ ταυτόχρονα, νὰ διδαχθεῖ ἀπὸ τὴν ἱστορία του, τὰ βάσανα, ποὺ πέρασε ὁ ὑπόδουλος ἑλληνικὸς λαὸς στὰ δύσκολα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό περισπούδαστο ἔργο «Πνευματικὰ Γυμνάσματα» γράφει τὰ ἑξῆς: «Πρέπει καλὰ νὰ καταλάβης, ὅτι ἡ χάρις ὁπού δίδεται εἰς τοὺς χριστιανοὺς ἐκ Θεοῦ, εἶναι μία χάρις ταπεινώσεως, ὄχι μόνον κατὰ τὴν ἀρχήν της, ἥτις εἶναι ὁ σταυρὸς καὶ κάθε βάσανον… ἀλλὰ ἀκόμη καὶ κατὰ τὸ τέλος, καὶ τὰ ἀποτελέσματά της, τὰ ὁποῖα ὅλα ἀποβλέπουν εἰς τὸ νὰ ταπεινώνουν τὸν ἄνθρωπον, διὰ νὰ δίδουν δόξαν εἰς μόνον τὸν Θεόν. Νὰ ταπεινώνουν τὸν νοῦν του, διὰ νὰ δίδουν τόπον εἰς τὴν πίστιν. Νὰ ταπεινώνουν τὴν θέλησίν του, διὰ νὰ δίδουν τόπον εἰς τὴν θείαν ἀγάπην, καὶ εἰς τὰς ἄλλας ἀρετάς. Νὰ ταπεινώνουν τὸ φρόνημά του, διὰ νὰ μὴ φρονῆ παραπάνω ἀπὸ ἐκεῖνο ὁπού πρέπει νὰ φρονῆ, καθὼς λέγει ὁ Παῦλος «μὴ ὑπερφρονεῖν παρ᾿ ὃ δεῖ φρονεῖν, ἀλλὰ φρονεῖν, εἰς τὸ σωφρονεῖν». (Ρωμ. 12,3)… Αὐτὴ ἡ μάχη ὁπού εἶναι ἀναμεταξὺ εἰς τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ εἰς τὴν χάριν, ἀποδεικνύεται ἀκόμη καὶ ἐκ τούτου. Διατὶ ἡ ὑπερηφάνεια ὄχι μόνον ἐμποδίζει τὰ θεία χαρίσματα καὶ δὲν τὰ ἀφήνει νὰ ἐμβοῦν εἰς τὴν ψυχήν, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἀφ᾿ οὗ ἐμβοῦν τὰ διώχνει ἔξω… Καὶ καθὼς συμβαίνει εἰς τὴν περιστεράν, ἡ ὁποία ὅταν κάθηται εἰς τὸν ἥλιον καὶ περιχαίρεται εἰς τὴν καθαρότητά της, καὶ εἰς τὴν πολυποικίλαν τῶν πτερῶν της, τότε ἔξαφνα ἔρχεται ἐπάνωθὲν της τὸ γεράκι καὶ τὴν ἁρπάζει. Ἔτζι συμβαίνει καὶ εἰς τὴν ὑπερήφανον ψυχήν. Καὶ ἐκεῖ ὁπού αὐτὴ χαίρεται καὶ καυχᾶται εἰς τὰς ἀρετάς της, ἔξαφνα ἁρπάζεται ἀπὸ τὸ νοητὸν γεράκι τὸν διάβολον. Διά τοῦτο εἶπον οἱ θεῖοι Πατέρες τὸν σοφὸν ἐτοῦτον λόγον «ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι καὶ εὔκολος ἐν ταυτῷ καὶ δύσκολος. Διατὶ εἰς μίαν στιγμὴν ὁ ἄνθρωπος ἀναβαίνει εἰς τὸν Παράδεισον μὲ τὴν ταπείνωσιν καὶ εἰς τὴν ἄλλην στιγμὴν καταβαίνει εἰς τὴν Κόλασιν μὲ τὴν οἴησιν καὶ τὴν ὑπερηφάνειαν θέλεις νὰ καταλάβης καλλίτερα; Ἰδὲ εἰς τὰς ἱστορίας τί ἦτον ἕνα καιρὸν ἡ Ἑλλάς; Αὕτη ἦτον ὡσὰν ἕνα θέατρον ἁγιότητος, σοφίας καὶ πίστεως, τόσον ὁπού, ὡς καὶ αἱ ἐρημίαι ἦσαν γεμᾶται ἀπὸ Ἁγίους. Καὶ τώρα ἀφ᾿ οὗ ἐδουλώθη ὑποκάτω εἰς τὸν ζυγὸν τῶν Ἀγαρηνῶν, αὕτη εἶναι θέατρον τῆς ἀπιστίας, τῆς ἀμαθείας καὶ τῆς ἀκαθαρσίας. Καὶ οἱ περισσότεροί της κατοικηταὶ εἶναι ἀσεβεῖς, ἄπιστοι, ἀμαθεῖς καὶ γεμᾶτοι ἀπὸ κακίαν. Ὄχι βέβαια δι᾿ ἄλλο, πάρεξ διὰ τιμωρίαν τῆς ὑπερηφανείας τῶν ὀρθοδόξων βασιλέων της καὶ εὐσεβῶν της κατοικητῶν. Καὶ στοχάσου πώς ὁ Θεὸς ἐπρόκρινε νὰ ὑποφέρη καλλίτερα νὰ κατοικοῦν τὴν Ἑλλάδα ταύτην ἐκεῖνα τὰ ἔθνη ὁπού εἶναι μεμολυσμένα ἀπὸ τὸν βέβηλον νόμον τοῦ Μωάμεθ, παρὰ νὰ τὴν κατοικοῦν οἱ Χριστιανοὶ ὁπού εἶναι μεμολυσμένοι ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειαν…» (Βενετία 1800, Ἐπανέκδοση Ἅγιος Νικόδημος, Ἀθῆναι, σ. 97-99).
Καλεῖται λοιπὸν ὁ ὀρθόδοξος Ἕλληνας νά μὴν ἐπιτρέψει στὸν ἑαυτό του νὰ τὸν κυριεύσει ἡ ὑπερηφάνεια, οὔτε ἐσωτερικὰ στὴν καρδιά του, οὔτε ἐξωτερικὰ στὰ ἔργα του διότι «ἐν τῇ ὑπερηφανείᾳ ἀπώλεια καὶ ἀκαταστασία πολλὴ (Τωβὶτ 4,13) νὰ βιώσει σὲ βάθος τὴν ταπείνωση, γεγονὸς ποὺ θὰ τὸν βοηθήσει νὰ γνωρίσει καλύτερα τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς. Νὰ ἀνακαλύψει τὶς ρίζες τῆς Ἐκκλησίας, τὴν εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία, τὴ θεολογία τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας. Αὐτὸ τὸ μυστήριο τῆς θείας λειτουργίας, τὸ ζυμωτὸ πρόσφορο, γαλούχησε καὶ ζωογόνησε τὸν Ἕλληνα, ποὺ ἦταν ὑπόδουλος στοὺς Ἀγαρηνούς, γιὰ τετρακόσια χρόνια. Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς, γράφει τὰ ἑξῆς σημαντικά, στὸ βιβλίο του «Ὀρθοδοξία καὶ Δύση στὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα»: «Κυρίως στοὺς αἰῶνες τῆς Τουρκοκρατίας, ἦταν ἡ πράξη τῆς ζωῆς, ἔκφραση τῆς κοινῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστης, ποὺ ξεχώριζαν τὸν Ἕλληνα ἀπὸ τὸν ἀλλόθρησκο Τοῦρκο ἢ τὸν ἑτερόδοξο «Φράγκο»: Ἦταν ἡ νηστεία, ἡ γιορτή, ὁ χορὸς στὸ πανηγύρι, τὸ ἀναμμένο καντήλι στὸ οἰκογενειακὸ εἰκονοστάσι, τὸ ζύμωμα τοῦ προσφόρου, ὁ ἁγιασμὸς κάθε μῆνα». (Ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 1992, σ. 17).
Αὐτὸ τὸ ζυμωμένο μὲ δάκρυα μετάνοιας καὶ κατάνυξης, ἀπὸ τὴν πιστὴ νοικοκυρά, πρόσφορο, ὁ καθαγιασμένος ἄρτος τῆς θείας εὐχαριστίας, ἔθρεψε ἐπίσης τὸ νέο λαὸ τοῦ Θεοῦ στὴν ἔρημο τοῦ κόσμου τούτου, ἔθρεψε καὶ ἐνδυνάμωσε τὸν Ἕλληνα χριστιανό, κατὰ τὰ δύσκολα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας καὶ ὄχι μόνο, ὅπως καὶ τὸν ρωσικὸ λαὸ κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν ποὺ ὑπέστη ἀπὸ τὸ ἄθεο καὶ τυραννικὸ καθεστὼς. Αὐτὸ τὸ «ψωμί», ὁ ὑλικὸς ἄρτος, ποὺ παρασκευάζεται ἀπὸ τὴ σάρκα τοῦ κόσμου, αὐτὲς οἱ μικρὲς «μπουκίτσες», ποὺ ζύμωναν μὲ τὰ χέρια τους καὶ ἔψηναν οἱ «Στάρτσι» Σέργιος τοῦ Ράντονεζ καὶ Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, γιὰ τὴ συντήρηση τῶν «δερματίνων χιτώνων» τους, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ ὁ μεταμορφωμένος σὲ σῶμα Χριστοῦ, ἄρτος τῆς θείας εὐχαριστίας, ζωογόνησε καὶ ἀνέδειξε στὸ θρόνο τῆς ἁγιότητας τοὺς παραπάνω Ἁγίους τῆς χαρᾶς, ὅπως καὶ τὸν Ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης (+1908). Καὶ οἱ τρεῖς εἶδαν τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ καθένας τους, ὑπῆρξε μία ζωντανὴ ἐνσάρκωση τοῦ μυστηρίου τῆς ἀγάπης καὶ τῆς χριστιανικῆς χαρᾶς. Τοῦ τελευταίου Ἁγίου, οἱ ἄθεοι ἔκαψαν τὸ ἱερό του λείψανο, γιὰ νὰ μὴ τὸ προσκυνήσουν οἱ εὐσεβεῖς πιστοί. Ἀλλὰ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, διασώθηκε τὸ σύγγραμμά του «Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μου». Ἡ διήκουσα ἔννοια τοῦ βιβλίου εἶναι τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ ἡ δύναμη τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς προσευχῆς. Ὁ Ἅγιος τῆς Κροστάνδης δὲν μιλοῦσε ἁπλῶς, γιὰ τὸ Χριστὸ ἀλλὰ ζοῦσε μὲ τὸ Χριστό, μὲ μία διάθεση δοξολογίας ποὺ ἦταν ἔκδηλη σὲ ὅλες τὶς πνευματικές, λειτουργικὲς καὶ κοινωνικὸ-ἐκκλησιαστικές του δραστηριότητες. Κέντρο ὅλης τῆς ἱερατικῆς του ζωῆς, τὴν ὁποία εἶχε ἐναποθέσει στὸν Κύριο, ἦταν ἡ θεία λειτουργία. Ἀπὸ τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο ἀντλοῦσε δύναμη καὶ στὴ συνέχεια, ὅλο του τὸ ἔργο καὶ ἡ δράση του στὸν κόσμο, ἦταν πραγματικὰ «μία λειτουργία μετὰ τὴν λειτουργία». «Τὴν ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία δὲν λειτουργῶ στὸ θυσιαστήριο» ἔλεγε ὁ Ἅγιος Γέροντας Ἰωάννης, αἰσθάνομαι σὰν νὰ πεθαίνω». Μὲ τὸ σύνολο τοῦ ἔργου του καὶ τὴν ἀκάματη δραστηριότητά του, ὁ Ἅγιος τῆς Κροστάνδης, μᾶς ἔδειξε ποιὸς εἶναι ὁ ρόλος καὶ ἡ ἀποστολὴ τοῦ χριστιανοῦ. Ἀπόδειξε πὼς, ὅταν συνυπάρχει ἡ πίστη μὲ τὴ θέληση καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὸ συνάνθρωπο, κάνουν πραγματικὰ καὶ κυριολεκτικὰ θαύματα. Μὲ παράδειγμα λοιπόν, τὴν ζωὴ τῶν παραπάνω Ἁγίων καὶ μὲ ἀκλόνητη πίστη στὸν Ἀναστάντα καὶ ἀνιστώντα Κύριο, προσκαλεῖται ὅλος ὁ ὀρθόδοξος κόσμος, ἰδιαίτερα, ὁ Ὀρθόδοξος ἑλληνικὸς λαός, ὁ εὐλογημένος λαὸς τοῦ Κυρίου, μπροστὰ στὴν παράκρημνη πορεία ποὺ περνάει ὁ τόπος μας, νὰ ἀποκτήσομε ὅλοι μας, θάρρος καὶ τόλμη, σύμφωνα καὶ μὲ τὸ παράγγελμα τοῦ Χριστοῦ «θαρσεῖτε, ἐγὼ γὰρ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, τόνιζε μὲ ἔμφαση: «Μοῦ ἀρέσει νὰ φέρνω μπροστὰ στὰ μάτια μου τὸν ἀναστάντα Κύριο. Καὶ τότε ἀναφωνῶ: «Ποῦ σου, Ἅδη τὸ νίκος;» (Α΄ Κορ. 15,55). Ὁ Χριστὸς μᾶς νίκησε πολὺ δυνατὸ ἀντίπαλο, ἕναν ἐχθρὸ ποὺ περηφανευόταν γιὰ τὶς νίκες του χιλιάδες χρόνια. «Σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις…» καὶ συνεχίζει: Κύριε «σὲ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ ἔβγαλες ἀπὸ τὴν ταραχὴ καὶ μοῦ χάρισες τὴν εἰρήνη, ποὺ μὲ ἔβγαλες ἀπὸ τὴ δειλία καὶ μοῦ ἔδωσες ἀνδρεῖο φρόνημα. Θεέ μου, εἶσαι ἡ νίκη μου, δόξα σοι! Κύριε, εἴμαστε τὰ μέλη Σου, εἴμαστε ἕνα σῶμα καὶ σὺ εἶσαι ἡ κεφαλή μας. Κάμε Κύριε νὰ φύγουν ἀπὸ μᾶς ὅλα τὰ πάθη, ὅλοι οἱ δαίμονες. Δός μας τὴ χάρη τῆς ἀγάπης, ποὺ οὐδέποτε ἐκπίπτει. Κάμε μας, Κύριε, νὰ δείχνουμε σεβασμὸ ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, ὅπως καὶ σὲ Σένα, γιατί μᾶς χαρίζεις τὸ προνόμιο τῆς θέωσης» (Π. Μπότση, Πνευματικὸ πορτραῖτο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης, Ἀθήνα 2001, σ. 160-161).
Προκαλεῖται καὶ προσκαλεῖται ὁ πιστὸς Ἕλληνας νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν «πικροπηγὴ» τῶν λαθεμένων ἐπιλογῶν, νὰ βιώσει τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τὴν μόνη πηγὴ ἐλπίδας, ἁγιασμοῦ καὶ σωτηρίας του. Προσκολλημένος στὸ Χριστό, ὅπως ἀκριβῶς οἱ κληματόβεργες στὸν κορμὸ τῆς Ἀμπέλου, μέσα ἀπὸ τὴ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, καλεῖται νὰ βρεῖ τὸ νόημα τῆς «ἐπ-ἀνάστασης» καὶ τῆς μεταμόρφωσης, ὄχι τῆς παραμόρφωσης, τὴν «ἐσωτερικὴν ἀλλοίωσιν», τὴν ὁποία βίωσαν Ἕλληνες καὶ Σλάβοι Ἅγιοι. Γιατί, ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει «τόπος καὶ τρόπος ὑπάρξεως ἐν τῷ Χριστῷ», δὲν ὑπάρχει Ἀνάστασις. Ὑπάρχει τὸ σκοτάδι, ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου τούτου. Ὑπάρχει ὁ κενὸς λόγος, ἡ κενότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ μία «ἄλλη πληρότητα», τὴν ὁποία δίνει τὸ πλεόνασμα τῆς ἁμαρτίας. Οἱ νηπτικοὶ Πατέρες, διδάσκουν, ὡς ἀνατόμοι ψυχῆς τὰ ἑξῆς: «Ἡ τέχνη τοῦ διαβόλου εἶναι ἡ τέχνη τῆς κατασκευῆς πραγμάτων χωρίς ζωή, ἡ τέχνη τῆς παρουσίασης λαμπρῶν ἐπιφανειῶν χωρίς περιεχόμενο, χωρίς ὕπαρξη, ἡ τέχνη τῶν κενῶν λόγων». Αὐτὴ ἡ τέχνη, αὐτὲς οἱ μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου, καλλιεργοῦν τὸ «πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας», τὴν ἑτεροπαρατηρησία, τὴν ἐξωστρέφεια, τὴν ἀρνητικὴ κοινωνικὴ κριτικὴ (κουτσομπολιό), δηλαδὴ τὴν «κατάκριση τοῦ ἀδελφοῦ μας» (Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος). Στὴν πράξη, αὐτὸ ποὺ πετυχαίνει κάποιος μὲ τὸ νὰ ἀσκεῖ κριτικὴ σὲ βάρος τοῦ ἄλλου, τὸν ὁποῖο σαφῶς δὲν γνωρίζει, εἶναι νὰ προβάλλει τὶς δικές του ἀδυναμίες, τὶς δικές του ἀτέλειες, τὸ δικό του ἑαυτὸ καὶ τὰ πάθη του στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου. Μὲ ἄλλα λόγια πετυχαίνει τὴν ἀποκάλυψη, τὸ «ξεμασκάρωμα», τοῦ ἑαυτοῦ του. Αὐτοὺς τοὺς μάταιους λόγους, χωρὶς οὐσιαστικὸ περιεχόμενο, χωρὶς φῶς καὶ ἀλήθεια καὶ ζωὴ καὶ τὴν κατάκριση, τὴν καταλαλιά, μᾶς καλεῖ, ἡ παροῦσα περίοδος χαρμολύπης, ποὺ διανύομε, λόγω τῆς πνευματικῆς καὶ οἰκονομικῆς ὕφεσης, νὰ ἀποβάλλουμε ἀπὸ τὴ σκέψη μας καὶ τὴ ζωή μας. Καὶ τοῦτο δὲν σημαίνει, ὅτι δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχει διάλογος, καλοπροαίρετη κριτικὴ καὶ ἀγωνιστικότητα σὲ πολιτικὸ καὶ πνευματικὸ ἐπίπεδο καὶ ἀκόμη ὅτι δὲν πρέπει νὰ λαμβάνονται συλλογικὰ καὶ ὑπεύθυνα καὶ ὕστερα ἀπὸ ἐπισταμένη μελέτη, ὅλα τὰ ἀναγκαῖα μέτρα-πολιτικά, κοινωνικά, πνευματικὰ- γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς μεγάλης κρίσης.
Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ συνεπῶς μόνο κατάφαση, πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς, ἁγιαστικὴ δύναμη, ἁγιαστικὴ ἀλήθεια, συμπυκνωμένη ἐνέργεια, λόγος καὶ «λογοποίηση» τῶν ὄντων, ἀπάρνηση τοῦ «κόσμου», τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος, νήψη καὶ προσευχή, ἀναζήτηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Διδάσκει ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ: «Ὁ νοῦς ἑνὸς νηπτικοῦ ἀνθρώπου εἶναι σὰν τὸν φρουρὸ ποὺ εἶναι σὲ ὑπηρεσία ἢ σὰν ἕνα ἀκοίμητο φύλακα τῆς ἐσωτερικῆς Ἱερουσαλήμ. Στέκοντας στὸ ὕψος τῆς πνευματικῆς θεωρίας, βλέπει μὲ καθαρὸ μάτι τὶς δυνάμεις τοῦ ἐχθροῦ ποὺ τὸν περικυκλώνουν καὶ πολεμοῦν τὴν ψυχὴ του (Ψαλμ. 53,9). Ἐκεῖνος ποὺ βαδίζει τὸ δρόμο τῆς νήψης δὲν πρέπει νὰ ἐπιδίδεται σὲ ἄσχετες καὶ ἄκαρπες συζητήσεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες τὸ κεφάλι μπορεῖ νὰ γεμίσει μὲ ἀνώφελες καὶ μάταιες σκέψεις καὶ λογισμούς, ἀλλὰ νὰ εἶναι προσεχτικὸς στὸν ἑαυτό του. Σὲ αὐτὸ τὸ δρόμο ὁ ἄνθρωπος νὰ προσέξει ἰδιαίτερα νὰ μὴν ἀσχολεῖται μὲ τὶς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων οὔτε νὰ σκέφτεται ἢ νὰ μιλάει γι᾿ αὐτούς, ἀκολουθώντας τὴ συμβουλὴ τοῦ Ψαλμωδοῦ: «ὅπως ἂν μὴ λαλήση τὸ στόμα μου τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων» (16,4), ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ προσεύχεται στὸν Κύριον: «ἐκ τῶν κρυφίων μου καθάρισόν με καὶ ἀπὸ ἀλλοτρίων φεῖσαι τοῦ δούλου σου» (18, 13-14). Ὁ ἄνθρωπος θὰ πρέπει νὰ σκέφτεται ἀπὸ ποῦ ἦρθε καὶ ποῦ πορεύεται καὶ νὰ μὴν πολυπραγμονεῖ γιὰ τὰ ἐφήμερα ἀγαθά… Ὁ Στάρετς Σεραφεὶμ (+1833) προτείνει καὶ τὸν τρόπο, τὴ μέθοδο τῆς νήψης: «γιὰ νὰ διατηρήσεις τὴ νήψη» λέγει, «θὰ πρέπει νὰ ἀποσυρθεῖς στὸν ἑαυτό σου, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου: «μηδένα κατὰ τὴν ὁδὸν ἀσπάσησθε» (Λουκ. 10,4), δηλαδὴ νὰ μὴ μιλᾶτε χωρὶς ἀνάγκη, ἐκτὸς ἂν κανεὶς τρέξει κοντά σας γιὰ νὰ ἀκούσει κάτι τὸ ὠφέλιμο. Χαιρετᾶτε τοὺς γέροντες ἢ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ συναντᾶτε μὲ ὑπόκλιση, ἔχοντας τὰ μάτια σας πάντα κλειστὰ» (Π. Μπότση, Ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ, σ. 70-71). Οἱ πνευματικὲς διδαχὲς δημοσιεύτηκαν γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1839 σὰν ἕνα παράρτημα τοῦ βίου του, ποὺ ἔγραψε ὁ ἱερομόναχος Σέργιος τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Ὅλες καταγράφηκαν ἀπὸ τὸν Σέργιο καὶ τὸν ἡγούμενο τῆς Λαύρας Ἀντώνιο, ποὺ ἦταν πνευματικὸ παιδὶ τοῦ Ὁσίου, ἀπὸ τὶς συζητήσεις ποὺ εἶχαν μαζί του, ὅπ. π., σ. 35).
Σὲ ἄλλο σημεῖο, ὁ ἴδιος Ὅσιος, ἀναφερόμενος στὴν ἡσυχία καὶ σιωπὴ παρατηρεῖ: «Περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο θὰ πρέπει νὰ στολίσεις τὸν ἑαυτό σου μὲ τὴ σιωπή. Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων λέγει: «Ἔχω δεῖ πολλοὺς νὰ σώζονται μὲ τὴ σιωπή, ἀλλὰ κανένα νὰ σώζεται μὲ τὴν πολυλογία». Καὶ ἕνας ἄλλος ἀπὸ τοὺς πατέρες λέγει ὅτι ἡ σιωπὴ εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ἐνῶ τὰ λόγια εἶναι τὰ ἐργαλεῖα αὐτοῦ τοῦ κόσμου…» (Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος). «Ἀπό τήν ἡσυχία καί τή σιωπή προέρχονται ἡ συντριβή καί ἡ πραότητα». Καὶ ἀπὸ τὴν καθαρότητα καὶ τὴν πραότητα, ὁδηγούμαστε στὴ θέα τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ δηλαδὴ κάποιος νὰ δεῖ τὸν Θεὸν καὶ νὰ γευθεῖ τοὺς καρποὺς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο Κυρίου: «μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδία, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5,8) καί «Μακάριοι οἱ πραεῖς ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσιν τὴν γῆν» (σ. 79-81). Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους, ἀπαιτεῖται πίστη, ἐλπίδα καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον. Ὁ χῶρος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι χῶρος παρακλήσεως, ἐνδυναμώσεως, καταφυγῆς πρὸς τὸν Θεόν, χῶρος σιωπῆς, νοηματοποίησης καὶ τελειοποίησης τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, θέωσης ἢ ἐν-θέωσης καὶ βίωσής του «ἀπ᾿ αἰῶνος σεσιγημένου μυστηρίου», τοῦ μυστηρίου τοῦ «μέλλοντος αἰῶνος». Εἶναι ἐπίσης χῶρος ἀναζήτησης τῶν καταβολῶν καὶ τῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ «τῶν ὑπαρξιακῶν λειτουργιῶν τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος», δηλαδὴ «ἐσωτερικῆς διεργασίας, πληρότητας, ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας καὶ ἐνεργοποίησης τῆς θείας χάρης» ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Χριστό.
Τὸ πράγμα γίνεται σαφές, ὅταν ληφθεῖ ὑπόψη, ὅτι ἡ βασικὴ διαίρεση τῶν χριστιανῶν δὲν εἶναι μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ὑπακούουν ἢ παραβαίνουν τὶς ἐντολές, ἀλλὰ μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἔχουν πληρότητα καὶ ἐκείνων ποὺ ἔχουν κενότητα. Μὲ ἄλλα λόγια μεταξὺ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι εἶναι «κατοικητήρια τῆς Ἁγίας Τριάδος» καὶ «ναοὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» καὶ ἐκείνων ποὺ εἶναι ἔρημοι καὶ ἄνυδροι «τόποι» (Γ. Μαρνέλλου, Εὐμένιος Λαμπάκης, ὅπ.π., σ. 91-92). Μεταξὺ ἐκείνων ποὺ «ὀρθρίζουν τὸ πνεῦμα τους πρὸς ναὸν τὸν Ἅγιον» (μὴ ἔχοντες σπίλον ἢ ρυτίδα ἢ τί τῶν τοιούτων) καὶ ἐκείνων ποὺ φέρουν «ὅλον ἐσπιλωμένον τὸν ναὸν τοῦ σώματος». Μὲ ἄλλα λόγια, τὴν περίοδο αὐτή, ὅπου δαίμονες κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, πέτυχαν νὰ κάνουν τὸν ἄνθρωπο ἐξωστρεφῆ, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσει ὑποτίθεται τὰ ἐξωτερικὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα ἀντὶ νὰ ἐπιλύονται ἢ νὰ μειώνονται ὁλοένα καὶ περισσότερο αὐξάνονται, ὁ πιστὸς ἄνθρωπος ἐπιμένει ἀγωνιστής, σιωπηλὸς καὶ ἄκαμπτος, ἀλλὰ ταυτόχρονα μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ψύχραιμος καὶ δυνατός, συνεχίζει σταθερὰ νὰ βιώνει τὴ λειτουργικὴ καὶ μυστηριακὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ὀρθόδοξο ἀσκητικὸ ἦθος. Παραμένει, ἑνωμένος μὲ τὸν Χριστὸν καὶ τοὺς Ἁγίους του στὴν Ἐκκλησία, ὅπου καὶ ὁ Χριστός, διαμένει ἑνωμένος μὲ τὰ μέλη τοῦ σώματός του. Ζώντας αὐτὴ τὴ χαρὰ τῆς κοινωνίας μὲ Ἐκεῖνον, ἔμπλεος χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως, μέσα στὸ μεθύσι τοῦ παραδεισιακοῦ κάλλους τῆς Ἐκκλησίας, τὰ χείλη του παραμένουν ἄλαλα, δὲν ἔρχονται κἄν στὴ σκέψη του αἰτήματα γιὰ νὰ τὰ διατυπώσει, γιὰ νὰ τὰ ἐξωτερικεύσει, γιατί θαρρεῖ, πὼς Ἐκεῖνος γνωρίζει τὰ πάντα γιὰ αὐτόν, ὅπως καὶ τὸ τί εἶναι ὠφέλιμο στὴν ψυχή. Εἶναι εὐχαριστημένος, ποὺ γεύεται τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν ἐμπειρία τῆς συνάντησής του μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ Ἀναστημένο Κύριο. Συνεπῶς, ἔχει εἰσέλθει ἤδη στὸ μυστήριο τῆς σιωπῆς, στὸ μυστήριο τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, τῆς ἄλλης βιοτῆς. Ἡ πρόγευση αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου θὰ τοῦ δώσει νὰ ἐννοήσει καὶ νὰ κατανοήσει, αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔλεγε ὁ σεβαστὸς Καθηγητὴς μας Γιάννης Φουντούλης καὶ ὁ διάδοχός του στὴν ἕδρα τῆς Λειτουργικῆς Παναγιώτης Σκαλτσῆς, ὅτι δηλαδὴ: «ἄλλο πράγμα εἶναι νὰ προσεύχομαι τὴν ὥρα τῆς λειτουργίας καὶ ἄλλο πάλι, νὰ ζῶ τὴ λειτουργία, νὰ «προσεύχομαι τὴ λειτουργία». Νὰ εἶμαι συνεχῶς, σὲ κοινωνία μὲ τὸν ἱερουργοῦντα Κύριον, νὰ ζῶ ἐν Χριστῷ τὴ θερμότητα καὶ τὴ γλυκύτητα τῆς θεϊκῆς του παρουσίας. Μία τέτοια ἐμπειρία, μία τέτοια κατάσταση βίωσε ὁ Μοτοβίλωφ, πνευματικὸ τέκνο τοῦ Στάρετς Σεραφεὶμ, ὕστερα ἀπὸ ἕνα διάλογο ποὺ εἶχε μαζί του. Ἂς παρακολουθήσομε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ αὐτὴ τὴν εὐλογημένη συνάντηση.
«Οἱ Ἀπόστολοι καταλάβαιναν ἂν τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικοῦσε σὲ αὐτοὺς ἢ ὄχι. Καὶ γεμᾶτοι μὲ τὴ γνώση αὐτὴ ἔβλεπαν τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα τους καὶ δήλωναν θετικὰ ὅτι τὸ ἔργο τους ἦταν ἱερὸ καὶ ἀπόλυτα εὐάρεστο στὸν Κύριο καὶ Θεό. Αὐτὸ ἐξηγεῖ γιατί ἔγραφαν στὶς ἐπιστολές τους: «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν» (Πράξ. 15,28). Μόνο πάνω σὲ αὐτὴ τὴ βάση πρόσφεραν τὶς ἐπιστολές τους σὰν ἀναλλοίωτη ἀλήθεια γιὰ τὴν ὠφέλεια ὅλων τῶν πιστῶν. Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι ἦταν συνειδητὰ βέβαιοι γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ μέσα τους. Ἔτσι καὶ σὺ φιλόθεε, βλέπεις πόσο ἁπλὸ εἶναι.
Παρὰ ταῦτα, ἀπάντησα, δὲν καταλαβαίνω πῶς μπορῶ νὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι βρίσκομαι στὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Πῶς μπορῶ νὰ διακρίνω τὴν πραγματικὴ παρουσία Του σὲ μένα;
Ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ ἀπάντησε: Σοῦ ἔχω ἤδη μιλήσει, φιλόθεε, ὅτι εἶναι πολὺ ἁπλὸ καὶ σοῦ ἔχω ἀφηγηθεῖ μὲ λεπτομέρειες πῶς οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ λάβουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ πῶς μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὴν παρουσία του μέσα μας. Τί περισσότερο ζητᾶς;
Θέλω νὰ καταλάβω καλά, ἀπάντησα. Τότε ὁ Πατὴρ Σεραφεὶμ μὲ ἔπιασε σταθερὰ ἀπὸ τοὺς ὤμους καὶ εἶπε: Βρισκόμαστε καὶ οἱ δύο στὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τώρα, γιέ μου. Γιατί δὲ μὲ κοιτᾶς; Δὲν μπορῶ νὰ σὲ κοιτάξω, πατέρα, ἀπάντησα, γιατί τὰ μάτια σου λάμπουν σὰν ἀστραπή. Τὸ πρόσωπό σου ἔχει γίνει λαμπρότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τὰ μάτια μου μὲ πονοῦν.
Ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ εἶπε: Μὴ τρομάζεις, φιλόθεε. Τώρα καὶ ἐσὺ ἔχεις γίνει τόσο φωτεινὸς ὅσο καὶ ἐγώ. Εἶσαι τώρα στὴν πληρότητα τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ ὁ ἴδιος. Διαφορετικὰ δὲν θὰ μποροῦσες νὰ μὲ κοιτάξεις στὴν κατάσταση ποὺ βρίσκομαι.
Τότε σκύβοντας τὸ κεφάλι του πρὸς τὸ μέρος μου, ψιθύρισε ἤρεμα στὸ αὐτί μου. Εὐχαρίστησε τὸν Κύριο καὶ Θεὸ γιὰ τὸ ἀνέκφραστο ἔλεός Του σέ μᾶς. Εἶδες ὅτι ἀκόμα δὲν ἔκανα τὸ σταυρό μου, παρὰ μόνο στὴν καρδιά μου προσευχήθηκα νοερὰ στὸν Κύριο…». (σ. 124-127). Ἐμεῖς, ἴσως οἱ περισσότεροι χριστιανοί, σταυροκοπιούμασε κάποτε ἀπὸ συνήθεια, κάποτε ἀπὸ σκοπιμότητα, κάποτε ἀπὸ ἐπίδειξη, κάποτε ἀπὸ μιμητισμό, κάποτε ἐπειδὴ αἰσθανόμαστε ἄβολα μὲ τοὺς διπλανούς μας, κάποτε ἀπὸ νευρικότητα ἢ ἀκηδία, ἄλλοτε πάλι, ἐπισφραγίζοντας μέσα μας τὴν κενότητα καὶ ὄχι τὴν πληρότητα Πνεύματος Ἁγίου. Ἴσως ἐπειδὴ δὲν γνωρίζομε νὰ σιωποῦμε, δὲν μᾶς ἔμαθε κάποιος τὸν «τόπο» καὶ τὸν «τρόπο» τῆς σιωπῆς. Καὶ πῶς νὰ τὸν μάθει κάποιος, ἀφοῦ δὲν ἔχει πνευματικὸ καθοδηγητὴ καὶ ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἀποφαίνεται γιὰ τὴν ἀξιοσύνη του ἢ ὄχι, προκειμένου π.χ. νὰ προσέλθει στὴ θεία κοινωνία. Οἱ περισσότεροι αὐταρεσκόμαστε στὴν αὐτοδικαίωσή μας καὶ στὴν παντογνωσία μας καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ μεγάλη ὑποκρισία, «ἡμῶν τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν».
Ὅλοι οἱ ὕμνοι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, σὲ αὐτὸ συντείνουν, νὰ ἐνισχύσουν τὴν πίστη πρὸς τὸν Χριστό, νὰ καλλιεργήσουν τὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἡσυχία, νὰ συνειδητοποιήσουμε τὶς καταβολὲς καὶ τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τὴ θέση καὶ τὴ στάση μας μέσα σὲ αὐτήν. Δηλαδὴ τὴν «ἐν Χριστῷ» ζωή μας, ποιοὶ εἴμαστε ἀλλὰ καὶ τί μποροῦμε νὰ γίνομε, ὅταν λάβομε τὸ ἔλεος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Νὰ συνειδητοποιήσομε τὸ λόγο Κυρίου: «Οὐκ ἐάσω ὑμᾶς ὀρφανούς», «Ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ἡμῶν εἰμί», «Μείνατε ἐν ἐμοὶ καγῶ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμί». Νὰ φροντίσουμε τὴ διαμονή μας στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ, τὴν Ἐκκλησία, ἐκεῖ καὶ Αὐτός, ὅπως εἴπαμε παραπάνω, διαμένει μόνιμα. Σὲ αὐτὸ τὸ στόχο ἀποβλέπει τὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας: «εἰς τέλος ἐναρέτου πολιτείας φθᾶσαι, ὅπως ληψώμεθα, τὴν τρυφὴν τὴν ἀγήρῳ», «Τὸν χρόνον τῆς Νηστείας νῦν ὑπερμεσάσαντες, ἀρχὴν ἐνθέου δόξης, σαφῶς ἐπιδειξώμεθα, καὶ εἰς τέλος ἐναρέτου πολιτείας, φθᾶσαι θερμῶς σπεύσωμεν, ὅπως ληψώμεθα, τὴν τρυφὴν τὴν ἀγήρῳ». (Στιχηρό προσόμοιο, ποίημα Ἰωσήφ, Κυριακὴ ἑσπέρας Ε΄ Νηστειῶν) «πρὸς τὸ μέλλον ἐν χαρά, διευθυδρομήσωμεν» (Ποίημα Θεοδώρου). Τὴν ἐπιστροφὴ στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ, στὸ θεῖο κάλλος, στὸ χαμένο παράδεισο τῆς Ἐκκλησίας περιγράφουν τὰ τροπάρια τοῦ Μ. Κανόνα, ὡς ἑξῆς: οἱ «ἀπωλέσαντες τὸ πρωτόκτιστον κάλλος καὶ τὴν εὐπρέπειάν μας» (τροπάριο, ὠδὴ β’ ), «Ἠμαρτηκότα, Σωτὴρ ἐλέησον, διέγειρόν μου τὸν νοῦν, πρὸς ἐπιστροφὴν» (Μ. κανόνας σ. 295), «Ψυχή μου ψυχή μου…ἀνάνηψον οὖν», «Ὁ νοῦς τετραυμάτισται, τὸ σῶμα μεμαλάκισται, νοσεῖ τὸ πνεῦμα, ὁ λόγος ἠσθένησεν, ὁ βίος νενέκρωται, τὸ τέλος ἐπὶ θύραις» (Μ. Κανόνας σ. 297), «καρδίαν μοι δώρησαι, ἀεὶ συντετριμμένην» σ. 298.
Τὸ λειτουργικὸ ἔτος, τὸ ἑορτοδρόμιο καὶ ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, οἱ βίοι, καὶ τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων, οἱ ἱερές τους εἰκόνες, ποὺ ἐκφράζουν τὴ «θεολογία τοῦ κάλλους», οἱ ἱεροὶ τόποι, οἱ Ἱερὲς Μονὲς καὶ τὰ προσκυνήματα, οἱ ἀσκητικὲς μορφές τους, μὲ τὰ ποικίλα πνευματικὰ μηνύματα, τὰ ὁποῖα ἐκπέμπουν, ἡ αἰσθητικὴ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ὁ σεβασμὸς τῆς φύσεως, ὅπως αὐτά, ἐκφράστηκαν ἀπὸ τοὺς Ἁγίους μας, καὶ τοὺς πιστοὺς προσκυνητές τους, εἶναι πιστεύομε, ὁ «τόπος», ὁ «τρόπος» βίωσης τοῦ «σεσιγημένου μυστηρίου», ὁ «θρόνος Κυρίου». Συνεπῶς, μπορεῖ νὰ διατυπωθεῖ καὶ ὡς πρόταση πρὸς κάθε καλοπροαίρετο ἀδελφό μας, γιὰ καλύτερη αὐτογνωσία καὶ αὐτοκριτική. Αὐτὲς τὶς γραφικὲς ἀλήθειες τονίζει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως (+1920), στὸ βιβλίο του «Γνῶθι σαυτόν»: «εἰ βούλει Θεὸν γνῶναι προλαβών γνῶθι σαυτόν». «Ὁ γινώσκων ἑαυτὸν τόπος ἐστί καὶ θρόνος Κυρίου», «οἱ δὲ ἑαυτῶν ἐπιγνώμονες σοφοὶ» (Παροιμ. 13,10).» «Ὁ ἐπιγνοὺς ἑαυτὸν ἐπιγινώσκει τὰ πρὸς ἑαυτόν, τὰ πρὸς τὸν πλησίον καὶ τὰ πρὸς τὸν Θεὸν καθήκοντα, καὶ κατανοεῖ ὅτι εὐσέβεια, δικαιοσύνη, ἀλήθεια καὶ ἐπιστήμη δέον ἐστί νὰ ὦσιν αὐτῷ τὰ μόνα προσφιλῆ καὶ ἐπιπόθητα ἀγαθὰ καὶ πρὸς ταῦτα ὡς πρὸς λυδίαν λίθον νὰ δοκιμάζη πάσας τὰς ἠθικάς καὶ θρησκευτικάς αὐτοῦ πράξεις…». Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο, ὁ ἴδιος Ἅγιος, ἀναφερόμενος στὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων, παρατηρεῖ: Ἡ δὲ ἄγνοια τῆς ἀληθοῦς τῶν πραγμάτων φύσεως τῶν τε θείων καὶ ἀνθρωπίνων μυρία συνεπάγεται δεινά. Δεινὸν ὄντως ἡ ἄγνοια καὶ πολλῶν κακῶν αἰτία τοῖς ἀνθρώποις γίγνεται… Αὕτη ὑπὸ τῆς φιλαυτίας παρακρουομένη…. γεννᾶ τὴν οἴησιν, τὸν τύφον καὶ τὴν ἀλαζονείαν, ἐξ ὧν ἡ ἰδιόβουλος γεννᾶται ἐνέργεια, ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ τὸ προσωπικὸν συμφέρον…».(Ἐκδόσεις Νεκτάριος Παναγόπουλος, Ἀθῆναι 2003, σ. 11-13). Ταυτόχρονα, ἡ παραπάνω ταπεινή μας πρόταση, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὶς διδαχές, ἀπὸ τὴν πολιτεία καὶ τοὺς τάφους τῶν Ἁγίων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, περικλείει μέσα της μία δυναμικὴ καὶ τὴν πεποίθηση, σὲ ὅποιον τὸ τολμήσει νὰ δηλώσει μὲ παρρησία: εἶμαι ἕτοιμος νὰ ἀρνηθῶ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ ζήσω παντοτινά, μὲ τὸν Χριστό. Ἐξάλλου, ὁλόκληρος ὁ κόσμος δὲν ἀξίζει ὅσο ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. «Τί εἶναι ὑλικὸς κόσμος;». Τὴν ἀπάντηση δίνει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης: «ἕνα σύνολο ἀπὸ ἀβεβαιότητες καὶ φθορά. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸν ἐμπιστευτοῦμε σὲ τίποτα. Ὅλα εἶναι εὔθραυστα καὶ παροδικά. Ἡ καρδιά μας λοιπὸν δὲν ἔχει πουθενὰ ἀλλοῦ νὰ στηριχθεῖ ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἕνα Θεό, ποὺ δημιούργησε τὸν κόσμο ἀπὸ τὸ μηδέν, τὸν συνέχει καὶ τοῦ δίνει πνοὴ» καὶ συνεχίζει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πρὸς ἐμᾶς, τὰ παιδιά του. «Ἡ ἀγάπη ποὺ ἔχει γιὰ μᾶς ὁ Θεός, εἶναι τόσο μεγάλη, ἀπροσμέτρητη, ὥστε μπροστά της, κάθε κακία ποὺ στρέφεται ἐναντίον μας, εἶναι ἐντελῶς ἀσήμαντη, ἕνα τίποτα. Ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾶ. Καὶ αὐτὸ φτάνει καὶ περισσεύει. Τί μποροῦν νὰ μᾶς κάνουν οἱ ἄνθρωποι ὅταν ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾶ;» (Π. Μπότση, Πνευματικὸ πορτραῖτο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης, ὅπ.π., σ. 157-158). Ζώντας λοιπὸν στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στὴν οὐσία σημαίνει ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν κόσμο, τὰ πάθη καὶ τὰ βάσανα τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος «κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ». Ἐνατένιση τῆς «ἄλλης βιοτῆς» πού εἶναι ἡ ἀπαρχή τῆς αἰώνιας ζωῆς. Μία ἐνατένιση πού δέν εἶναι μόνο θεωρία, ἀλλά καί πράξη-ἐπιστέγασμα ἀγώνων πνευματικῶν, διατήρησης τῆς ἡσυχίας καί σιωπῆς (Μπότση, Ὅσιος Σεραφείμ, ὅπ.π., σ. 72-73, 79), ἕνωση μὲ τὸν Χριστὸν ὁ ὁποῖος, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων καὶ τὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας, ἀκατάπαυστα «ὑπάγει» καὶ «ἔρχεται» στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτὸς ὁ μακρὺς καὶ ἐπίπονος ἀγῶνας, γιὰ νὰ γνωρίσει κάποιος τὸν ἑαυτόν του, νὰ γνωρίσει τὸ Θεὸ, «νὰ κατανοήση τὴν φύση τῶν ὄντων καὶ ὡς αὐτὰ καθ᾿ ἑαυτὰ ἔχουσι καὶ ἀποβῆ εἰκὼν καὶ ὁμοίωμα Θεοῦ» (Τὸ Γνῶθι σαυτόν, ὅπ. π., σ. 11), νὰ ἐκπληρώσει τὸ σκοπὸ τῆς πνευματικῆς ζωῆς σὲ τοῦτο τὸν κόσμο, ποὺ εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως σὲ γενικὲς γραμμές, τὰ προβάλλαμε μέσα ἀπὸ τὸ βίο, τὴν πολιτεία καὶ τὶς θεόπνευστες διδαχὲς τῶν παραπάνω Ἁγίων, μέσα ἀπὸ τὴν «περιπετειώδη περιπλάνηση» στὰ μονοπάτια τῆς ἑλληνικῆς, καὶ γενικά τῆς ὀρθόδοξης εὐσέβειας, τὸ χαρακτήρα καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ «φιλοκαλικοῦ ταξιδιώτη», μιμητή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ὁ «ὡραῖος κάλλει», μπροστὰ στὸν ἀπειρόκαλο καὶ ἀκαλαίσθητο ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας. Τὸ τέρμα ἡ σκοποθεσία αὐτῆς τῆς «πάλης μὲ τὸν Θεόν», τελικὰ εἶναι ἡ ὑπέρβαση, ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, τὸν κόσμο καὶ τὸ συνάνθρωπό μας, ἡ ὀμορφιά, ἡ ὡραιότητα, ἡ ἁγιότητα, τὸ «ἄρρητον κάλλος». Καὶ «ὅταν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι μὲ τὸν ἄνθρωπο τότε ὅλα τὰ πράγματα εἶναι μία ἔκπληξη γιὰ τὴν καρδιά, ἐξαιτίας τῆς ὀμορφιᾶς του».