Ἰωάννη Ἐλ. Σιδηρᾶ
Θεολόγου-Ἐκκλησιαστικοῦ Ἱστορικοῦ-Νομικοῦ
Ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1453 μ.Χ.) ὑπὸ τῶν ἀλλοθρήσκων ὀθωμανῶν ὑπῆρξε τὸ μέγιστο κοσμοϊστορικὸ γεγονὸς ποὺ ἄλλαξε τὸν ροῦ τῆς ἀνθρωπότητος καὶ τὴν ἱστορικὴ περπατησιὰ τοῦ εὐσεβοῦς ἑλληνορθοδόξου Γένους μας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, ὅπως ὑποστασιοποιοῦνταν καὶ ἐνσαρκωνόταν στὸν παλαίφατο θεσμὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἢτοι τῆς μαρτυρικῆς καὶ καθαγιασμένης Μητρὸς Ἁγίας Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Κωνσταντινουπολίτιδος Ἐκκλησίας, ὑπῆρξε ἡ «κιβωτὸς τῆς σωτηρίας» καὶ ἡ ἰαματικὴ καὶ σωστικὴ «Κολυμβήθρα» ἐντός τῆς ὁποίας τὸ εὐσεβὲς Γένος μᾶς ἀνεβαπτίζετο στὰ ἀνόθευτα νάματα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ παραδόσεως διατηρώντας, παρὰ τοὺς δίσεκτους καὶ δυσχείμερους καιροὺς καὶ χρόνους ποὺ βίωνε κάτω ἀπὸ τὸν ἀλλόθρησκο δυνάστη καὶ τύραννο, τὴν ἑλληνορθόδοξη αὐτοσυνειδησία καὶ ἰδιοπροσωπία του, ἢτοι τὴν ἱστορικὴ καὶ πολιτισμικὴ ταυτότητά του.
Ἀπὸ τῆς πρώτης στιγμῆς μετὰ τὴν ἅλωση, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο στὸ πρόσωπο τοῦ πρώτου Πατριάρχου Γενναδίου Β΄ Σχολαρίου ἀξιοποίησε στὸ ἔπακρον τὰ ἐκ τοῦ Μωάμεθ Β΄ τοῦ Πορθητοῦ δοθέντα «Σουλτανικὰ Προνόμια» καὶ συνέβαλε καταλυτικὰ στὴν πολυεπίπεδη ὀργάνωση τοῦ ἰδιωτικοῦ καὶ δημοσίου βίου τοῦ ὑπόδουλου Γένους, τὸ ὁποῖο εὑρισκόμενο ὑπὸ τὶς προστατευτικὲς πτέρυγες τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως μπόρεσε παρὰ τὶς ἀντιξοότητες νὰ ἐπιβιώσει καὶ νὰ μεγαλουργήσει.
Τὸ Millet τῶν Ροὺμ (Ρωμιῶν) ἔχοντας ὡς ὑψίστη κεφαλὴ τὸν ἑκάστοτε Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ Rum Millet Basi, δηλαδὴ ὁ «Γενάρχης» καὶ «Ἐθνάρχης», ὁ ἀπόλυτος θρησκευτικὸς καὶ πολιτικὸς ἀρχηγὸς τῆς Πατριᾶς, τοῦ ὑπόδουλου ἑλληνορθοδόξου Γένους καὶ γενικὰ ὅλων τῶν ὑπὸ τὴν ὀθωμανικὴ ἡμισέληνο ὀρθοδόξων, εἶχε κραταιὰ φωνὴ ἐνώπιον τῆς Ὑψηλῆς Πύλης καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ Σουλτάνου γιὰ τὰ ἐν γένει δίκαιά του καὶ τὸ κυριότερο γιὰ τὴν ἴδια τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐπιβίωσή του.
Ἄξιο ἰδιαιτέρας μνείας εἶναι καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὡς ἡ μόνη ἀπὸ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη ἀναγνωρισμένη πνευματικὴ ἀρχή, ἀσκοῦσε τὸν συγκεκριμένο ἐθναρχικὸ καὶ σωστικὸ ρόλο του, καὶ ὑπὲρ ὅλων τῶν ὑπολοίπων μὴ μουσουλμανικῶν ὀρθοδόξων χριστιανικῶν πληθυσμῶν ποὺ διαβιῶσαν ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς ὀθωμανικῆς ἐπικράτειας, οἱ ὁποῖοι δὲν ἦταν φυσικὰ μόνον Ἕλληνες, ἀφοῦ ὁ ἑκάστοτε Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ὡς κεφαλὴ καὶ κατεξοχὴν πνευματικὸς ἡγέτης ἐκπροσωποῦσε ὅλους τους Χριστιανοὺς ἐνώπιον τῆς Ὑψηλῆς Πύλης καὶ ὁμιλοῦσε ἐξ ὀνόματος αὐτῶν σὲ κάθε περίπτωση.
Ἔχει διατυπωθεῖ ὅτι ἡ πνευματικὴ καὶ διοικητικὴ ὑπαγωγὴ ὅλων τῶν ὀρθοδόξων στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἦταν σύμφωνη μὲ τὸ Κοράνι ποὺ ἐπέτρεπε στοὺς λαοὺς τῆς Βίβλου, τοὺς Χριστιανοὺς καὶ τοὺς Ἑβραίους, ἐφ’ ὅσον πλήρωσαν τὸ ὀθωμανικὸ «χαράτσι» (κεφαλικὸς φόρος) νὰ ζοῦν στὸ πλαίσιο τῆς ὀθωμανικῆς μουσουλμανικῆς πολιτείας καὶ νὰ διατηροῦν τὴν πίστη τους, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμά τους. Ὁ Μωάμεθ Β΄ ὁ Πορθητὴς ἐπικύρωσε αὐτὸ τὸ δικαίωμα, ποὺ τὸ Κοράνι εὐνοϊκῶς ἔδιδε στοὺς λαοὺς τῆς Βίβλου, μὲ τὰ λεγόμενα «προνόμια» ποὺ παραχώρησε στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Γεννάδιο Β΄ Σχολάριο καὶ στοὺς μετέπειτα διαδόχους του: «ἔδωκε δὲ καὶ προστάγματα ἐγγράφως τῷ Πατριάρχῃ μὲτ’ ἐξουσίας βασιλικῆς ἀπογεγραμμένης κατωθεν, ἵνα μηδεὶς αὐτὸν ἐνοχλήση ἢ ἀντιτείνη ἀλλὰ εἶναι αὐτὸν ἀναίτιον καὶ ἀφορολόγητον καὶ ἀδιάσειστον τὲ ἀπὸ παντὸς ἐναντίου, καὶ τέλους καὶ δόσεως ἐλεύθερος ἔσηται αὐτὸς καὶ οἱ μετ’ αὐτὸν Πατριάρχαι εἰς τὸν αἰῶνα, ὁμοίως καὶ πάντες οἱ ὑποτεταγμένοι αὐτῷ ἀρχιερεῖς».
Ἡ Ὀρθόδοξη κατ’ Ἀνατολὰς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχουσα καὶ ὑποστασιοποιημένη στὸ θεσμὸ τοῦ μαρτυρικῶς καθαγιασμένου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τὸν μόνο ἑλληνορθόδοξο πνεύμονα, ποὺ ὡς «θαυμαστὴ παρεμβολὴ Θεοῦ» συνέχιζε νὰ ἐπιβιώνει ἀπὸ τὴν πάλαι ποτὲ Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀνέπνεε τὴν ζωογόνο πνοὴ τὸ ὑπόδουλο Γένος, ἦταν καὶ ἐνεργοῦσε ὡς «Ἐθναρχοῦσα Ἐκκλησία», ἡ ὁποία μὲ βαρύτατο κόστος καὶ ἀτίμητο φόρο αἵματος Πατριαρχῶν, Ἀρχιερέων, Ἱερέων καὶ Μοναχῶν ἔφερε καὶ διεφύλαττε σωστικὰ στοὺς μητρικοὺς καὶ φιλόστοργους κόλπους της ὅλο τὸ μαρτυρικὸ καὶ ἐμπερίστατο Γένος μας. Ἡ Μητέρα Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως μὲ τὴν εὐφυῆ καὶ ἀριστοτεχνικὴ ἀξιοποίηση καὶ ἐκμετάλλευση τῶν ἐκ τοῦ Πορθητοῦ παραχωρηθέντων «Προνομίων» ἐπέτυχε ἀφενὸς μὲν τὴν ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερικὴ λειτουργική, πνευματικὴ καὶ διοικητικὴ ἐλευθερία της ἡ ὁποία συνεπαγόταν πρωτίστως τὴν διαφύλαξη τῆς ἀνοθεύτου πατρῴας ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τὴν κατὰ τὸ δυνατὸν ἐλευθέρα ἄσκηση τῶν θρησκευτικῶν δικαιωμάτων τῶν ὑπόδουλων Ρωμηῶν, ἀφετέρου δὲ τὴν ὀργάνωση τῆς κοινοτικῆς-διοικητικῆς, ἐκπαιδευτικῆς, οἰκονομικῆς καὶ ἐν γένει κοινωνικῆς καὶ πολιτισμικῆς ζωῆς τοῦ ἀνελεύθερου Γένους καὶ μάλιστα ἐντός τοῦ ἐχθρικοῦ περιβάλλοντος τοῦ ἀλλοθρήσκου ὀθωμανοῦ δυνάστου κατακτητοῦ. Ἔτσι τὸ μαρτυρικὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ βαθεία συναίσθηση τῆς ἱερῆς ἐθναρχικῆς εὐθύνης καὶ ἀποστολῆς του, ὅταν δὲν ὑφίστατο κανεὶς ἄλλος ἐπίσημος κρατικὸς φορέας σωτηρίας γιὰ τοὺς ὑπόδουλους Ρωμηοὺς καὶ ὅλα γύρω «τὰ σκίαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά», διεφύλαξε μέσα στὴν ζοφερὴ ἀνελευθερία τῶν τεσσάρων καὶ πλέον αἰώνων τὴν ἀνόθευτη ἑλληνορθόδοξη ἰδιοπροσωπία, αὐτοσυνειδησία καὶ ταυτότητα τοῦ εὐσεβοῦς Γένους μας.
Ἐξάλλου εἶναι ἱστορικὰ καταγεγραμμένος καὶ ἀδιαμφισβήτητος ὁ ἀκατάβλητος διμέτωπος ἀγώνας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῶν κάθε βαθμίδος κληρικῶν του ὑπὲρ τῆς διαφυλάξεως καὶ διασώσεως τῆς θρησκευτικῆς καὶ ἐθνικῆς αὐτοσυνειδησίας τῶν ὑπόδουλων Ρωμηῶν ἀπέναντι στοὺς βίαιους ἐξισλαμισμούς, ποὺ κατὰ περιόδους ἐπέβαλε ἡ Ὑψηλὴ Πύλη, καθὼς καὶ στὸν ὕπουλο καὶ δόλιο κίνδυνο ποὺ ἐκπήγαζε ἀπὸ τὴν ποικιλόμορφη δράση τῶν «προβατόσχημων» ρωμαιοκαθολικῶν μισιοναρίων, οἱ ὁποῖοι ἐκμεταλλευόμενοι τὴν δεινὴ θέση τῶν ὑπόδουλων ὀρθοδόξων, προσπαθοῦσαν παντὶ σθένει, μὲ δελεαστικὲς ὑποσχέσεις καὶ ποικίλες διευκολύνσεις νὰ τοὺς προσηλυτίσουν. Ἡ μεγαλόπνοη φαναριώτικη τακτική, ποὺ ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀκολούθησε καθ’ ὅλους τοὺς χρόνους τῆς πικρᾶς δουλείας, προκειμένου νὰ ἐξουδετερώνει τὶς ποικιλόμορφες κατὰ τοῦ Γένους μεθοδεύσεις τοῦ ἐχθροῦ, ἔφτασε μέχρι τοῦ σημείου τῆς αὐτοθυσίας, ἢτοι τῆς «κενώσεως» αὐτῆς. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι στὸ βωμὸ αὐτοῦ τοῦ ἀνηλεοῦς διμέτωπου ἀγῶνος ἐχύθησαν θυσιαστικῶς ποταμοὶ αἱμάτων πλειάδος Πατριαρχῶν, Ἀρχιερέων, Ἱερέων καὶ Μοναχῶν, ἐνῶ σὲ πολλὲς ἄλλες περιπτώσεις οἱ ὀρθόδοξοι κληρικοὶ ὑπέμειναν καὶ τὸν διὰ τῆς ἀγχόνης μαρτυρικὸ θάνατο. Ἔτσι ἀνεδείχθησαν οἱ περίλαμπροι, πολύτιμοι, ἀτίμητοι καὶ ἀδαπάνητοι λίθοι τῆς δόξας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ποὺ εἶναι οἱ Νεομάρτυρες.
Ἡ σφυρηλάτηση καὶ διατήρηση ἄσβεστης τῆς ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς συνειδήσεως καὶ ταυτότητος τῶν ὑπόδουλων Ρωμιῶν μέσῳ τῆς μόνης ἀκενώτου πνευματικῆς δυνάμεως τῆς παιδείας καὶ «νουθεσίας Κυρίου» συντελοῦνταν ἀπὸ τοὺς πεπαιδευμένους ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς στηλοβάτες τοῦ Γένους ὀρθοδόξους κληρικούς, μὲ ἄμεσο κίνδυνο τῆς ἴδιας της ζωῆς τους καὶ ὑπὸ ἄκρως δυσχερεῖς καὶ ἀντίξοες συνθῆκες, ὅταν μάλιστα δάσκαλοι καὶ ὀργανωμένο ἐκπαιδευτικὸ σύστημα δὲν ὑπῆρχαν, ἐνῶ καὶ τὰ ἐκπαιδευτικὰ ἐγχειρίδια ἦταν παντελῶς ἀνύπαρκτα. Ἡ κανδήλα ὅμως τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως τοῦ Γένους παρέμενε ἄσβεστη χάρη στὸ τόσο καταπολεμημένο καὶ κατασυκοφαντημένο, τόσο ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς νεοφανεῖς «ἀποδομητὲς τῆς ἱστορίας», λεγόμενο «κρυφὸ σχολειό», ποὺ δὲν ἦταν ἄλλο ἀπὸ τὸ ἀναλόγιο, τὸ ψαλτῆρι, ὅπως λέγει ὄμορφα ὁ λαός μας, τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τῶν μοναστηριῶν μας ὅπου ὑπὸ τὸ ἰσχνὸ φῶς τῶν κεριῶν καὶ τῶν κανδηλιῶν ὁ παπὰς καὶ ὁ καλόγερος δίδασκαν «κολλυβογράμματα» στὰ σκλαβωμένα ρωμηόπουλα, τὰ ὁποῖα κατὰ τοὺς συγκινητικοὺς καὶ γλαφυροὺς λαϊκοὺς στίχους μάθαιναν «γράμματα σπουδάματα τοῦ Θεοῦ τὰ πράματα» ποὺ ἐκπήγαζαν μέσα ἀπὸ τὸν ἀδαπάνητο καὶ ἀτίμητο πλοῦτο τῶν εὐαγγελικῶν καὶ ἀποστολικῶν περικοπῶν, ἀπὸ τὴν ὀκτώηχο καὶ τοὺς ψαλμούς. Παράλληλα δὲν ἔλειπαν βέβαια καὶ οἱ μεμονωμένες φωτεινὲς καὶ χαρισματικὲς ἐκεῖνες ἐκκλησιαστικὲς μορφές, οἱ ὁποῖες μὲ τὴν διδαχὴ καὶ τὸν ἀφυπνιστικὸ λόγο τοὺς διετήρησαν ἄσβεστη τὴν κανδήλα τῆς θρησκευτικῆς καὶ ἐθνικῆς συνειδήσεως τοῦ ρωμαίικου Γένους. Ἔτσι ὡς ἐν κιβωτῶ διετηρήθησαν ἀλώβητα, ἡ γλώσσα, οἱ παραδόσεις, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τῆς Ρωμηοσύνης.
Τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς γιὰ τὸν καταλυτικὸ ρόλο καὶ τὴν μέριμνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν ἐκπαίδευση τῶν ὑπόδουλων ρωμηόπουλων ἐπιβεβαιώνει καὶ πιστοποιεῖ ὁ Ζ’ Κανόνας τῆς Συνόδου ποὺ συνεκάλεσε τὸ ἔτος 1593 ὁ ἀείδιμος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἱερεμίας ὁ Β΄, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο: «Ἐπιτάσσεται εἰς ἕκαστον ἐπίσκοπον τῇ ἑαυτοῦ παροικίᾳ φροντίδα καὶ δαπάνην τὴν ἑαυτοῦ ποιεῖν, ὥστε τὰ θεῖα καὶ ἱερὰ γράμματα διδάσκεσθαι βοηθεῖν δὲ κατὰ δύναμιν τοῖς ἐθέλουσι διδάσκειν καὶ τοῖς μαθεῖν προαιρουμένοις ἐὰν τῶν ἐπιτηδείων χρείαν ἔχουσιν». Ἔτσι στὶς ἐκκλησίες, στὰ μοναστήρια καὶ στὰ μετόχια ὁ ἑκάστοτε οἰκεῖος ἐπίσκοπος τῆς κάθε ἐπαρχίας εἶχε τὴν εὐθύνη, τὴν μέριμνα καὶ τὴν ἐν γένει ἐποπτεία τῆς λειτουργίας τῶν σχολείων. Αὐτὴ δὲ τὴν ἱστορικὴ ἀναντίρρητη πραγματικότητα καθομολογεῖ μὲ χαρακτηριστικὸ τρόπο καὶ ὁ Νίκος Σβορῶνος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει: «Οἱ ἀξιόλογες προσπάθειες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιὰ τὴν Ἐκπαίδευση, ἡ ὁποία στοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς Τουρκοκρατίας βρίσκεται ἀποκλειστικὰ στὰ χέρια της, μὲ μοναδικοὺς δασκάλους τοὺς μοναχοὺς καὶ τὸν κατώτερο κλῆρο, στὰ σχολεῖα ποὺ λειτουργοῦσαν στὶς ἐκκλησίες καὶ τὰ μοναστήρια, οἱ ἀγῶνες της γιὰ τὴ διαφύλαξη τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ τὴν καθαρότητα τῆς ὀρθοδοξίας, τὰ μέτρα γιὰ τὸ σταμάτημα τῶν ἐξισλαμισμῶν, ἀποτελοῦν θεμελιακὴ συμβολὴ γιὰ τὴ διατήρηση τῆς ἐθνικῆς συνείδησης τῶν Ἑλλήνων».
Μὲ τὸ πέρασμα τῶν δύο πρώτων αἰώνων κατὰ τοὺς ὁποίους ἐπικρατοῦσαν τὸ ἀπόλυτο σκότος τῆς ἀμάθειας, ἡ τυραννικὴ δουλεία καὶ οἱ ἀπηνεῖς διωγμοί, ἀλλὰ κυρίως κατὰ τὰ τέλη τοῦ 17ου αἰῶνος, ὅταν πιὰ ἡ ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία παρουσιάζει τὰ πρῶτα σημεῖα κάμψης καὶ παρακμῆς, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο κινούμενο ἐντός του πλαισίου τῆς ἀξιοποιήσεως «τῶν σουλτανικῶν προνομίων» συνεργάζεται μὲ τοὺς Φαναριῶτες καὶ σταδιακὰ ἐπιτυγχάνει νὰ διαμορφώσει εὐνοϊκότερες συνθῆκες γιὰ τὸ Γένος. Τὸ κορυφαῖο παράδειγμα τοῦ ἐθνοϊεραποστόλου καὶ μεγάλου Διδάχου τοῦ Γένους Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ τῶν λοιπῶν διδαχῶν ποὺ ἀκολούθησαν τὸ παράδειγμά του, συνέβαλαν στὴν διατήρηση ἀλώβητης τῆς ἑλληνορθοδόξου ταυτότητος τῶν ὑπόδουλων Ρωμηῶν καὶ στὴν ἐθνικὴ ἀφύπνιση σύσσωμου τοῦ Γένους. Εὔστοχα συνεπῶς ἔχει γραφτεῖ ὅτι: «οἱ μεγάλοι Διδάχοι τοῦ Γένους καὶ οἱ στυλοβάτες τῆς παιδείας ὑπῆρξαν εἴτε κληρικοί, εἴτε ἄνδρες ἐξαρτώμενοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, δεδομένου ὅτι τελικὰ τὰ προνόμια μὲ τὰ ὁποία ἠθέλησεν ὁ Πορθητὴς νὰ προικίσει τὴν Ἐκκλησίαν, ἐλειτούργησαν οὐσιαστικὰ ὡς Δούρειος Ἵππος τῆς Ρωμηοσύνης, ποὺ ἐκράτησαν ἀδούλωτο τὸ φρόνημα τῶν Ραγιάδων καὶ ἐξέθρεψε τὸ ὅραμα τῆς ἐθνικῆς ἀποκατάστασης».
Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, σὺν τῷ χρόνῳ, μὲ ἀργὰ ἀλλὰ σταθερὰ καὶ προσεκτικὰ βήματα, μέσῳ τοῦ ἄριστα δομημένου καὶ ἱεραρχημένου διοικητικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συστήματος τῶν κατὰ τόπους Μητροπόλεων, Ἀρχιεπισκοπῶν καὶ Ἐπισκοπῶν του ἐπέτυχε σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τὴν σταδιακὴ βελτίωση τῶν συνθηκῶν ζωῆς καὶ ἐπιβιώσεως τῶν ὑποδούλων ἁπανταχοῦ της ὀθωμανικῆς ἐπικρατείας τέκνων του. Παράλληλα, τὸ ἄριστα αὐτὸ ὀργανωμένο διοικητικὸ κοινωτικὸ σύστημα ὡς γνήσια ἔκφραση τῆς «εὐχαριστιακῆς-ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος», μὲ τὶς λειτουργοῦσες ἐφοροδημογεροντίες ὑπὸ τὴν ἄμεση ἐποπτεία τῶν ἐκασταχοῦ πατριαρχικῶν Μητροπολιτῶν καὶ σὲ ἄρρηκτη συνεργασία μὲ τοὺς λοιποὺς φιλοτίμους ὀρθοδόξους κληρικοὺς τῶν ἐνοριῶν, καθὼς ἐπίσης καὶ μὲ τὴν ἀπὸ κοινοῦ ὁμόψυχη καὶ συνάλληλη δράση τῶν σχολικῶν ἐφοροεπιτροπῶν, συνέβαλε στὴν ὀργάνωση, ἀπρόσκοπτη καὶ εὔρυθμη λειτουργία τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος στὶς ἑλληνορθόδοξες κοινότητες. Συνέπεια ὅλου αὐτοῦ του ἐγχειρήματος ὑπῆρξε ἡ ἄνοδος τοῦ πνευματικοῦ, μορφωτικοῦ καὶ ἐν γένει οἰκονομικοῦ καὶ κοινωνικοῦ ἐπιπέδου τοῦ ὑπόδουλου Γένους, τὸ ὁποῖο οὐδέποτε ἀπώλεσε τὴν πολιτιστικὴ καὶ ἐθνική του ταυτότητα διατηρώντας ἀλώβητα καὶ ἀνόθευτα στὸ διάβα τῶν αἰώνων, θρησκεία, γλῶσσα, παράδοση, ἤθη καὶ ἔθιμα.
Κι ἂν ἀκόμη θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ἐπικρίνει τὴν ἐνίοτε «συνετὴ» καὶ «φρόνιμη ἱερὰ τακτική» τῆς διοικοῦσας Ἐκκλησίας ἔναντι τῆς Ὑψηλῆς Πύλης, δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀγνοεῖ ἢ ἐσκεμμένα νὰ παραβλέπει ὅτι αὐτὴ ἡ ἱερὴ τακτικὴ ἀπέβλεπε στὴν προστασία τοῦ Γένους ἀπὸ τὸν ἀφανισμὸ τοῦ ἀλλοθρήσκου κατακτητῆ. Εἶναι δὲ πολὺ χαρακτηριστικὴ ἡ ἄποψη τοῦ Στῆβεν Ράνσιμαν: «Στὸ βάθος τῆς σκέψεως κάθε Ἕλληνα, ὅσο πιστὰ κι ἂν συνεργαζόταν μὲ τοὺς νέους Τούρκους κυριάρχους του, φώλιαζε ἡ πίστη ὅτι μία μέρα ἡ ἐξουσία τοῦ Ἀντίχριστου θὰ κατέρρεε καὶ ὅτι τότε ὁ ἑνωμένος ἑλληνικὸς λαὸς θὰ σηκωνόταν καὶ πάλι γιὰ νὰ ξαναδημιουργήσει τὴν ἅγια αὐτοκρατορία του». Ὁ δὲ Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις εὔστοχα παρατηρεῖ ὅτι: «Δέκα χρόνους ἂν ἐβασίλευεν ὁ Τοῦρκος εἰς τὴν Φραγκίαν δὲν θὰ εὕρισκες ἐκεῖ Χριστιανούς», θέλοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ ἀντιπαραβάλει τὴ μυστικὴ δύναμη τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία θυσιάστηκε μαζὶ μὲ τὸ λαὸ καὶ ἀποτέλεσε τὸ διαχωριστικὸ τεῖχος ἀνάμεσα σ’ αὐτὸν καὶ στὸν ἀλλόθρησκο κατακτητή, μὲ ἀποτέλεσμα «τὰ δύο στοιχεῖα, ἑλληνικὸν καὶ τουρκικὸν νὰ παραμείνουν κατὰ τὴν διάρκειαν 4 αἰώνων ἄμικτα, ὥσπερ τὸ ὕδωρ καὶ τὸ ἔλαιον» (Κ. Παπαρρηγόπουλος).
Ἀποδεικνύεται λοιπὸν ἱστορικὰ ὅτι στοὺς δυσχείμερους καὶ δίσεκτους χρόνους τῆς ὑποδουλώσεως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «ἐνσαρκωμένη» καὶ ὑποστασιοποιημένη στὸ θεσμὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀπέβη, κατὰ τὴν ἐπιτυχῆ διατύπωση τοῦ Ἐμμ. Πρωτοψάλτη, «εἰς τῶν κυριοτέρων παραγόντων τῆς πολιτικῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ ὑποδουλωθέντος ἔθνους μας». Τοῦτο δὲ συνέβη, ὅπως γράφει ὁ Βρετανὸς βυζαντινολόγος Στῆβεν Ράνσιμαν στὸ ἔργο του: «Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐν αἰχμαλωσίᾳ», ἐπειδὴ «ἡ Ἐκκλησία κατώρθωσε νὰ ἐπιβιώσει. Καὶ ὅσο ἡ Ἐκκλησία ἐπεβίωνε, τὸ ἔθνος δὲν μποροῦσε νὰ πεθάνει». Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν λόγο ὁ σοφὸς νομομαθὴς Νικόλαος Σαρίμπολος δικαιολογουμένα ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα διεκήρυττε στὴ Β΄ Ἐθνοσυνέλευση τοῦ 1864, σχεδὸν ἀποκαλυπτικὰ καὶ ἐν εἴδει δημοσίας ὁμολογίας: «Ἐσώθημεν διὰ τῆς Ἐκκλησίας».