Tῆς Μαρίας Κορνάρου
«Ὁ λογικὸς ἄνθρωπος, ἐξετάζοντας τὸν ἑαυτό του, δοκιμάζει ποιὰ πράγματα τοῦ πρέπουν καὶ τὸν συμφέρουν, ποιὰ εἶναι ζητήματα τῆς ψυχῆς καὶ ὠφέλιμα καὶ ποιὰ ξένα πρὸς τὴν ψυχή. Ἔτσι ἀποφεύγει ὅσα βλάπτουν τὴν ψυχή, διότι τοῦ εἶναι ξένα καὶ τὸν χωρίζουν ἀπὸ τὴν ἀθανασία.» -Μ. Ἀντώνιος
Ἡ πτώση τῶν Πρωτοπλάστων εἶχε ὡς ἄμεση συνέπεια νὰ καταλάβουν τὴ γύμνια τους, καὶ νὰ ντυθοῦν μὲ δερμάτινους χιτῶνες ποὺ ἔφτιαξε γι’αύτοὺς ὁ Θεός. Ἡ πατερικὴ ἑρμηνεία βλέπει τοὺς χιτῶνες αὐτοὺς σὰ σύμβολο ὄχι μόνο τῆς φθορᾶς, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀ-λογικοῦ, τοῦ παραλογισμοῦ ποὺ μπῆκε στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων μετὰ τὴν πτώση. Γιατὶ ἡ ἴδια ἡ παρακοή τους στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ μόνη τῆς ἀρκοῦσε γιὰ νὰ ἐγκαινιάσει τὸ χωρισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ λογική, ἢ καλύτερα τὴ διαστρέβλωση τῆς λογικῆς του. Πῶς θὰ μποροῦσε ἀλλιῶς νὰ δώσει πίστη στὸ λόγο ἑνὸς μυστήριου φιδιοῦ, καὶ ν’ἀθετήσει γιὰ χάρη του τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ; Μὰ δὲ σταμάτησε στὸν Ἀδὰμ ὁ παραλογισμός, ἀλλὰ συνεχίστηκε στὸ γένος ὁλάκερο, κι ἔκτοτε οἱ ἄνθρωποι, ντυμένοι ἀκόμη μὲ τοὺς δερμάτινους χιτῶνες, καθημερινὰ ξεχνᾶμε τὴν ὀρθὴ στάθμιση καὶ παρασυρόμαστε ἀπὸ στρεβλὲς κρίσεις σὲ ὀλέθριες ἀποφάσεις. Χρειάστηκε νὰ ἐνσαρκωθεῖ καὶ νὰ σταυρωθεῖ ὁ Χριστὸς ὥστε νὰ ἐλευθερωθεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς πτώσης, καὶ νὰ ἀνακτήσει τὴν κατὰ Θεὸν λογική, νὰ προσφέρει τὴ λογικὴ λατρεία τῆς ἀναίμακτης θυσίας, νὰ ἑνωθεῖ ὡς λογικὸ ποίμνιο μὲ κεφαλὴ τὸ Χριστό.
Χωρὶς τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸ Χριστό, εἴμαστε ἀκόμη ντυμένοι μὲ τοὺς δερμάτινους χιτῶνες μας. Πῶς μποροῦμε λοιπὸν νὰ ἔχουμε ὀρθὴ κρίση; Θυμόμαστε ἐδῶ τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, «εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ, σκότος ἐστίν, τὸ σκότος πόσον;»(Μτ. στ’23) Ἄν δὲν ἔχει φωτιστεῖ ὁ νοὺς ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ψηλαφᾶ μόνος στὸ σκοτάδι, καὶ οἱ δρόμοι ποὺ θ’ἀκολουθήσει εἶναι καὶ αὐτοὶ σκοτεινοί. Ὁ φωτισμὸς ποὺ δίνει ὁ Κύριος εἶναι τὸ ἀπαραίτητο στοιχεῖο γιὰ νὰ ἐργαστεῖ ὀρθὰ τὸ λογικό μας, γιατὶ ἀποκαλύπτει τὶς οὐράνιες ἀλήθειες, ὥστε αὐτὲς νὰ θέσουμε ὡς βάση γιὰ τὶς κρίσεις μας. Ξεκινῶντας ἀπὸ τὶς ὀρθὲς αὐτὲς παραδοχές, χτίζουμε τὴ ζωή μας καὶ διαμορφώνουμε τὴν κρίση μας μὲ τὴ βοήθεια τῆς λογικῆς. Αὐτὴ εἶναι ἡ στάθμιση ἀνάμεσα στὴ λογικὴ καὶ τὴν πίστη, ὄχι ἡ ἀλληλοκατάργηση ἀλλὰ ἡ συμπλήρωση. Ἡ λογικὴ, χωρισμένη ἀπὸ τὴν πίστη, θέλει νὰ κατακτήσει τὰ ἄπιαστα γιὰ ἐκείνην ὕψη καὶ νὰ βρεῖ μόνη της τὸ Θεό καὶ τὴν ἀλήθεια. Ἔτσι γεννᾶ τὴν ἀθεΐα. Μόνη τῆς ἡ πίστη, ζητᾶ νὰ γκρεμίσει κάθε τὶ ποὺ βρίσκεται ἐμπόδιο στὶς παραδοχές της καὶ νὰ κατακτήσει ὅσα μᾶς ἐξηγεῖ ἡ λογική. Ἔτσι γεννᾶται ἡ αἵρεση καὶ ὁ φανατισμός. Ἐἀν ὅμως ἡ λογικὴ ζητήσει μὲ ταπείνωση νὰ δανειστεῖ τὶς ὑψηλὲς ἀλήθειες τῆς πίστεως, νὰ ἐργαστεῖ μὲ ὅση γνώση τῆς προσφέρει ὁ Χριστός, μποροῦμε ν’άρχίσουμε τὴ θεολογία…
Ἂς μὴν ἐκπλησσόμεθα ποὺ ὁ κόσμος ἀδυνατεῖ νὰ καταλάβει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Ἡ λογική του, γιὰ τὴν ὁποία καυχᾶται, εἶναι ριζωμένη σὲ σαθρὰ θεμέλια. Ἀποκαλεῖ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ παραλογισμό, ἐνῶ ὁ ἴδιος παραδίνεται ἀλόγιστα σὲ πλείστα ὅσα εἴδωλα καὶ πρὸς χάριν τους ἀγνοεῖ τὴν ἀληθινὴ φύση τῶν πραγμάτων. Μάχεται γιὰ τὴν δικαίωση τῆς ἄλογης σάρκας καὶ τὴν ὑποταγὴ τοῦ λογικοῦ στὰ πάθη. Λοιδορεῖ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ πιστεύουν τὴν ἐξ ἀποκαλύψεως γνώση, μὰ ὁ ἴδιος δέχεται νὰ χειραγωγεῖ τὴν ἰστορία καὶ τὴν ἐπιστήμη ὥστε νὰ ἐξυπηρετοῦν τὰ γούστα του. Ὁ κόσμος ἀφιερώνει τὴ λογικὴ τοῦ στὴν ὑπηρεσία τῆς πλάνης, καὶ ἡ μεγαλύτερη πλάνη ποὺ πασχίζει νὰ διατηρεῖ εἶναι τὸ προσωπεῖο τῆς ἀνωτερότητας. Ἔτσι ἀποδεικνύεται, στοὺς ταπεινοὺς τῇ καρδίᾳ, ποὺ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια καὶ ποὺ ἡ προσποίηση.
Αὐτὸ ποὺ πάντοτε ἀδυνατοῦμε νὰ ἐξηγήσουμε μὲ τὴ λογικὴ εἶναι τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ὅσα δὲ μᾶς ἀποκαλύπτει ἐκεῖνος, εἶναι ἀπρόσιτα στὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. «ὡς ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τῆς γῆς, οὕτως ἀπέχει ἡ ὁδός μου ἀπὸ τῶν ὁδῶν ὑμῶν καὶ τὰ διανοήματα ὑμῶν ἀπὸ τῆς διανοίας μου.» (Ἡσ. νε’9) Στὰ πολλὰ ποὺ μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει ἔχουμε κληθεῖ νὰ ἐπικεντρωνόμαστε καὶ νὰ τὰ ἐφαρμόζουμε στὴ ζωή, ἐπιλέγοντας τὴν κατὰ Θεὸν σοφία, ἀντὶ τῆς μωρίας τοῦ κόσμου τούτου.