Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Ἂς ἀκούσωμε τὴν πνευματικὴν λύρα ποὺ παίζει ὄχι ὁ ἁλιεύς, οὔτε ὁ υἱὸς τοῦ Ζεβεδαίου Ἰωάννης, ἀλλὰ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο γνωρίζει τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ, τὸ Πνεῦμα λέγω. Διότι τίποτε ἀνθρώπινο δὲν θὰ μᾶς εἰπῆ, ἀλλὰ θὰ ὁμιλήση ἀπὸ τὶς ἀβύσσους τὶς πνευματικές, ἀπὸ τὰ ἄγνωστα ἐκεῖνα μυστήρια, τὰ ὁποῖα οὔτε οἱ Ἄγγελοι ἐγνώριζαν πρὶν πραγματοποιηθοῦν. Πράγματι μαζὶ μέ μᾶς καὶ δι᾿ ἡμῶν ἔμαθαν καὶ αὐτοὶ ὅσα ἐγνωρίσαμε καὶ μεῖς διὰ τῆς φωνῆς τοῦ Ἰωάννου.
Καὶ βεβαίως μᾶς ἐτίμησε καὶ σ᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς ὄχι λίγο, στὸ ὅτι δηλαδή, οἱ Ἄγγελοι ἔμαθαν μαζὶ μὲ μᾶς αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἀγνοοῦσαν.
Ἐπειδὴ ὁ μὲν Ματθαῖος ἄρχισε τὴν διήγηση ἀπὸ τὸν βασιλέα Ἡρώδη, ὁ δὲ Λουκᾶς ἀπὸ τὸν Καίσαρα Τιβέριον καὶ ὁ Μάρκος ἀπὸ τὸ βάπτισμα Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἀφήνοντας ὅλα αὐτὰ ἀνῆλθε ὑπεράνω κάθε χρόνου καὶ αἰῶνος, καὶ ἐξακοντίζοντας τὴν διάνοια τῶν ἀκροατῶν πρὸς τὸ «ἐν ἀρχὴ ἦν» δὲν τὴν ἄφησε κάπου νὰ σταθῆ, οὔτε ἔθεσε ὅριον, ὅπως ἐκεῖνοι, τὸν Ἡρώδη, τὸν Τιβέριο καὶ τὸν Ἰωάννη. Ἐκεῖνο πάντως, ποὺ ἀξίζει νὰ θαυμάσωμε μαζὶ μὲ αὐτὰ καὶ πρέπει νὰ ὑπογραμμίσωμε εἶναι ὅτι, οὔτε αὐτός, ποὺ ἄφησε τὸν ἑαυτό του νὰ ἀνυψωθῆ πρὸς τὸν ὑψηλότερον αὐτὸν λόγο, ἔδειξε ἀμέλεια γιὰ τὴν θείαν Οἰκονομία, οὔτε ἐκεῖνοι, ποὺ ἰδιαιτέρως ἐπέμειναν, σ᾿ αὐτὴν ἀπεσιώπησαν τὴν προαιώνιον ὕπαρξη. Καὶ αὐτὸ εἶναι φυσικὸ, διότι ἕνα εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ ὁποῖο κινεῖ ὅλων αὐτῶν τὶς ψυχές. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπέδειξαν πολλὴν συμφωνία στὴν ἔκθεση τῶν γεγονότων.
α1. «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος». Στὴν ἀρχὴ ὑπῆρχε ὁ Λόγος. «Καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν».
Ἀγαπητέ, ὅταν ἀκούης Λόγος, μὴ ἀνεχθῆς ποτὲ ἐκείνους ποὺ λέγουν ὅτι εἶναι ἔργο, ἀλλὰ οὔτε ἐκείνους, ποὺ νομίζουν ὅτι εἶναι ἁπλὸς λόγος. Διότι οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ εἶναι πολλοὶ ποὺ τοὺς ἐφαρμόζουν καὶ οἱ Ἄγγελοι, ἀλλὰ κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους τοὺς λόγους δὲν εἶναι Θεός. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνοι μὲν εἶναι προφητεῖες καὶ προστάγματα τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ αὐτὸς ὁ Λόγος εἶναι μία οὐσία μὲ ὑπόσταση, ἡ ὁποία προῆλθε ἀπὸ τὸν Πατέρα ἀπαθῶς. Γι᾿ αὐτὸ δηλώνεται μὲ τὴν ὀνομασία Λόγος. Τὸ «ἐν ἀρχῇ» φανερώνει τὸ αἰώνιο, τὸ δὲ «οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεὸν», (αὐτὸς ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὸν Θεὸ), μᾶς φανερώνει τὸ συναιώνιο. Διότι ὁ Πατὴρ δὲν ἦταν ποτὲ χωρὶς Λόγο, ἀλλὰ πάντοτε, ἦταν Θεὸς μαζὶ μὲ Θεόν, εἶχε δηλαδὴ δική του ὑπόσταση.
α3. «Πάντα, δι᾿ αὐτοῦ, ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἐν ὅ γέγονε». Ὁ μὲν Μωϋσῆς ἀρχίζοντας τὴν ἱστορία τῆς γενέσεως τοῦ κόσμου καὶ τὴν συγγραφὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μᾶς ὁμιλεῖ περὶ τῶν αἰσθητῶν καὶ τὰ ἐκθέτει λεπτομερῶς, («ἐν ἀρχῇ», λέγει, «ἐποίησε ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», (Γεν. α1), καὶ ἕπεται, προσθέτει ὅτι ἐδημιουργήθη καὶ τὸ φῶς καὶ δεύτερος οὐρανός, ὅτι ἀκολούθως ἐμφανίσθηκαν ἀστέρες καὶ ζῶα, ὅλα τὰ γένη τῶν ζώων καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, γιὰ νὰ μὴ μακρηγοροῦμε διηγούμενοι καθένα ξεχωριστά. Αὐτὸς ὅμως ὁ Εὐαγγελιστὴς συντομεύοντάς τα ὅλα αὐτά, σὲ μία λέξη περιλαμβάνει καὶ αὐτὰ καὶ τὰ ἀνώτερα ἀπὸ αὐτά. Γι᾿ αὐτὸ ἐκεῖνος μὲν ἂν καὶ βεβαίως ἀνεφέρθη στὸ μικρότερο μέρος τῆς κτίσεως –διότι δὲν μᾶς μίλησε καθόλου περὶ τῶν ἀοράτων δυνάμεων– ἀσχολεῖται, λεπτομερῶς μὲ αὐτά, ἐνῶ αὐτὸς ἐδῶ, ἐπειδὴ ἐπείγεται νὰ ἀνέλθη πρὸς τὸν Ἴδιον τὸν Ποιητὴν τῆς κτίσεως, εὐλόγως, τὰ προσπερνᾶ ὅλα ἀφοῦ τόσον αὐτὰ ὅσο καὶ ἐκεῖνα ποὺ ἀπεσιώπησε ἐκεῖνος τὰ περιέλαβε σὲ μία μικρὴ καὶ σύντομη φράση, τὴν «πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο». Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίζης ὅτι μᾶς ὁμιλεῖ μόνο γιὰ ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα ἤδη μᾶς μίλησε ὁ Μωϋσῆς, συμπληρώνει ὅτι «καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν, ὅ γέγονε», δηλαδὴ ὅτι δημιουργήθηκε, εἴτε τοῦτο εἶναι ὁρατό, εἴτε ἀόρατο, τίποτε ἀπολύτως δὲν ἔλαβε ὕπαρξη χωρὶς τὴν δύναμη τοῦ Υἱοῦ.
Προσθέτοντας δὲ, τὸ «ὅ γέγονε» διορθώνει κάθε ἄτοπη ἑρμηνεία ποὺ μπορεῖ ὕπουλα νὰ εἰσχωρήση ἐδῶ. Ἐπειδή, δηλαδὴ εἶπε, «χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲν ἕν», γιὰ νὰ μὴν ἰσχυρισθῆ κανείς: «Λοιπόν, ἂν τὰ πάντα δημιουργήθηκαν δι᾿ Αὐτοῦ, ἑπομένως καὶ τὸ Πνεῦμα δημιουργήθηκε», χρειάσθηκε αὐτὴ ἡ προσθήκη.
«Διότι ἐγώ, λέγει, εἶπα ὅτι δημιουργήθηκε δι᾿ αὐτοῦ ὁτιδήποτε ἔχει δημιουργηθεῖ, εἴτε εἶναι ἀόρατο, εἴτε ἀσώματο, εἴτε στοὺς οὐρανούς, γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶπα ὅλα γενικῶς, ἀλλ᾿ ὁτιδήποτε δημιουργήθηκε, ὅσα δηλαδὴ εἶναι κτιστά. Τὸ Πνεῦμα ὅμως δὲν εἶναι κτιστό».
Ἀφοῦ ὁ Ἰωάννης ὡμίλησε περὶ τῆς δημιουργίας, προσθέτει καὶ τὸν περὶ προνοίας λόγον λέγοντας:
α4. «Ὅτι ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν». Γιὰ νὰ μὴν ἀπιστήση κάποιος, πὼς τὰ τόσο πολλὰ καὶ ἐξαιρετικῶς, μεγάλα ἔργα ἔγιναν δι᾿ Αὐτοῦ, πρόσθεσε, ὅτι «μέσα του ὑπῆρχε ζωή». Ὅπως ἀπὸ τὴν πηγή, ἡ ὁποία γεννᾶ ἀβύσσους, ὅσο καὶ ἂν ἀφαιρέσης, καθόλου δὲν τὴν μειώνεις, ἔτσι καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Μονογενοῦς, ὅσα καὶ ἂν πιστεύσης ὅτι παρήχθησαν καὶ δημιουργήθηκαν δι᾿ αὐτῆς, δὲν πρέπει κἄν νὰ φαντασθῆς ὅτι ἔστω καὶ κατ᾿ ἐλάχιστον ἐλαττώθηκε. Μᾶλλον ὅμως θὰ ἀναφέρω τὸ παράδειγμα τοῦ φωτός, τὸ ὁποῖο εἶναι πιὸ οἰκεῖο καὶ γνωστὸ καὶ τὸ ὁποῖο καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος προσέθεσε εὐθὺς ἀμέσως, λέγοντας, «καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς». Ὅπως τὸ φῶς, ὅσες μυριάδες δημιουργημάτων καὶ ἂν φωτίση, τίποτε δὲν χάνει ἀπὸ τὴν λαμπρότητά του, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν δημιουργία καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν παραμένει ἀνελλιπής, ὅπως ἦταν, χωρὶς νὰ ὑφίσταται καμμίαν ἐλάττωση, ἢ ἀτονία καὶ ἀδυναμία ἀπὸ τὴν πολλὴν δημιουργία. Ἀλλὰ παραμένει ὁ ἴδιος ἀναλλοίωτος, ἔστω καὶ ἂν χρειασθῆ νὰ παραχθοῦν μύριοι ἢ καὶ ἄπειροι τοιοῦτοι κόσμοι καὶ ἐπαρκεῖ γιὰ ὅλους, ὄχι μόνον πρὸς δημιουργία, ἀλλὰ καὶ πρὸς διατήρηση καὶ συγκράτησή τους μετὰ τὴν δημιουργία τους, διότι ἐδῶ τὸ ὄνομα τῆς ζωῆς δὲν σημαίνει μόνο τὴν δημιουργία, ἀλλὰ καὶ τὴν πρόνοια πρὸς συντήρηση τῆς δημιουργίας.
Ἀλλὰ καὶ τὸν περὶ τῆς ἀναστάσεως Λόγο μᾶς προαναγγέλει καὶ ἀρχίζει ἀπὸ τώρα νὰ μᾶς εὐαγγελίζεται τὸ θαυμαστὸ τοῦτο γεγονός, διότι ἐφ᾿ ὅσον ἦλθε σὲ μᾶς ἡ ζωή, καταργήθηκε ἡ ἐξουσία τοῦ θανάτου καὶ ἀφοῦ ἔλαμψε σὲ μᾶς τὸ φῶς, δὲν ὑπάρχει πλέον τὸ σκότος, ἀλλὰ μένει παντοτινὰ μέσα μας ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος ἀδυνατεῖ νὰ ὑπερισχύση αὐτῆς.
Πρῶτα λοιπὸν μᾶς ἐδίδαξε περὶ τῆς δημιουργίας, ἔπειτα μᾶς λέγει καὶ γιὰ τὰ ἀγαθὰ τῆς ψυχῆς, τὰ ὁποῖα μᾶς ἐχάρισε μὲ τὴν ἔλευσή του. Αὐτὰ συμπεριέλαβε ὁ Εὐαγγελιστὴς σὲ μία μικρὴ φράση: «Καὶ ἡ ζωὴ ἦταν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων». Δὲν εἶπε: «ἦταν τὸ φῶς τῶν Ἰουδαίων», ἀλλὰ ὅλων γενικὰ τῶν ἀνθρώπων διότι δὲν ἦλθαν μόνο οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ καὶ οἱ Ἕλληνες στὴν θεογνωσία, καὶ σὲ ὅλους ἀπὸ κοινοῦ προσεφέρθη τοῦτο τὸ φῶς.
Γιὰ ποιὸν λόγο ὅμως δὲν πρόσθεσε καὶ τοὺς Ἀγγέλους καὶ εἶπε «τῶν ἀνθρώπων;».
Ἐπειδὴ τώρα ὁ Λόγος του ἀφορᾶ τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ πρὸς αὐτοὺς εὐαγγελίζεται τὰ ἀγαθά.
α9. «Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον, ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον».
Ποῦ εἶναι λοιπὸν ἐκεῖνοι πού δὲν τὸν ὀνομάζουν Θεὸν ἀληθινό; Διότι ἐδῶ μὲν ἔχει ὀνομασθῆ φῶς ἀληθινό, σὲ ἄλλα δὲ σημεῖα αὐτοαλήθεια καὶ αὐτοζωή. Καὶ ἂν φωτίζη κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται στὸν κόσμο, πῶς ἔχουν μείνει τόσοι ἀφώτιστοι; Διότι δὲν ἐγνώρισαν ὅλοι τὸ σέβας τοῦ Χριστοῦ. Πῶς λοιπὸν φωτίζει κάθε ἄνθρωπος; Ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτόν. Ἂν δὲ κάποιοι, μὴ θέλοντας νὰ δεχθοῦν τὶς ἀκτίνες τούτου τοῦ φωτὸς ἔκλεισαν τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς διανοίας τους, ἡ ἀποτύφλωσή τους δὲν ὀφείλεται στὴ φύση τοῦ φωτός, ἀλλὰ στὴν ἐγκληματικὴ εὐθύνη ἐκείνων ποὺ στέρησαν τοὺς ἑαυτοὺς των αὐτῆς τῆς δωρεᾶς. Πράματι ἡ Χάρις, ἔχει ἐκχυθῆ πρὸς ὅλους καὶ δὲν ἀποστρέφεται, οὔτε τὸν Ἕλληνα, οὔτε τὸν βάρβαρο, οὔτε τὸν Σκύθη, οὔτε δοῦλο, οὔτε ἐλεύθερο, οὔτε ἄνδρα, οὔτε γυναῖκα, οὔτε γέροντα, οὔτε νέο, ἀλλὰ προσφέρεται σὲ ὅλους ὁμοίως, τοὺς καλεῖ κάνοντας σὲ ὅλους τὴν ἴδια τιμή. Ὅσοι ὅμως δὲν θέλουν νὰ ἀπολαύσουν αὐτὴν τὴν δωρεὰ, θὰ ἦσαν δίκαιοι ἐὰν κατελόγιζαν τὴν τύφλωση αὐτὴ στὸν ἑαυτό τους. Διότι ὅταν ἡ εἴσοδος εἶναι γιὰ ὅλους ἀνοικτὴ καὶ δὲν ὑπάρχει, κανεὶς ποὺ νὰ τὴν παρεμποδίζη, καὶ ἀπὸ θεληματικὴ κακία ὡρισμένοι μένουν ἔξω, ἀπὸ κανένα ἄλλον, ἀλλὰ μόνο ἀπὸ τὴ δική τους πονηρία χάνονται.
α10. «Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν;». Ὄχι ὅμως ὡς σύγχρονος τοῦ κόσμου, πρὸς Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε πρόσθεσε, «καὶ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο». Μὲ αὐτὸ σὲ ἀνυψώνει πάλι στὴν προαιώνια ὕπαρξη τοῦ Μονογενοῦς. Διότι ἐκεῖνος ποὺ ἀκούσει ὅτι αὐτὸ ἐδῶ τὸ σύμπαν εἶναι δικό του ἔργο, ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι τελείως ἀναίσθητος, ἢ ἐχθρός, ἢ ἀντίπαλος τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ὁπωσδήποτε, εἴτε τὸ θέλει, εἴτε ὄχι, θὰ ἀναγκασθῆ νὰ ὁμολογήση ὅτι ὁ ποιητὴς ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ τὰ ἔργα του.
«Καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω». Κόσμον ὀνομάζει ἐδῶ τὸ πλῆθος τὸ διεφθαρμένο καὶ προσκολλημένο στὰ γήϊνα πράγματα, τὸν ἀπροβλημάτιστο καὶ ταραχώδη καὶ ἀνόητο λαό. Καθόσον οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ καὶ θαυμασταὶ του ὅλοι τὸν ἀνεγνώρισαν καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐνσάρκωσή του.
Καὶ περὶ μὲν τοῦ Πατριάρχου καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς λέγει, ὀνοματικῶς ὅτι «ὁ Ἀβραὰμ ὁ πατέρας σας γεμᾶτος ἀγαλλίαση ποθοῦσε νὰ ἰδῆ τὴν ἡμέρα τῆς παρουσίας μου καὶ τὴν εἶδε, καὶ ἐχάρηκε»[1]. Περὶ δὲ τοῦ Δαυΐδ, ἐλέγχοντας τοὺς Ἰουδαίους, ἔλεγε: «Πῶς λοιπὸν ὁ Δαυΐδ, ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸν ὀνομάζει Κύριον καὶ λέγει: «εἶπε ὁ Κύριος στὸν Κύριό μου, κάθησε στὰ δεξιά μου;»[2].
Καὶ σὲ πολλὰ σημεῖα τοὺς ἀντικρούει, ὑπενθυμίζοντας τὸν Μωϋσῆ. Περὶ δὲ τῶν ἄλλων Προφητῶν ὁμιλεῖ ὁ Ἀπόστολος, διότι ὁ Πέτρος λέγει ὅτι ὅλοι οἱ Προφῆτες ἀπὸ τὸν Σαμουήλ, τὸν ἀνεγνώρισαν καὶ προανήγγειλαν ἀπὸ πολὺ ἐνωρὶς τὴν παρουσία του λέγοντας, «καὶ ὅλοι οἱ Προφῆτες ἀπὸ τὸν Σαμουὴλ καὶ ἔπειτα ὅσοι ὡμίλησαν προανήγγειλαν τὶς ἡμέρες αὐ- τές»[3].
Στὸν Ἰακὼβ δὲ καὶ τὸν πατέρα του, ὅπως καὶ στὸν παπποῦ του, ἐμφανίσθηκε καὶ συνωμίλησε μαζί του καὶ τοὺς ὑποσχέθηκε, ὅτι θὰ τοῦ δώση πολλὰ καὶ μεγάλα ἀγαθά, τὰ ὁποῖα καὶ πραγματοποίησε.
Ὥστε, μολονότι δὲν εἶδαν τὴν ἔνσαρκο παρουσία του, ἐν τούτοις ἐγνώριζαν ὅτι πρόκειται νὰ γίνη καὶ τὴν ἐπιθυμοῦσαν καὶ ἐπίστευαν σ᾿ αὐτὸν ἂν καὶ δὲν τὸν εἶχαν δεῖ ἐνσαρκωμένον.
Ὅταν λοιπὸν σᾶς κατηγοροῦν οἱ ἐθνικοὶ, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «τί ἔκανε ὅμως ὁ Χριστὸς τὸν προηγούμενο χρόνο, τότε πού δὲν ἐπώπτευε τὸ ἀνθρώπινο γένος; Καὶ γιατί τέλος πάντων ἦλθε νὰ ἀναλάβη τὴν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας μας τώρα τελευταῖα, ἀφοῦ ἐπὶ τόσον χρόνον μᾶς εἶχε ἀμελήσει;». Θὰ ἀπαντήσουμε, ὅτι καὶ προηγουμένως εὑρίσκετο στὸν κόσμο καὶ προνοοῦσε γιὰ τὰ ἔργα του καὶ ἦταν γνωστὸς σὲ ὅλους τούς ἀξίους. Ἐὰν ὅμως ἰσχυρίζεσθε ὅτι δὲν εἶχε γίνει γνωστός, ἐπειδὴ τότε δὲν τὸν ἐγνώριζαν ὅλοι, παρὰ μόνον οἱ γενναῖοι, ἐκεῖνοι καὶ ἐνάρετοι, μὲ τὴν ἴδια λογικὴ θὰ πρέπει νὰ ὁμολογήσετε, ὅτι οὔτε τώρα αὐτὸς προσκυνεῖται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ οὔτε καὶ τώρα τὸν γνωρίζουν ὅλοι. Ὅπως λοιπὸν τώρα κανεὶς δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀμφισβητήση ἐκείνους ποὺ τὸν γνωρίζουν ἐξ αἰτίας αὐτῶν ποὺ τὸν ἀγνοοῦν, ἔτσι οὔτε γιὰ τοὺς παλαιοὺς χρόνους πρέπει νὰ ἔχωμε ἀμφιβολίες, διότι σὲ πολλούς, ἢ μᾶλλον σὲ ὅλους τούς γενναίους καὶ θαυμάσιους ἐκείνους ἄνδρες εἶχε γίνει γνωστός.
Ἂν δὲ κάποιος εἰπῆ: καὶ γιὰ ποιὸν λόγο τότε δὲν τὸν πρόσεχαν καὶ δὲν τὸν ἐλάτρευαν ὅλοι, ἀλλὰ μόνον οἱ δίκαιοι; Θὰ ἐρωτήσω καὶ ἐγώ. Γιατί οὔτε καὶ τώρα τὸν γνωρίζουν ὅλοι; Καὶ τί λέγω περὶ τοῦ Χριστοῦ; Γιατί καὶ τὸν Πατέρα του, οὔτε τότε, οὔτε τώρα τὸν ἀναγνωρίζουν ὅλοι; Ἀλλὰ ἄλλοι μὲν ἰσχυρίζονται ὅτι τὰ πάντα λειτουργοῦν αὐτομάτως, ἄλλοι δὲ ἀναθέτουν τὴν πρόνοια τοῦ παντὸς στὰ δαιμόνια; Ὑπάρχουν μάλιστα καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀναπλάθουν ἄλλον θεὸν ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸν, ἐνῶ κάποιοι ἀπ᾿ αὐτοὺς βλασφημοῦν ἀποδίδοντας τὴν δύναμή του στὸν ἀντίπαλό του καὶ θεωροῦν τοὺς νόμους του, ἔργον κάποιου πονηροῦ δαίμονος;
Τί λοιπόν; Ἕνεκα τούτου θὰ ἰσχυρισθοῦμε, ὅτι αὐτὸς δὲν εἶναι οὔτε Θεός, ἐπειδὴ ἔτσι λέγουν μερικοί, καὶ θὰ ὁμολογήσουμε ὅτι εἶναι πονηρός; Διότι καὶ αὐτὸ ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ τοῦ τὸ ἀποδίδουν. Μακριὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν παραφροσύνη καὶ τὴν τελεία τρέλλα. Ἐπειδή, ἂν πρόκειται νὰ διατυπώνουμε τὰ δόγματα ἀπὸ τὴν κρίση τῶν μαινομένων, τίποτε δὲ μᾶς ἐμποδίζει νὰ ἐκδηλώσουμε καὶ μεῖς μανία φοβερή.
Λέγοντας δηλαδὴ, ὅτι «ὁ Κόσμος δὲν τὸν ἐγνώρισε», ἀνέφερε μὲ μίαν λέξη καὶ τὴν αἰτία τῆς ἀγνοίας τους. Διότι δὲν εἶπε γενικῶς, ὅτι κανεὶς δὲν τὸν ἐγνώρισε, ἀλλ᾿ ὅτι «ὁ κόσμος δὲν τὸν ἐγνώρισε», δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι μόνο στὸν κόσμο προσηλωμένοι καὶ φρονοῦν τὰ τοῦ κόσμου. Διότι ἔτσι συνήθιζε νὰ τοὺς ὀνομάζη ὁ Χριστός, ὅπως ὅταν λέγη: «Πάτερ Ἅγιε, καὶ ὁ κόσμος σὲ οὐ ἔγνω»[4]. Ἑπομένως ὄχι μόνον αὐτόν, ἀλλὰ καὶ τὸν Πατέρα του ἀγνόησε ὁ κόσμος, ὅπως ἔλεγα.
Διότι τίποτε δὲν θολώνει τόσο τὴν διάνοια, ὅσο ἡ προσκόλληση στὰ παρόντα.
Γνωρίζοντας λοιπὸν αὐτά, ἀποσπάσατε τοὺς ἑαυτούς σας ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀποκόψετέ τους ἀπὸ τὰ σαρκικὰ πράγματα, ὅσο εἶναι δυνατόν. Διότι ἡ ζημιὰ ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἀφορᾶ σὲ τυχαῖα πράγματα, ἀλλὰ στὰ κεφαλαιώδη ἀγαθά. Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν ἄνθρωπος ποὺ ἐπιμένει στὰ πράγματα τοῦ παρόντος βίου νὰ ἐπιτύχη τὰ γνήσια ἀγαθὰ τῶν οὐρανῶν. Κατ᾿ ἀνάγκην δὲ αὐτὸς ποὺ ἀσχολεῖται μὲ αὐτὰ, θὰ ἐκπέση ἀπὸ ἐκεῖνα. Διότι «οὐ δύνασθε», λέγει, «Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾶ»[5].
Κατ᾿ ἀνάγκη θὰ ἀφοσιωθῆτε στὸν ἕνα καὶ θὰ μισήσετε τὸν ἄλλον.
Αὐτὸ ἄλλωστε τὸ φωνάζει καὶ ἡ ἴδια ἡ πείρα τῶν πραγμάτων. Ὅσοι λοιπὸν περιγελοῦν τὴν ἐπιθυμία τῶν χρημάτων αὐτοὶ κυρίως εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀγαποῦν τὸν Θεὸ ὅπως πρέπει, ὅπως, ἀντιθέτως, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι θαυμάζουν τὴν ἀπόκτηση τῶν χρημάτων αὐτοὶ εἶναι πρὸ πάντων ποὺ ἔχουν μειωμένη τὴν ἀγάπη πρὸς αὐτόν. Διότι ἐὰν ἡ ψυχὴ κυριευθῆ μία φορὰ ἀπὸ τὴν φιλοχρηματία, δὲν παραιτεῖται εὔκολα ἀπὸ τοῦ νὰ κάμη καὶ νὰ εἰπῆ κάτι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐξοργίζουν τὸν Θεό, ἐπειδή, γίνεται δούλη καὶ ἄλλου δεσπότου, ὁ ὁποῖος διατάσσει τὰ ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπὸ τὸν Θεό.
Συνέλθετε λοιπὸν καὶ ἀφυπνισθῆτε καὶ ἀφοῦ κατανοήσουμε τίνος δοῦλοι εἴμαστε, ἂς ἀγαπήσουμε τὴν Βασιλεία αὐτοῦ μόνον.
Ἂς κλαύσουμε, ἂς θρηνήσουμε γιὰ τοὺς προηγουμένως χρόνους κατὰ τοὺς ὁποίους ἐδουλεύσαμε στὸν μαμωνᾶ. Ἂς ἀπορρίψουμε ἅπαξ διὰ παντὸς τὸν ζυγό του, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀσήκωτος καὶ βαρύς, καὶ ἂς ἐπιμένουμε νὰ φέρουμε τὸν ζυγό τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐλαφρὸς καὶ δὲν μᾶς ἐπιβάλλει τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἐπιβάλλει ὁ μαμωνάς. Διότι αὐτὸς μὲν μᾶς διατάσσει νὰ γίνουμε μὲ ὅλους ἐχθροί, ἐνῶ ὁ Χριστὸς τὸ ἀντίθετο, μᾶς παραγγέλει νὰ ἀγαποῦμε καὶ νὰ εἴμαστε φίλοι μὲ ὅλους.
Ἐκείνους, ἀφοῦ μᾶς προσκολλήση στὸν πηλό. Καὶ στὰ τοῦβλα, (διότι τέτοιος εἶναι ὁ χρυσὸς), δὲν μᾶς ἀφήνει οὔτε τὴν νύκτα νὰ ἀναπνεύσουμε λίγο. Αὐτὸς ἀπὸ αὐτὴν μὲν τὴν περιττὴ καὶ ἀνόητη φροντίδα μᾶς ἀπαλλάσσει, μᾶς παραγγέλλει δὲ νὰ συγκεντρώσουμε θησαυροὺς στοὺς οὐρανούς, ὄχι ἀπὸ ἀδικία πρὸς τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἰδικὴ μας δικαιοσύνη. Ἐκεῖνος ὕστερα ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἱδρῶτες καὶ τὶς ταλαιπωρίες, ὄχι μόνον δὲν ἠμπορεῖ νὰ μᾶς συμπαρασταθῆ ὅταν θὰ κολαζώμαστε ἐκεῖ καὶ θὰ ὑποφέρουμε ἐξ αἰτίας τῶν νόμων του, ἀλλὰ καὶ θὰ ἐπαυξάνη τὴν φλόγα. Αὐτὸς ὅμως καὶ ὅταν ἀκόμη μᾶς ἐπιβάλλη νὰ δώσουμε ἕνα ποτήρι μὲ κρύο νερό, οὔτε αὐτοῦ τὴν ἀντιμισθία καὶ τὴν ἀνταμοιβὴ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ χάσουμε, ἀλλὰ μᾶς τὴν ἀνταποδίδει μὲ μεγάλη ἀφθονία.
Πῶς λοιπὸν δὲν εἶναι δεῖγμα ἐσχάτης τρέλλας, νὰ παραμελοῦμε αὐτὴν τὴ δεσποτεία τὴν τόσον καταδεκτική, καὶ γεμάτη ἀπὸ τόσα ἀγαθά, καὶ νὰ γινώμαστε δοῦλοι ἀχαρίστου καὶ ἀγνώμονος τυράννου, ὁ ὁποῖος οὔτε ἐδῶ, οὔτε ἐκεῖ ἠμπορεῖ νὰ ὠφελήση αὐτοὺς ποὺ πείθονται καὶ προσέχουν σ᾿ αὐτόν; Καὶ δὲν εἶναι μόνο αὐτὸ τὸ φοβερό, οὔτε αὐτὴ μόνο ἡ ζημιά, ὅτι δηλαδὴ δὲν μᾶς ὑποστηρίζει ὅταν κολαζώμαστε, ἀλλὰ ὅτι μαζὶ μὲ αὐτὸ περιβάλλει μὲ μύρια κακά, ὅπως εἶπα ἤδη, ὅσους πείθονται σ᾿ αὐτόν. Διότι οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ θὰ κολάζωνται ἐκεῖ, βλέπει κανεὶς ὅτι κολάζονται ἀπὸ αὐτή, τὴν αἰτία, ὅτι ἔγιναν δοῦλοι τοῦ χρήματος καὶ ἀγάπησαν τὸν χρυσὸ καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ ἐπαρκέσουν στὶς ἀνάγκες τους.
Γιὰ νὰ μὴ πάθουμε καὶ ἐμεῖς αὐτά, ἂς σκορπίσουμε, ἂς δώσουμε στοὺς πτωχούς, ἂς ἀπαλλάξουμε τὴν ψυχή, καὶ ἀπὸ τὶς ἐδῶ βλαβερὲς φροντίδες καὶ ἀπὸ τὴν τιμωρία ἡ ὁποία τὴν περιμένει ἐκεῖ ἐξ αἰτίας αὐτῶν. Ἂς ἀποθέσουμε στοὺς οὐρανοὺς δικαιοσύνη, ἀντὶ χρημάτων στὴν γῆ ἂς συγκεντρώσουμε θησαυροὺς ἀπόρθητους, θησαυροὺς οἱ ὁποῖοι ἠμποροῦν νὰ ἀποδημήσουν μαζί μας στὸν οὐρανό, οἱ ὁποῖοι ἠμποροῦν νὰ μᾶς συμπαρασταθοῦν ὅταν κινδυνεύουμε καὶ νὰ κάνουν τότε τὸν Κριτὴ ἐπιεικῆ. Αὐτὸν εἴθε ὅλοι μας νὰ τὸν ἔχουμε εὐμενῆ καὶ τώρα καὶ κατ᾿ ἐκείνην τὴν ἡμέρα.
Καὶ νὰ ἀπολαύσουμε μὲ πολὺ θάρρος τὰ ἀγαθὰ ποὺ εἶναι ἑτοιμασμένα στοὺς οὐρανοὺς γιὰ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τὸν ἀγαποῦν ὅπως πρέπει, μὲ τὴν Χάριν καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, «μεθ᾿ οὐ τῷ Πατρὶ ἡ δόξα ἅμα τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Ἀμήν.
ΜΕΡΟΣ Β΄
Εἶπε, ὅτι «ὁ κόσμος δὲν τὸν ἐγνώρισε», μιλώντας περὶ τῶν παλαιῶν χρόνων. Μεταφέρει τώρα τὸν λόγο στοὺς χρόνους τοῦ κηρύγματος καὶ λέγει, «εἰς τὰ ἴδια, (τὰ ἰδικὰ του), ἦλθε καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον, (δὲν τὸν ἐδέχθησαν)». Ἰδικοὺς του ἐδῶ ἐννοεῖ τοὺς Ἰουδαίους ὡς λαὸν περιούσιο, ἢ καὶ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ἀπὸ αὐτὸν ἐπλάσθηκαν.
Καὶ ὅπως παραπάνω, ἀπορώντας γιὰ τὴν μυρία τῶν πολλῶν ἐντρεπόμενος γιὰ τὴν κοινή μας φύση, ἔλεγε ὅτι ὁ κόσμος, ὁ ὁποῖος δημιουργήθηκε δι᾿ αὐτοῦ, δὲν ἐγνώρισε τὸν Δημιουργό, ἔτσι καὶ ἐδῶ πάλι, δυσανασχετώντας γιὰ τὴν ἀγνωμοσύνη τῶν Ἰουδαίων καὶ πολλῶν ἄλλων θέτει πιὸ κτυπητά τὴν κατηγορία, λέγοντας, ὅτι «οἱ ἰδικοί του δὲν τὸν ἐδέχθησαν» καὶ γιαυτὸ, ἐνῶ ἦλθε ὁ ἴδιος πρὸς αὐτούς.
Καὶ ὄχι μόνον αὐτός, ἀλλὰ καὶ οἱ Προφῆτες ἀπορώντας ἔλεγαν τὸ ἴδιο ἀκριβῶς.
Ἐπίσης καὶ ὁ Παῦλος ἀργότερα, ἐκπληττόμενος γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό. Καὶ οἱ μὲν Προφῆτες ἐφώναζαν ὡς ἑξῆς, μιλώντας ἐκ μέρους τοῦ Χριστοῦ. «Λαός, ὅν οὐκ ἔγνων ἐδούλευσέ μοι, εἰς ἀκοὴν ὠτίου ὑπήκουσέ μου υἱοὶ ἀλλότριοι ἐψεύσαντό με, υἱοὶ ἀλλότριοι ἐπαλαιώθησαν, καὶ ἐχώλαναν ἀπὸ τῶν τρίβων αὐτῶν»[6]. Καὶ πάλι, «οἷς οὐκ ἀνηγγέλη περὶ αὐτοῦ, ὄψονται καὶ οἱ οὐκ ἀκηκόασι, συνήσουσι»[7] καὶ «εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσι»[8].
Ὁ Παῦλος δὲ, γράφοντας πρὸς τοὺς Ρωμαίους ἔλεγε, «τί οὖν; Ὁ ἐπεζήτει Ἰσραήλ, τοῦτο οὐκ ἐπέτυχεν ἡ δὲ ἐκλογὴ ἐπέτυχε»[9]. Καὶ πάλι, «τί οὖν ἐροῦμεν; Ὅτι ἔθη, τὰ μὴ διώκονται δικαιοσύνην, κατέλαβε δικαιοσύνην Ἰσραὴλ δέ, διώκων νόμων δικαιοσύνης, εἰς νόμον δικαιοσύνης οὐκ ἔφθασε»[10]. Καὶ εἶναι πράγματι ἀπορίας ἄξιο, πῶς ἐκεῖνοι μὲν ποὺ ἀνετράφησαν μὲ τὰ προφητικὰ βιβλία καὶ ἄκουγαν καθημερινῶς τὸν Μωϋσέα, ὁ ὁποῖος λέγει μύρια πράγματα περὶ τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὅλους τούς μετέπειτα Προφῆτες, καὶ ἐπὶ πλέον ἔβλεπαν τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος ἔκανε πρὸς χάριν τους θαύματα καὶ μιλοῦσε μόνο πρὸς αὐτούς, καὶ δὲν ἐπέτρεπε οὔτε στοὺς μαθητάς του νὰ πορευθοῦν «εἰς ὁδὸν ἐθνικῶν ἢ νὰ εἰσέλθουν εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν», πράγμα ποὺ οὔτε ὁ ἴδιος ἔκανε, ἀλλ᾿ ἐπανελάμβανε μὲ ἐπίταση, ὅτι ἔχει ἀποσταλεῖ «εἰς τὰ ἀπολωλότα πρόβατα τοῦ οἴκου Ἰσραήλ», καὶ ὅμως αὐτοὶ ποὺ καὶ τὰ θαύματα ἀπελάμβαναν καὶ τοὺς Προφῆτες ἄκουγαν, καθημερινῶς καὶ εἶχαν καὶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ ποὺ τοὺς ὑπενθύμιζε συνεχῶς αὐτούς, τόσο πολὺ ἐτύφλωσαν τοὺς ἑαυτοὺς των καὶ τοὺς ἐκούφαναν, ὥστε κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς νὰ μὴν ἠμπορέση νὰ ὁδηγηθῆ στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ ἐξ ἐθνῶν ἀντιθέτως, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀπήλαυσαν τίποτε ἀπὸ αὐτά, οὔτε ἄκουσαν ποτὲ Θεία λόγια, οὔτε στὸν ὕπνο τους, ἀλλὰ ἀνετρέφοντο πάντοτε μὲ τοὺς μύθους τῶν παραφρόνων, (διότι αὐτὸ εἶναι ἡ φιλοσοφία τῶν ἐθνικῶν), καὶ ἀνεγίνωσκαν τὶς φλυαρίες τῶν ποιητῶν καὶ ἦσαν προσηλωμένοι σὲ ξύλα καὶ λίθους καὶ δὲν ἐγνώριζαν τίποτε τὸ ἀγαθὸ ποὺ νὰ προέρχεται ἀπὸ κάποια δόγματα ἢ ἀπὸ συμπεριφορὰ, (διότι ὁ βίος τους ἦταν πιὸ ἀκάθαρτος καὶ βδελυρὸς ἀπὸ τὰ διδάγματά τους.
Καὶ πῶς νὰ μὴν εἶναι, βλέποντας τοὺς θεοὺς των νὰ χαίρουν γιὰ κάθε κακία καὶ νὰ λατρεύωνται μὲ αἰσχρὰ λόγια καὶ ἀκόμη πιὸ αἰσχρὰ ἔργα, καὶ αὐτὸ νὰ τὸ θεωροῦν τιμὴ καὶ ἑορτή, καὶ ἀκόμη νὰ τιμῶνται μὲ ἀκάθαρτους φόνους καὶ παιδοκτονίας, φυσικὸ ἦταν νὰ δείχνουν καὶ αὐτοὶ ζῆλο πρὸς αὐτά). Ἀλλὰ ὅμως ἂν καὶ εἶχαν φθάσει στὸν πυθμένα τῆς κακίας, ξαφνικά, ὡσὰν ἀπὸ μηχανῆς, ἐφάνηκαν νὰ ἀστράπτουν ἀπὸ ἐπάνω μας, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν κορυφὴ τῶν οὐρανῶν.
Πῶς λοιπὸν ἔγινε αὐτὸ καὶ ἀπὸ ποῦ;
Ἄκουσε τὸν Παῦλο ποὺ τὸ λέγει. Διότι ὁ μακάριος ἐκεῖνος ἀναζητώντας αὐτὰ ἀκριβῶς, δὲν ἔπαυσε μέχρις ὅτου εὑρῆκε τὴν αἰτία καὶ τὴν ἐφανέρωσε σὲ ὅλους τούς ἄλλους. Ποιὰ λοιπὸν εἶναι αὐτὴ, καὶ ἀπὸ ποῦ ἡ τόσο μεγάλη τύφλωση αὐτῶν; Ἄκουσε αὐτὸν, στὸν ὁποῖο ἐνεπιστεύθη τὸ μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας, νὰ τὰ λέγη αὐτά.
Τί λέγει λοιπὸν αὐτός, ἀπαντώντας σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀπορία ὅλων; «Ἀγνοοῦντες», λέγει, «τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνη, καὶ ζητοῦντες τὴν ἰδίαν δικαιοσύνην στῆσαι τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ οὔχ ὑπετάγησαν»[11] γι᾿ αὐτὸ τὰ ἔπαθαν αὐτά.
Καὶ πάλι, ἐξηγώντας τὸ ἴδιο μὲ ἄλλο τρόπο, λέγει, «τί οὖν ἐροῦμεν;», «ὅτι ἔθη τὰ μὴ διώκοντα δικαιοσύνην, κατέλαβε δικαιοσύνη, δικαιοσύνη δὲ τὴν ἐκ πίστεως Ἰσραὴλ δέ, διώκων νόμον, δικαιοσύνης εἰς νόμον δικαιοσύνης οὐκ ἔφθασεν». Γιατί ἄραγε; «Ὅτι οὐκ ἐκ πίστεως προσέκοψαν γὰρ τῷ λίθῳ τοῦ προσκόμματος»[12].
Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον θέλει νὰ εἰπῆ εἶναι τὸ ἑξῆς: αἰτία τῶν κακῶν ἔγινε σ᾿ αὐτοὺς ἡ ἀπιστία, αὐτὴν δὲ τὴν ἐγέννησε ἡ ἀνοησία. Διότι, ἐπειδὴ πρὶν ἀπὸ αὐτὸ πλεονεκτοῦσαν ἔναντι τῶν Ἑλλήνων, ὡς πρὸς τὸ ὅτι εἶχαν λάβει τὸν νόμο καὶ εἶχαν ἰδεῖ τὸν Θεόν, καὶ ἄλλα ποὺ ἀναφέρει ὁ Παῦλος, μετὰ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ὅταν εἶδαν νὰ καλοῦνται μὲ τὴν πίστη ἐξ ἴσου καὶ ἐκεῖνοι καὶ αὐτοί, χωρὶς νὰ πλεονεκτῆ ὁ ἐκ περιτομῆς ἀπὸ τὸν ἐθνικὸ μετὰ τὴν πίστη, ἐπληγώθηκαν καὶ ἔφθασαν ἀπὸ τὴν ἀνοησία τους σὲ φθόνο, καὶ δὲν ἀνέχθηκαν τὴν ἀπερίγραπτη, καὶ πάρα πολὺ μεγάλην φιλανθρωπία τοῦ Δεσπότου. Αὐτὸ δὲ τοὺς συνέβη ὄχι ἀπὸ πουθενὰ ἀλλοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ ἀλαζονεία. Καὶ πονηρία καὶ μισανθρωπία.
Κατὰ τί ἄραγε, θὰ ἐβλάπτεσθε ὢ! σεῖς οἱ ἀνοητότεροι ὅλων, ἀπὸ τὴν κηδεμονία πού θὰ ἐπεδεικνύετο πρὸς ἄλλους; Πῶς θὰ ἐλιγόστευαν τὰ δικά σας ἀγαθὰ μὲ τὸ νὰ ἔχετε συμμετόχους καὶ ἄλλους σ᾿ αὐτά; Ἀλλὰ πράγματι ἡ πονηρία εἶναι τυφλὴ καὶ δὲν ἠμπορεῖ ν᾿ ἀντιληφθῆ γρήγορα τίποτε ἀπὸ ὅσα πρέπει. Ἀφοῦ ἐπληγώθηκαν ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπρόκειτο νὰ ἔχουν καὶ ἄλλους μετόχους τῆς ἰδίας παρρησίας, ἔσπρωξαν τὸ ξίφος ἐναντίον τους, ἀποξενώνοντας τοὺς ἑαυτοὺς των ἀπὸ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Καὶ πολὺ φυσικά. Διότι λέγει, «ἑταῖρε ἀδικῶ σέ θέλω δὲ καὶ τούτοις δοῦναι, ὥσπερ καὶ σοί»[13]. Ἀλλ᾿ αὐτοὶ, δέν εἶναι ἄξιοι οὔτε αὐτῶν τῶν λόγων. Διότι ἐκεῖνος καὶ ἂν ἐξέφρασε τὴν δυσφορία του, εἶχε ἐπιτέλους νὰ ἐπιδείξη τοὺς κόπους μίας ὁλοκλήρου ἡμέρας καὶ τὶς ταλαιπωρίες καὶ τὴν ζέστη, καὶ τοὺς ἱδρῶτες.
Αὐτοὶ ὅμως τί θὰ εἶχαν νὰ εἰποῦν; Τίποτε τέτοιο, ἀλλὰ ραθυμία καὶ ἀσωτία καὶ τὰ ἄπειρα κακά, γιὰ τὰ ὁποῖα τοὺς ἐκατηγοροῦσαν διαρκῶς ὅλοι οἱ Προφῆτες καὶ ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων καὶ αὐτοὶ προσέκρουσαν στὸν Θεὸ, ὅπως καὶ οἱ ἐθνικοὶ.
Καὶ αὐτὸ ὁ Παῦλος τὸ ἐδήλωσε ὅταν ἔλεγε, «οὐ γὰρ ἐστί διαστολὴ Ἰουδαῖο τε καὶ ἕλληνος πάντες γὰρ ἥμαρτον, καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, δικαιούμενοι, δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι»[14]. Καὶ αὐτὸ μὲν τὸ Κεφάλαιο πολὺ σωστὰ καὶ συνετά τούς γυμνάζει σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἐπιστολῆς ἐκείνης. Πιὸ ἐπάνω δὲ, δείχνει ὅτι εἶναι ἄξιοι μεγαλύτερης τιμωρίας. «Ὅσοι γὰρ ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται»[15].
Δηλαδή, εἶναι χειρότερο μαζὶ μὲ τὴν φύση νὰ ἔχουν κατήγορο καὶ τὸν νόμο. Καὶ ὄχι ἕνεκα αὐτοῦ μόνο, ἀλλὰ καὶ διότι ἔγιναν ἀφορμὴ νὰ βλασφημῆται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς «ὄνομά μου», λέγει, «βλασφημεῖται ἐξ αἰτίας σας εἰς τὰ ἔθνη»[16].
Πρόσεξε δὲ, «εἰς τὰ ἴδια ἦλθεν», ὄχι ἀπὸ ἰδικὴ του ἀνάγκη, (ἀφοῦ ὅπως εἶπα, ὁ Θεὸς εἶναι ἀνενδεὴς), ἀλλὰ γιὰ νὰ εὐεργετήση τοὺς ἰδικούς του. Οὔτε στὴν περίπτωση αὐτὴ ὅμως οἱ ἰδικοὶ του τὸν ἐδέχθηκαν, μολονότι εἶχεν ἔλθει «εἰς τὰ ἴδια» χάριν τοῦ ἰδικοῦ των συμφέροντος, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀπέκρουσαν. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ ἀφοῦ τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸν ἀμπελῶνα τὸν ἐφόνευσαν[17].
Καὶ οὔτε γιὰ τὴν διαγωγὴ τους αὐτὴν τοὺς ἀπέκλεισε ἀπὸ τὴν μετάνοια, ἀλλὰ τοὺς ἔδωσε τὴν εὐκαιρία ἐὰν θέλουν, μετὰ ἀπὸ τὴν τόσο μεγάλη παρανομία, νὰ ἀποπλύνουν ὅλα τὰ ἁμαρτήματά τους μὲ τὴν πίστη σ᾿ αὐτὸν καὶ νὰ γίνουν ἴσοι μὲ ἐκείνους ποὺ δὲν εἶχαν κάνει τίποτε τέτοιο καὶ ἦσαν κατ᾿ ἐξοχὴν φίλοι του.
Ἀπὸ ποῦ ὅμως ἦλθε αὐτὸς ποὺ πληροῖ τὰ πάντα καὶ εἶναι πανταχοῦ παρών; Ποιὸν τόπον τῆς παρουσίας του ἄφησε κενὸ ἐρχόμενος αὐτὸς ποὺ στὸ χέρι του περιέχει καὶ συγκρατεῖ τὰ πάντα; Τόπο μὲν δὲν ἄλλαξε κανένα, (πῶς ἄλλωστε θὰ ἦταν τοῦτο δυνατὸν). Τὸ ἔκανε ὅμως μὲ τὴν συγκατάβασή τους πρὸς ἐμᾶς. Πράγματι ἐπειδή, ἂν καὶ εὑρίσκετο στὸν κόσμο, δὲν ἐφαίνετο νὰ εἶναι παρών, μὲ τὸ νὰ μὴν εἶναι ἀκόμη γνωστός, ἔπειτα ὅμως ἐφανέρωσε τὸν ἑαυτό του, καταξιώνοντας τὴν ἰδικὴ μας σάρκα μὲ τὸ νὰ τὴν φορέση, τὴν φανέρωση αὐτὴ καὶ συγκατάβαση τὴν ὀνομάζει παρουσία.
Ἀξίζει νὰ θαυμάσουμε τὸν μαθητὴ ὁ ὁποῖος δὲν ἐντρέπεται γιὰ τὴν ἀτιμία τοῦ διδασκάλου[18], ἀλλὰ ἀναγράφει τὴν ταπείνωση ποὺ ἔγινε σ᾿ αὐτὸν μὲ θάρρος.
Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι μικρὴ ἀπόδειξη τῆς ἀξιοπιστίας του. Ἄλλωστε ἐκεῖνος ποὺ ὑβρίζεται πρέπει νὰ ἐντρέπεται γιὰ ἐκείνους ποὺ τὸν ὑβρίζουν καὶ ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του, ποὺ ἀδικήθηκε. Διότι αὐτὸς μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ διέπρεψε καὶ διέλαμψε ἀφοῦ καὶ μετὰ τὴν ταπείνωση, τόσο ἐνδιαφέρον ἔδειξε ὑπὲρ ἐκείνων ποὺ τὸν ὕβρισαν. Ἐκεῖνοι δὲ ἀποδείχθηκαν ἀγνώμονες καὶ ἀκάθαρτοι σὲ ὅλους, ἀφοῦ ἐκεῖνον ποὺ ἦλθε νὰ τοὺς φέρει τόσα ἀγαθὰ τὸν ἀπώθησαν ὡς ἐχθρὸ καὶ ἀντίπαλο.
«Αὐτὴ δὲ ἐστίν ἡ κρίσις, ὅτι ἦλθε τὸ φῶς εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἠγάπησεν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς»[19]. Αὐτὸ ποὺ λέγει, σημαίνει τὸ ἑξῆς περίπου: γι᾿ αὐτὸ τιμωροῦνται, διότι δὲν ἠθέλησαν ν᾿ ἀφήσουν τὸ σκότος καὶ νὰ τρέξουν πρὸς τὸ φῶς.
Μὲ αὐτὰ λοιπὸν τὰ λόγια τούς στερεῖ καὶ ἀπὸ κάθε ἀπολογία. Διότι, λέγει, ἂν εἶχα ἔλθει γιὰ νὰ τούς τιμωρήσω καὶ νὰ ζητήσω εὐθύνες τῶν πράξεών τους, ἠμποροῦσαν νὰ ἰσχυρισθοῦν: γι᾿ αὐτὸ ἀπομακρυνθήκαμε, τώρα ὅμως ἔχω ἔλθει γιὰ νὰ τοὺς ἀπαλλάξω ἀπὸ τὸ σκοτάδι καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσω στὸ φῶς. Καὶ ποιὸς λοιπὸν θὰ ἠμποροῦσε νὰ λυπηθῆ ἐκεῖνον, πού δὲν θέλει νὰ μεταβῆ ἀπὸ τὸ σκότος στὸ φῶς;
Διότι, ἐνῶ δὲν ἠμποροῦν νὰ μᾶς κατηγορήσουν σὲ τίποτε, λέγει, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως ἔχουν μυριάκις εὐεργετηθῆ, ἀπομακρύνονται ἀπὸ ἐμᾶς. Τὴν ἴδια κατηγορία ἀπευθύνοντας κατ᾿ αὐτῶν σ᾿ ἄλλα μέρη, λέγει: «ἐμίσησάν με δωρεάν»[20].
Καὶ πάλι, «εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον»[21]. Διότι ἐκεῖνος ποὺ κάθεται στὸ σκότος, ἐπειδὴ δὲν ἔχει φῶς, ἠμπορεῖ νὰ συγχωρηθῆ. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ μετὰ τὴν παρουσία τοῦ φωτὸς ἐξακολουθεῖ νὰ κάθεται στὸ σκότος, φέρει μαζί του τὴν ἀπόδειξη, ὅτι εἶναι διεστραμμένος, καὶ ἰσχυρογνώμων.
Ἔπειτα, ἐπειδή, φαινόταν ἀπίστευτο σὲ πολλοὺς αὐτὸ ποὺ εἶχε εἰπεῖ, (διότι κανεὶς δὲν θὰ προτιμοῦσε τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὸ φῶς), ἐκθέτει τὴν αἰτία, ἕνεκα τῆς ὁποίας συμβαίνει τοῦτο. Ποιὰ λοιπὸν εἶναι αὐτή; «Ἦν γὰρ αὐτῶν», λέγει, «πονηρὰ τὰ ἔργα. Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων, μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ φανερωθῇ αὐτοῦ τὰ ἔργα»[22].
Ἀσφαλῶς ὁ Χριστὸς δὲν ἦλθε οὔτε γιὰ νὰ κρίνη, οὔτε γιὰ νὰ τιμωρήση, ἀλλὰ γιὰ νὰ δώση συγγνώμη καὶ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ νὰ χαρίση σωτηρία διὰ τῆς πίστεως. Γιατί ὅμως οἱ ἄνθρωποι ἀπέφυγαν; Διότι, ἐὰν εἶχε ἔλθει γιὰ τοὺς καθίση στὸ δικαστήριο, ὑπῆρχε κάποια πρόφαση γιὰ ν᾿ ἀποφύγουν. Διότι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει πονηρὴ συνείδηση συνηθίζει ν᾿ ἀποφεύγη τὸν δικαστή, ἀλλὰ σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ συγχωρεῖ, προστρέχουν ὅλοι ὅσοι ἔχουν ὑποπέσει σὲ σφάλματα.
Ἐὰν λοιπὸν εἶχε ἔλθει γιὰ νὰ συγχωρήση, ἔπρεπε πρῶτα νὰ τρέξουν πρὸς αὐτόν, ὅσοι εἶχαν συνείδηση τῶν ἁμαρτημάτων τους, πράγμα ποὺ ἔγινε σὲ πολλὲς περιπτώσεις. Διότι καὶ τελῶνες καὶ ἁμαρτωλοί, ἀφοῦ προσῆλθαν συνανεστρέφοντο μὲ τὸν Χριστό. Τί σημαίνει λοιπὸν αὐτὸ πού εἶπε; Αὐτὰ τὰ εἶπε γιὰ ἐκείνους, ποὺ προτιμοῦν νὰ μένουν συνεχῶς στὴν ἀκολασία καὶ κακία. Διότι αὐτὸς γι᾿ αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἦλθε, γιὰ νὰ συγχωρήση δηλαδὴ τὰ προηγούμενα ἁμαρτήματα καὶ γιὰ νὰ τοὺς ἀσφαλίση γιὰ τὰ μέλλοντα. Ἐπειδή, ὅμως ὑπάρχουν μερικοὶ τόσο ὀκνηροὶ καὶ μαλθακοὶ στοὺς κόπους τῆς ἀρετῆς, ὥστε νὰ θέλουν νὰ παραμένουν στὴν ἁμαρτία ἀπὸ τὴν πρώτη ἕως τὴν τελευταία τους πνοὴ καὶ νὰ μὴ ἀπομακρύνωνται ἀπὸ αὐτήν, ποτέ, αὐτοὺς ἐπισημαίνει ἐδῶ, γιὰ νὰ τοὺς προσβάλη.
Ἐπειδή, δηλαδὴ ὁ Χριστιανισμὸς ἀπαιτεῖ καὶ ὀρθότητα τῶν δογμάτων καὶ ἐντιμότητα ἠθῶν, ἐφοβήθηκαν, λέγει, νὰ ἔλθουν πρὸς ἐμᾶς, ἐπειδὴ δὲν ἤθελαν νὰ ἐπιδείξουν ὀρθὴν ζωή. Καὶ ἐκεῖνον μὲν ποὺ ζῆ στὴν εἰδωλολατρία, δὲν θὰ ἠμπορέση νὰ τὸν ἐλέγξη κανείς. Διότι ἐκεῖνος ποὺ λατρεύει τέτοιους θεοὺς καὶ ἔχει ἑορτὲς ὅμοιες μὲ τοὺς θεοὺς αἰσχρὲς καὶ γελοῖες, ἐπιδεικνύει ἔργα ἀντάξια τῶν δογμάτων. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ λατρεύουν τὸν Θεό, ἐὰν ζοῦν ραθύμως, ὅλοι τούς ἐπιτιμοῦν καὶ τοὺς κατηγοροῦν. Τόσο πολὺ ἀξιοθαύμαστη εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἀλήθειας ἀκόμη καὶ στοὺς ἐχθρούς της.
Κοίτα λοιπὸν μὲ πόση ἀκρίβεια τοποθετεῖ αὐτὰ ποὺ λέγει. Δὲν εἶπε δηλαδή, ἐκεῖνος ποὺ ἔχει κάμει φαυλότητες δὲν ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἀλλ᾿ ἐκεῖνος ποὺ τὶς κάνει συνεχῶς, δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ κυλιέται συνεχῶς στὸν βόρβορο τῆς ἁμαρτίας, ποὺ δὲν θέλει νὰ ὑποταχθῆ στοὺς δικούς μου νόμους, ἀλλὰ μένοντας ἔξω ἀπὸ αὐτοὺς θέλει νὰ πορνεύη ἐλεύθερα καὶ νὰ κάμη ὅλα ὅσα δὲν ἐπιτρέπονται. Πράγματι, ὅταν ἔλθη ἐδῶ, φανερώνεται ὅπως ὁ κλέπτης στὸ φῶς. Γι᾿ αὐτὸ ἀποφεύγει τὴ δική μου ἐξουσία.
Εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ν᾿ ἀκούσης καὶ τώρα πολλοὺς εἰδωλολάτρες νὰ λέγουν, ὅτι γι᾿ αὐτὸ δὲν ἠμποροῦν νὰ προσέλθουν στὴ δική μας πίστη, ἐπειδὴ δὲν ἠμποροῦν νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὴν μέθη, τὴν πορνεία καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ πλημμελήματα. Δὲν ὑπάρχουν λοιπὸν λέγουν, Χριστιανοὶ ποὺ κάνουν φαυλότητες καὶ εἰδωλολάτρες πού ζοῦν μὲ φρόνηση;
Ὅτι ὑπάρχουν Χριστιανοί, ποὺ κάνουν φαυλότητες, τὸ γνωρίζω. Ἂν ὅμως ὑπάρχουν καὶ εἰδωλολάτρες ποὺ ζοῦν ὀρθὰ καὶ ἄψογα, αὐτὸ δὲν τὸ γνωρίζω καλά. Μὴ μοῦ παρουσιάσης ἐκείνους ποὺ εἶναι ἀγαθοὶ καὶ ἐγκρατεῖς ἀπὸ τὴν φύση τους, διότι αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρετή, ἀλλὰ δεῖξε μου ἐκεῖνον ποὺ ὑπομένει τὴν μεγάλη ὁρμὴ τῶν παθῶν καὶ ὅμως εἶναι σώφρων.
Ἀσφαλῶς δὲν ἠμπορεῖς. Διότι, ἂν ἡ ὑπόσχεση τῆς Βασιλείας καὶ ἡ ἀπειλὴ τῆς γεέννης καὶ ἡ τόση ἄλλη διδασκαλία μετὰ βίας συγκρατοῦν τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς, πολὺ δυσκολώτερα θὰ ἀσκήσουν αὐτὴν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πιστεύουν τίποτε ἀπὸ αὐτά. Ἐὰν δὲ μερικοὶ ὑποκρίνωνται, αὐτὸ τὸ κάνουν ἀπὸ ματαιοδοξία. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ κάνει αὐτὸ ἀπὸ ματαιοδοξία, ὅταν ἠμπορέση κρυφίως, δὲν θ᾿ ἀποφύγη τὴν χρήση καὶ ἱκανοποίηση τῶν πονηρῶν ἐπιθυμῶν. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ φανοῦμε σὲ μερικούς, ὅτι εἴμαστε φιλόνεικοι, ἂς παραδεχθοῦμε ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν ποὺ ζοῦν ἐνάρετα.
Διότι αὐτὸ δὲν ἀντίκειται ποτὲ στὰ λόγια μας. Διότι εἶπε ἐκεῖνο, ποὺ συμβαίνει συχνὰ καὶ ὄχι ἐκεῖνο ποὺ γίνεται σπανίως.
Κοίτα λοιπὸν μὲ ποιὸν ἄλλο τρόπο τοὺς στερεῖ ἀπὸ κάθε ἄλλη αἰτιολογία, ὅταν εἶπε ὅτι: ἦλθε τὸ φῶς στὸν κόσμο. Μήπως, λέγει τὸ ζήτησαν αὐτοί; Μήπως ἐκοπίασαν; Μήπως ἐκουράσθηκαν γιὰ νὰ τὸ εὕρουν; Αὐτὸ τὸ φῶς πῆγε σ᾿ αὐτοὺς καὶ δὲν ἔτρεξαν οὔτε τότε πρὸς αὐτό. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὑπάρχουν καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ ζοῦν πονηρά, τὸ ἑξῆς θὰ τοὺς ἀπαντήσουμε, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ὁμιλεῖ γιὰ ἐκείνους ποὺ ὑπῆρξαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ Χριστιανοὶ καὶ ποὺ ἐδέχθησαν τὴν ἀληθινὴ εὐσέβεια ἀπὸ τοὺς προγόνους των, ἂν καὶ αὐτοὶ πολλὲς φορὲς ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν ἀκρίβεια τῶν ἀληθινῶν δογμάτων ἕνεκα τοῦ πονηροῦ τους βίου. Ἀλλὰ νομίζω, ὅτι τώρα δὲν ὁμιλεῖ περὶ αὐτῶν, ἀλλὰ περὶ ἐκείνων ἐκ τῶν εἰδωλολατρῶν ἢ τῶν Ἰουδαίων ποὺ ὀφείλουν νὰ στραφοῦν πρὸς τὴν ὀρθὴ πίστη. Διότι δεικνύει, ὅτι κανείς, ποὺ ζῆ σὲ πλάνη, δὲν θὰ προτιμήση, νὰ προσέλθη στὴν πίστη, ἐὰν πρῶτα, δὲν προδιαγράψη, γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὀρθὴ ζωή, καὶ κανεὶς δὲν θὰ μείνη στὴν ἀπιστία, ἐὰν πρῶτα δὲν ἀποφασίση νὰ μείνη κακὸς σ᾿ ὅλη του τὴ ζωή.
Μὴ μοῦ εἰπῆς, ὅτι αὐτὸς δὲν πορνεύει καὶ δὲν κλέπτει. Διότι τὴν ἀρετὴ δὲν τὴν ἀποτελοῦν μόνο αὐτά. Πράγματι, ποιὰ εἶναι ἡ ὠφέλεια ὅταν αὐτὰ τὰ ἔχη, εἶναι ὅμως δοῦλος τῆς κενοδοξίας καὶ ὅταν μένη στὴν πλάνη, ἐπειδὴ ἐντρέπεται τοὺς φίλους του; Διότι αὐτὸ ἀσφαλῶς δὲν εἶναι ἡ ὀρθὴ ζωή. Ὁ δὲ δοῦλος τῆς κενοδοξίας δὲν ἁμαρτάνει λιγώτερο ἀπὸ τὸν πόρνο.
Ὁ πρῶτος κάνει πολὺ περισσότερα καὶ μεγαλύτερα κακὰ ἀπὸ τὸν δεύτερο. Δεῖξε μου ὅμως κάποιον ποὺ παραμένει στοὺς εἰδωλολάτρες ποὺ εἶναι ἀπηλλαγμένος ἀπὸ ὅλα τὰ πάθη, καὶ εἶναι ἐλεύθερος, ἀπὸ κάθε κακία. Ἀλλὰ δὲν θὰ ἠμπορέσης. Διότι καὶ ὅσοι ἐξ αὐτῶν ὑπερηφανεύθηκαν πολὺ καὶ περιφρόνησαν καὶ τὰ χρήματα καὶ τὶς ἀπολαύσεις τῆς κοιλίας, ὅπως ἰσχυρίζονται, ὑποδουλώθηκαν στὴν κενοδοξία πολὺ περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν κακῶν. Ἔτσι ἐπέμεναν σ᾿ αὐτὰ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἐπιτιμᾶ λέγοντας: «πῶς δύνασθε πιστεύειν, δόξαν παρὰ ἀνθρώπων λαμβάνοντες»[23].
Τί ὅμως ἐπέτυχαν ὅσοι τὸν δέχθηκαν;
α12. «Ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν, αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι», λέγει. Γιατί ὅμως δὲν μᾶς ἀναφέρεις, μακάριε, καὶ τὴν τιμωρία ἐκείνων ποὺ δὲν τὸν δέχθηκαν καὶ εἶπες μόνον ὅτι ἦσαν δικοί του καὶ ὅτι ὅταν ἦλθε στὰ ἰδικά του δὲν τὸν δέχθηκαν; Καὶ δὲν ἐπρόσθεσες ἀκόμη τί θὰ πάθουν γι᾿ αὐτὸ καὶ ποιὰ τιμωρία θὰ ὑποστοῦν; Ἂν καὶ ἔτσι θὰ τοὺς ἐφόβιζες περισσότερο καὶ μὲ τὴν ἀπειλὴ θὰ ἐμαλάκωνες τὴν σκληρότητα τῆς παραφροσύνης τους;
Γιατί λοιπὸν τὸ ἀποσιώπησες;
Καὶ ποιὰ τιμωρία, λέγει, θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἀποδειχθῆ μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτήν, ὅταν, ἐνῶ εἶχαν ἐξουσία νὰ γίνουν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔγιναν καὶ στέρησαν θεληματικά τούς ἑαυτοὺς των ἀπὸ τὴν τόσο μεγάλη εὐγένεια καὶ τιμή; Ἀλλὰ δὲν σταματᾶ ἐδῶ μόνο ἡ τιμωρία, στὸ ὅτι δηλαδὴ δὲν ἔλαβαν κανένα ἀγαθὸ, ἀλλὰ θὰ τοὺς ὑποδεχθῆ καὶ τὸ ἄσβεστο πῦρ, πράγμα τὸ ὁποῖο καθὼς προχωρεῖ τὸ φανερώνει καλύτερα. Στὴν ἀρχὴ ἀναφέρει τὰ ἀπερίγραπτα ἀγαθὰ ἐκείνων ποὺ τὸν δέχθηκαν καὶ τὰ σκιαγραφεῖ μὲ σύντομη φράση ὁμιλώντας ὡς ἑξῆς: «ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι». Εἴτε δοῦλοι εἶναι, εἴτε ἐλεύθεροι, εἴτε Ἕλληνες, εἴτε βάρβαροι, εἴτε Σκύθες, εἴτε ἄσοφοι, εἴτε σοφοί, εἴτε γυναῖκες, εἴτε ἄνδρες, εἴτε παιδιὰ, εἴτε ἡλικιωμένοι, εἴτε ἄτιμοι, εἴτε ἔντιμοι, εἴτε πλούσιοι, εἴτε πτωχοί, εἴτε ἄρχοντες, εἴτε ἰδιῶτες, λέγει, ὅλοι ἀξιώνονται τῆς ἴδιας τιμῆς. Διότι ἡ πίστη καὶ ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος, ἀφοῦ ἀφαίρεσαν τὴν ἀνομοιομορφία τῶν κοσμικῶν διακρίσεων, διέπλασαν ὅλους σὲ μία ἑνιαία μορφὴ καὶ τοὺς ἀποτύπωσαν ἕνα χαρακτήρα, τὸν βασιλικό.
Τί θὰ ἠμποροῦσε νὰ γίνη ἰσάξιο αὐτῆς τῆς φιλανθρωπίας; Ὁ μὲν βασιλέας, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν ἴδιο μὲ ἐμᾶς πηλό, τοὺς συνδούλους του οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὴν ἴδια μὲ ἐκεῖνον φύση καὶ οἱ ὁποῖοι πολλὲς φορὲς εἶναι στὸν χαρακτήρα ἀνώτεροι, δὲν καταδέχεται νὰ τοὺς συγκαταλέγη στὸ βασιλικὸ στρατόπεδο, ἐὰν τύχη νὰ εἶναι δοῦλοι. Ὁ δὲ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν ἀπαξίωσε νὰ συγκαταλέξη, στὴν χορεία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ καὶ τελῶνες καὶ μάγους καὶ δούλους καὶ τοὺς πιὸ ἄσημους ἀπὸ ὅλους, καθὼς καὶ πολλοὺς σωματικῶς ἀναπήρους μὲ ἄπειρες κακώσεις. Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ δύναμη τῆς πίστεως σ᾿ Αὐτὸν τόσο μεγάλη εἶναι ἡ ὑπεροχὴ τῆς χάριτος.
Καὶ ὅπως ἡ φύση τῆς φωτιᾶς ὅταν ἔρχεται σ᾿ ἐπαφὴ μὲ τὸ χῶμα τῶν μετάλλων, τὸ μεταβάλλει ἀμέσως ἀπὸ χῶμα, σὲ χρυσό, ἔτσι ἀκριβῶς, καὶ πολὺ περισσότερο, τὸ Βάπτισμα μεταβάλλει αὐτοὺς ποὺ λούσθηκαν ἀπὸ πήλινους σὲ χρυσούς, διότι τὴν στιγμὴ ἐκείνη τὸ Ἅγιον Πνεῦμα πέφτει σὰν φωτιὰ ἐπάνω στὶς ψυχές μας καὶ τὴν μὲν εἰκόνα τοῦ πήλινου τὴν κατακαίει, ἐπαναφέρει δὲ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου καινούργια καὶ λαμπρή, ἡ ὁποία ἀκτινοβολεῖ σὰν νὰ βγῆκε ἀπὸ χωνευτήριο.
Καὶ γιατί δὲν εἶπε ὅτι τοὺς ἔκανε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὅτι «ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι;». Γιὰ νὰ δείξη ὅτι χρειάζεται πολλὴ προσπάθεια γιὰ νὰ διατηρηθῆ τελείως ἀκηλίδωτη καὶ ἀνέπαφη ἡ εἰκόνα τῆς υἱοθεσίας ἡ ὁποία τυπώθηκε μέσα μας κατὰ τὸ Βάπτισμα καὶ ταυτοχρόνως γιὰ νὰ φανερώση ὅτι τὴν ἐξουσία αὐτὴ κανεὶς δὲν θὰ ἠμπορέση νὰ μᾶς τὴν ἀφαιρέση, ἐὰν δὲν προλάβουμε καὶ τὴν ἀφαιρέσουμε ἐμεῖς. Διότι ἐὰν ἐκεῖνοι ποὺ λαμβάνουν ἀπὸ ἀνθρώπους ἐξουσία μερικῶν πραγμάτων, ἔχουν τόση δύναμη ὅση σχεδὸν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς ἔδωσαν τὴν ἐξουσία, πολὺ περισσότερο ἐμεῖς ποὺ ἐτύχαμε αὐτὴ τῆς τιμῆς ἀπὸ τὸν Θεό, ἐὰν δὲν κάνουμε τίποτε ἀνάξιο αὐτῆς τῆς ἐξουσίας, θὰ εἴμαστε δυνατώτεροι ἀπὸ ὅλους, ἐπειδὴ ἀνώτερος ὅλων καὶ ἀγαθώτερος εἶναι καὶ ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἔδωσε αὐτὴ τὴν τιμή.
Θέλει δὲ ἀκόμη νὰ δείξη ὅτι οὔτε ἡ Χάρη ἔρχεται μόνη της, ἀλλὰ ἔρχεται σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὴν θέλουν καὶ προσπαθοῦν, γι᾿ αὐτὸ ἐναπόκειται καὶ στὴν ἐξουσία αὐτῶν τὸ νὰ γίνουν παιδιά του. Διότι ἐὰν προηγουμένως δὲν τὸ θελήσουν αὐτοί, δὲν ἐπανέρχεται ἡ δωρεὰ, οὔτε φέρει κανένα ἀποτέλεσμα.
α14. «Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο, καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν». Ἀφοῦ εἶπε ὅτι ἀπὸ τὸν Θεὸ γεννήθηκαν ὅσοι τὸν δέχθηκαν καὶ ὅτι ἔγιναν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ἐκθέτει τώρα τὴν αἰτία καὶ τὴν προϋπόθεση τῆς ἀπερίγραπτης αὐτῆς τιμῆς. Αὐτὴ δὲ εἶναι, τὸ ὅτι ὁ Λόγος ἐσαρκώθη καὶ ἔλαβε τὴν μορφὴ τοῦ δούλου ὁ Δεσπότης. Ἔγινε δὲ Υἱὸς ἀνθρώπου, ἐνῶ ἦταν γνήσιος Υἱὸς Θεοῦ, γιὰ νὰ κάνη τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Διότι τὸ ὑψηλὸ ὅταν ἔρχεται σ᾿ ἐπαφὴ μὲ τὸ ταπεινό, αὐτὸ μὲν δὲν χάνει τίποτε ἀπὸ τὴν δόξα του, ἐκεῖνο δὲ τὸ σηκώνει ἀπὸ τὴν ταπείνωσή του.
Αὐτὸ λοιπὸν συνέβη καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ. Διότι καὶ τὴν ἰδικὴ του φύση δὲν τὴν ἐμείωσε μὲ τὴν συγκατάβαση, καὶ ἐμᾶς οἱ ὁποῖοι εὑρισκόμεθα διαρκῶς στὴν ἀτιμία καὶ τὸ σκότος, μᾶς ἀνέβασε σὲ δόξα ἀπερίγραπτη. Ἔτσι περίπου καὶ ἕνας βασιλέας, ὅταν ὁμιλῆ μὲ ἕνα πτωχὸ καὶ πένητα μὲ ἐνδιαφέρον καὶ εὔνοια, τὸν μὲν ἑαυτό του δὲν τὸν καταισχύνει, ἐνῶ ἐκεῖνον τὸν κάνει νὰ εἶναι ἐπιφανὴς σ᾿ ὅλους καὶ ἔνδοξος.
Ἐὰν δὲ στὴν ἐπιφανειακὴ ἀξία τῶν ἀνθρώπων, δὲν βλάπτη, καθόλου τὸν ἐντιμότερο ἡ συναναστροφὴ μὲ τὸν εὐτελέστερο, πολὺ περισσότερο στὴν ἀδιάφθορη ἐκείνη καὶ μακαρία οὐσία, ἡ ὁποία δὲν ἔχει τίποτε ποὺ ἔχει προστεθεῖ ἀπὸ ἔξω, οὔτε τίποτα τὸ ὁποῖο γίνεται ἢ παύει νὰ ὑπάρχη, ἔχει δὲ ὅλα τὰ ἀγαθὰ σταθερὰ καὶ ἀμετακίνητα. Ὥστε ὅταν ἀκούσης, ὅτι «ὁ Λόγος» σὰρξ ἐγένετο νὰ μὴ θορυβηθῆς, οὔτε νὰ καταρρεύσης. Διότι ἡ οὐσία δὲν μετεβλήθη σὲ σάρκα, (αὐτὸ εἶναι ἀσεβὲς καὶ νὰ τὸ σκεφθῆ κανείς), ἀλλὰ παραμένοντας ὅτι εἶναι, προσέλαβε τὴν μορφὴ τοῦ δούλου.
Προσθέτει δὲ, «καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν», σὰν νὰ λέγη: μὴ ὑποψιασθῆς τίποτε τὸ ἄτοπο ἀπὸ τὸ «ἐγένετο». Διότι δὲν εἶπα μετατροπὴ τῆς φύσεως ἐκείνης ποὺ εἶναι ἀμετάτρεπτη, ἀλλὰ κατασκήνωση καὶ κατοίκηση. Τὸ δὲ νὰ κατασκηνώνη δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν σκηνή, ἀλλὰ εἶναι ἄλλο. Διότι ἄλλο πράγμα κατασκηνώνει σὲ ἄλλο. Ἀλλοιῶς δὲν θὰ εἶναι κατασκήνωση, διότι τίποτε δὲν κατοικεῖ μέσα στὸν ἑαυτό του. Ἄλλο εἶπα ὅτι συμβαίνει μὲ τὴν οὐσία, διότι ὡς πρὸς τὴν ἕνωση καὶ τὴν συνάφεια εἶναι ἕνα ὁ Θεὸς Λόγος καὶ ἡ σάρκα, χωρὶς νὰ γίνη σύγχυση οὔτε ἐξαφάνιση τῶν οὐσιῶν τους, ἀλλὰ ἕνωση ἄρρητη καὶ ἀνέκφραστη. Τὸ πῶς ἔγινε ὅμως μὴ ζητῆς νὰ τὸ μάθης, διότι ἔγινε ὅπως ἐκεῖνος ἐγνώριζε.
Ποιὰ λοιπὸν εἶναι ἡ σκηνὴ στὴν ὁποία κατεσκήνωσε; Ἄκουσε τὸν Προφήτη ποὺ λέγει, «Ἀναστήσω τὴν σκηνὴν Δαυΐδ τὴν πεπτωκυΐαν[24], διότι πράγματι εἶχε πέσει, εἶχε πέσει πτῶμα ἀθεράπευτο ἡ φύση ἡ ἰδική μας καὶ εἶχε ἀνάγκη ἐκείνης μόνον τῆς ἰσχυρᾶς χειρός. Οὔτε ἄλλωστε ἦταν δυνατὸν νὰ ἀναστηθῆ μὲ ἄλλο τρόπο, χωρὶς νὰ τὴν πιάση μὲ τὸ χέρι ποὺ τὴν εἶχε πλάσει στὴν ἀρχὴ καὶ νὰ τὴν διαμορφώση μὲ τὴν ἄνωθεν ἀναγέννηση δι᾿ ὕδατος καὶ Πνεύματος.
Καὶ πρόσεξε τὸ φρικτὸ καὶ ἀπόρρητο μυστήριο, τὴν σκηνὴ τὴν κατοικεῖ παντοτινά. Δὲν περιεβλήθη τὴν σάρκα τὴν ἰδική μας, γιὰ νὰ τὴν ἀφήση πάλι, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν ἔχη παντοτινὰ μαζί του. Διότι, ἐὰν δὲν συνέβαινε αὐτό, δὲν θὰ τὴν ἔκανε ἄξια καὶ τοῦ βασιλικοῦ θρόνου καὶ δὲν θὰ ἐπροσκυνεῖτο φέροντας αὐτὴν ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν ἄνω στρατιὰ τῶν Ἀγγέλων, Ἀρχαγγέλων, Θρόνων, Κυριοτήτων, Ἀρχῶν καὶ Ἐξουσιῶν. Ποιός, λόγος, ποιὰ διάνοια ἠμπορεῖ νὰ παραστήση τὴν τόσο μεγάλη τιμὴ ἡ ὁποία ἔγινε στὸ γένος μας καὶ εἶναι πράγματι ὑπερφυσικὴ καὶ φρικτή; Ποιὸς Ἄγγελος; Ποιὸς Ἄρχάγγελος; Κανεὶς πουθενὰ, οὔτε στὸν οὐρανὸ, οὔτε στὴ γῆ. Διότι τὰ κατορθώματα τοῦ Θεοῦ εἶναι τέτοια καὶ τόσο μεγάλες καὶ ὑπερφυσικὲς οἱ εὐεργεσίες του, ὥστε ἡ λεπτομερὴς διήγησή τους νὰ ὑπερβαίνη ὄχι μόνο τὴν ἀνθρώπινη γλῶσσα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγγελικὴ δύναμη.
«Καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξας ὡς Μονογενοῦς παρὰ Πατρός». Ἀφοῦ εἶπε, ὅτι γίναμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀφοῦ ἔδειξε ὅτι αὐτὸ δὲν ἔγινε ἀλλοιῶς, παρὰ μόνο μὲ τὴν σάρκωση τοῦ Λόγου, ἀναφέρει καὶ ἄλλο κέρδος ποὺ ἔχουμε ἀπὸ αὐτόν. Ποιὸ δὲ εἶναι αὐτό; «ἐθεασάμεθα τὴν δόξα αὐτοῦ, δόξαν ὡς Μονογενοῦς παρὰ Πατρός». Δὲν θὰ τὸν βλέπαμε ἐὰν δὲν ἐφανερώνετο σ᾿ ἐμᾶς μὲ τὸ σῶμα ποὺ τὸ συντρόφευε. Διότι ἐὰν δὲν ἠμπόρεσαν νὰ ἰδοῦν μόνο τὸ δοξασμένο πρόσωπο τοῦ Μωϋσέως, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀπὸ τὴν ἰδικὴ μας φύση, οἱ σύγχρονοί του, καὶ ἐχρειάσθη ὁ δίκαιος ἐκεῖνος νὰ φορέση προκάλυμμα, τὸ ὁποῖο ἠμποροῦσε νὰ συγκαλύψη τὴν ὑπερβολικὴ δόξα, καὶ νὰ παρουσιάση τὸ πρόσωπο τοῦ Προφήτου ἥμερο καὶ πρᾶο, πῶς θὰ ἠμπορούσαμε νὰ ὑπομείνουμε ἐμεῖς οἱ πήλινοι καὶ γήϊνοι γυμνὴ τὴν θεότητα, ἡ ὁποία εἶναι ἀπλησίαστη ἀκόμη καὶ σ᾿ αὐτὲς τὶς οὐράνιες δυνάμεις; Γι᾿ αὐτὸ κατεσκήνωσε μέσα μας, γιὰ νὰ ἠμπορέσουμε μὲ πολλὴ ἄνεση καὶ νὰ τὸν πλησιάσουμε καὶ νὰ συζητήσουμε μαζί του καὶ νὰ τὸν συναναστραφοῦμε.
Τί σημαίνει ὅμως, τὸ «Δόξαν ὡς Μονογενοῦς παρὰ Πατρός;». Ἐπειδὴ ἐδοξάσθηκαν καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Προφῆτες, ὅπως π.χ. ὁ Μωϋσῆς[25], ὁ Ἠλίας[26], ὁ Ἐλισσαῖος[27], (ὁ ἕνας κυκλωμένος ἀπὸ πύρινο ἄρμα, ὁ ἄλλος ἀναληφθείς κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο), καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς ὁ Δανιὴλ καὶ οἱ τρεῖς παῖδες καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἀκόμη, οἱ ὁποῖοι ἐμφανίσθηκαν στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἔδειξαν σ᾿ ἐκείνους ποὺ τοὺς ἔβλεπαν τὸ ἀπαστράπτον φῶς τὴ φύσεώς τους, καὶ ὄχι μόνον Ἄγγελοι, ἀλλὰ καὶ τὰ Χερουβεὶμ, ἐφανερώθηκαν μὲ πολλὴ δόξα στὸν Προφήτη, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ Σεραφείμ, γιὰ νὰ μᾶς ἀπομακρύνη ὁ Εὐαγγελιστὴς ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς καὶ γιὰ νὰ διώξη τὴν σκέψη μας μακρυὰ ἀπὸ τὴν λαμπρότητα καὶ τῆς κτίσεως καὶ τῶν συνδούλων μας, μᾶς τοποθετεῖ κατ᾿ εὐθείαν στὴν κορυφὴ τῶν ἀγαθῶν.
Δὲν εἴδαμε λέγει, τὴν δόξα Προφήτου, οὔτε Ἀγγέλου, οὔτε Ἀρχαγγέλου, οὔτε τῶν ἀνωτέρων δυνάμεων, οὔτε κάποιας ἄλλης κτιστῆς φύσεως ἐὰν βέβαια ὑπάρχη ἄλλη, ἀλλὰ τοῦ ἰδίου τοῦ Δεσπότου, τοῦ ἰδίου τοῦ Βασιλέως τοῦ ἰδίου τοῦ γνησίου Μονογενοῦς Υἱοῦ, τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου ὅλων μας. Τὸ δὲ «ὡς», ἐδῶ δὲν σημαίνει παρομοίωση ἢ σύγκριση, ἀλλὰ βεβαιότητα καὶ ἀναμφισβήτητη ἀναφορά. Εἶναι σὰν νὰ ἔλεγε, εἴδαμε δόξα τέτοια ποὺ ἔπρεπε καὶ ἦταν φυσικὸ νὰ ἔχη, ἀφοῦ ἦταν μονογενὴς καὶ γνήσιος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος, εἶναι Βασιλεὺς τῶν ὅλων.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς δηλαδή, ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλα τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε στὰ σώματα, τὶς ψυχὲς καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, τὶς ἐντολές, τὰ δῶρα ἐκεῖνα τὰ ἀπερίγραπτα, καὶ ὑψηλότερα ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, τοὺς νόμους, τὴν συμπεριφορά, τὴν πειθώ, τὶς ὑποσχέσεις τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, τὰ παθήματά του, ἔβγαλε αὐτὴ τὴν θαυμάσια καὶ γεμάτη ἀπὸ ὑψηλὰ δόγματα φωνὴ ὅταν ἔλεγε, «ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς Μονογενοῦς παρὰ Πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας». Διότι δὲν τὸν θαυμάζουμε μόνο ἐξ αἰτίας τῶν θαυμάτων του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ παθήματά του, ἤτοι ἐπειδὴ ἐκαρφώθη στὸν σταυρὸ καὶ ἐμαστιγώθη, ἐπειδὴ ἐρραπίσθη, ἐπειδὴ τὸν ἔπτυσαν, ἐπειδὴ ἐδέχθη κτυπήματα στὴν σιαγόνα του ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχε εὐεργετήσει. Διότι καὶ γι᾿ αὐτὰ ποὺ θεωροῦνται ὅτι εἶναι ἀξιοκρατικά, ἀξίζει νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν ἴδια λέξη, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς ὅλα αὐτὰ τὰ ὀνόμασε δόξα. Ἄλλωστε ὅσα ἔγιναν τότε δὲν ἦσαν μόνο ἐκδήλωση φροντίδος καὶ ἀγάπης, ἀλλὰ καὶ ἀπεριγράπτου δυνάμεως.
Διότι τότε ὁ θάνατος ἐξαφανίσθηκε καὶ ἡ κατάρα ἐλύθηκε καὶ οἱ δαίμονες καταισχύνθηκαν καὶ διεπομπεύθηκαν, ὁδηγούμενοι σὲ θριαμβευτικὴ πομπή, καὶ τὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν ἐκαρφώθηκε στὸν σταυρό. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ αὐτὰ συντελέσθηκαν χωρὶς νὰ φαίνονται, ἔγιναν καὶ μερικὰ φανερά, τὰ ὁποῖα ἔδειξαν ὅτι πράγματι ἦταν μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Δεσπότης ὁλοκλήρου τῆς κτίσεως. Διότι ἐνῶ ἀκόμη τὸ μακάριο σῶμα Του ἦταν κρεμασμένο, ὁ μὲν ἥλιος ἔκρυψε τὶς ἀκτίνες του, ἡ δὲ γῆ συγκλονίσθηκε καὶ ἐσκοτείνιασε ὁλόκληρη, καὶ οἱ τάφοι ἀνοίχθηκαν καὶ τὸ ἔδαφος, ἐσείσθηκε καὶ πλῆθος πολὺ νεκρῶν ἀνέστη καὶ εἰσῆλθε στὴν πόλη. Ἐνῶ δὲ οἱ λίθοι τοῦ μνήματός Του ἦσαν προσαρμοσμένοι στὴν θήκη καὶ ὑπῆρχαν ἀκόμη οἱ σφραγίδες, ἀναστήθηκε ὁ νεκρός, Αὐτὸς ποὺ ἐσταυρώθηκε καὶ ἐκαρφώθηκε καὶ ἀφοῦ ἐγέμισε τοὺς ἕνδεκα τότε μαθητάς Του μὲ πολλὴ δύναμη τοὺς ἀπέστειλε στοὺς ἀνθρώπους ὁλόκληρης τῆς Οἰκουμένης νὰ γίνουν κοινοὶ ἰατροὶ ὁλόκληρης τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ νὰ ἀνορθώσουν τὸν βίο τους, νὰ σπείρουν παντοῦ στὴν γῆ τὴν γνώση τῶν οὐρανίων ἀληθειῶν, νὰ διαλύσουν τὴν τυραννία τῶν δαιμόνων, νὰ διδάξουν τὰ μεγάλα καὶ ἀπερίγραπτα ἀγαθά, καὶ νὰ εὐαγγελισθοῦν σ᾿ ἐμᾶς τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ σώματος, ἔπαθλα ποὺ καὶ τὸν νοῦν ὑπερβαίνουν καὶ δὲν θὰ ἔχουν τέλος ποτέ.
Αὐτὰ λοιπὸν καὶ τὰ πολὺ περισσότερα τούτων ἔχοντας κατὰ νοῦν ὁ μακάριος Εὐαγγελιστὴς τὰ ὁποῖα αὐτὸς μὲν ἐγνώριζε, ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε νὰ γράψη, ἐπειδὴ δὲν θὰ τὰ ἐχωροῦσε ὁ κόσμος ἀφοῦ, «ἂν γράφηται καθ᾿ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία»[28], σκεπτόμενος λοιπὸν ὅλα αὐτά, ἐφώναξε ὅτι «ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς Μονογενοῦς παρὰ Πατρὸς πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας»[29].
Ἐκεῖνοι λοιπὸν οἱ ὁποῖοι ἀξιώθηκαν νὰ ἰδοῦν τέτοια θεάματα καὶ νὰ ἀκούσουν τέτοια κηρύγματα καὶ νὰ ἀπολαύσουν τόσο μεγάλη δωρεά, πρέπει νὰ ἐπιδείξουν καὶ βίο ἀντάξιο τῶν ἀληθειῶν γιὰ νὰ ἀπολαύσουν καὶ τὰ ἐκεῖ ἀγαθά. Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε ἦλθε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, γιὰ νὰ ἰδοῦμε ὄχι μόνο τὴν ἐδῶ Δόξα του, ἀλλὰ καὶ τὴν μελλοντική. Γι᾿ αὐτὸ ἔλεγε, «θέλω, ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγώ, καὶ οὗτοι ὧσιν, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν»[30].
Ἐὰν δὲ ἡ ἐδῶ δόξα ἦταν τόσο λαμπρὰ καὶ ἐπιφανὴς τί θὰ ἠμποροῦσε νὰ εἰπῆ κανεὶς γιὰ ἐκείνη; Διότι δὲν θὰ φανερωθῆ σὲ φθαρτὴ γῆ, οὔτε ἐνῶ ἐμεῖς θὰ εὑρισκώμεθα σὲ θνητὰ σώματα, ἀλλὰ ὡς ἀκηλίδωτη καὶ ἄφθαρτη κτίση καὶ μὲ τόση λαμπρότητα, ὅσην δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὴν παραστήση κανεὶς μὲ λόγια.
Ὢ, μακάριοι καὶ τρισμακάριοι καὶ πολλάκις μακάριοι ὅσοι ἀξιώνονται νὰ γίνουν θεαταὶ τῆς Δόξης ἐκείνης! Γι᾿ αὐτὴν λέγει ὁ Προφήτης, «Ἀρθήτω ὁ ἀσεβής, ἵνα μὴ ἴδῃ τὴν δόξαν Κυρίου»[31]. Ἀλλὰ εἴθε κανεὶς ἀπὸ ἐμᾶς νὰ μὴ χαθῆ, οὔτε νὰ μὴ δῆ αὐτὴν τὴ Δόξα. Διότι ἐὰν πρόκειται νὰ μὴ τὴν ἀπολαύσουμε, εἶναι ἐπίκαιρο νὰ εἰποῦμε καὶ γιὰ ἐμᾶς: ἦταν προτιμώτερο νὰ μὴν εἴχαμε γεννηθῆ. Πράγματι, γιατί ζοῦμε; Γιατί ἀναπνέουμε; Γιατί ὑπάρχουμε ἐὰν δὲν ἐπιτύχουμε τὴν θέα ἐκείνη; Ἐὰν κανεὶς δὲν μᾶς ἐπιτρέψη τότε νὰ ἰδοῦμε τὸν Δεσπότη μας; διότι ἐὰν αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι δὲν βλέπουν τὸ ἡλιακὸ φῶς, ὑφίστανται ζωὴ περισσότερο πικρὴ ἀπὸ κάθε θάνατο, τί εἶναι φυσικὸ νὰ πάθουν ὅσοι θὰ στερηθοῦν ἐκεῖνο τὸ φῶς;
Διότι ἐδῶ μὲν σ᾿ αὐτὸ μόνο ἔγκειται ἡ ζημιά, ἐνῶ ἐκεῖ δὲν σταματᾶ σ᾿ αὐτὸ μόνο μολονότι καὶ ἂν ἀκόμη ἦταν αὐτὸ μόνο τὸ κακό, πάλι δὲν θὰ ἦταν ἴδια ἡ τιμωρία, ἀλλὰ θὰ ἦταν τόσο χειρότερη, ὅσο ἀσυγκρίτως ἀνώτερος εἶναι ὁ ἥλιος ἐκεῖνος ἀπὸ αὐτόν. Ἀλλὰ τώρα πρέπει νὰ περιμένουμε καὶ ἄλλη τιμωρία. Διότι ἐκεῖνος ποὺ δὲν βλέπει ἐκεῖνο τὸ φῶς, δὲν θὰ ὁδηγηθῆ μόνο στὸ σκότος, ἀλλὰ καὶ θὰ καίγεται αἰωνίως καὶ θὰ λυώνη καὶ θὰ τρίζη τὰ δόντια καὶ θὰ πάθη, μύρια ἄλλα κακά.
Ἂς μὴ παραβλέψουμε λοιπὸν τοὺς ἑαυτούς μας, ἀφήνοντάς τους νὰ πέσουν στὴν αἰώνια κόλαση μὲ τὴν σύντομη αὐτὴ ὀλιγωρία καὶ ἄνεση, ἀλλὰ ἂς ἀγρυπνοῦμε, ἂς εἴμεθα νηφάλιοι, ἂς κάνουμε τὰ πάντα καὶ ἂς ἀγωνισθοῦμε, γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε ἐκείνη τὴν ἀπόλαυση καὶ νὰ μείνουμε μακρυὰ ἀπὸ τὸν ποταμὸ τοῦ πυρὸς ὁ ὁποῖος κυλᾶ μὲ μεγάλη ὁρμή, μπροστὰ ἀπὸ τὸ φρικτὸ Βῆμα. Διότι ἐκεῖνος ποὺ θὰ πέση μία φορὰ ἐκεῖ, θὰ μείνη διὰ παντὸς καὶ δὲν θὰ ἐξαιρεθῆ κανεὶς ἀπὸ τὴν κόλαση, οὔτε πατέρας, οὔτε μητέρα, οὔτε ἀδελφός. Καὶ αὐτὰ τὰ φωνάζουν οἱ ἴδιοι οἱ Προφῆτες, ἄλλος μὲν λέγοντας: «Ἀδελφὸς οὐ λυτροῦται, λυτρώσεται ἄνθρωπος;»[32]. Ὁ δὲ Ἰεζεκιὴλ λέγει καὶ κάτι περισσότερο ἀπὸ αὐτό: «Ἐὰν στό Νῶε καὶ Ἰὼβ καὶ Δανιὴλ, (σὲ προσευχὴ), τοὺς υἱοὺς αὐτῶν καὶ τὰς θυγατέρας οὐ μή, ἐξέλωνται»[33].
Διότι μία μόνο προστασία ὑπάρχει ἐκεῖ, ἡ προστασία τῶν ἔργων, καὶ ὅποιος στερεῖται αὐτήν, δὲν ὑπάρχει δυνατότης νὰ σωθῆ μὲ ἄλλο τρόπο.
Ἀναλογιζόμενοι λοιπὸν καὶ περιστρέφοντας διαρκῶς αὐτὰ στὸν νοῦ μας, ἂς καθαρίσουμε τὸν βίο μας καὶ ἂς τὸν κάνουμε λαμπρὸ εἰς τρόπον ὥστε μὲ θάρρος νὰ ἰδοῦμε τὸν Κύριο καὶ νὰ ἐπιτύχουμε τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς ὑπεσχέθη, «Χάριτι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὐ καὶ μεθ᾿ οὐ τῷ Πατρὶ δόξα ἅμα τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
1. Ἰωάν. η΄ 56.
2. Μτθ. Κβ΄ 43-44.
3. Πράξ. γ΄ 24.
4. Ἰω. Ιζ΄ 25.
5. Λουκ. ιστ΄ 13.
6. Ψαλμ. 17, 45-46.
7. Ἡσ. 52, 15.
8. Ἡσ. 66, 1.
9. Ρωμ. 11, 7.
10. Ρωμ. 9, 30.
11. Ρωμ. 10, 3.
12. Ρωμ. 9, 30-32.
13. Ματθ. 20, 13-14.
14. Ρωμ. 3, 23-24.
15. Ρωμ. 2, 12.
16. Ἡσ. 52, 5 καί Ρωμ. 2, 24.
17. Ματθ. 21, 39.
18. Ἐννοεῖ τό γεγονός, ὅτι οἱ ίδικοί του δέν τόν δέχθηκαν.
19. Ἰωάν. 3, 19.
20. Ἰωάνν. 15, 25.
21. Ἰωάνν. 15, 24.
22. Ἰωάνν. 3, 20.
23. Ἰωάνν. 5, 44.
24. Ἀμώς 9, 11.
25. Ἐξ. 34, 29-35.
26. Δ΄ Βασ. 2, 11.
27. Αὐτόθι.
28. Ἰω. 21, 25.
29. Ἰω. 1, 14.
30. Ἰω. 17, 24.
31. Ἡσ. 26, 10.
32. Ψαλμ. 48, 8.
33. Ἱεζ. 14, 14 καί 16.