Νικoλάου Γ. Ζυγογιάννη
καθηγητοῦ Πρ. Προέδρου Πανελλ. Σ. Σαρακατσαναίων
Ὅλοι οἱ λαοί, καὶ οἱ λεγόμενοι «πρωτόγονοι», ἔχουν τραγούδια. Αὐτὰ διαθέτουν ἕναν στοιχειώδη λόγο καὶ μιὰ στοιχειώδη μουσικὴ καὶ ὑπηρετοῦν ἕναν πρακτικὸ σκοπό, π.χ. τὴν πρόκληση βροχῆς. Σὲ περισσότερο ἐξελιγμένες κοινωνίες, ἀγροτικές, τὸ τραγοῦδι, ποὺ ἀποδίδει συναισθηματικὲς διαθέσεις καὶ καταστάσεις, ἔχει ὁμαδικὸ χαρακτῆρα, ἐφόσον οἱ κοινωνίες αὐτὲς παραμένουν κλειστές. Στὴν ἑλληνικὴ γλωσσικὴ χρήση, ὁ προσδιορισμὸς «δημοτικὸ» παραπέμπει στὴν ἐποχὴ τῆς παραδοσιακῆς ἀγροτικῆς κοινότητας. Ἀπαραίτητη εἶναι ἡ διευκρίνιση ὅτι ὁ «ὁμαδικὸς χαρακτῆρας» τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν δὲν σημαίνει πὼς αὐτὰ σχηματίζονταν σὲ συνεργασία, ἀπὸ τὸ σύνολο τῆς ὁμάδας.
Ἕνα ἄτομο, προικισμένο, ὑπὸ τὴν ἐπήρεια μιᾶς συναισθηματικῆς διάθεσης, «ταίριαζε» ἕνα τραγοῦδι (χρησιμοποιώντας παραδοσιακὰ ἐκφραστικὰ μέσα, θέματα κ.λ.π.), στὸ ὁποῖο ἔδινε τὴ δική του μουσική, ἂν εἶχε μουσικὸ χάρισμα. Διαφορετικά, τὸ προσάρμοζε σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἤδη γνωστὲς μελωδίες. Τὸ τραγοῦδι αὐτὸ διαδιδόταν σύντομα στὴν κοινότητα καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ στενά της ὅρια, ὅπου δεχόταν τροποποιήσεις καὶ ἔτσι προέκυπταν οἱ παραλλαγές του. Ὁ Νικόλαος Πολίτης ἐπιχείρησε τὴ θεματικὴ κατάταξη τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν, ὁρίζοντας τὶς ἑξῆς κατηγορίες:
1. Ἱστορικά.
2. Κλέφτικα. Ἀπὸ τὴν ὕλη τους προῆλθαν τὰ «ληστρικά».
3. Παραλογές.
4. Τραγούδια τῆς ἀγάπης. Ἐδῶ ἀνήκουν καὶ τὰ λιανοτράγουδα (δίστιχα ὁμοιοκατάληκτα), ποὺ τὸ ὄνομά τους ποικίλλει κατὰ τόπους, ὅπως μαντινάδες (Κρήτη).
5. Νυφιάτικα. Συνοδεύουν γαμήλιες τελετουργίες.
6. Νανουρίσματα, μὲ τὶς πιὸ ποιητικὲς καὶ λυρικὲς εἰκόνες τῆς δημοτικῆς ποίησης. Καὶ ὁ Γιῶργος Σεφέρης παραδέχτηκε πὼς ἕνα δημοτικὸ νανούρισμα τὸν βοήθησε νὰ καταλάβει καλύτερα τὴν ἑρμητικὴ σύγχρονη τέχνη.
7. Κάλαντα-Βαΐτικα.
8. Τραγούδια τῆς ξενιτιᾶς.
9. Μοιρολόγια καὶ Μοιρολόγια τοῦ κάτω κόσμου.
10. Γνωμικὰ τραγούδια, ὅπως τὸ «Χαρεῖτε νιοί, χαρεῖτε νιὲς κι ἡ μέρα ὁλοβραδιάζει/ κι ὁ Χάρος τὶς ἡμέρες μας μιὰ μιὰ τὶς λογαριάζει».
11. Ἐργατικὰ καὶ βλάχικα (γεωργοκτηνοτροφικά).
12. Περιγελαστικά (γιὰ τὴν ἄσχημη σύζυγο καὶ τὴ νύφη ποὺ δὲν τὴν ἤθελαν τὰ συμπεθέρια).
Μεταγενέστερα, ἄλλοι μελετητὲς υἱοθέτησαν τὴν κατάταξη αὐτή. Ὅμως τὴ διεύρυναν, ὅπως τὰ Καταλόγια (ἐρωτικὰ τραγούδια ποὺ ἐντοπίζονται μέσα στὰ ἔμμετρα βυζαντινὰ μυθιστορήματα). Οἱ τρεῖς τέχνες, τοῦ χοροῦ, τῆς μουσικῆς καὶ τῆς ποίησης, ἄρχισαν ὡς μία, ὡς ἕνα ὀργανικὸ σύνολο. Σιγὰ – σιγά, ἡ τέχνη τοῦ χοροῦ αὐτονομήθηκε καὶ ἡ ἐκτέλεση τῆς χορευτικῆς πράξης ἔγινε αὐτοσκοπός. Χορὸς εἶναι ἡ ἔκφραση συναισθημάτων μὲ κινήσεις τῶν χεριῶν, τῶν ποδιῶν καὶ τοῦ σώματος μὲ συνοδεία μελωδίας καὶ λόγου. Σιγά – σιγά, σ΄ ὅλους σχεδὸν τοὺς λαούς, οἱ κινήσεις αὐτὲς ὑπάκουσαν σὲ ὁρισμένους κανόνες. Καὶ ἐνῷ ὁ χορὸς εἶναι πανανθρώπινο φαινόμενο, οἱ κινήσεις καὶ οἱ σημασίες του διαφέρουν ἀπὸ πολιτισμὸ σὲ πολιτισμὸ καὶ ἀπὸ ἐποχὴ σὲ ἐποχή.
Ὁ ἑλληνικὸς παραδοσιακὸς λαϊκὸς χορὸς (δημοτικὸς) λειτούργησε καὶ ἐκφράστηκε στὴν ἀγροτικὴ κοινότητα, στὴ φάση τῆς κλειστῆς κοινωνίας. Ὁ χορὸς διαπλέκεται μὲ τὴν καθημερινὴ ζωὴ τοῦ χωρικοῦ. Ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἔχει ἐμπνευστεῖ πολλὲς παροιμίες ἀπὸ τὸν χορό. Ἀκόμα καὶ σήμερα, θέλοντας νὰ ἐνισχύσουμε τὰ ἐπιχειρήματά μας, χρησιμοποιοῦμε παροιμίες, ὅπως «νηστικὸ ἀρκούδι δὲν χορεύει, τώρα ποὺ μπήκαμε στὸ χορὸ θὰ χορέψουμε, τρεῖς λαλοῦν καὶ δυὸ χορεύουν». Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς λαϊκῆς χορευτικῆς παράδοσης εἶναι ὅτι ὅλοι συμμετέχουν στὴ χορευτικὴ πράξη, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἂν εἶναι ἢ ὄχι καλοὶ χορευτές. Συνήθως ἡ χορευτικὴ δομὴ ἐπιτρέπει ἐλεύθερους προσωπικοὺς αὐτοσχεδιασμούς. Κάθε γεωγραφικὴ περιοχὴ παρουσιάζει μιὰ ἰδιαίτερη χορευτικὴ ταυτότητα.
Τὰ δημοτικὰ τραγούδια μὲ τὰ τρία ἐπιμέρους στοιχεῖα (ποίηση, μουσική, χορός) εἶναι ἡ λαϊκὴ καταγραφὴ τοῦ κύκλου τῆς ζωῆς: ἀπὸ τὴ γέννηση ὡς τὴν ταφή. Τραγουδιόνταν σὲ κοινωνικὲς ἐκδηλώσεις, ὅπως ἀρραβῶνες, γάμους, βαφτίσεις, γιορτές, πανηγύρια. Γράφτηκαν σὲ ὁρισμένη ἐποχή, κάτω ἀπὸ συγκεκριμένες συνθῆκες. Ἀπὸ τότε ποὺ οἱ συνθῆκες ἐξέλιπαν, σταμάτησαν νὰ γράφονται καὶ δημοτικὰ τραγούδια. Ὅμως φορεῖς – πολιτιστικοὶ σύλλογοι, κέντρα ἑλληνικῆς παράδοσης – ἔχουν ἀναλάβει τὴ διατήρηση τῆς μουσικῆς κληρονομιᾶς. Γιατὶ μέσα σ΄ αὐτὴ βρίσκουμε ζωντανὰ τὰ στοιχεῖα ποὺ μᾶς βοηθοῦν νὰ κατανοήσουμε τὴν πολιτιστική μας κληρονομιά, ν΄ ἀναζητήσουμε πρότυπα καὶ ἀξίες ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη γιὰ νὰ ἀντισταθοῦμε στὴν πολιτιστικὴ ἀλλοτρίωση.
Ἡ μαζικὴ ἐμφάνιση συλλόγων γίνεται στὴν προπολεμικὴ Ἑλλάδα καὶ κυρίως στὴν περίοδο τοῦ μεσοπολέμου. Οἱ πρῶτοι σύλλογοι ἦταν ἐπιστημονικοί, δηλαδὴ οἱ ἱδρυτὲς καὶ τὰ μέλη τους ἦταν ἄτομα καταξιωμένα στὴν Ἀθῆνα, ποὺ ἤθελαν νὰ προσφέρουν στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα τους. Συγκέντρωναν ἱστορικὰ καὶ λαογραφικὰ στοιχεῖα, ἔκαναν ἐκδηλώσεις.
Στὴ δεκαετία τοῦ ’60, ποὺ μεγάλα κύματα ἀγροτικῶν πληθυσμῶν συνέρρεαν στὴν Ἀθῆνα γιὰ ἀναζήτηση ἐργασίας καὶ ἡ ἀνάγκη γιὰ διατήρηση τῆς ἐπαφῆς μὲ τοὺς συγχωριανοὺς εἶναι μεγάλη, ὁ χαρακτῆρας τῶν σωματείων γίνεται κοινωνικός. Στὴ δικτατορία ἡ λαϊκὴ παράδοση δέχεται πλῆγμα, γιατὶ τὴ χρησιμοποιεῖ μὲ τὴ δική της ἀντίληψη γιὰ νὰ προσεγγίσει λαϊκὰ στρώματα. Στὴ μεταπολίτευση οἱ σύλλογοι ἐργάστηκαν γιὰ τὴν καταξίωση τῆς παράδοσης.
Στὴ δεκαετία τοῦ ’80 οἱ πολιτιστικοὶ σύλλογοι ἀποκτοῦν καὶ πολιτικὸ ὑπόβαθρο. Τὰ κόμματα πετυχαίνουν τὴν πολιτική τους διείσδυση στὴν ἐπαρχία καὶ τοὺς ἑτεροδημότες.
Ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ’90 παρατηρεῖται μιὰ στασιμότητα στὴ δραστηριότητα τῶν συλλόγων. Στὶς μέρες μας ὑπάρχουν πολλοὶ σύλλογοι. Λίγοι εἶναι ὅμως ἐκεῖνοι ποὺ προωθοῦν τὶς πολιτιστικὲς δραστηριότητες, ποὺ στοχεύουν στὴν ἐπαφὴ τῶν μελῶν τους μὲ τὴν ταυτότητα τῆς καταγωγῆς τους. Πολιτικὲς σκοπιμότητες ἢ ὠφελιμιστικὰ κίνητρα γίνονται πολλὲς φορὲς οἱ αἰτίες ἵδρυσης ἑνὸς συλλόγου, ἀφοῦ κάποιοι τοὺς βλέπουν ὡς μέσο γιὰ νὰ προωθήσουν τὰ συμφέροντά τους. Παρ’ ὅλα αὐτά, οἱ πολιτιστικοὶ σύλλογοι εἶναι οἱ κυριότεροι φορεῖς γιὰ τὴν ἐκμάθηση δημοτικῶν χορῶν.
Τὸ σχολεῖο κατέχει τὴ δεύτερη θέση – ἰδιαίτερα τὰ Μουσικὰ σχολεῖα ἔχουν ἀναλάβει αὐτὸν τὸν ρόλο – καὶ τὴν τελευταία ἔχει ἡ οἰκογένεια. Κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς συμβάλλουν στὴ διάδοση τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν καὶ τῶν ἑλληνικῶν παραδοσιακῶν χορῶν στὸν ἑλληνικὸ χῶρο ἀλλὰ καὶ παγκόσμια, ἀφοῦ δείχνουν στοὺς ξένους ποὺ ἐπισκέπτονται τὴ χώρα μας μιὰν ἄγνωστη πτυχὴ τοῦ νεοελληνικοῦ πολιτισμοῦ. Ἀκόμα, τὰ χορευτικὰ συγκροτήματα ποὺ πηγαίνουν στὸ ἐξωτερικὸ λειτουργοῦν ὡς πρεσβευτὲς τῆς χώρας μας καὶ βοηθοῦν νὰ προβληθεῖ ἡ κουλτούρα τοῦ λαοῦ μας. Ἐδῶ πρέπει νὰ ἀναφέρουμε φωτεινὲς περιπτώσεις ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν καταγραφὴ καὶ διάσωση τῆς δημοτικῆς μουσικῆς: ὁ Σύλλογος τοῦ Σίμωνα Καρρᾶ, ἡ Δόμνα Σαμίου, ὁ Παναγιώτης Μυλωνᾶς στὴν ΕΡΤ, τὸ Κέντρο Μικρασιατικῶν Σπουδῶν, τὸ Πελοποννησιακὸ Ἵδρυμα, ὁ Σύλλογος τῆς Δώρας Στράτου, τὸ Λύκειο Ἑλληνίδων, τὸ Κέντρο Ἑλληνικῆς Παράδοσης, τὸ Πανεπιστήμιο Κρήτης κ.ἄ.
Τέλος, οἱ αὐτοδίδακτοι λαϊκοὶ ὀργανοπαῖχτες καὶ τραγουδιστὲς συντηροῦν, ἀλλὰ καὶ διαδίδουν τὸ δημοτικὸ τραγούδι, τραγουδώντας το στὰ πανηγύρια, τοὺς γάμους ἢ κάποιες ἄλλες κοινωνικὲς ἐκδηλώσεις. Κάποιες φορὲς ὅμως, προσπαθώντας νὰ τὰ προσαρμόσουν στὶς σύγχρονες χορευτικὲς ἀνάγκες, ἀλλοιώνουν τὸ γνήσιο καὶ αὐθεντικὸ ὕφος τους – στὸν ρυθμὸ καὶ στὸ περιεχόμενο –, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ βλάπτουν παρὰ νὰ ὠφελοῦν τὸν σκοπὸ αὐτό. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἀλλοιώνεται καὶ ἡ γνήσια χορευτικὴ καὶ ἐνδυματολογικὴ παράδοση. Ἐκτὸς ὅλων αὐτῶν, ἀκόμα γίνονται συνέδρια, ὀργανώνονται διαλέξεις καὶ τὰ ΜΜΕ συμβάλλουν στὸν ἴδιο σκοπὸ μὲ ἀνάλογες ἐκπομπές, ἂν καὶ ἴσως χρειάζονται περισσότερες.
Σήμερα ὁ Νεοέλληνας ἔχει ἀποβάλει τὴν προκατάληψη ποὺ ὑπῆρχε παλιότερα, ὅτι ἡ παραδοσιακὴ μουσικὴ ἦταν ἀντιαστικὸ φαινόμενο. Ἀντίθετα, τραγουδᾶ, χορεύει καὶ ἐκδηλώνεται. Ὁ Ἕλληνας ἐπιστρέφει σὲ λησμονημένα παραδοσιακὰ στοιχεῖα, ὡς ἕναν βαθμὸ εἶναι θέμα κληρονομικότητας, γιατὶ «οἱ πρόγονοί μας μιλοῦν μέσα μας». Ἔτσι, τὸ δημοτικὸ τραγοῦδι καὶ οἱ παραδοσιακοὶ χοροὶ ἀποτελοῦν μιὰ ἐναλλακτικὴ μορφὴ ψυχαγωγίας. Βέβαια, ἔχει διαφοροποιηθεῖ ὁ τρόπος καὶ ὁ χῶρος ποὺ χορεύει κάποιος. Οἱ ρυθμοὶ ἔχουν γίνει πιὸ γρήγοροι καὶ τὰ μουσικὰ κέντρα διασκέδασης ἀποτελοῦν τοὺς κατεξοχὴν χώρους. Στὸ πλαίσιο τῶν ἁρμοδιοτήτων τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης ἀνήκει καὶ ὁ πολιτισμός, συμβάλλοντας στὴν ἀνάδειξη τῶν ἐθνικῶν ταυτοτήτων. Ἡ Εὐρώπη δὲν εἶναι χωνευτήρι πολιτισμῶν, ἀλλὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν πολλαπλότητα τῶν πολιτισμῶν. Ἔτσι, δὲν στοχεύει στὴν ἐξάλειψη τῶν ταυτοτήτων – ποὺ σφυρηλατήθηκαν μὲ τὸ πέρασμα αἰώνων, ἀκόμα καὶ χιλιετιῶν – ἀλλὰ στὴν ἐνίσχυση τῆς πολιτισμικῆς διάστασης αὐτῶν τῶν συστατικῶν στοιχείων, ὥστε νὰ ἀντισταθεῖ ἡ Εὐρώπη στὴν τυποποίηση ποὺ ἀπαιτεῖ ὁ νόμος τῆς ἀγορᾶς. Μὲ αὐτὸ τὸ δεδομένο, καὶ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὶς προσπάθειες τῆς ἑλληνικῆς πολιτείας (Ὑπουργεῖα Παιδείας, Πολιτισμοῦ, Ἐσωτερικῶν κ.ἄ.), τῶν Περιφερειῶν, Νομαρχιῶν (Ἀντιπεριφερειῶν), τῶν Δήμων, τῶν συλλόγων, ἀλλὰ καὶ τοῦ καθενὸς ἀπὸ ἐμᾶς προσωπικά, ἡ παραδοσιακὴ μουσικὴ θὰ συμβάλει στὴ συνέχιση τοῦ ἑλληνισμοῦ.