Τα Κρατήματα και η Θέση τους στην Ορθόδοξη Εκκλησία

Ἠλία Παπαδόπουλου Πρωτοψάλτου

Διευθυντοῦ τῆς Σχολῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς τῆς Ἱ. Μ. Λαρίσης

Φοιτητοῦ τμ. Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας ΑΠΘ

   Στήν ἱστορική διαδρομή τῆς Ἐκκλησίας οἱ τέχνες εἰσέβαλαν στήν λατρεία καί στούς χώρους της γιά ποικίλους καί διαφόρους λόγους, χωρίς ὅμως νά στοχεύουν ἀποκλειστικά στόν ἐξωραϊσμό της. Ὁ μακραίωνος αὐτός συγχρωτισμός λατρείας καί τέχνης ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα στήν ἐποχή μας ἡ ὀρθόδοξη Λατρεία νά βιώνη μία πληρότητα ὅσον ἀφορᾶ στίς τέχνες πού τήν ἐπενδύουν. Ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν ἀποδοχή τῆς τέχνης μέσα στούς κόλπους τῆς λατρείας ἦταν –καί εἶναι– ἡ προσαρμογή της στίς θεσμικές καί θεολογικές δομές τῆς ἐκκλησίας. Εἰδάλλως, ἀνέκαθεν δεχόταν τόν ἔλεγχο, τήν τροποποίηση καί, πιθανῶς, τήν ἀπόρριψη ἀπό τό σῶμα ἤ τήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ τέχνη δέν ἦταν ποτέ αὐτοσκοπός, ἀλλά μέσον γιά τήν πνευματική ἀναγωγή τῶν πιστῶν. Ἐπί τούτου, στίς μέρες μας, ὑπάρχουν ἐπιτροπές «Λατρείας καί Τέχνης» πού ἐξετάζουν διεξοδικά διάφορα τέτοια θέματα καί ἀποφαίνονται ἀναλόγως μέ τά πορίσματά τους. Ἡ ψαλτική τέχνη1 , μία ἀπό τίς τέχνες πού διείσδυσαν στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἀναπτύχθηκε καί προσαρμόστηκε στίς ἀνάγκες της. Δημιουργήθηκαν λοιπόν διάφορα εἴδη στό ἐκκλησιαστικό μέλος, τό ὁποῖο σέ πολλές περιπτώσεις εἴτε δέχθηκε ἐπιρροές ἀπό τήν κοσμική μουσική ἤ προσαρμόστηκε στίς ὑπάρχουσες τοπικές παραδόσεις. Ὡς εἴδη τῆς ψαλμωδίας ἔχουμε λοιπόν Κεκραγάρια, Ἀνοιξαντάρια, Στιχηρά καί Ἀπόστιχα, Ἀπολυτίκια, Καθίσματα, Ἀναβαθμούς, Κανόνες, Ὑπακοές, Κοντάκια καί Οἴκους, Αἴνους, Τυπικά καί Μακαρισμούς, Χερουβικά καί Κοινωνικά, Καλοφωνικούς Εἱρμούς, Μαθήματα καί τά Κρατήματα –γιά τά ὁποῖα θά γίνη λόγος παρακάτω– κ.λπ.2 .

Τά Κρατήματα – Ὁρολογία – Ὀνομασίες

Ὁ ὅρος «Κράτημα» συναντᾶται μέ δύο ἔννοιες: α) Ὡς ἄφωνο σημάδι τῆς παλαιᾶς παρασημαντικῆς, πού ἀνήκει στίς μεγάλες ἀργίες. β) Ὡς μουσική σύνθεση, πού κατά τόν Χρύσανθο ἀνήκει στά εἴδη τῆς ψαλμωδίας, ἄρα καί στό ἐκκλησιαστικό μέλος. Τό κείμενο τοῦ Κρατήματος εἶναι ἄσημες, δίχως νόημα, συλλαβές. Ἐκτός ἀπό κρατήματα, οἱ συνθέσεις αὐτές ὀνομάζονται καί τερετισμοί ἤ ἁπλῶς τεριρέμ νενανισμοί, ναί, πρόλογοι, ἀπολυταρίσματα κ.ἄ. Οἱ ἀρχικές συνθέσεις τῶν κρατημάτων περιεῖχαν κυρίως τίς συλλαβές Ανανε, Ανενα, Τενενα καί ὀνομάζονταν «ἠχήματα»3 . Ὁ ὅρος «Κράτημα», ὡς μουσική σύνθεση, προσβλέπει στήν παράταση τῆς διάρκειας τῆς ψαλμωδίας ἤ ἀκόμη καί στόν καλλωπισμό της4 . Συχνά τά κρατήματα ἀνήκουν σέ μία εὐρύτερη σύνθεση καί συχνά ὑπάρχει ἔνδειξη περί τῆς προαιρετικῆς ψαλμωδήσεώς τους5 , ἐμφανίζονται ὅμως καί ὡς αὐτοτελεῖς συνθέσεις. Τά ὀνόματα τῶν κρατημάτων ποικίλουν. Μπορεῖ νά εἶναι δηλωτικά τῆς μουσικῆς τους ἰδιότητος (π.χ. Καλλωπισμός, Ὀργανικόν), ὀνόματα μουσικῶν ὀργάνων (π.χ. Ἀνακαρᾶς, Βιόλα), ὀνόματα ἰδιοφώνων ἠχητικῶν ἀντικειμένων (π.χ. Ἀηδών, Καμπάνα, Σημαντήρι), ἐθνικά ὀνόματα ἤ ἐπίθετα (π.χ. Βουλγάρικον, Περσικόν), χαρακτηριστικά ὀνόματα ἤ ἐπίθετα (Ἀνυφαντής, Ἐρωτικόν) ἤ καί ἄγνωστης σημασίας ὀνομασίες (π.χ. Ἐμπαχούμ, Λαμέρα)6 .

Ἱστορική προσέγγιση τῶν Κρατημάτων

Ἡ ὕπαρξη τῶν Κρατημάτων στά μουσικά χειρόγραφα μαρτυρεῖται ἀπό τόν ιδ΄ αἰῶνα7 . Ἐπιφανεῖς ἐκκλησιαστικοί μουσικοί συνέθεσαν κρατήματα, ὅπως οἱ: Ἰωάννης ὁ Γλυκύς, Νικηφόρος ὁ Ἠθικός, οἱ ὅσιοι Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης καί Γρηγόριος ὁ Δομέστικος, Γεώργιος Κοντοπετρής, Γεράσιμος Ξανθόπουλος, Γρηγόριος Μπούνης, Μανουήλ Χρυσάφης, Θεοφάνης Καρύκης, Μελχισεδέκ Ραιδεστοῦ, Γερμανός ὁ Νέων Πατρῶν, ὁ ἱερεύς Μπαλάσιος, Πέτρος Μπερεκέτης, Παναγιώτης Χαλάτζογλου, Δανιήλ ὁ Πρωτοψάλτης, Πέτρος ὁ Πελοποννήσιος, Δαμιανός ὁ Βατοπαιδινός, Γρηγόριος ὁ Πρωτοψάλτης κ.ἄ. Ἀνάμεσα στήν πλειάδα τῶν συνθετῶν ὑπάρχουν καί Ἁγιορεῖτες μουσικοί, Πρωτοψάλτες τοῦ Πατριαρχείου, ἀκόμη καί Ἀρχιερεῖς. Μπορεῖ νά ξεχωρίση κανείς τά ὄνομα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Κουκουζέλους καί Γρηγορίου τοῦ Δομεστίχου, ὡς ἁγίων τιμωμένων ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, χωρίς ὅμως νά σημαίνη κάτι γιά τήν ἐγκυρότητα τῆς χρήσεως –ἤ μή– τῶν κρατημάτων στήν Λατρεία. Δέν ὑπάρχουν σαφεῖς ἐνδείξεις γιά τήν προέλευση καί τήν εἰσαγωγή τῶν κρατημάτων στήν θεία Λατρεία. Ἰδιαιτέρως δέ, ἀφοῦ ἡ παρουσία τῆς μουσικῆς δικαιολογεῖται ὡς ἔνδυση τοῦ λόγου, ὡς μέσο γιά τήν εὐκοπώτερη ἀφομοίωση τῶν δογμάτων καί τῶν θείων νοημάτων, ὅπως χαρακτηριστικά ἑρμηνεύει ὁ Μ. Βασίλειος8. Ἔτσι, ὅπως θά δοῦμε και παρακάτω, ὑπάρχουν κάποιοι πού ἀποδέχονται καί ὑποστηρίζουν τήν ὕπαρξη τῶν κρατημάτων στήν Λατρεία, ἀλλά καί κάποιοι πού ὑποστηρίζουν τόν ἐξοβελισμό τους, μή δεχόμενοι κάποιο λόγο ὑπάρξεώς τους στίς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἐμμανουήλ Βαμβουδάκης ἀνάγει τήν εἰσαγωγή τῶν κρατημάτων στό Ἱερό Παλάτιο. Εἴτε ἀπό τό «Te re(ge)m exspectamus», ὡς ἀκροτελεύτιο σέ κάποιο ἐπίκαιρο ὕμνο πού ἀποδιδόταν ἀπό τόν χορό τῶν ψαλτῶν, πού ὡς ἐξέλιξη γλωσσική καί μουσική παρήγαγε τό «τεριρέμ», εἴτε ὡς ὀργανικές συνθέσεις, φωνητικά ἀποδιδόμενες, ἀφοῦ στήν Λατρεία ἦταν ἀποκλεισμένη ἡ χρήση ὀργάνων9. Οἱ ἀπόψεις τοῦ Βαμβουδάκη, ἄν καί χρησιμοποιοῦνται βιβλιογραφικά, δέν ἀποτελοῦν αὐθεντία καί ἐλέγχονται ὡς ἀναξιόπιστες10. Πιό πιθανό θεωρεῖται νά γεννήθηκαν τά κρατήματα στά πλαίσια τῆς καλοφωνίας, ἀπό τόν ιβ΄ αἰ. καί ἔπειτα. Ἀπό τά μέσα μάλιστα τοῦ ιδ΄ αἰ. εἶναι σχεδόν ἐπιβεβλημένα στίς καλοφωνικές συνθέσεις, ἀφοῦ ἡ ἀπουσία σημαντικοῦ ἔδινε περίσσεια μουσική εὐχέρεια στόν συνθέτη. Τό Κρατηματάριο εἶναι τό βιβλίο πού περιέχει τά κρατήματα τῶν βυζαντινῶν καί μεταβυζαντινῶν μελουργῶν. Σύμφωνα μέ τόν καθηγητή Γρ. Στάθη τό Κρατηματάριο ἀποτελεῖ «ἴδιον εἶδος» μελoποιΐας. Πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι οἱ σύγχρονες συνθέσεις κρατημάτων, εἴτε ἀποτυπωμένες, εἴτε αὐτοσχέδιες σέ πραγματικό χρόνο κατά τήν διάρκεια τῶν Ἀκολουθιῶν, οὐδεμία σχέση ἔχουν μέ τίς στιβαρές καί ἄρτια μορφολογικά δομημένες συνθέσεις τῶν παλαιοτέρων, πού ἀποτελοῦν σοβαρά δείγματα μελοποιΐας, ἱκανές νά σταθοῦν στό περικαλλές μουσικό στερέωμα τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.

Ἡ θέση τῶν κρατημάτων στήν Λατρεία

Στήν ἐποχή μας συναντοῦμε τά κρατήματα μέσα στήν θεία Λατρεία σέ Ἀγρυπνίες, ὅπου ἡ ἐπέκταση τῶν Ἀκολουθιῶν εἶναι αὐτονόητη, στό Ὀκτάηχο Θεοτοκίο τοῦ Πέτρου Μπερεκέτου, ἤ σέ κάποια ἐκτενῆ «Δύναμις», ὅπως γιά παράδειγμα στό «Δύναμις» τοῦ Ξένου Κορώνη καί στό Κοινωνικό τῆς Προηγιασμένης «Γεύσασθε…» τοῦ Ἰ. Κλαδᾶ κ.ἄ. Παλαιότερα ψάλλονταν στούς καλοφωνικούς στίχους τοῦ Ἑσπερινοῦ, τοῦ Ὄρθρου καί τῆς θείας Λειτουργίας, στά δίχορα δοξαστικά τῶν κυριωτέρων ἑορτῶν, στά ἀσματικά «Ἅγιος ὁ Θεός» καί στά ἀσματικά Χερουβικά11. Ἀπό τά τέλη τοῦ ιδ΄ αἰ. χρονολογοῦνται οἱ παρεμβολές τῶν κρατημάτων στούς Χερουβικούς ὕμνους, ὥστε νά ἐπιμηκυνθοῦν καί νά καλύψουν τίς λειτουργικές πράξεις. Ἀρχικῶς τά κρατήματα αὐτά προέρχονταν, ὡς αὐτοτελεῖς συνθέσεις, ἀπό τό Κρατηματάριο. Στήν συνέχεια ὅμως, ἀναπτύχθηκαν στόν κυρίως κορμό τῆς συνθέσεως τῶν Χερουβικῶν καί παρεμβάλλονταν στό «Ὡς τόν βασιλέα…». Οἱ περισσότεροι μελοποιοί Χερουβικῶν ἀπό τά τέλη τοῦ ιδ΄ αἰ. ἕως τίς ἀρχές τοῦ ιζ΄ αἰ. συνοδεύουν τίς μελοποιήσεις τους μέ κρατήματα. Ἀπό τά τέλη τοῦ ιζ΄ αἰ. ἡ δομή αὐτή ἀτόνησε, γιά νά φθάσουμε στήν σημερινή ἐποχή, ὅπου τά Κρατήματα ὑπάρχουν μόνο σέ λίγα ἐκτενῆ Χερουβικά καί παραλείπονται παντελῶς στήν χρήση τους στίς περισσότερες περιπτώσεις12. Ἐκτενῆ Χερουβικά ἐψάλλοντο ὅταν ἡ προσκομιδή γινόταν τήν ὥρα τῆς Μεγάλης Εἰσόδου.

Ἡ διχογνωμία γιά τήν χρήση τῶν Κρατημάτων

Πολλές φορές γίνονται παράπονα ἀπό τούς πιστούς γιά τά Κρατήματα. Οἱ ἀντιρρήσεις αὐτές ἐκφράστηκαν πρῶτα ἀπό λογίους μέν ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες, πιθανῶς ὅμως ἐπηρεασμένους ἀπό δυτικόφερτες νοοτροπίες. Κάποιοι ἀπ᾿ αὐτούς στάθηκαν μετριοπαθῶς ἀπέναντι στά κρατήματα, ἐνῶ ἄλλοι ἐπιτέθηκαν σφοδρῶς, προκειμένου τά κρατήματα νά ἐξοβελιστοῦν ἐντελῶς ἀπό τήν θεία Λατρεία. Ἐνδεικτικά, ἀναφέρονται οἱ ἑξῆς: Οἱ σχολιαστές τοῦ Πηδαλίου, Ἀγάπιος ἱερομόναχος (πρεσβύτερος) καί ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης13, ἡ Ἀδελφότης Θεολόγων «Ἡ Ζωή»14, ὁ Μητροπολίτης Ζακύνθου Διονύσιος Λάτας, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντῖνος ὁ Ε΄15, ὁ Κωνσταντῖνος Καλλίνικος κ.ἄ. Ὅμως, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὑπάρχουν λόγιοι ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες, πού ὑποστηρίζουν τήν χρήση τῶν κρατημάτων στήν θεία Λατρεία. Ἐνδεικτικά, ἀναφέρονται οἱ ἑξῆς: Νικόλαος Μαλαξός, Πρωτόπαπας Ναυπλίου, Ἐμμανουήλ δέκαρχος ὁ Κρής, Γεράσιμος Βλάχος κ.ἄ. Παραθέτουμε συνοπτικά16 τήν ἀπό κριση γιά τά Κρατήματα τοῦ λογίου Μητροπολίτου Φιλαδελφείας Γερασίμου17, τοῦ Βλάχου καί Κρητός (17ος αἰ.) πρός τόν Ἰάκωβο, ἥρωα τῶν Ἑνετῶν, γιά λογαριασμό τοῦ Πρωτοψάλτου Κρήτης Δημητρίου τοῦ Ταμία, στόν ὁποῖο ἐτέθη ἡ ἐρώτηση γιά τήν αἰτία τῆς ὑπάρξεως τῶν Κρατημάτων στήν Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία: Τά κρατήματα, συμβολίζουν τήν ἀκατάπαυστη δοξολογία τῶν Ἀγγέλων πρός τόν Θεό, οἱ ὁποῖοι ψάλλουν τά «ἄρρητα ρήματα» κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, δηλαδή μέλος καί ἁρμονία χωρίς λόγια ἤ λόγια ἀκατανόητα. Τά κρατήματα κατά τήν συμβολική θεολογία, σημαδεύουν τό ἀκατανόητο τῆς θεότητος. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία, μή θέλοντας νά στερηθῆ καί τῶν ρητῶν καί τῶν ἀρρήτων, ψάλλει καί λόγια ρητά καί λόγια ἄρρητα. Τά ρητά σημαδεύουν τήν ἀνθρωπότητα, καί μέ τά ἄρρητα (δηλαδή τά κρατήματα μέ τίς ἄσημες συλλαβές) σημαδεύουν τήν θεότητα. Ὡς κατακλείδα μάλιστα τῆς δεύτερης ἑρμηνείας, ἀναφέρει: «Τοῦτα μοῦ φαίνονται νά σέ φθάνωσι νά λογιάσης, πῶς ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τόν τερερισμόν δέν τόν ἄρχισεν ἁπλῶς καί ὡς ἔτυχεν, ἀλλά μέ λογαριασμόν, καί εὔλογον τέλος, καί τό περισσότερον ὁπού ἡ Ἐκκλησία δέν ἠμπορεῖ νά σφάλλη, ὡς λέγει ἡ κοινή συντροφία τῶν Θεολόγων· ὅσον ὁ ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νά σφάλλη, μά ἡ Ἐκκλησία οὐδαμῶς· ὥστε συμπέραινε ἀπό τοῦτο, πώς μέ τό νά στέργη ἡ Ἐκκλησία αὐτό, δέν εἶναι σφαλερόν, μόνον εἶναι εἰς δόξαν Θεοῦ τοῦ φωτίζοντος ἡμᾶς· ἀμήν». Τήν ἑρμηνεία περίπου τοῦ Γερασίμου, ἀπό θεολογικῆς καί φιλοσοφικῆς πλευρᾶς, ἐνστερνίζεται καί ὁ Ἄγγελος Μαντάς18: «Εἶναι φανερό ὅτι γιά τήν δυτική σκέψη τά κρατήματα τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης εἶναι ἀνεξήγητα καί σκανδαλώδη. Ἀντίθετα ἡ Ἀνατολή ὑμνεῖ τόν Θεόν καί «διά φωνῶν ἀσήμων». «Οἱ ἄσημες φωνές. Ὁ τρόπος τοῦ Χριστιανοῦ νά δηλώση τήν ἀσθένεια τῆς γλώσσας μέσα ἀπό τήν ὁποία τελειοῦται ἡ δύναμίς του. Οἱ ἄσημες φωνές. Ἄσημες, γιατί οὔτε λέγουν, οὔτε κρύπτουν, ἀλλά γιατί, παρότι ἄσημες, σημαίνουν… …Δείχνουν καί σημαίνουν τόν ἕτερον τόπον, τόν χῶρο τοῦ μυστηρίου, πέρα ἀπό τήν ἐντοπία καί ξένο πρός τήν οὐτοπία». Τά κρατήματα λοιπόν, ἔχουν καί λειτουργική ἀξία, καί θεολογική ὑπόσταση. Ὡς αὐτοτελῆ μαθήματα, λόγῳ τῆς μεγάλης τους μουσικῆς ἀξίας19, μποροῦν νά ψαλλοῦν κατά τήν διάρκεια τῆς διανομῆς τοῦ ἀντιδώρου ἤ σέ συναυλίες Βυζαντινῶν Χορῶν.

Ἐπιλεγόμενα

Σάν κατακλείδα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τά Κρατήματα ἀπετέλεσαν ζωντανό κομμάτι τῆς ψαλμωδίας γιά αἰῶνες, εἴτε ὡς αὐτοτελεῖς συνθέσεις, εἴτε ὡς μέρη μίας εὐρύτερης συνθέσεως, μέ τήν ἀκμή τους στούς ὕστερους βυζαντινούς καί μεταβυζαντινούς χρόνους. Στούς τελευταίους δύο αἰῶνες ἡ χρήση τους ἀτόνησε, λόγῳ τῆς συντμήσεως τοῦ χρόνου τελέσεως τῶν Ἀκολουθιῶν, καί ὄχι λόγῳ τῆς μικρότερης μουσικῆς ἀξίας τῶν μεταγενεστέρων συνθέσεων σέ σχέση μέ τίς παλαιές. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει ἀπορρίψει τήν χρήση τους στήν Λατρεία, μέ τήν λογική βέβαια νά χρησιμοποιοῦνται ὅταν αὐτό κρίνεται σκόπιμο, καί, ἴσως μέ φειδώ, μέτρο καί περίσκεψη. Δηλαδή, μόνο ὅταν ἐπιβάλλεται ἡ παράταση τῆς ψαλμωδίας, ὥστε νά καλυφθοῦν ἱερατικές λειτουργικές πράξεις. Συνεπῶς, πέρα ἀπό τίς ἀπόψεις τοῦ καθ᾿ ἑνός, ὀφείλουμε νά κάνουμε ὑπακοή στήν Ἐκκλησία καί σέ ὅσα τό Τυπικό της προβλέπει, κινούμενοι στά σαφῆ ὅρια μέ τά ὁποῖα «ἐν σοφίᾳ» περιχαρακώνει τό ἐκκλησιαστικό γεγονός.

Περιοδικό Ε.ΡΩ. Τεύχος 37