Σηφακάκης Βασίλειος
Φιλόλογος – Ἀντιπρόεδρος τοῦ Ο.Δ.Ε.Γ.
Ὁ ΟΔΕΓ, τὸν ὁποῖο ἐκπροσωπῶ, ἀποδέχθηκε μὲ χαρὰ τὴν πρόσκληση ποὺ μᾶς ἀπευθύνατε, γιὰ τὴ συμμετοχή μας στὴν Ἡμερίδα αὐτὴ μὲ θέμα «Τὸ Γένος σήμερα-Προβλήματα καὶ λύσεις». Τὸ κύριο ἀντικείμενο τῆς δραστηριότητος τοῦ Ὀργανισμοῦ μας, ὅπως παρουσιάστηκε καὶ ἀπὸ τὶς στῆλες τοῦ ἐξαιρετικοῦ περιοδικοῦ σας στὸ πρῶτο τεῦχος του, εἶναι ἡ γλῶσσα. Εἶναι λοιπὸν φυσικὸ νὰ μᾶς ἐνδιαφέρη ἡ σημερινὴ Ἡμερίδα, ἀφοῦ καὶ ἡ γλῶσσα ἀποτελεῖ βασικὸ συστατικὸ στοιχεῖο καὶ ἰσχυρὸ συνεκτικὸ δεσμὸ ἑνὸς Ἔθνους.
Πρῶτα-πρῶτα θέλω νὰ σᾶς συγχαρῶ γιὰ τὴν πρωτοβουλία σας, νὰ ἀναδείξετε μέσα ἀπὸ τὴν Ἡμερίδα αὐτὴ τὴν ἱστορικὴ συνέχεια τῆς φυλῆς μας, μὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ συστατικὰ στοιχεῖα πού τὴν ἀποδεικνύουν, σὲ καιροὺς χαλεπούς, ὅπως τὴ σημερινὴ ἐποχή. Πολὺ τετριμμένο εἶναι νὰ ἀναφερθῶ στὶς τάσεις πού ἐπικρατοῦν σήμερα, πού μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση τείνουν νὰ ἰσοπεδωθοῦν καὶ νὰ ἐξαφανιστοῦν ὅλα ὅσα συνθέτουν τοὺς ἐπὶ μέρους πολιτισμοὺς καὶ ἑπομένως καὶ τὸ δικό μας. Ἰδιαίτερα, ἐμᾶς μᾶς πολεμοῦν περισσότερο, γιατί φαινόμενα, ὅπως τοῦ δικοῦ μας πολιτισμοῦ, τῆς δικῆς μας ἱστορικῆς παρουσίας στὸν κόσμο εἶναι μοναδικά, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀντιμετωπίζουμε ὄχι μόνο τὸν φθόνο ἀλλὰ τὴν ὀργὴ καὶ τὸ μίσος πολλῶν. Ἀναφέρομαι, βέβαια, σὲ μία ἱστορικὴ συνέχεια, χωρὶς διακοπή, χιλιετιῶν. Δὲν εἴμαστε Ἰνδοευρωπαῖοι, δὲν ἤλθαμε ἐξ Ἀνατολῶν οὔτε ἀπὸ τὴν Ἀφρική, οὐδεὶς Δωριεὺς κατῆλθε ἀπὸ τὸν Βορρᾶ, ἀφοῦ κατοικοῦσαν ἀνέκαθεν στὴν Πελοπόννησο καὶ τὴν Κρήτη, δὲν γίναμε Σλάβοι, δὲν ἐκτουρκιστήκαμε, δὲν γίναμε Ἀλβανοί. Κι αὐτὰ τὰ λέγω γιατί ὑπάρχουν σχετικὲς θεωρίες. Ἕλληνες εἴμαστε ἀνέκαθεν διεκήρυξαν οἱ πρόγονοί μας καὶ τὸ ἴδιο λέμε καὶ μεῖς σήμερα καὶ μάλιστα μὲ περισσότερα στοιχεῖα.
Ἡ αὐτοχθονία εἶναι συχνὸ θέμα στοὺς Ἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς. Σχετικὲς ἀναφορὲς ὑπάρχουν στὸν Ἡρόδοτο, στὸν Θουκυδίδη, στὸν Πλάτωνα, στὸν Ἰσοκράτη, στὸν Λυσία, στὸν Ἀριστοφάνη, στὸν Πλούταρχο, στὸν Παυσανία, στὸν Διόδωρο Σικελιώτη καὶ σὲ ἄλλους συγγραφεῖς καὶ σχολιαστὲς Ἀρχαίων ἑλληνικῶν κειμένων. (Ἕλληνες ἀεὶ ἐσμέν, Ἀντων. Ἀντωνάκου, ἐκδόσεις Κάδμος 2007, σελ. 87 καὶ ἑξῆς). Καὶ οἱ ἀναφορὲς δὲν ἀφοροῦν βέβαια μόνον τοὺς Ἀρχαίους Ἀθηναίους, ἀλλὰ καὶ τοὺς κατοίκους τῆς Πελοποννήσου –Ἀργείους, Προσέληνους Ἀρκάδες, Κυνουρίους,– τοὺς Ἐτεόκρητες, τοὺς κατοίκους τῆς Σαμοθράκης καὶ δὲν ὑπονοεῖται ὅτι οἱ ὑπόλοιποι ἦσαν ἔξωθεν φερμένοι. Σήμερα, γιὰ νὰ κλείσουμε τὸ θέμα αὐτό, μποροῦμε νὰ ἰσχυρισθοῦμε, στηριζόμενοι σὲ περισσότερα στοιχεῖα ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς ἔχει βαθειὲς ρίζες. Κι αὐτὰ εἶναι τὰ ἀδιάσειστα ἀποδεικτικὰ πορίσματα τῶν σημερινῶν ἐπιστημῶν, περισσότερο τῆς Βιολογίας, τῶν ἀνασκαφικῶν εὑρημάτων, τῶν ἀνθρωπολογικῶν ἐρευνῶν, ἀκόμη καὶ τῆς λαλέουσας τὰ ἀληθῆ Μυθολογίας μας. Ἡ ἴδια ἡ λέξη μῦθος σημαίνει λόγος καὶ Μυθολογία εἶναι ἡ ἀφήγηση λόγων καὶ ὄχι παραμυθιῶν. Νὰ μοῦ συγχωρήσετε τὶς γενικὲς αὐτὲς ἀναφορές, ἀλλὰ ἂν ἀναφερθεῖ κάποιος διεξοδικὰ στὰ ζητήματα αὐτὰ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ὁ μόνος ὁμιλητής σ᾿ ὅλη τὴν Ἡμερίδα καὶ πάλι ὁ χρόνος δὲν θὰ ἀρκοῦσε.
Ἀποτελοῦμε, λοιπόν, ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἕνα πανάρχαιο Ἔθνος μὲ κοινοὺς δεσμούς. Τὴν ἔννοια τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους προσδιορίζει μὲ καταπληκτικὴ ἀκρίβεια ὁ Ἡρόδοτος στὸ ἔργο του (Οὐρανία ἐδάφιο 44) στὴν ἀπάντηση τῶν Ἀθηναίων πρὸς τοὺς Σπαρτιᾶτες. Στοὺς τελευταίους, ποὺ φοβήθηκαν μήπως οἱ Ἀθηναῖοι συνθηκολογήσουν μὲ τὸν Ξέρξη, οἱ Ἀθηναῖοι ἀπάντησαν: «Τὸ ἑλληνικόν, ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι, ἤθεά τε τὰ ὁμότροπα, τῶν προδότας γενέσθαι Ἀθηναίους οὐκ ἂν ἔχοι», ποὺ σημαίνει ὅτι τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος εἶναι ὅμαιμον (ἔχει δηλ. κοινὴ φυλετικὴ καταγωγή), ὁμόγλωσσον, ἔχει ναούς, ἀγάλματα θεῶν καὶ θυσίες, ὅλα κοινά, ἤθη ὁμότροπα καὶ αὐτῶν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνουν προδότες οἱ Ἀθηναῖοι. Ὁ προσδιορισμὸς αὐτὸς τοῦ Ἡροδότου δὲν ἔχει ἀνατραπεῖ μέχρι σήμερα. Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ποιὸς παράγων εἶναι περισσότερο καθοριστικός, –στὸν Ἡρόδοτο, φαίνεται νὰ τονίζεται ὁ ρόλος τῆς Θρησκείας,– δὲν ἀμφισβητεῖται ὅτι καὶ ἡ γλῶσσα εἶναι πολὺ σημαντικὸς παράγων γιὰ τὴν συνοχὴ ἑνὸς Ἔθνους.
Δὲν ὑπάρχει σήμερα ἀμφιβολία ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι ἡ ἀρχαιότερη τῶν Εὐρωπαϊκῶν γλωσσῶν καὶ μία ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες γλῶσσες παγκοσμίως ποὺ ὁμιλεῖται ἀδιαλείπτως ἐδῶ καὶ χιλιάδες χρόνια. Ἴσως ἀντίστοιχο παράδειγμα μποροῦμε νὰ δοῦμε μόνο στὴν Κινεζική. Πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι ἕνας σημερινὸς Ἕλληνας, μὲ μέτριες γραμματικὲς γνώσεις, θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ συνδιαλλεχθῆ μὲ ἕναν Ἕλληνα τῆς κλασσικῆς ἐποχῆς, στὴν Ἀγορὰ τῶν Ἀθηνῶν, παρὰ τὴ δυσκολία τῆς προσωδιακῆς ἀπαγγελίας τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων. Μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν σήμερα καὶ κάποιες ἀπόψεις ποὺ διακηρύσσουν ὅτι εἶναι διαφορετικὴ ἡ ἀρχαία ἀπὸ τὴν νέα ἑλληνικὴ γλώσσα. Αὐτοὶ ποὺ τὶς ἐκφράζουν ἢ γνωρίζουν καλὰ τί κάνουν καὶ ποιὰ συμφέροντα ἐξυπηρετοῦν ἢ δὲν ξέρουν τί τοὺς γίνεται.
Ἡ γλῶσσα αὐτή, μὲ ἐπιστημονικὰ πλέον δεδομένα καὶ ὄχι μὲ ὑποθέσεις, ὁμιλεῖται ἐδῶ καὶ 4.000 χρόνια. Αὐτὸ στηρίζεται στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ γραμμικὴ γραφὴ Β΄, ἡ ὁποία ἀποκρυπτογραφήθηκε, ἀποδείχθηκε ἑλληνικὴ καὶ δὲν εἶναι βέβαια δυνατὸν ἡ γραμμικὴ γραφὴ Α΄, ἡ ὁποῖα δὲν ἀποκρυπτογραφήθηκε πλήρως ἀκόμη, καὶ στὴν ὁποία στηρίζεται ἡ γραμμικὴ γραφὴ Β΄, νὰ εἶναι σανσκριτικά. Εἶναι ἀποδεδειγμένο ἐπιστημονικὰ ὅτι ἐχρησιμοποιεῖτο ἡ γραμ. Γραφὴ Β΄ τὸ 1450 π.Χ. ἐνῶ σὲ κάποιες περιοχὲς χρησιμοποιοῦσαν ἀκόμη τὴ γραμμικὴ γραφὴ Α΄. Καὶ κάνω λόγο γιὰ μία πραγματικὰ σύντομη παρουσία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας 4.000 χρόνων, γιατί δὲν μποροῦμε νὰ ἀποδείξουμε ἐπιστημονικὰ ὅτι ἡ ἐπιγραφὴ τοῦ Δισπηλιοῦ τοῦ 5.260 π.Χ. ὁμιλεῖ ἑλληνικά, παρὰ τὸ ὅτι ὁ Γ. Χουρμουζιάδης, Ἀρχαιολόγος καὶ ἀνασκαφέας θεωρεῖ πρόγονο τῆς Ἑλληνικῆς, τὴ γραφὴ τοῦ Δισπηλιοῦ. Ἀνάλογα τέτοια δείγματα γραφῆς ὑπάρχουν καὶ σὲ ἕνα ἐνεπίγραφο σφονδύλι τῆς συλλογῆς Σταθάτου, τοῦ 5.000 π.Χ., σὲ μία προϊστορικὴ σφραγίδα ἀπὸ τὰ Γιαννιτσὰ τοῦ 5.000 ἐπίσης π.Χ. καὶ σὲ ὄστρακο ἀπὸ τὰ Γιούρα τῆς Ἀλοννήσου τοῦ 4.000 π.Χ. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἀμφισβητεῖται ἀπὸ κανένα ὅτι ὁ προφορικὸς λόγος προηγεῖται τοῦ γραπτοῦ, μποροῦμε νὰ κάνουμε λόγο γιὰ ἑλληνικὴ γλῶσσα τουλάχιστον 7.000 ἐτῶν καὶ ἑπομένως καὶ γιὰ Ἕλληνες ἀναλόγου, ἐπίσης ἡλικίας. Καὶ αὐτὰ εἶναι δεδομένα, χωρὶς νὰ λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν τὶς μελέτες τοῦ Ἄρη Πουλιανοῦ καὶ ὁμάδος Διεθνῶν ἐπιστημόνων, ποὺ ἀπέδειξαν ὅτι οἱ Σαρακατσάνοι, ἀρχαιότατο ἑλληνικὸ φῦλο, ὁμιλεῖ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, πολλὲς χιλιετίες πρίν.
Ὅλα αὐτά, βέβαια, ἀποδεικνύουν ὅτι οὔτε ἐμεῖς εἴμαστε Ἰνδοευρωπαῖοι, οὔτε ἡ γλῶσσα μας εἶναι Ἰνδοευρωπαϊκὴ οὔτε καὶ τὸ ἀλφάβητό μας Φοινικικό. Ἡ θεωρία τοῦ Ἰνδοευρωπαϊσμοῦ ἔχει τὶς ρίζες της στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰ. Εἶναι ἐφεύρημα κυρίως τῶν Γερμανῶν ποὺ πρωτοστάτησαν, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴ νικηφόρο γι᾿ αὐτοὺς ἐξέλιξη τῶν Ναπολεοντείων Πολέμων, συνέβαλε καὶ αὐτὴ στὴν ἔξαρση τοῦ γερμανικοῦ ἐθνικισμοῦ. Ἔπρεπε νὰ βρεθῆ ἕνα Ἔθνος Ἀρίων, ποὺ μὲ τὰ χαρακτηριστικά του, ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὰ καὶ ἡ γλῶσσα νὰ ὑπερέχη τῶν ἄλλων. Σὲ σχέση μὲ τὴ γλώσσα, ἡ θεωρία στηρίχθηκε στὴ συγγένεια τῶν λέξεων ποὺ δηλώνουν πρόσωπα ἢ πράγματα. Ἡ ρίζα τῶν λέξεων π.χ. μητέρα-μάννα-μαμά, πατέρα καὶ πλήθους ἄλλων, εἶναι κοινὴ σ᾿ αὐτὲς τὶς θεωρούμενες Ἰνδοευρωπαϊκὲς γλῶσσες. Δὲν διαφωνοῦμε γι᾿ αὐτό. Ἀντὶ ὅμως νὰ ἀποδοθῆ αὐτὴ ἡ συγγένεια στὴν πιὸ ἀρχαία ἀπὸ τὶς σωζόμενες σήμερα γλῶσσες, στὴν Ἑλληνική, ἐφευρέθηκε ἡ θεωρία αὐτὴ γιὰ νὰ λύση τὸ πρόβλημα. Δὲν ἦταν δυνατὸν οἱ Γερμανοὶ νὰ ἀποδώσουν πρωτεῖα στοὺς Ἕλληνες καὶ τὸ Ἑλληνικὸ πνεῦμα, σὲ μία ἐποχὴ μάλιστα ποὺ ἡ Ἑλλάδα δὲν εἶχε κρατικὴ ὀντότητα. Θυμηθεῖτε αὐτὸ ποὺ εἶπα προηγουμένως ὅτι μὲ τὸν πολιτισμὸ μας προκαλοῦμε τὸ φθόνο. Καὶ αὐτὸ τὸ λέγω μὲ ἐπίγνωση ὅτι Γερμανοὶ ἐπιστήμονες εἶναι οἱ ἐγκυρότεροι μελετητὲς καὶ σχολιαστὲς τῆς Ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας. Ἀπὸ τότε βέβαια ἔχουν περάσει πολλὰ χρόνια καὶ ἡ ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη καὶ ἔρευνα ἔφερε στὸ φῶς πολλὰ νέα στοιχεῖα τὰ ὁποῖα στὴν πιὸ καλὴ περίπτωση γιὰ τοὺς Ἰνδοευρωπαϊστές, θέτουν ἐν ἀμφιβόλῳ τὴ θεωρία τους. Ὡστόσο δὲν εἶναι εὔκολο γιὰ τοὺς Ἕλληνες Ἀκαδημαϊκοὺς νὰ ξεχάσουν ἢ νὰ ἀναθεωρήσουν ὅσα ἔμαθαν ὅταν μαθήτευσαν στὰ Πανεπιστήμια ἐντὸς καὶ ἐκτός τῆς Ἑλλάδος. Θὰ ἦταν ἐξ ἄλλου πολὺ δύσκολο νὰ ἐντρυφήσουν σ᾿ αὐτὰ τὰ νέα δεδομένα καὶ νὰ ξεκινήσουν μία νέα διδασκαλία, διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη ποὺ μέχρι τώρα ἐδίδασκαν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ θεωρία αὐτὴ καὶ στὰ Ἑλληνικὰ Πανεπιστήμια καλὰ κρατεῖ.
Ἡ ἀρχαιότητα τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ ἑπομένως καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶναι δεδομένη. Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι οἱ παλαιότερες ἐπιγραφὲς τῆς Κινεζικῆς ἀνάγονται στὸ 1.450 π.Χ., τῆς Ἑβραϊκῆς στὸν 7ον αἰ. καὶ ἀπὸ τὶς σύγχρονες γλῶσσες τὰ πρῶτα Γερμανικὰ κείμενα ἀνάγονται στὸν 4ον αἰ. μ.Χ., τὰ Ἀγγλικὰ στὸν 8ο, τὰ Γαλλικὰ στὸν 9ο, τὰ Ἱσπανικὰ στὸν 10ο, τὰ Ἰταλικὰ καὶ Πορτογαλλικὰ στὸν 12ο αἰ. μ.Χ. Πέραν τῶν ὅσων ἀνεφέρθησαν προηγουμένως γιὰ τὶς ἀρχαιότατες μαρτυρίες ὑπάρξεως ἑλληνικῆς γραφῆς (Δισπηλιό, Γιούρα κ.λ.π.) καὶ ἑπομένως καὶ γλώσσας, ὑπάρχει καὶ πλῆθος ἄλλων στοὺς Ἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς, ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὸ γεγονὸς αὐτό. Ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος ἀναφέροντας στὸ Ζ’ 169 τῆς Ἰλιάδος ὅτι ὁ Προῖτος «γράψας ἐν πίνακι πτυκτῶ… σήματα λυγρά», ὑπονοεῖ ὅτι χρησιμοποίησε ὄχι μόνο γραφὴ ἀλλὰ καὶ σχετικὸ τετράδιο. Τὴν ὕπαρξη αὐτοῦ του πτυκτοῦ πίνακος τετραδίου-βιβλίου ἔρχεται νὰ ἐπιβεβαιώση καὶ ἡ ἀνακάλυψη ἑνὸς Μυκηναϊκοῦ ναυαγίου στὴν Ἀρχαία Ἀντίφελλο, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Καστελλόριζο. Ἀνάμεσα στὰ ἄλλα πολύτιμα εὑρήματα ἦταν καὶ τὸ ἀρχαιότερο βιβλίο τοῦ κόσμου, ὅπως χαρακτηρίστηκε τότε. Τὸ βιβλίο ἢ τετράδιο ἀπετελεῖτο ἀπὸ δύο ξύλινα πτυσσόμενα φύλλα ἑνωμένα μὲ ἐλεφαντοστέϊνους ἁρμούς. Οἱ ἐσωτερικὲς ἐπιφάνειες τῶν φύλλων δημιουργοῦν κοιλότητες μὲ ὀρθογώνιο περιχείλωμα, γεγονὸς ποὺ ὑπονοεῖ ὅτι ἐγεμίζοντο μὲ κάποιο ὑλικό, ἴσως κερί, πάνω στὸ ὁποῖο ἐχαράσσοντο τὰ γράμματα. Τὸ ναυάγιο εἶναι τοῦ 14ου ἢ 13ου π.Χ. αἰ. καὶ ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ἀποδεικνύει τὴν ὕπαρξη τῆς γραφῆς πολὺ πρὶν τὰ Τρωϊκά. Ὁ Πλούταρχος ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἀγησίλαος ἀνεκάλυψε στὴν Ἀλίαρτο τὸν τάφο τῆς Ἀλκμήνης, μητέρας τοῦ Ἡρακλέους ὁ ὁποῖος εἶχε ἀφιέρωμα «πίνακα χαλκοῦν ἔχοντα γράμματα πολλά, θαυμαστά, παμπάλαια».
Στὴν Ὑπάτη εὑρέθη παλαιὰ τὶς στήλη, ἔχουσα ἐπιγραφὴν «ἀρχαίοις γράμμασιν», κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη. Ὁ Θυμοίτης συνέταξε τὰς πράξεις τοῦ Διονύσου <ἀρχαϊκοῖς γράμμασιν χρησάμενος> κατὰ τὸν Διόδωρο τὸν Σικελιώτη. Ἡ Φαίδρα στέλνει ἐπιστολὴ στὸν Θησέα, πρὶν νὰ ἀπαγχονιστῆ, ὁ Ἀγαμέμνονας γράφει ἐπιστολὴ γιὰ νὰ καλέση τὴν Ἰφιγένεια στὴν Αὐλίδα, ἡ Ἰφιγένεια γράφει καὶ αὐτὴ ἐπιστολὴ γιὰ νὰ τὴν μεταφέρουν οἱ «ξένοι» στὶς Μυκῆνες, ὁ Εὐριπίδης ἀναφέρει στὴν Ἄλκηστη ὅτι ὁ Ὀρφέας εἶχε ἤδη καταγράψει τὴ διδασκαλία του σὲ Θρακιώτικες πινακίδες. Εἶναι λοιπὸν τόσο παλαιὰ ἡ γραφὴ καὶ ἡ γλῶσσα μας, ὥστε νὰ μὴν εἶναι Ἰνδοευρωπαϊκὴ οὔτε ἡ γραφὴ μας Φοινικική.
Ἡ γραφὴ αὐτὴ εἶναι ἀποδεδειγμένο ἐπιστημονικά, ὅτι χρησιμοποιεῖται ἤδη ἀπὸ τὸν 8ο π.Χ. αἰ., χωρὶς νὰ λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας τὴν ὁμοιότητα καὶ ἐν πολλοῖς τὴν ταυτότητα κάποιων γραμμάτων της μὲ τὴ γραμ. Γραφὴ Β΄. Τὸ ἀλφάβητο ποὺ χρησιμοποιοῦμε σήμερα εἶναι τὸ Ἰωνικὸ-Ἀττικό, μετὰ τὴ μεταρρύθμιση τοῦ Εὐκλείδου, μὲ εἰσήγηση τοῦ πολιτικοῦ καὶ ρήτορος Ἀρχίνου, ποὺ ἔγινε τὸ 403-402 π.Χ. Ἀπὸ τὰ 27 ἀρχικὰ γράμματα ἀφαιρέθησαν τὸ δίγαμμα, τὸ κόππα καὶ τὸ σαμπί. Τὰ δύο τελευταῖα διατηρήθησαν ὅμως ὡς ἀριθμοί. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Ἰωνικὸ-Ἀττικὸ ἀλφάβητο ὑπῆρχαν ἀκόμη τὸ Κορινθιακὸ μὲ 24 γράμματα, τὸ Κρητικὸ μὲ 21, τῆς Μιλήτου μὲ 24, τὸ Χαλκιδικὸ μὲ 25. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο παρέλαβαν οἱ κάτοικοι τοῦ Λατίου ἀπὸ τοὺς ἀποίκους τῆς Κύμης καὶ τὸ χρησιμοποίησαν, προσαρμόζοντάς το στὴ γλώσσα τους. Εἶναι τὸ σημερινὸ Λατινικὸ ἀλφάβητο, ποὺ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὰ 3/5 τοῦ πληθυσμοῦ τῆς γῆς. Ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ ἀλφάβητο κατάγονται ἀκόμη τὸ Ἐτρουσκικό, τὸ Κυριλλικό, τὸ ἀρχαῖο Φρυγικό, τῆς Λυκίας τὸ Λυδικὸ καὶ ἄλλα ἀλφάβητα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὸ Ἀρμενικό, τὸ Κοπτικό, τὸ Γοτθικὸ τὸ Ρουνικὸ καὶ ἄλλα.
Ἡ ἐπιστήμη σήμερα ἀναζητεῖ τὴν ἀρχὴ τοῦ ἀλφαβήτου σὲ διάφορους λαούς. Ἔτσι οἱ ἐπιστήμονες τὸ ἀνάγουν στὸ πρωτοχαναανικὸ ἀλφάβητο, στὴν Αἰγυπτιακὴ καὶ Σιναϊτικὴ γραφή, στὴν Σουμεριακὴ, τὴν Βαβυλωνιακή, τὴν Ἀσσυριακή, ἄλλοι τὸ συνδέουν μὲ τὴν Κυπριακή, τὴν Χεττιτική, τὴν Οὐγκαρική, ὁ Ἔβανς καὶ ἀρκετοὶ ἄλλοι μὲ τὶς Μινωϊκὲς γραφές, ἄλλοι μὲ τὴ γλώσσα τῶν Φιλισταίων, τῶν Ὑξῶς τῆς Αἰγύπτου, χωρὶς νὰ ὑπάρχη ὁμοφωνία ἢ κάποια σύγκλιση. Τὸ πρόβλημα γιὰ μᾶς εἶναι ὅτι πραγματικὰ γιὰ τρεῖς τοὐλάχιστον αἰῶνες, τοὺς Σκοτεινοὺς χρόνους (1.100-850 π.Χ.) δὲν ἔχουμε γραπτὰ κείμενα. Ἔτσι θεωρήθηκε ὅτι πήραμε τὸ ἀλφάβητο ἀπὸ τοὺς Φοίνικες. Ἡ ἐπιστήμη στηρίχθηκε στὴν πληροφορία τοῦ Ἡροδότου καὶ στὸν Ἰουδαῖο ἱστορικὸ Ἰώσηπο. Ὁ τελευταῖος, θέλοντας νὰ παρουσιάση τοὺς Ἑβραίους ὡς τὸ κέντρο τοῦ Ἀρχαίου κόσμου, θεωρήθηκε ἐντελῶς ἀναξιόπιστος ἀπὸ τὴν Ἐπιστήμη. Ὡστόσο καὶ ὁ Ἡρόδοτος διατυπώνει τὴν πληροφορία μὲ ἐπιφύλαξη. Τὸ σχετικὸ κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς: «Οἱ δὲ Φοίνικες… εἰσήγαγον διδασκαλία ἐς τοὺς Ἕλληνας καὶ δὴ καὶ γράμματα, οὐκ ἐόντα πρὶν Ἕλλησιν, ὡς ἐμοὶ δοκέει…». Ἡ λέξη γράμματα, χωρὶς ἄρθρο μὲ τὴν ἀοριστία της, μπορεῖ νὰ σημαίνη ὅτι οἱ Φοίνικες ἔφεραν κάποια γράμματα, διαφορετικὰ ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ Ἕλληνες. Τὸ βάρος ὅμως πέφτει στὸ «ὡς ἐμοὶ δοκέει», ὅπως νομίζω, ὅπως ὑποθέτω, φαντάζομαι, μοῦ φαίνεται… Ὁ ἴδιος παρακάτω γιὰ νὰ δηλώση τὴ σιγουριὰ του γράφει «ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται», ποὺ σημαίνει: Εἶναι ἐντελῶς σαφές, ὁλοφάνερο. «Τὸ δὲ Ἑλληνικόν, γλώσσῃ μέν, ἐπεῖ τε ἐγένετο, ἀεὶ κοτε τῇ αὐτῇ διαχρᾶται, ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται εἶναι», ποὺ σημαίνει ὅτι: Εἶμαι σίγουρος ὅτι οἱ Ἕλληνες, ἀφ᾿ ὅτου ὑπῆρξαν χρησιμοποιοῦν ἀνέκαθεν τὴν ἴδια γλώσσα. Πέραν ὅμως τούτων εἶναι γενικῶς παραδεκτὸ ὅτι ὁ Ἡρόδοτος στὸ ἔργο του ἔχει πολλὲς ἀνακρίβειες, κάτι ποὺ διαπίστωσε πολὺ ἐνωρὶς καὶ ὁ Θουκυδίδης.
Ἀντίθετα ἀπὸ τὸν Ἡρόδοτο, πλῆθος ἄλλων Ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων ἀποδίδει τὴν δημιουργία τοῦ ἀλφαβήτου σὲ διαφόρους. Ὁ Διόδωρος ὁ Σικελιώτης γράφει «ταῖς δὲ Μοῦσαις δοθῆναι παρὰ τοῦ πατρὸς τὴν εὕρεσιν τῶν γραμμάτων». Ὁ Εὐριπίδης καὶ ὁ Στησίχορος τὰ ἀποδίδουν στὸν Παλαμήδη. Ἄλλοι στὸν Σίσυφο. Ὁ Διονύσιος ὁ Θρὰξ (2ος π.Χ. αἰ.) ἀναφέρει ὅτι ἡ Γραμματικὴ ἦτο ἐν χρήσει ἤδη πρὸ τοῦ Τρωϊκοῦ πολέμου. Οἱ ἀρχαῖοι Γραμματικοὶ ἀναφέρουν ὅτι ὁ Πυθαγόρας ἔδωσε στὰ γράμματα τὴν μορφὴ ποὺ διατηροῦν σήμερα. Τὰ ἐπίθετα φοινικικὰ ἢ φοινίκεια ἢ φοινικήϊα γράμματα, ὑποστηρίζεται ὅτι μπορεῖ νὰ προέρχονται ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ἰδίωμα τῶν Βοιωτῶν, οἱ ὁποῖοι προέφερον τὸ ω, ὡς οἱ, ἔλεγον δηλ. φοινὴ ἀντὶ φωνὴ ἢ ἀγκοίνη ἀντὶ ἀγκώνη καὶ ἔτσι ἡ λέξη φοινίκεια εἶναι φωνίκεια, ἀπὸ τὸ ὅτι ἐγράφοντο μὲ κόκκινο χρῶμα, φοινικοῦν, καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ἐγράφοντο σὲ φλοιοὺς φοινικοδένδρων ὀνομαζομένους φοινίκαι. Ἀνεξάρτητα ἀπ᾿ αὐτά, ὅλοι συμφωνοῦν ὅτι ἱδρυτὴς τῆς Φοινίκης εἶναι ὁ Ἕλλην Ἀγήνωρ καὶ παιδιὰ του ὁ Κάδμος, ὁ Φοῖνιξ καὶ ἡ Εὐρώπη. Μὲ ἐπιστημονικὰ ἀποδεδειγμένο τὸ δεδομένο ὅτι οἱ Ἕλληνες ἔγραφαν πρὶν τὸν 11ο π.Χ. αἰ. εἶναι πολὺ ἔωλον καὶ σαθρὸ τὸ ἐπιχείρημα, ὅτι ἐπειδὴ δὲν ἔχουν ἀνευρεθεῖ γραπτὰ κείμενα τῆς περιόδου 1.100-850 π.Χ. οἱ Ἕλληνες λησμόνησαν τὴ γραφή τους καὶ πῆραν ἔστω καὶ κάποια γράμματα ἀπὸ τοὺς Φοίνικας. Νὰ δοῦμε τί θὰ ποῦν οἱ Φοινικιστὲς ὅταν ἡ ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη θὰ ἀποκαλύψη καὶ περισσότερα στοιχεῖα πρὶν ἀπὸ τὴν οἰνοχόη τοῦ Διπύλου, τοῦ 8ου π.Χ αἰ., τὴν ἀρχαιοτέρα μαρτυρία ἑλληνικῆς γραφῆς τῆς «ἱστορικῆς περιόδου», ποὺ γιὰ τὴν ἱστορία γράφει: «ΗΟΣ ΝΥΝ ΟΡΧΕΣΤΟΝ ΠΑΝΤΟΝ ΑΤΑΛΟΤΑΤΑ ΠΑΙΖΕΙ, ΤΟΤΟ ΔΕΚΑ ΜΙΝ» ποὺ σημαίνει ὅτι: Ὅποιος τώρα ἀπ᾿ ὅλους τούς χορευτὲς χορεύει πιὸ ἁπαλά, αὐτὸ θὰ δοθῆ σ᾿ αὐτόν.
Ἀνεξάρτητα ὅμως ἀπὸ τὴν διαμάχη γιὰ τὴν καταγωγὴ καὶ γένεση τῆς γραφῆς εἶναι ἐπιστημονικὰ ἐξακριβωμένο ὅτι ἡ γλῶσσα μας ἐχρησιμοποιεῖτο καὶ χρησιμοποιεῖται ἡ ἴδια ἀπὸ τοὺς Μυκηναϊκοὺς χρόνους, ποὺ διασώζονται γραπτὰ μνημεῖα μέχρι σήμερα. Τὸ λεξικὸν LIDDELL-SCOTT, Κωνταντινίδου ἀναφέρει ὅτι ἡ σημερινὴ γλῶσσα διατήρησε ἀπὸ τὴν Ἀρχαία τὰ ἑξῆς στοιχεῖα: α) Τὸ λεξιλόγιο, β) τὴ δήλωση προσώπων καὶ ἀριθμῶν στὰ ρήματα μὲ καταλήξεις καὶ ὄχι μὲ ἀντωνυμικὰ ἐπιθήματα, γ) τὴν μονολεκτικὴ δήλωση τῶν διαθέσων τοῦ ρήματος π.χ. λύω, λύομαι, δ) πτωτικὲς καταλήξεις στὰ κλιτὰ μέρη τοῦ λόγου, οὐσιαστικὰ ἐπίθετα κ.λ.π. ε) τὰ τρία γένη, στ) τὴν κίνηση τοῦ τρισυλλαβικοῦ τόνου, ζ) τὴν συνθετικὴ δύναμη, η) τὴν ἐλεύθερη τοποθέτηση στὴ σύνταξη τῶν λέξεων, θ) τὴ δημιουργικὴ δύναμη, δημιούργησε π.χ. δύο μέλλοντες, στιγμιαῖο καὶ διαρκείας.
Ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῆς γραμ.γραφῆς Β΄ προέκυψε πλῆθος λέξεων ποὺ χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἐποχὴ αὐτὴ καὶ ποὺ χρησιμοποιοῦνται μὲ τὴν ἴδια σημασία μέχρι σήμερα. Εἶναι πολὺ συγκινητικὸ νὰ ξέρουμε ὅτι ἡ γιαγιὰ ποὺ λέγει σήμερα τὴ λέξη κούτσουρο, χρησιμοποιεῖ τὴν ἴδια λέξη ποὺ χρησιμοποιοῦσαν πρὶν ἀπὸ 3.500 χρόνια τοὐλάχιστον. Μία ἀπὸ τὶς πρῶτες λέξεις ποὺ ἀνεγνώρισε ὁ Βέντρις εἶναι ἡ λέξη ποιμήν: Πόμε-ποιμένο, πομένε, ποιμὴν-ποιμένος, ποιμένες. Σιγὰ σιγὰ προέκυψε ὅτι ὁλόκληρο τὸ λεξιλόγιο τῶν πινακίδων τῆς γραφῆς αὐτῆς ἦτο Ἑλληνικόν, ἂν καὶ ὁ Βέντρις εἶχε ξεκινήσει τὴν ἔρευνά του μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι δὲν ἐπρόκειτο γιὰ ἑλληνικά. Ἀναφέρω κάποιες ἀπ᾿ αὐτὲς : Τὸ σιτάρι ἐλέγετο σ ι τ o, τό κριθάρι κιριτo, (κριθή), τό ἀλεύρι μ ε ρ ε u ρ ο, μέλευρο, ἄλευρο, (εἶναι πολύ συχνή ἡ ἐναλλαγή τοῦ ρ μέ τό λ ἀκόμα καί σήμερα πού λέμε π.χ. ἦλθε, ἦρθε), τό ἀραποσίτι ρ α π ο σ ι τ α, ὁ ἀρτοποιός a ρ τ ο π ο π ο. Tό κρασί F ο ν ο, βοίνος, οἶνος, λατινικά vinum, λέξη πού χρησιμοποιοῦν σήμερα ὅλες οἱ Εὐρωπαϊκές γλῶσσες. Τό λάδι ε λ α F ο ν-ἔλαιον, τό αὐγό Ω F ο ν, ὠόν. Πολλά καρυκεύματα φαγητῶν, ὅπως σ ε ρ ι ν o-σέλινο, μ α ρ α F o-μάραθο, κ υ μ ι ν ο -κύμινο, κ α ρ δ α μ ι j α-κάρδαμο, σησάμι, μ ε ρ ι-μέλι, βρυ F α- βρούβα, ἄλλες λέξεις γιά νά μήν τίς λέγω ὅπως ἀναγνωρίστηκαν δῆμος, ἱερεύς, τέμενος, θυγάτηρ, τοξότης, κυνηγέτης, χρυσός, χαλκός, χιτών, θώρακες, λευκός, πέδιλα, περυσινά, ε ρ ε π α-τ ο ἐλέφας-ντος, τ ι ρ ι π ο-τρίπους, ἀριθμητικά κ ε τ ο ρ ο-τέσσαρα, ε ν ε F ο-ἐννέα, F ι κ α τ ι-εἴκοσι, ὅπως στά Δωρικά. Στὶς πινακίδες αὐτὲς βρέθηκαν καὶ ὀνόματα ὅπως Κνωσσός, Ἀμνισός. Ὀρέστας, Διόνυσος, Ξοῦθος, Ἕκτωρ, Λατῶ, Ἀθάνα-Πότνια καὶ πολλὲς ἄλλες. Δὲν νομίζω ὅτι κάτι ἄλλο μπορεῖ νὰ ἀποδείξη μὲ περισσότερη πειστικότητα τὴν συνέχεια τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τοῦ φορέως τους τῶν Ἑλλήνων, τοῦ Ἔθνους μας.
Ἡ ἀρχαιότητα αὐτή, ἡ διαχρονικότητα καὶ ἡ μοναδικότητα τῆς γλώσσας μας φαίνεται ἐπίσης ἀπὸ πλῆθος λέξεων καὶ ἐκφράσεων ποὺ τὶς χρησιμοποιοῦμε ἴδιες καὶ ἀπαράλλαχτες σήμερα ὅπως ἔχουν καταγραφεῖ ἀπὸ τὸν Ὅμηρο, τὸν Ἡσίοδο, τοὺς μεγάλους τραγικούς μας καὶ ὅλους τούς Ἀρχαίους συγγραφεῖς. Ὁ Ὅμηρος ποὺ μᾶς φαίνεται σήμερα τόσο ἀκατάληπτος, εἶναι παρὼν σχεδὸν ἐξ ὁλοκλήρου στὸ καθημερινό μας λεξιλόγιο. Καὶ λέγω σχεδόν, γιατί πολὺ λίγες λέξεις τῶν Ὁμηρικῶν Ἐπῶν δὲν χρησιμοποιοῦνται σήμερα. Ἡ ὁμηρικὴ αὐδὴ (φωνὴ) δὲν ἐπιζεῖ, ἀλλὰ λέμε ἄναυδος ἢ ἀπηύδησα. Τὸ ὕδωρ ἔγινε νερό, ἀλλὰ ὅλοι λέγουν ὑδροφόρος, ὑδραγωγεῖο, ὑδρογόνο κ.λ.π. Τὸ πῦρ ἔγινε φωτιὰ ἀλλὰ τὰ συνθετικὰ πυροσβέστης, πυρκαϊά, πυρασφάλεια κ.λ.π. εἶναι ἀπὸ τὴν ἀρχαία λέξη. Ἡ πανάρχαια ρίζα ἂρ- ποὺ σχετίζεται μὲ τὴ γῆ ἔδωσε πολλὲς συνηθισμένες λέξεις, ὅπως ἄροτρο, ἀρουραῖος, ἀράχνη, ἀρβύλα, Ἄργος, Ἀρκαδία, ἄριος κ.λ.π. Ἔτσι ἔχουμε καθημερινὲς λέξεις ὅπως ἀχθοφόρος, ἀλεξίπτωτο, λωποδύτης, νοσταλγία, ὀξυδερκής, θαμῶνας, ὑποβρύχιο, ναύτης, τῶν ὁποίων τὰ συνθετικά τους εἶναι Ὁμηρικά. Καὶ αὐτὰ ἀναφέρονται ἐνδεικτικὰ ὡς παράδειγμα ἀφοῦ ὁλόκληρος ὁ ἀρχαῖος λόγος ἐπιζεῖ σήμερα στὴ γλώσσα μας, μὲ τὶς μεταβολὲς ποὺ φυσικὰ ἐπιφέρει ὁ χρόνος.
Ὡστόσο πλῆθος μεταφορικῶν καὶ παροιμιακῶν ἐκφράσεων ἐπιβιώνουν στὴ σημερινὴ γλώσσα μὲ τὴν ἴδια σημασία ποὺ ἐλέγοντο παλαιότερα. Ἀναφέρω κάποιες ἐνδεικτικά. Ἔλεγον οἱ Ἀρχαῖοι καὶ λέμε καὶ ἐμεῖς σήμερα: «Ἀρώσιμοι γὰρ χατέρων γύαι» (Σοφ. Ἀντιγόνη): Ὑπάρχουν κι ἀλλοῦ πορτοκαλιὲς ποὺ κάνουν πορτοκάλια. «Εἰ τὶς σπεῖραι κακὰ κέρδια ἀμήσειν» (Ἡσίοδος): Ὅ,τι σπείρεις θὰ θερίσης. «Λύκος, ποιμὴν» (ἀποφθέγματα Ἀρσενίου): Βάλαμε τὸ λύκο νὰ φυλάη τὰ πρόβατα. «Τὸν πάθει, μάθος» (Ἀγαμέμνων): Ὁ παθός, μαθός. «Πέμπειν ἐς κόρακας» (Ἀριστοφάνης): Ἄει στὸν κόρακα. «Ἅπτεσθαι ξύλου» (Ἀριστοφάνης): Χτύπα ξύλο. Θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναφερθοῦν ἑκατοντάδες τέτοιες ἐκφράσεις, οἱ ὁποῖες λέγονται καθημερινά καί ἀπό μορφωμένους καί ἀπό ἀμόρφωτους ἀνθρώπους, μάλιστα χωρίς ἰδιαίτερη σκέψη, ἐξ ἐνστίκτου, θά λέγαμε, πρᾶγμα πού φανερώνει ἀμεσώτερα τό δέσιμο τοῦ σημερινοῦ Ἕλληνα μέ τήν Ἀρχαία του γλῶσσα, τόν πολιτισμό του καί τήν καταγωγή του.
Καὶ ὅμως, παρ᾿ ὅλα αὐτὰ κανεὶς δὲν ἀμφισβητεῖ ὅτι σήμερα ἡ κρίση τῶν θεσμῶν ἔχει ἐπηρεάσει καὶ τὴ χώρα μας. Ἔχουν πληγεῖ χάριν τῆς παγκοσμιοποιήσεως ὅλα τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα ποὺ συνθέτουν τὸν πολιτισμὸ μας γενικότερα καὶ κυρίως ἡ γλῶσσα. Ὁ κατήφορος εἶχε ξεκινήσει τὸ 1976 μὲ τὴν κατάργηση τῆς διδασκαλίας τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν ἀπὸ τὸ πρωτότυπο καὶ συνεχίστηκε τὸ 1982 μὲ τὴ θεσμοθέτηση, μέσα σὲ μία νύκτα, μετὰ τὰ μεσάνυχτα, τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος γραφῆς. Συνεχίστηκε στὴ δεκαετία τοῦ 1990, τότε ποὺ Φιλόλογοι, καθηγητὲς Πανεπιστημίων, πρότειναν στὸ Παιδαγωγικὸ Ἰνστιτοῦτο τὴν ἐπιβολὴ τῆς φωνητικῆς ὀρθογραφίας μὲ ἁπλοποιήσεις στὴ γραφή, ὅπως τὴν κατάργηση τοῦ ω, τῶν ει, η, υ ἀντικαθιστώντας τα μὲ τὸ ο καὶ τὸ ι ἀντιστοίχως.
Ἡ γλῶσσα μας, ἡ ἀρχαιοτάτη ἀλλὰ πάντα σύγχρονη καὶ ζῶσα, αὐτὴ ἡ γλῶσσα ποὺ ἐμπλούτισε ὄχι μόνο τὴ Λατινική, ἀλλὰ καὶ τὶς κυριώτερες Εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες, ποὺ ἔχει συνδεθεῖ μὲ τὸ ἀλφάβητό μας, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποστῆ μείωση μὲ τὴν κατάργησή της ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ δεχθοῦμε ὡς Ἕλληνες τὴν μεταμφίεση τῆς γραφῆς μας μὲ τὴν κατάργηση πολλῶν γραμμάτων της, ποὺ δὲν πέρασαν στὸ Λατινικὸ ἀλφάβητο καὶ μὲ τὴν ἀντικατάστασή τους ἀπὸ ἄλλα, ὑποτίθεται ἠχητικῶς παραπλήσια γράμματα. Ὅταν ἄλλοι λαοί, ὅπως π.χ. Γάλλοι καὶ Ἱσπανοί, μάχονται ἕως σήμερα νὰ διατηρήσουν μέχρι τὴν τελευταία του λεπτομέρεια τὸν τρόπο γραφῆς τῶν κειμένων τους μὲ τὸ δικό τους ἀλφάβητο, ἐδῶ μὲ τὴν δικαιολογία τῆς δῆθεν διευκόλυνσής μας στὴν Παγκόσμια ἐπικοινωνία, ἐπιχειρεῖται ἡ ἀντικατάσταση τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου τῶν 2.500 καὶ πλέον χρόνων μὲ τὸ Λατινικό. Θεωροῦμε ἀνόσια ἀλλὰ καὶ ἀνόητη κάθε προσπάθεια νὰ ἀντικατασταθῆ ἡ Ἑλληνικὴ γραφὴ στὸ λίκνο της….
Πέρα ἀπ᾿ αὐτὰ εἶναι γεγονὸς ὅτι καὶ τὸ Σχολεῖο δὲν κάνει καλὰ τὴ δουλειά του. Ἡ διδασκαλία τῆς Γραμματικῆς, τοῦ Συντακτικοῦ, τῆς Ἐτυμολογίας, τοῦ ὀρθοῦ τονισμοῦ τῶν λέξεων ἔχουν ὑποβαθμιστεῖ. Ἡ ἴδια ἡ Ο.Λ.Μ.Ε. ἀντέδρασε στὴν ἀπόφαση γιὰ τὴν αὔξηση τῶν ὡρῶν διδασκαλίας τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν στὴν πρώτη τάξη τοῦ Λυκείου, τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ τὸ Παιδαγωγικὸ Ἰνστιτοῦτο. Πολλοὶ Φιλόλογοι, ἀκόμη καὶ καθηγητὲς Πανεπιστημίου μάχονται τὴ διδασκαλία τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν. Καὶ ὅμως ὁ μεγάλος δάσκαλος Ἰωάννης Κακριδῆς, Δημοτικιστὴς καὶ ὁ ἴδιος, γράφει στὸ φιλολογικὸ περιοδικὸ ΠΛΑΤΩΝ τὸ 1986: «Ἡ γλῶσσα μας ἀργοπεθαίνει, τῆς λείπει τὸ ὀξυγόνο καὶ μόνο ὅποιοι γνωρίζουν Ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ μποροῦν νὰ χρησιμοποιοῦν σωστὰ τὴν Νεοελληνικὴ Δημοτική».
Εἶναι, λοιπόν, ἀναγκαῖο νὰ τονωθῆ ἡ διδασκαλία τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν στὰ Σχολεῖα μας. Ἐπιστημονικὲς ἔρευνες τοῦ Ἀνοικτοῦ Ψυχοθεραπευτικοῦ Κέντρου, σὲ συνεργασία μὲ τὸ Ἰνστιτοῦτο Διαγνωστικῆς Ψυχολογίας τῆς χώρας μας, ποὺ διήρκεσαν τρία χρόνια, ἔχουν ἀποδείξει ὅτι ἡ ἐκμάθηση τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν καὶ τῆς σωστῆς ὀρθογραφίας ἐπιδρᾶ θετικὰ στὶς ὀπτικοαντιληπτικὲς ἱκανότητες καὶ λειτουργίες τῶν παιδιῶν καὶ τὶς ἀναπτύσσει μὲ ἐπιταχυνόμενο ρυθμό. Τὸ παιδὶ ἐξασκεῖται σὲ ἕνα περισσότερο σύνθετο ὀπτικὸ ἐρέθισμα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὡριμάζουν ταχύτερα οἱ ἀντιληπτικὲς καὶ οἱ ὀπτικές του λειτουργίες. Αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ προφυλάξη τὸν μαθητὴ ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση ὁρισμένων μορφῶν δυσκολίας μαθησιακοῦ τύπου, τῆς δυσλεξίας δηλαδή.
Εἶναι ἀνάγκη ἀκόμη νὰ ἐπανέλθη τὸ πολυτονικὸ καὶ ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία. Ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος, ἀνάμεσα σὲ πολλοὺς ἄλλους φορεῖς καὶ προσωπικότητες ζήτησε, στὴ συνεδρίασή της τῆς 19.10.2005, τὴν ἐπαναφορά του μὲ τὴν αἰτιολογία: «Εἶναι ὀφθαλμοφανὲς ὅτι ἡ χρήση τοῦ μονοτονικοῦ δὲν βελτίωσε τὴν ὀρθογραφικὴ ἱκανότητα τῶν μαθητῶν, ὅπως προσδοκοῦσαν οἱ ὀπαδοί του. Ἀντιθέτως ἀποκόπτει τοὺς νέους μας ἀπὸ τὶς παλαιότερες μορφὲς τῆς μίας καὶ ἑνιαίας γλώσσας. Ἐπὶ πλέον ὑπάρχουν πειράματα καὶ μελέτες ψυχιάτρων ποὺ κατέδειξαν ὅτι ἡ χρήση τοῦ μονοτονικοῦ αὔξησε τὴ δυσλεξία στὰ παιδιά. Ἐξ ἄλλου οἱ μαθητὲς διδάσκονται τὸ πολυτονικὸ σύστημα στὸ μάθημα τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν, ὁπότε ἡ παράλληλη χρήση τοῦ μονοτονικοῦ μόνο σύγχυση προκαλεῖ». Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ εἶναι γεγονὸς ὅτι μὲ τὸ πολυτονικὸ γράφει κάποιος περισσότερο ὀρθογραφημένα, πλησιάζει τὴν ἐτυμολογία τῶν λέξεων καὶ μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνῆ καλύτερα καὶ μὲ τὰ κλασσικὰ κείμενα ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ θεόπνευστα κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὰ Πατερικὰ κείμενα καὶ τὴν ἐκκλησιαστική μας ὑμνογραφία, καθὼς καὶ μὲ τὶς μεγάλες μορφὲς τῆς Νεοελληνικῆς μας λογοτεχνίας. Ἡ γνώση αὐτὴ ἀποτελεῖ θεμέλιο τῆς Ἐθνικῆς μας ταυτότητος στὴ σημερινὴ ἐποχὴ τῆς παγκοσμιοποίησης.
Ἐπειδὴ σᾶς κούρασα, θέλω νὰ σᾶς πῶ ἀκόμα, ὅτι ἡ ὑπόθεση ποὺ ἀφορᾶ τὶς μεγάλες ἀξίες τῆς φυλῆς μας, τοῦ Ἔθνους μας, ἡ θρησκεία, ἡ γλῶσσα, οἱ παραδόσεις μας, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμά μας, οἱ πατροπαράδοτοι θεσμοί μας, εἶναι προσωπικὴ ὑπόθεση τοῦ καθενὸς ἀπό μᾶς. Μὴν περιμένουμε ἀπὸ κανένα βοήθεια. Ἂς εἴμαστε ὑπεύθυνοι. Καθένας ἀπὸ μᾶς νὰ ἐνεργῆ σὰν νὰ ἔχη χρέος, αὐτὸς μόνος, νὰ σώση τὸν κόσμο. Ὅταν προστίθεται ἡ δύναμη τοῦ καθενὸς στὴ συλλογικὴ προσπάθεια, τότε μπορεῖ νὰ ἀλλάξουν καταστάσεις, νὰ πραγματοποιηθοῦν ἔργα, ποὺ ἐφαίνοντο στὴν ἀρχὴ ἀκατόρθωτα.
Τίποτε δὲν χάθηκε, ὅμως ἀκόμη. Μπορεῖ νὰ ἀντικαθιστοῦμε τὸ φίλτατον φώνημα μὲ τὰ ἐμετικὰ γκρίκλις, μπορεῖ ὁτιδήποτε εἶναι Ἑλληνικὸ νὰ καταφρονεῖται καὶ νὰ περιφρονεῖται, ὡστόστο ἡ ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης δὲν ἀργεῖ. Κι ἂν τὸ κῦμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶναι στὸν πάτο τώρα, θὰ δώση μία ν᾿ ἀνεβῆ πάλι στὴν κορφή, ὅπως λέει ὁ Ἐλύτης. Καὶ ὁ Τσάτσος στὸ βιβλίο του «Γλῶσσα καὶ Ἔθνος» γράφει: «Ὅσο πιὸ προηγμένος εἶναι ὁ πολιτισμὸς ἑνὸς Ἔθνους, τόσο πιὸ πλούσιες εἶναι οἱ λέξεις σὲ προϊστορία καὶ οὐσία. Κάθε λαὸς ἔχει τὴ γλώσσα ποὺ τοῦ ἀξίζει. Εἶναι ὁ ἀδιάψευστος μάρτυρας τῆς ἱστορικῆς του συνέχειας καὶ τὸ ὅτι εἴμαστε ἕνα Ἔθνος φαίνεται ἀπὸ τὴ γλώσσα καὶ δηλώνω ὅτι θέλω νὰ εἶμαι καθυστερημένος, ξεπερασμένος κι ἀγράμματος, μπροστὰ στοὺς δῆθεν προοδευτικούς, γιατί ἡ ἱστορία τῆς γλώσσας μου εἶναι ἡ ψυχὴ τῆς ψυχῆς μου. Εἶμαι Ἕλληνας μὲ χιλιετίες πίσω κι ἀρνοῦμαι νὰ ἀποβάλλω αὐτὸ τὸ βάρος καὶ τὴν τιμὴ».
Αὐτὸ λέμε καὶ ἐμεῖς καὶ ἂς ἔλθουν ὅσοι ἐχθροὶ θέλουν κατὰ τὸν ποιητή, ντυμένοι φίλοι. Ἡ φτέρνα τους δὲν θὰ δέση μὲ τοῦτον τὸν τόπο. Δὲν θὰ χαθοῦμε, θὰ μείνη καὶ μαγιὰ γιατί χρωστᾶμε σ᾿ ὅσους ἤρθανε καὶ θὰ ᾿ρθοῦνε. Κλείνω μὲ τὰ λόγια πάλι τοῦ Ἐλύτη: «Ἕνα γερὸ μελτέμι νἄρθει νὰ καθαρίση τὸν τόπο ἀπ᾿ ὅλων τῶν λογιῶν τῆς τουρκιᾶς καὶ τῆς γηραιᾶς Εὐρώπης τὰ ἀπομεινάρια, τοῦ Βορρᾶ τὰ πτηνὰ καὶ τῆς Ἀνατολῆς τὰ θηρία, ποὺ δὲν πῆγε ὁ νοῦς τους πὼς ἐδῶ καὶ 3.000 χρόνια ὁ ἴδιος λαός, στὴν ἴδια γῆ ἐξακολουθεῖ νὰ λέη τὸν οὐρανὸ-οὐρανὸ καὶ τὴ θάλασσα-θάλασσα».
* ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ, ΣΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ, 2011