Φώτη Σχοινᾶ, Καθηγητοῦ
Ὁ π. Βασίλειος Θερμὸς στὸ ἄρθρο του «Ὁ λόγος ὡς προσωπεῖο. Περὶ τῆς ἀμυντικῆς λειτουργίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας» ἔθεσε θέμα ἀναγκαιότητος μεταγλωττίσεως τῶν ἱερῶν κειμένων τῆς θείας λατρείας, τῶν πεζῶν βέβαια καὶ ὄχι τῶν ποιητικῶν. Τὸ κύριο ἐπιχείρημα τοῦ π. Βασιλείου εἶναι ὅτι ἡ μεταγλώττιση τῶν κειμένων τῆς θείας λατρείας θὰ διευκολύνει τὴν διανοητική κατανόησή τους λόγῳ τῆς ἀποκοπῆς τῆς νεωτέρας γενιᾶς τῶν Νεοελλήνων ἀπὸ τὶς παλαιότερες μορφὲς τῆς γλώσσας μας.
Οἱ θέσεις μου -τὶς διατυπώνω εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς- εἶναι ὅτι: α) ἡ διανοητικὴ κατανόηση τῆς θείας Λειτουργίας, θεμιτὴ καθ᾿ ἑαυτὴν καὶ οὐδόλως παραθεωρητέα -καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο συμφωνῶ πλήρως μὲ τὸν π. Βασίλειο- ἡ διανοητικὴ κατανόηση, ἐπαναλαμβάνω, τῆς θείας λατρείας καὶ κυρίως τῆς θ. Λειτουργίας εἶναι θέμα ἑρμηνείας, τοὐτέστι ἀναλύσεως τῶν νοημάτων στὰ ὁποῖα παραπέμπουν τὰ γλωσσικῶς σημαίνοντα εἴτε ὡς ἔχουν, εἴτε ἔστω μεταγλωττισμένα καὶ ὄχι ψιλῆς μεταγλωττίσεως καὶ β) ἡ μεταγλώττιση ὄχι ἁπλῶς δὲν θὰ διευκολύνει τὴν διανοητικὴ κατανόηση τῆς θ. Λειτουργίας, ἀλλὰ θὰ τὴν δυσχεράνει δραματικά.
Τὴν πρώτη θέση θεωρῶ αὐτονόητη καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν θὰ σταθῶ πολὺ σ᾿ αὐτή. Κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη θεωρῶ ὅτι συνιστᾶ ἐπιστημονικὴ ἀφέλεια ἡ θέση ὅτι ἡ μεταγλώττιση καὶ ἡ πλέον ἐπιτυχὴς θὰ ἐξαντλήσει τὸ ὄχι βέβαια πρωτεῦον ἀλλὰ ἐν πάσῃ περιπτώσει σημαντικότατο θέμα τῆς διανοητικῆς κατανοήσεως τῆς θ. Λειτουργίας. Καὶ ἡ πλέον ἐπιτυχὴς μεταγλώττιση πάλι θέτει θέμα ἑρμηνείας, δηλαδὴ ἀναλύσεως τῶν νοημάτων τῆς θ. Λειτουργίας πρὸς διανοητικὴ κατανόησή της.
Βεβαίως μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀντείπει ὅτι ἡ μεταγλώττιση δὲν ἐξαντλεῖ ἀλλὰ διευκολύνει τὴν διανοητικὴ κατανόηση. Κατὰ τὴν γνώμη μου οὔτε καὶ αὐτὸ συμβαίνει, ὅπως θὰ προσπαθήσω νὰ δείξω παρακάτω.
Ἐπανερχόμενος στὸ θέμα μου, ἐπαναλαμβάνω ὅτι ἔχω σοβαρὲς καί, ὅπως νομίζω, βάσιμες ἐπιφυλάξεις κατὰ πόσον ἡ ὅποια μεταγλώττιση θὰ διευκολύνει τὴ διανοητικὴ κατανόηση τῆς θ. λατρείας καὶ ἰδιαιτέρως, ἂς περιορισθῶ σ᾿ αὐτήν, τῆς θ. Λειτουργίας. Ὁ π. Βασίλειος μεταξὺ τῶν ἄλλων παρωχημένων καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀκατανοήτων ἀπὸ τὴ σύγχρονη λατρευτικὴ κοινότητα γλωσσικῶν μορφῶν θέτει τὸ ἀπαρέμφατο καὶ τὴ μετοχὴ. Πῶς ὅμως θὰ ἀποδοθοῦν στὴ νεοελληνικὴ οἱ δύο αὐτοὶ ὀνοματικοὶ καὶ συγχρόνως ρηματικοὶ τύποι – καὶ κυρίως ἡ μετοχὴ; Ἰδοὺ τὸ ἐρώτημα. Εἶναι σὲ θέση ἡ νεοελληνικὴ νὰ τοὺς ἐκφέρει μὲ ἐπάρκεια, ἔτσι ὥστε οἱ σημαινόμενες ἔννοιες νὰ μὴν ὑποστοῦν δραματικὴ συρρίκνωση; Ἂς φέρω ὁρισμένα παραδείγματα δειγματολογικὰ καὶ οὐδόλως ἐξαντλητικά τῆς ἐπιφυλάξεώς μου. Τὸ πρῶτο παράδειγμα ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, ὅπου ὁ Χριστὸς ἀπαντώντας στὸν Π. Πιλάτο λέγει χαρακτηριστικὰ: «Πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς» (Ἰωὰν. ιη’ 37-38). Ἡ ἐπιθετικὴ μετοχὴ «ὁ ὤν» πῶς μπορεῖ νὰ ἐκφερθεῖ στὴν νεοελληνικὴ χωρὶς νὰ μείνει ἀλώβητη νοηματικά; Τὸ δεύτερο παράδειγμα ἀπὸ τὴ θ. Λειτουργία στὴν εὐχὴ τῆς ἀναφορᾶς: «Σὺ γὰρ εἰ Θεὸς ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως ὤν». Τὸ φραστικὸ σύνολο «ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως ὤν», πῶς μπορεῖ νὰ μεταγλωττισθεῖ στὴ νεοελληνικὴ χωρὶς σημαντικὴ συρρίκνωση τῶν σημαινομένων ἐννοιῶν; Ἄλλωστε καὶ ὁ μακαριστὸς Π. Τρεμπέλας στὴν Ἑρμηνεία -ὄχι βέβαια μεταγλώττιση- τῆς λειτουργίας τοῦ Χρυσοστόμου πάλι διὰ μετοχῆς τὸ ἑρμηνεύει: «πάντοτε ὑπάρχων, ἀναλλοιώτως καὶ ἀμεταβλήτως πάντοτε ὑπάρχων ὁ αὐτὸς». Ἂς φέρουμε ἕνα τρίτο παράδειγμα, πάλι ἀπὸ τὴ θ. Λειτουργία. Τὸ φραστικὸ σύνολο: «σὺ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες» πῶς μπορεῖ νὰ ἐκφερθεῖ στὴ νεοελληνική, ἔτσι ὥστε νὰ διατηρήσει ἀλύμαντο τὸ συγκεκριμένο ἐννοιολογικὸ βάρος ποὺ φέρει -καὶ ποὺ ἀποτελεῖ τομὴ- διαστολὴ ἄλλωστε ἀνάμεσα στὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὸ Χριστιανισμό; Τὰ παραδείγματα ποὺ μποροῦν νὰ προσκομισθοῦν βρίθουν στὰ ἱερὰ λειτουργικὰ κείμενα καὶ γι᾿ αὐτὸ περιοριζόμαστε σ᾿ αὐτά. Τὸ ἐρώτημα εἶναι ἁπλὸ καὶ βαθύτατα οὐσιῶδες: πῶς μποροῦν νὰ ἐκφερθοῦν στὴ νεοελληνικὴ τὰ ἀπαρέμφατα καί, κυρίως, οἱ μετοχές, χωρὶς σημαντικὴ ἔκπτωση καὶ ἀλλοίωση τῶν σημαινομένων ἐννοιῶν, δεδομένου ὅτι ἡ νεοελληνικὴ ἔχει ἀπολέσει τοὺς ὀνοματικοὺς καὶ ρηματικοὺς αὐτοὺς τύπους, ὑποστάσα ἔτσι δραματικὴ «σημαντικὴ» (δυνατότητα σημάνσεως) πτώχευση ἔναντι τῆς ἀρχαίας;
Ἀλλὰ καὶ κάτι ἀκόμη ὅσον ἀφορᾶ τὸ ἀπαρέμφατο καὶ τὴ μετοχή. Πέραν τῆς οὐσιώδους «σημαντικῆς» (δυνατότητος σημάνσεως) περιστολῆς ποὺ ὑπέστη ἡ νέα ἑλληνικὴ γλῶσσα λόγῳ τῆς ἀπωλείας τῶν ὀνοματικῶν καὶ ρηματικῶν αὐτῶν τύπων, ποὺ οὐσιαστικὰ εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀντίστοιχη γλωσσικὴ ἐκφορά τους μὲ ἀντίστοιχα ἰσοδύναμο ἐννοιολογικὸ βάρος στὴ νεοελληνική, εἶναι θεμιτὴ ἡ ἀντικατάστασή τους ἀπὸ -μοιραία λόγῳ ἀδυναμίας ἀντίστοιχης «σημαντικῆς» ἐπάρκειας τῆς νεοελληνικῆς- ἀναλυτικοὺς γλωσσικοὺς τύπους τῆς νεοελληνικῆς, αἴροντες οὐσιαστικὰ καὶ θέτοντες ἐκποδὼν τὰ τελευταῖα αὐτὰ ζωντανὰ ὑπολείμματα τῆς παλαιοτέρας μορφῆς τῆς γλώσσας μας; Ὑποβοηθοῦμε ἔτσι τὴν διανοητικὴ κατανόηση τῆς θ. Λειτουργίας ἢ -ὑπὸ μία ἄλλη, ἀλλὰ πολὺ οὐσιώδη ἄποψη- τὴν ἀποδυναμώνουμε ἀκόμη περισσότερο; Ἡ χρήση τοῦ ἀπαρεμφάτου καὶ τῆς μετοχῆς προσδίδουν ἐξαιρετικὴ νοηματικὴ πυκνότητα στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ποὺ δυστυχῶς ἡ νεοελληνικὴ δὲν διαθέτει καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι περισσότερο ἀναλυτικὴ ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ. Ὁ Ραφαήλ Κυννέρος γράφει σχετικὰ στὰ δίτομο «Συντακτικόν τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς γλώσσης»: «Πρὸς τῇ μεγάλῃ πληθύϊ τῶν μετοχῶν ἐν τῇ Ἑλληνικῇ γλώσσῃ καὶ ἡ χρῆσις ἐπ᾿ ἴσης αὐτῶν εἶναι ἐν αὐτῇ τόσον μεγάλη, ὥστε δικαίως οἱ Ἕλληνες ἐπεκλήθησαν φιλομέτοχοι = participii amantes. Διά τῆς καταλλήλου χρήσεως τῶν μετοχῶν ὁ ἑλληνικὸς παραστατικὸς τρόπος προσεκτήσατο ἑαυτῷ ὡς ἴδιον τί τὴν ἐνάργειαν, σαφήνειαν, ἀκρίβειαν καὶ λεπτότητα τῆς ἐκφράσεως. Δηλουμένης πάσης ἐπιρρηματικῆς ἀναφορᾶς παρὰ τῷ κατηγορουμένῳ τῆς προτάσεως διὰ τῆς ἁπλῆς μετοχῆς ἢ τῶν γενικῶν ἀπολύτων, ἡ μὲν κυρία πράξις ἐξαίρεται ἐπὶ τὸ σαφέστατον ἐν πλήρει ἀνεξαρτησία, τὰ δὲ παρασυμβάματα τῆς πράξεως διὰ τῆς μετοχῆς ἐκφερόμενα κεῖνται ὄπισθεν οἰονεῖ τῆς εἰκόνος». (1).
Ἀλλὰ καὶ ὅπου ἡ νεοελληνικὴ ἔχει διατηρήσει μετοχικοὺς τύπους αὐτοὶ οἱ τελευταῖοι ἀδυνατοῦν νὰ ἐκφράσουν μὲ πληρότητα καὶ ἐπάρκεια τὴ νοηματικὴ ἐμβέλεια τῶν μετοχικῶν τύπων τῶν παλαιοτέρων φάσεων τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Παράδειγμα ἡ χρήση τῆς μετοχῆς ὁ «ἀναστημένος» (ἐννοεῖται Χριστὸς) ἀντὶ τοῦ ὁ «ἀναστάς» (Χριστός). Ὁ παθητικὸς μετοχικὸς νεοελληνικὸς τύπος «ἀναστημένος», ποὺ δυστυχῶς χρησιμοποιεῖται εὑρύτατα, δὲν εἶναι σημασιολογικῶς ἰσοδύναμος μὲ τὸν ἐνεργητικὸ μετοχικὸ τύπο «ἀναστάς», ἀφοῦ παραπέμπει νοηματικὰ στὸ ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἀνεστήθη μὲ τὴν ἰδικὴ του θεία ἐνέργεια, ἀλλὰ μὲ τὴν θεία ἐνέργεια ἑτέρου προσώπου (προφανῶς τοῦ Πατρὸς). Ἔτσι μπορεῖ βέβαια νὰ χρησιμοποιηθεῖ καὶ μὲ ὀρθόδοξη ἔννοια, πλὴν ὅμως ὑστερεῖ νοηματικῶς ἔναντι τοῦ ἐνεργητικοῦ τύπου «ἀναστάς», ποὺ ὑποδηλώνει ὅτι ὁ Χριστός, ὡς Θεὸς τέλειος, ἀνεστήθη μὲ τὴν ἰδικὴ του ἐνέργεια (ποὺ φυσικὰ εἶναι κοινὴ ἐνέργεια τῆς ἁγίας Τριάδος). Μὲ ἄλλα λόγια ὁ ἐνεργητικὸς τύπος «ἀναστάς» διασώζει νοηματικὰ τὴν ὀρθόδοξη ἐκδοχὴ τῆς ἀναστάσεως, ἐνῶ ὁ παθητικὸς τύπος «ἀναστημένος» μπορεῖ βέβαια νὰ ἐκληφθεῖ μὲ ὀρθόδοξη ἔννοια, πλὴν ὅμως ἀφήνει περιθώρια αἱρετικῆς χρήσεώς του. Ἔτσι ἕνας π.χ. μάρτυς τοῦ Ἰεχωβᾶ ἐνῶ θὰ ἀπέρριπτε τὴν χρήση τοῦ τύπου «ἀναστάς», δὲν θὰ εἶχε ἀντίρρηση τοῦ τύπου «ἀναστημένος», ἀφοῦ ὁ τελευταῖος αὐτὸς τύπος δὲν ἀποκλείει τὴν ἰδικὴ του ἐκδοχὴ τῆς ἀναστάσεως, πρᾶγμα ποὺ ἀναντιρρήτως κάνει ὁ ἐνεργητικὸς τύπος «ἀναστάς».
Ἐκτὸς ὅμως τῶν ἀπαρεμφάτων καὶ τῶν μετοχῶν ὁ π. Βασίλειος προτείνει καὶ τὴν ἀντικατάσταση ἄλλων λεκτικῶν τύπων τῶν λειτουργικῶν κειμένων, τοὺς ὁποίους γενικὰ κατηγοριοποιεῖ εἴτε σὲ «λέξεις μὲ τελείως διαφορετικὴ σημασία ἀπὸ τὴ σημερινὴ» (ἀκολουθεῖ κατάλογος τέτοιων λέξεων -βέβαια στὶς λέξεις ποὺ περιλαμβάνονται στὸν κατάλογο θὰ εἴχαμε σοβαρὲς ἀντιρρήσεις κατὰ πόσον ἔχουν τελείως -τονίζουμε τὸ τελείως- διαφορετικὴ σημασία ἀπὸ τὴν σημερινὴ), εἴτε «σὲ τύπους παντελῶς ἄγνωστους στὸν νεοέλληνα» (ἀκολουθεῖ σχετικὸς κατάλογος), εἴτε σὲ «ἀκουστικὰ παρερμηνεύσιμους» (πάλι ἀκολουθεῖ σχετικὸς κατάλογος).
Ὅμως οἱ λεκτικοὶ αὐτοὶ τύποι καὶ γενικότερα οἱ χρησιμοποιούμενες στὴ θεία λατρεία λέξεις ἔχουν παγιωθεῖ στὴ συνείδηση τῶν πιστῶν, ἔχουν ἀποκτήσει ἰδιαίτερη ἀξία (ἁγιαστική, συναισθηματικὴ καὶ ψυχολογικὴ) καὶ ἐπιπλέον, ὡς χρησιμοποιούμενες ἐπὶ αἰῶνες, συνδέουν διαχρονικά τούς πιστοὺς τῶν ἑκάστοτε, σὲ διαφόρους τόπους καὶ χρόνους, λατρευουσῶν ἑλληνοφώνων κοινοτήτων. Ἂν τοὺς ἐξοβελίσουμε καὶ τοὺς ἀντικαταστήσουμε μὲ σύγχρονους «κατανοητοὺς» τύπους καὶ λέξεις, κινδυνεύουμε ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν νὰ προκαλέσουμε σύγχυση στὸ ἐκκλησίασμα καὶ σοβαρὴ ἀπώλεια τῆς ἱεροπρέπειας τῆς θ. Λειτουργίας καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου νὰ θραύσουμε ὁριστικὰ τὴν ἐπὶ τόσους αἰῶνες συνέχεια τῆς λειτουργικῆς γλώσσας μὲ τεράστιες ἀρνητικὲς ἐπιπτώσεις στὴ συνείδηση τῶν πιστῶν.
Ἄλλωστε τὸ κατὰ πόσο οἱ λέξεις αὐτὲς εἶναι ἀκατανόητες ἀπὸ τὸν σύγχρονο Ἕλληνα εἶναι πολὺ συζητήσιμο. Ὁ κορυφαῖος Νεοέλληνας γλωσσολόγος Γ. Χατζηδάκις ἀπέδειξε ὅτι «ἐκ τῶν 4.900 περίπου λέξεων τῆς Κ. Διαθήκης σχεδὸν αἱ ἡμίσειαι, ἤτοι λέξεις 2.280, λέγονται καὶ σήμερον ἐν τῇ κοινῇ λαλιά. Τῶν δὲ λοιπῶν αἱ πλεῖσται μέν, 2.200, νοοῦνται καλῶς ὑπὸ πάντων τῶν Ἑλλήνων ἀναγιγνωσκόμεναι ἢ ἀκουόμεναι, ὀλίγαι δὲ μόνον περὶ τὰς 400 εἶναι ἀληθῶς ἀκατανόητοι ὑπὸ τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ». (2).
Ὅσον ἀφορά στὴ συνέχεια τῆς λατρευτικῆς γλώσσας ἀλλὰ καὶ στὴν ἁγιαστικὴ ἐπενέργειά της στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν, ὁ ἑρμηνευτὴς τῆς θ. Λειτουργίας μακαριστὸς π. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος γράφει τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικὰ: «Ὢ πόσον θὰ ὠφελεῖτο τὸ Ἐκκλησίασμα, ἂν τὰς παρατεταμένας ψαλμωδίας ἢ χρονιζούσας ἐκφωνήσεις ἀντικαθιστᾶ πρὸ τοῦ Ἐκκλησιάσματος τὸ τμῆμα τοῦτο τῆς εὐχῆς τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς. Αἱ 109 λέξεις ἀπὸ τὰς ὁποίας τὸ τμῆμα τῆς «ἐπικλήσεως» καὶ τοῦ «καθαγιασμοῦ», αἱ λέξεις, αἱ ἡγιασμέναι ἐπὶ αἰώνας, διὰ τῶν ὁποίων ἐπαναλαμβάνεται ἀπείρως τὸ μεγαλύτερον τῶν θαυμάτων, αἱ λέξεις αἱ προκαλέσασαι τὰ δάκρυα εἰς αὐτοκράτορας καὶ δούλους, εἰς Πατριάρχας καὶ ἁπλοὺς μοναχούς. Αἱ λέξεις αὐταί, οἱ ἀντίλαλοι τῶν ὁποίων ἐστερέωσαν τοὺς θόλους τῆς ἁγίας Σοφίας καὶ τῶν κατακομβῶν καὶ τῶν σπηλαίων καὶ τῶν ἐρήμων, ἀσφαλῶς ἔχουν τὴν δύναμιν νὰ ἐπιτελοῦν θαύματα εἰς τὰς ψυχάς». (3). Αὐτὲς τὶς λέξεις (ποὺ ἀσφαλῶς δὲν πρόκειται μόνο γιὰ τὶς λέξεις τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς θ. Λειτουργίας καὶ ἀκόμη ὅλων τῶν λατρευτικῶν ἀκολουθιῶν), αὐτὲς τὶς λέξεις ποὺ συνδέουν διαφόρους τόπους καὶ χρόνους, ἀνθρώπους μὲ διαφορετικὰ ἀξιώματα καὶ ἐπίπεδα μορφώσεως, ποὺ ἐκφωνήθηκαν σὲ διαφόρους καιροὺς καὶ καταστάσεις -θριαμβικῆς δοξολογίας καὶ εὐχαριστίας καὶ ἐναγώνιου ἱκεσίας- αὐτὲς τὶς λέξεις νὰ ἀντικαταστήσουμε προκειμένου νὰ ἐπιτύχουμε μία, οὕτως ἢ ἄλλως πολὺ συζητήσιμη καί, ἂν θέλετε, ἀνέφικτη «κατανοησιμότητα»; Ἐξάλλου δὲν κατανοοῦμε καὶ τὴν ἀρνητικὴ ψυχολογία ποὺ θὰ προκληθεῖ στὸ ἐκκλησίασμα (καὶ στὸ θέμα αὐτὸ δὲν ἔχω καμμία πρόθεση νὰ προβῶ σὲ ἀνάλυση ψυχολογικῶν παραμέτρων, στὶς ὁποῖες ἄλλωστε ἄριστος γνώστης εἶναι ὁ π. Βασίλειος – ἁπλὰ μία σκέψη κάνω), ἂν τοῦ ἐπιβληθεῖ (τονίζω τὸ «ἐπιβληθεῖ») ἕνας μεταγλωττισμένος τύπος θείας λατρείας, ἀφοῦ θὰ νιώθει ὅτι, γλωσσικὰ τοὐλάχιστον, εἶναι ἀποκομμένο ἀπὸ τὸ ἐπὶ αἰῶνες ἑλληνόφωνο ἐκκλησίασμα καὶ ὅτι δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ δοξολογήσει, νὰ εὐχαριστήσει καὶ νὰ ἱκετεύσει τὸν Τριαδικὸ Θεὸ μὲ τὶς ἴδιες λέξεις ποὺ χρησιμοποίησαν ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ ἡ λοιπὴ χορεία ὄχι μόνο τῶν ἁγίων Πατέρων ἀλλὰ καὶ τῶν ἁπλῶν πιστῶν;
Ἐπανερχόμενος στὸ θέμα μου φρονῶ ὅτι καὶ οἱ χρησιμοποιούμενοι στὴν θεία λειτουργία ἐμπρόθετοι προσδιορισμοὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀποδοθοῦν μὲ ἐπάρκεια στὴν νεοελληνικὴ χωρὶς νὰ ὑποστοῦν δραματικὴ μείωση ὄχι μόνο τὸ νοηματικὸ βάρος τους ἀλλὰ καὶ ἡ πολλαπλότητα τῶν νοημάτων ποὺ σημαίνονται ἀπὸ αὐτούς. Παράδειγμα, ἡ πρόθεση «ὑπὲρ» σὺν γενικὴ, πού χρησιμοποιεῖται στὶς αἰτήσεις (συναπτὲς καὶ ἐκτενεῖς ἱκεσίες) εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ ἄλλο ἐμπρόθετο προσδιορισμὸ τῆς νεοελληνικῆς μὲ ἰσοδύναμο σημασιολογικὸ βάρος. Μάλιστα, στὸ «Συντακτικό» τοῦ Κυννέρου, διαβάζουμε ὅτι ἡ πρόθεση «ὑπὲρ» σὺν γενικὴ ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἄλλες χρήσεις χρησιμοποιεῖται μετὰ τῶν παρακλητικῶν, ἱκετευτικῶν ρημ., καὶ ἰσοῦται σημασιολογικῶς πρὸς τὸ χάριν τινὸς (4) (ἔτσι μία πρόχειρη μεταγλώττιση π.χ. τοῦ «ὑπὲρ πλεόντων, ὁδοιπορούντων… τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν» μὲ τὸ «ἂς ἱκετεύσουμε, παρακαλέσουμε γιὰ αὐτοὺς ποὺ πλέουν, ὁδοιποροῦν…» δὲν ἀποδίδει τὸ δεύτερο μὲ ἐπάρκεια τὸ πρωτότυπο). Ἐπίσης ἡ πρόθεση ὑπὲρ+γενικὴ χρησιμοποιεῖται «πρὸς δήλωσιν τοῦ σκοποῦ ἴδια μετὰ ἐνάρθρου ἀπαρεμφάτου».(5). (Ἔτσι καταλαβαίνουμε πόσο προβληματικὴ θὰ εἶναι τυχὸν μεταγλώττιση τῆς ἱκεσίας «ὑπὲρ τοῦ ρυσθῆναι ἡμᾶς ἀπὸ πάσης θλίψεως, ὀργῆς, κινδύνου καὶ ἀνάγκης»).
Ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ τὰ πράγματα περιπλέκονται σοβαρὰ καὶ κινδυνεύει νὰ ὑποστεῖ δραματικὴ συρρίκνωση ἡ πολλαπλότητα τῶν σημαινομένων νοημάτων εἶναι ἡ τυχὸν προσπάθεια μεταγλωττίσεως τῶν ἐμπροθέτων προσδιορισμῶν «κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα» τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς καὶ ἀποδόσεως τῶν δι᾿ ἀντιστοίχων ἐμπροθέτων προσδιορισμῶν τῆς νεοελληνικῆς.
Οἱ δύο ἐμπρόθετοι προσδιορισμοὶ («κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα») ἔχουν ἐγείρει πολλαπλὰ ἐρωτήματα ὡς πρὸς τὴν ἑρμηνεία τους. Ὁ ἀνωτέρω μνημονευθείς ἑρμηνευτὴς τῆς θείας Λειτουργίας π. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος γράφει συναφῶς: «Κυρίως ἐρευνᾶται πὼς συνδέεται ἡ αὕτη (πρόκειται περὶ τῆς ἐκφωνήσεως τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν προσφέρομεν –ἤ «προσφέροντες» ὀρθότερα– κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα») πρὸς τὰ προηγούμενα, καθὼς καὶ ἡ σημασία ἰδιαιτέρως τοῦ «κατὰ πάντα». Ἐπ᾿ αὐτοῦ μεταφέρομεν αὐτουσίως τὴν γνώμην παλαιοῦ σχολιαστοῦ: «Ὁ λειτουργὸς συνεχίζων μυστικῶς λέγει: Ἔχοντες διαρκῶς ἐν τῇ μνήμῃ ἡμῶν τὴν σωτήριον ταύτην ἐντολὴν καὶ πάντα ἐκεῖνα ὅσα ὑπὲρ ἡμῶν ἔχουσι τελεσθῇ ἤτοι τὸν σταυρόν, τὴν ταφήν… πάντα ταῦτα διακρατοῦντες ἐν τῇ μνήμῃ ἡμῶν, Σοὶ προσφέρομεν τὰ ὅσα ἐκ τῶν Σῶν ἀνήκουσι εἰς Σὲ «κατὰ πάντα» (συμφώνως πρὸς τὰ ὑπό Σοῦ διατεταγμένα, συμφώνως πρὸς τὰς διατάξεις τὰς Ἀποστολικάς) «καὶ διὰ πάντα» (καὶ ὅσα ἔχεις πράξει ὑπὲρ ἡμῶν)». (6).
Μία πρόχειρη μεταγλώττιση τοῦ «κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα» σέ «καθ᾿ ὅλα καὶ γιὰ ὅλα» ἀναντιρρήτως διασώζει τὶς σημαινόμενες ἔννοιες, ποὺ δηλώνονται σύμφωνα μὲ τὴν ἀνωτέρω ἑρμηνεία τοῦ παλαιοῦ σχολιαστοῦ, ποὺ παραθέτει ὁ π. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος.
Ὅμως οἱ σχολιαστὲς τῆς θείας Λειτουργίας ἐπισημαίνουν καὶ ἄλλες ἑρμηνεῖες, ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ ὑποδηλώσει ὁ ἀνωτέρω μεταγλωττισμένος τύπος «καθ᾿ ὅλα καὶ γιὰ ὅλα», ὅμως ἄριστα διασώζει ὁ πρωτότυπος τύπος «κατά πάντα και διά πάντα». Συγκεκριμένα ὁ Π. Τρεμπέλας συνδέει τὸ «κατά πάντα» μὲ τὸν τόπο καὶ συμφώνως μὲ τὴν ἑρμηνεία του τὸ «κατά πάντα» δηλοῖ τὴν «ἐν παντί τόπῳ» προσφερομένη θυσία τῆς Κ. Διαθήκης ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν κατὰ μόνο τὸν ἐν Ἱερουσαλὴμ ναὸν προσφερομένην θυσίαν τῆς Π. Διαθήκης. Συνδέει μάλιστα τὴν ἑρμηνεία του αὐτὴ πρὸς τὴν προφητεία τοῦ Μαλαχίου «Οὐκ ἔστί μου θέλημα ἐν ὑμῖν (ἐννοεῖ τοὺς Ἰσραηλῖτες ὁ ὁμιλῶν Θεὸς) καὶ θυσίαν οὐ προσδέξομαι ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν» καὶ ἐν συνεχείᾳ «ἀπὸ ἀνατολῶν ἕως δυσμῶν τὸ ὄνομα αὐτοῦ δεδόξασται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐν παντὶ τόπῳ θυμίαμα προσάγεται τῷ ὀνόματι αὐτοῦ καὶ θυσία καθαρὰ» (Μαλαχ. α΄ 11). Ἐπὶ προσθέτως γράφει ὁ Τρεμπέλας: «Οὕτω τὸ εἰς αὐτάς τὰς ἀρχὰς τοῦ δευτέρου αἰῶνος ἀναγόμενον βιβλίον τῆς Διδαχῆς βεβαιώνει εἰς τὸ 14ον κεφάλαιόν του, ὅτι ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι ἡ θυσία ἡ διὰ μέσου τοῦ Μαλαχίου προφητευθεῖσα καὶ «ρηθεῖσα ὑπὸ Κυρίου ἐν παντὶ τόπῳ καὶ χρόνῳ προσφέρειν μοι θυσίαν καθαρὰν». Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰουστῖνος, ὁ φιλόσοφος καὶ Μάρτυς, βεβαιοῖ ὅτι ἡ θεία Εὐχαριστία ἀποτελεῖ τὰς ὑπὸ τοῦ ρηθέντος προφήτου προκηρυχθείσας θυσίας τὰς «ἐν παντὶ τόποι ὑφ᾿ ἡμῶν τῶν ἐθνῶν προσφερομένας τῷ Θεῷ (Διάλογος 41 παρ. 1 καὶ 3), ἅς παρέδωκεν Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς γίγνεσθαι, τοῦτ᾿ ἔστιν ἐπὶ τῇ εὐχαριστίᾳ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ ποτηρίου, τὰς ἐν παντὶ τόπῳ γινομένας ὑπὸ τῶν Χριστιανῶν». (7).
Ἔτσι λοιπὸν τὸ «δια πάντα» διασώζει ὅλες τὶς σημαινόμενες ἑρμηνεῖες, καθότι καὶ ἐμπρόθετος προσδιορισμὸς τῆς αἰτίας εἶναι καὶ ταυτόχρονα ὡς ἐμπρόθετος προσδιορισμὸς τοῦ τόπου καὶ τοῦ χρόνου μπορεῖ νὰ ἐκληφθεῖ, σύμφωνα μὲ τὸ Συντακτικόν τοῦ Κυννέρου (8), καὶ κάλλιστα μπορεῖ νὰ ὑπονοηθεῖ ὁ τόπος καὶ ὁ χρόνος (κατὰ πάντα τόπον καὶ χρόνον), ἐνῶ ὁ νεοελληνικὸς τύπος «γιά ὅλα» ἀδυνατεῖ νὰ ὑποδηλώσει τὸν τόπο καὶ τὸν χρόνο.
Ἀλλά καὶ μία ἀκόμη ἑρμηνεία πού ἀδυνατεῖ νὰ σημάνει ὁ νεοελληνικὸς τύπος. Συμφώνως πρὸς τὸν μακαριστὸ π. Δημήτριο Στανιλοάε «”κατά πάντα” σημαίνει ὅτι στὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο ἢ στὸ σῶμα τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ εἶναι συμπυκνωμένα καὶ ἀνυψωμένα ὅλα τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό… καὶ “διὰ πάντα” θὰ μποροῦσε νὰ σημαίνει τόσο ὅτι δίδονται στὴ θέση ὅλων (ἀντὶ γιὰ ὅλα) ὅσο καὶ ὅτι δίδονται πρὸς ἁγιασμὸ ἢ πρὸς ὄφελος ὅλων». (9).
Ἀνέφερα τὶς ἀνωτέρω πολλαπλὲς ἑρμηνεῖες ἤ, ἂν θέλετε, τὰ πολλαπλὰ νοήματα ποὺ διασώζει ὁ ὡς ἔχει γλωσσικὸς τύπος καὶ ἀποκλείει ὁ μεταγλωττισμένος τύπος -καὶ ποὺ ἀσφαλῶς εἶναι δειγματολογικὲς καὶ οὐδόλως ἐξαντλητικές τοῦ ὅλου ζητήματος- πρὸς κατάδειξη τῆς ἀπόψεώς μου, ὅτι τυχὸν μεταγλώττιση τῶν λειτουργικῶν κειμένων, ὄχι μόνο τῶν ποιητικῶν ἀλλὰ καὶ τῶν πεζῶν, θὰ συρρικνώσει δραματικὰ τὴν πολλαπλότητα τῶν νοημάτων ποὺ σημαίνονται ἀπὸ τὴν ὡς ἔχει γλωσσικὴ μορφὴ των.
Ἄλλωστε ὅσοι ἀσχολούμεθα κάπως περισσότερο ἀπὸ ἐρασιτεχνικῶς μὲ τὰ ἀρχαία κείμενα, ἂν καὶ χρησιμοποιοῦμε τὶς ὑπάρχουσες μεταφράσεις, γυρίζουμε πάλι στὸ πρωτότυπο πρὸς πληρεστέρα κατανόηση τῶν νοημάτων, διότι καὶ ἡ πλέον ἔγκυρη μετάφραση ἀδυνατεῖ νὰ ἀποδώσει μὲ πληρότητα τὰ νοήματα καὶ πολλάκις ἐγκλείει παγίδες στὴ σὲ βάθος κατανόησή τους. Νομίζω ὅμως ὅτι ἡ μεταγλώττιση τῶν ἱερῶν κειμένων, πέρα ἀπὸ τὴν ἀναπόφευκτη προδοσία τῶν νοημάτων τοῦ πρωτοτύπου ποὺ θὰ ἐπιφέρει, θὰ θέσει καὶ ἕνα τεραστίας σπουδαιότητας θέμα: τῆς ἀποϊεροποιήσεως τῆς λειτουργικῆς γλώσσας. Τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι τεράστιο καὶ θὰ χρειαζόταν εἰδικὸ ἄρθρο ἡ πλήρης ἀνάπτυξή του. Τὸ ἀφήνω στοὺς πιὸ εἰδικοὺς ἀπὸ μένα. Ἐγὼ ἁπλὰ καὶ μὲ ἄκρα συντομία θὰ θίξω μία χαρακτηριστικὴ πτυχὴ τοῦ συγκεκριμένου θέματος. Ὅσο καὶ ἂν φαίνεται παράδοξο, τὴν πιθανότατα, κωμικὴ πτυχή. Γιὰ νὰ καταστήσω σαφὲς τί θέλω νὰ πῶ, θὰ ἀναφερθῶ σὲ μία παρέμβαση τοῦ Σεβασμιωτάτου π. Δημητρίου Τρακατέλλη σὲ ἕνα συνέδριο ποὺ ἀφοροῦσε τὸ μεῖζον θέμα τῆς μεταφράσεως πρωτοτύπων κειμένων γενικά, ἀλλὰ καὶ εἰδικὰ μεταφράσεως βιβλικῶν κειμένων. Λέγει συγκεκριμένα ὁ π. Δημήτριος Τρακατέλλης: «Πρὸ ἐτῶν, ἐνθυμοῦμαι, βρέθηκα σὲ μία ὁμάδα παλαιῶν καινοδιαθηκολόγων, ποὺ δούλευαν στὰ Ἀγγλικὰ καὶ ἀνέφεραν ἕνα ὡραῖο παράδειγμα: στὸ κατ᾿ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐμφανίσεις τοῦ Ἰησοῦ, λέει ἐκεῖ ὁ ἀναστάς Ἰησοῦς στοὺς μαθητές Του: «Δεῦτε ἀριστήσωμεν». Ἡ νέα ἀγγλικὴ μετάφραση, γιὰ νὰ εἶναι μοντέρνα, τὸ ἀπέδωσε: «Let᾿s have breakfast», τὸ ὁποῖο εἶναι ἀπολύτως σωστό. Αὐτὸ σημαίνει τὸ «δεῦτε ἀριστήσωμεν» στὴν κυριολεξία, ἀλλὰ γιὰ τὸν Ἄγγλο τὸν παραδοσιακό, τὸν ἄνθρωπο τῆς Ἀγγλικανικῆς ἐκκλησίας, αὐτὸ τὸ let᾿s have breakfast ἦταν «shocking», ὅπως εἶπε ὁ καθηγητὴς Karbery, ποὺ ἀνέφερε τὸ παράδειγμα, διότι τοῦ ἐδημιούργησε ἕνα αἴσθημα -ὅπως εἶπε- profanation, βεβηλώσεως, σχεδόν, ἀποϊεροποιήσεως». (10). Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι ἡ ἀποϊεροποίηση τῆς γλώσσας, ποὺ ἀναπόδραστα συνεπάγεται ἤ, τολμῶ νὰ πῶ, ὅποια μεταγλώττιση, προκειμένου νὰ ἐπιτύχει «κατανοησιμότητα» -ὅπως τέλος πάντων τὴν ἐννοεῖ αὐτὴ ὁ καθένας- ἐγγίζει τὰ ὅρια τοῦ κωμικοῦ. Καὶ ἂν τὸ ἀνωτέρω παράδειγμα προέρχεται ἀπὸ τὴν Ἀγγλικὴ γλῶσσα οὐδόλως μειώνει τὴν ἀξία του. Μάλιστα πολὺ φοβοῦμαι ὅτι στὰ νέα Ἑλληνικὰ τὰ πράγματα θὰ εἶναι πιὸ δύσκολα, δεδομένου ὅτι ἀναντίρρητα ἡ νεοελληνικὴ γλῶσσα καὶ πιὸ φτωχὴ γλῶσσα ἀπὸ τὰ Ἀγγλικὰ εἶναι καὶ λιγότερες ἐκφραστικὲς δυνατότητες ἀπὸ αὐτὰ -τὰ «Ἀγγλικὰ- ἔχει, στὸ ἀνωτέρω παράδειγμα, ἂν τὸ «δεῦτε ἀριστήσωμεν» τὸ ἀποδώσουμε «ἂς πάρουμε πρωϊνό», ἡ ἀποϊεροποίηση τῆς γλώσσας θὰ εἶναι λιγότερο πραγματικὴ καὶ τὸ σὸκ πού θὰ προκαλέσει στὸν Ἕλληνα πιστὸ θὰ εἶναι μικρότερο ἀπὸ ὅτι στὸν Ἄγγλο;
Ἀλλὰ στὴ θέση τοῦ π. Βασιλείου περὶ ἀναγκαιότητος μεταγλωττίσεως τῶν κειμένων τῆς θείας λατρείας πρὸς πληρεστέρα κατανόησή τους ὑπολανθάνει καὶ μία ἀκόμη πτυχή, ἄκρως σημαντικὴ κατὰ τὴν γνώμη μου. Πρόκειται γιὰ μία, ἂς τὸ πῶ ἔτσι, ἐργαλειακὴ θεώρηση τῆς γλώσσας. Ἡ γλῶσσα θεωρεῖται ἕνα ἁπλὸ ἐργαλεῖο, ἕνας κώδικας ἐπικοινωνίας, πρὸς ἐξυπηρέτηση χρηστικῶν ἀναγκῶν. Καὶ φυσικά, σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψη αὐτή, τίποτα δὲν μᾶς ἐμποδίζει νὰ ἀντικαταστήσουμε τὸ ἐργαλεῖο αὐτὸ μὲ ἕνα ἄλλο, καταλληλότερο καὶ προσφορώτερο γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν χρηστικῶν ἐπικοινωνιακῶν ἀναγκῶν μας.
Ὅμως τὰ πράγματα ὡς πρὸς τὴ φύση τῆς γλώσσας δὲν ἐξαντλοῦνται στὴν ψιλὴ ἐργαλειακὴ-χρηστικὴ θεώρησή της. Ἡ γλῶσσα, πέρα ἀπὸ ἕνας κώδικας ἐπικοινωνίας, εἶναι καὶ φορεὺς πολιτισμικῶν ἀξιῶν τῆς γλωσσικῆς κοινότητος ποὺ τὴν χρησιμοποιεῖ. Ἐκφράζει, ἢ μᾶλλον ἀποτυπώνει λεκτικὰ τὶς ἀξίες, τὸν ἰδιαίτερο τρόπο τοῦ σκέπτεσθαι, τὶς ἰδιαίτερες κατηγορίες νοήσεως, τὸν ἰδιαίτερο τρόπο θεάσεως καὶ νοηματοδοτήσεως τοῦ κόσμου, τῆς κοινωνίας, τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ θείου, τοῦ ἱεροῦ. Καὶ ὑπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη εἶναι ἀναντικατάστατη. Ἄλλωστε καὶ ἡ νεωτέρα θεωρία τῆς Λογοτεχνίας δίδει ὅλο καὶ περισσότερη καὶ βαρύνουσα σημασία στὴ μορφὴ πρὸς πληρεστέρα κατανόηση τοῦ ἐννοιολογικοῦ περιεχομένου, μὲ τὸ ὁποῖο εἶναι ἄρρηκτα συνυφασμένη ἡ γλωσσικὴ μορφὴ. (11).
Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη κατανοοῦμε τὴν ἰδιαίτερη τιμὴ ποὺ ἐπεφύλαξε ἡ ἄρρητη θεία πρόνοια στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ στὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό, τοῦ ὁποίου εἶναι φορεὺς ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα, νὰ ἀποτελέσουν τὸ ἰδιαίτερο ὄχημα διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου καὶ διατυπώσεως τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ αὐτὸ κάθε ἄλλο παρὰ τυχαῖο εἶναι. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα μὲ ὅλες τὶς ἰδέες, τὶς ἀξίες καὶ τὰ νοήματα, τῶν ὁποίων εἶναι φορεύς, ἐκρίθη ἀπὸ τὴν ἀνεξιχνίαστη θεία βουλὴ ὡς ἡ πλέον κατάλληλη γιὰ τὴ διατύπωση καὶ ἔκφραση τῆς διδασκαλίας τῆς ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας. Καὶ αὐτὸ διότι εἶναι ἡ πλέον συγγενὴς μὲ τὸ χριστιανικὸ πνεῦμα καὶ ὡς ἐκ τούτου ἡ πλέον προσιδιάζουσα στὴ διατύπωση καὶ ἔκφρασή του. Συχνὰ διατυπώνεται ἡ ἄποψη ὅτι ἂν ὁ Χριστὸς ἐνηνθρώπιζε σήμερα, θὰ χρησιμοποιοῦσε τὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα, διότι αὐτὴ εἶναι ἡ σύγχρονος παγκόσμιος γλῶσσα. Μὲ τὴν ἴδια ἔννοια χρησιμοποιήθηκε καὶ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα διότι «ἔτυχε» νὰ ἦταν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἡ παγκόσμιος γλῶσσα. Ὅμως δὲν ὑπάρχει τίποτα τυχαῖο στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη τὸ πλέον ἀσήμαντο πρᾶγμα. Ἔτσι δὲν εἶναι τυχαῖα ὁ χρόνος καὶ ὁ τόπος τῆς ἐνανθρωπήσεως καὶ ἀσφαλῶς ἡ ἐπιλογὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ὡς τοῦ ὀργάνου διατυπώσεως, ἐκφράσεως καὶ διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρης τῆς μετέπειτα πατερικῆς θεολογίας καὶ φυσικὰ καὶ τῆς θείας Λατρείας. Ἡ γλῶσσα αὐτὴ μὲ ὅλα τὰ νοήματα, ἰδέες καὶ ἔννοιες ποὺ σημαίνει διέθετε ἐν δυνάμει ὅλες τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ νὰ ἐκφρασθεῖ, διατυπωθεῖ καὶ διαδοθεῖ ἡ ἐξ Ἀποκαλύψεως ἀλήθεια. Ὁ Ἑλληνισμὸς μὲ τὴ διανόηση καὶ τὴ γλῶσσα τοῦ διέθετε τὸ κατάλληλο φύραμα, τὸ ὁποῖο ἐνοφθαλμιζόμενο στὴν ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια θὰ μποροῦσε νὰ μεταπλασθεῖ καὶ νὰ ἀποτελέσει τὸ κατάλληλο γλωσσικὸ καὶ διανοητικὸ ὑπόστρωμα ἐκφράσεως αὐτῆς. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖα ἡ ἐπιλογὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας (καὶ φυσικὰ ὅλου τοῦ ἐννοιολογικοῦ ὁρίζοντος ποὺ σημαίνεται ἀπὸ αὐτὴν) ἀπὸ τὴ θεία πρόνοια γιὰ τὴν ἰδιαίτερη διακονία της στὴν ἔκφραση καὶ διάδοση τῆς Χριστιανικῆς Ἀλήθειας.
Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ εἶναι σαφὴς καὶ κατηγορηματικὸς ἐπ᾿ αὐτοῦ: «Εἶναι οὐσιῶδες νὰ θέσουμε ἐδῶ ἕνα θέμα. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη παρῆλθε. Ὁ Ἰσραὴλ δὲν δέχθηκε τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἀναγνώρισε τὸ Χριστὸ οὔτε τὸν ὁμολόγησε καὶ ἡ «ὑπόσχεση πέρασε στοὺς Ἐθνικούς». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι, πρὸ πάντων, ecclesia ex gentibus («ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησία»). Πρέπει νὰ ἀναγνωρίσουμε αὐτὸ τὸ βασικὸ γεγονὸς τῆς χριστιανικῆς ἱστορίας μὲ ταπείνωση μπροστὰ στὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκπληρώνεται στὸν προορισμὸ τῶν Ἐθνῶν. Καὶ ἡ «κλήση τῶν Ἐθνῶν» σήμαινε ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς εὐλογήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Σ᾿ αὐτὸ δὲν ὑπῆρξε καμμιὰ «ἱστορικὴ σύμπτωση» -καμμιὰ τέτοια σύμπτωση δὲν μποροῦσε νὰ βρίσκεται σ᾿ αὐτό. Στὸν θρησκευτικὸ προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ὑπάρχουν τυχαῖες «συμπτώσεις». Ὁπωσδήποτε, τὸ γεγονὸς παραμένει ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο δίνεται σὲ ὅλους μας καὶ γιὰ ὅλες τὶς ἐποχὲς στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Σ᾿ αὐτὴ τὴ γλῶσσα ἀκοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν ὁλότητα καὶ πληρότητά του. Αὐτό, φυσικά, δὲν σημαίνει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μεταφραστεῖ – ἀλλὰ πάντοτε τὸ μεταφράζουμε ἀπὸ τὰ Ἑλληνικά. Καὶ ὑπάρχει ἀκριβῶς τόσο λίγη «τύχη» ἢ «συμπτωματικότητα» σ᾿ αὐτὴ τὴν «ἐκλογὴ» τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας (ὡς τῆς ἀμετάβλητης πρώτης γλώσσας τοῦ Χριστιανικοῦ Εὐαγγελίου), ὅση ὑπῆρχε καὶ στὴν ἐκλογὴ ἀπὸ τὸ Θεὸ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ (ἀπὸ ὅλους τούς λαοὺς τῆς ἀρχαιότητας) ὡς λαοῦ «Του». Ὑπῆρχε τόσο λίγη «συμπτωματικότητα» στὴν «ἐκλογὴ» τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ὅση ὑπῆρχε στὸ γεγονὸς ὅτι «ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστὶν» (Ἰωάν. δ’ 22). Δεχόμαστε τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ὅπως ἔγινε. Καὶ θὰ ἦταν ἄσκοπο νὰ ρωτᾶμε ἂν θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε γίνει ἀλλιῶς». (12).
Αὐτὰ ποὺ γράφει ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ γιὰ τὴν ἰδιαίτερη λειτουργία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ὅσον ἀφορᾶ στὸ Εὐαγγέλιο κάλλιστα ἰσχύουν καὶ στὴ θ. λατρεία καὶ ἰδιαιτέρως στὴ θ. Λειτουργία, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι ἡ θ. Λειτουργία δὲν μπορεῖ νὰ τελεσθεῖ σὲ ἄλλες γλῶσσες καὶ φυσικὰ σὲ ἄλλες μορφὲς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Ὅμως -ἀντιγράφοντες τὸν π. Γ. Φλωρόφσκυ καὶ μεταφέροντες ὅσα λέγει γιὰ τὸν Εὐαγγέλιο στὴ θ. Λειτουργία- ἀκοῦμε καὶ κατανοοῦμε -διανοητικὰ καὶ ἄλλως πὼς- τὴ θ. Λειτουργία στὴν ὁλότητα καὶ πληρότητά της στὴν παραδεδομένη, ἀρχικὴ γλωσσικὴ μορφή της. Καὶ ἀλλοιώνοντες τὴν παραδεδομένη, ἀρχικὴ, «ἀμετάβλητη» ἂν θέλετε (ὅπως ἀκριβῶς γράφει ὁ π. Γ. Φλωρόφσκυ γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ κατ᾿ ἀναλογίαν, ἀναντιρρήτως, ἰσχύει γιὰ τὴ θ. Λειτουργία) μοιραία ἀλλοιώνονται τὰ σημαινόμενα ἀπὸ τὴν παραδεδομένη γλωσσικὴ μορφὴ νοήματα, τὰ ὁποῖα ἄλλωστε, ἐπαναλαμβάνω γιὰ πολλοστὴ φορά, εἶναι ἀρρήκτως συνδεδεμένα μ᾿ αὐτὴν – τὴ γλωσσικὴ μορφή. Καὶ ἐν τελικῇ ἀναλύσει ὄχι μόνο δὲν διευκολύνεται ἡ διανοητικὴ προσπέλαση τῶν πιστῶν στὴ θ. Λειτουργία, ὅπως νομίζει ὁ π. Βασίλειος, ἀλλὰ τοὐναντίον ὑφίσταται σημαντικὴ μείωση καὶ ἔκπτωση ἀπὸ αὐτὴν ποὺ προσφέρει ἡ ὡς ἔχει γλωσσικὴ μορφὴ τῆς θ. Λειτουργίας. Καὶ βεβαίως αὐτοὶ ποὺ ὄχι μόνο δὲν ὠφελοῦνται ἀλλὰ τοὐναντίον ἀδικοῦνται εἶναι οἱ πιστοί.
Κλείνοντας κρίνω σκόπιμο νὰ παραθέσω ὁρισμένες θέσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ὅπως αὐτὲς διετυπώθησαν σὲ συνέντευξη ποὺ παρεχώρησε στὸ περιοδικὸ Θεὸς καὶ θρησκεία (τεῦχος 1, Μάρτιος 1999, σ. 27). «Πολλάκις δὲν εἶναι ἡ γλωσσικὴ μορφή, ἀλλὰ ἡ βαθύτης τῶν νοημάτων καὶ ἡ ἔλλειψις ἐξοικειώσεως πρὸς αὐτά, ἡ ὁποία καθιστᾶ δυσνόητον ἕνα κείμενον. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν θεωρεῖ τὴν γλωσσικὴν μορφὴν δόγμα, ἀλλά ποιμαντικόν μέσον. Ἑπομένως χρησιμοποιεῖ ἑκάστοτε τὴν ἀποτελεσματικωτέραν γλῶσσαν. Ἐν τούτοις ἡ ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα τῆς θείας λατρείας δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἡ καθημερινὴ γλῶσσα, ἀλλὰ ὑψηλότερα καὶ ἐπισημοτέρα, διὰ νὰ αἰσθάνεται ὁ χριστιανὸς τὴν ἐπισημότητα τῆς θείας λειτουργίας, χωρὶς βεβαίως νὰ ἀδυνατεῖ νὰ παρακολούθηση τὰ νοήματα αὐτῆς. Πρέπει νὰ διδάξωμεν τὴν ἑρμηνείαν τῆς θείας Λειτουργίας εἰς τοὺς ἐκκλησιαζομένους χριστιανούς, μήπως οὕτως ἀμβλυνθῆ τὸ πρόβλημα τῆς κατανοήσεως τῆς γλώσσης αὐτῆς».
1. Κυννέρου Ραφαήλ, Συντακτικόν τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς γλώσσης, μτφρ. Εὐσταθίου Σταθάκη, τόμος Β’, Δωδώνη, χ.χ., σ. 793.
2. Χατζηδάκι Γ., «Περὶ τῆς ἑνότητος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης», στὸ Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρὶς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, τ.5, 1908-9, σελ. 47-151.
3. Παρασκευοπούλου Γερβασίου, Ἑρμηνευτικὴ Ἐπιστασία εἰς τὴν Θείαν Λειτουργία, Πάτραι, 1958, σελ. 214-215.
4. Κυννέρου Ραφαήλ. ε. α. σελ. 508-509.
5. Κυννέρου Ραφαήλ. ε. α. 509.
6. Παρασκευοπούλου Γερβασίου, ε. α., σελ. 211, σημείωσις 2.
7. Τρεμπέλα Π.Ν., Ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξον λατρείαν μας, Ἀθῆναι, Ἀπρίλιος 1997, σελ. 298 καί 299.
8. Κυννέρου Ραφαήλ, ε. α., σ. 508.
9. Καραϊσαρίδη Κωνσταντίνου, Ἡ συμβολὴ τοῦ π. Δημητρίου Στανιλοάε στὴ μελέτη τῶν λειτουργικῶν θεμάτων, Ἀθήνα 1997, σ. 299-300.
10. Πρωτότυπο καί Μετάφραση, Πρακτικά Συνεδρίου, Ἀθήνα 11-15 Δεκεμβρίου 1978, σ. 220.
11. Jacobson R. Γιὰ τὸ ποιητικὸ καὶ τὴν τέχνη – Δοκίμια γιὰ τὴ λογοτεχνία, μτφρ. Ἄρης Μπερλῆς. Ἑστία 1998, σ. 186.
12. Φλωρόφσκυ Γεωργίου, Δημιουργία καὶ Ἀπολύτρωσις, μτφρ. Π. Πάλλης, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 36.