της Χαράς Σαΐτη
Κάτι για σπόρους μου έλεγε ο ερασιτέχνης αγρότης στο τηλέφωνο. Να του στείλουμε ντομάτα και εκείνος να μας στείλει το παλιό φασολάκι το κίτρινο. Πως πρέπει να σώσουμε τις παλιές ποικιλίες μαζί με τα παλιά μυαλά.
-Γιατί τα παλιά μυαλά; ρώτησα γελώντας, εκλαμβάνοντας ως αστείο την παρατήρησή του.
– Για κλάματα είναι, κοπέλα μου, όχι για γέλια, μου απάντησε και διέκρινα αποχρώσεις πόνου και οργής, που μου κίνησαν το ενδιαφέρον. Αποφάσισα λοιπόν, να δώσω συνέχεια στην κουβέντα, κι ας έτρεχε ο χρόνος εις βάρος των καθημερινών μου υποχρεώσεων.
-Εγώ, παιδί μου, είμαι 67 χρονών, συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος. Το ξέρεις δα τι κατάρα είναι, να είσαι σήμερα συνταξιούχος! Ούτε ξέρουμε τι μας ξημερώνει… Κάθε φορά που πάω να σηκώσω τη σύνταξη, δεν ξέρω κατά πού να μουντζώσω. Μουντζώνω, λοιπόν, τον εαυτό μου, βάζω στην τσέπη ό,τι μου δίνουν και φεύγω.
-Μη στεναχωριέσαι, του λέω, υγεία να έχουμε, όλοι τα ίδια. Με την κλάψα, δε βγαίνει τίποτα. Τώρα πρέπει να κοιτάξουμε να δούμε τι θα κάνουμε…
– Να αγιάσει το στόμα σου κορίτσι μου! Αυτά λέω κι εγώ. Αλλά, δεν με ακούει κανείς…
Μια μικρή παύση, αλλά πόσο εύγλωττη η σιωπή του! Ένοιωσε, φαίνεται, πως κάποιος είναι διαθέσιμος στο άλλο άκρο του ακουστικού να τον ακούσει, κάποιος που μπορεί και να συμφωνεί μαζί του. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι του καημού του…
– Μια ζωή, δούλευα στην υπηρεσία μου και κατευθείαν από το γραφείο έτρεχα στα χτήματα. Είναι το μεράκι μου η γης, αλλά ήταν και ανάγκη. Μη λείψει τίποτα στην οικογένεια. Πέντε παιδιά βλέπεις! Το γάλα τους, το αυγό τους, το λάδι τους, όλα απ’ τα χέρια μου περνούσαν. Εκείνα μεγάλωναν, σχολεία, φροντιστήρια, τα σπούδασα – δόξα τω Θεώ-και τα πέντε. Οι δυο γιοί μου σπουδάσαν τα οικονομικά, η μία μου κόρη φιλόλογος, η άλλη αρχαιολόγος και η μικρή πήγε για γεωπόνος.
– Μπράβο, συγχαρητήρια! Και να τα χαίρεσαι…
– Περίμενα να αποκατασταθούν, να βρούνε δουλειές, να μπούνε σε θέσεις.. Τελειώσαν τα Πανεπιστήμιά τους, όλα καλά… Τώρα…
– Ε, δεν είναι εύκολες οι δουλειές σήμερα, είπα. Δως τους λίγο χρόνο να καταλάβουν τι γίνεται, θα βρουν το δρόμο τους… Έχουν έρθει για όλους τα πάνω –κάτω…
– Έτσι λες; Μακάρι να είναι έτσι! Κοντεύουν τα σαράντα, ο μεγάλος μου είναι τριάντα οχτώ χρονών. Δεν είναι πια παιδάκια! Μια δραχμή δεν έχει κερδίσει ακόμα απ’ τη δουλειά του… Τέλος πάντων. Έστελνα λεφτά, τα μισά στην Αθήνα, τα άλλα μισά στη Θεσσαλονίκη. Άλλα είχαν τελειώσει και ψάχνανε για δουλειά, άλλα ήταν στα τελειώματα. Σπρώχναμε το χρόνο να κυλήσει, κάτι μεταπτυχιακά, κάτι από δω, κάτι από κει, κάτι βιογραφικά, κάτι ΑΣΕΠ, πέρασαν τα χρόνια και άλλαξαν οι εποχές. Το αποτέλεσμα: Έχουν γυρίσει όλα σπίτι, στο χωριό. Και τα πέντε!
– Δε χαίρεσαι έχεις τα παιδιά σου όλα κοντά σου! Οι πιο πολλοί έχουν φύγει για έξω…
– Να σου πω. Και βέβαια χαίρομαι, αν το πάρεις έτσι. Αλλά όταν φεύγω εγώ για τα χωράφια, η γυναίκα μου φωνάζει μην κάνω φασαρία και ξυπνήσω τα παιδιά. Όλη νύχτα ξεπατωθήκανε τα καημένα στα ίντερνετ καφέ-πως τα λένε;;- και στα λάπτοπ! Γυρίζω σπίτι – αν δεν κοιμόνται ακόμα, το κεφάλι σκυμμένο πάνω στο κομπιούτερ. Και κατάθλιψη! Κατάθλιψη, πονοκέφαλο, ψυχολογικά… Ελάτε βρε ένας να με βοηθήσει να σκαλίσουμε την πατάτα, Μπά! παιδάκι μου. Ελάτε να βάλουμε το κρασί στα βαρέλια. Μπα! Ελάτε να μάσωμε τις ελιές, να ταΐσετε τουλάχιστο τα ζώα. Τίποτα! Με κοιτάνε κιόλας περίεργα, λες και τους ζητάω το ακατόρθωτο.
– Είναι αμάθητα τα παιδιά. Αν τα πάρεις με το καλό, με τη λογική…
– Τι αμάθητα; Ξεμάθανε να έχουν αξιοπρέπεια; Να δουλεύει ο γέρος πατέρας τους για να τρώνε και να πίνουν αυτά; Μέρα νύχτα στις καφετέριες και στα κομπιούτερ. Και να το εκτιμούσαν τουλάχιστον! Το τυρί μας δεν το τρώνε, πως είναι αλμυρό και παχύ και θέλουν λάιτ τυριά από το σούπερ μάρκετ. Τρέχα κι αγόραζε μπαρμπα-Μήτσο! Κουβάλα ζαγάρι τα γιαουρτάκια διαίτης με λίγα λιπαρά! Δε φτάνει που γυρίσαν απ’ τις Αθήνες άχρηστοι κι ανίκανοι να ιδρώσουν για να βγάλουν το ψωμί τους, αλλά κονομήσανε και κάτι χοληστερίνες, κάτι αυχενικά… εγώ που είμαι τόσο χρονώ και δεν έχω τίποτα….
– Ε, αυτές είναι οι ασθένειες της καλοπέρασης…
– Να τη βράσω τέτοια καλοπέραση! Βρε υπάρχει καλύτερο από την υγιεινή ζωή, από τη δουλειά στη φύση; Να τρως όλα τα αγνά προϊόντα, που γίνονται μόνο με το νεράκι του Θεού! Και τους βλέπεις, να δουλέψουν δεν έρχονται, αλλά η γυμναστική τους, το τροχάδην τους! Κάνει λέει καλό ο αθλητισμός! Βγαίνουν και τρέχουν στους δρόμους καμιά ώρα, και καταλαβαίνουμε πως είναι ακόμη ζωντανά. Αλλιώς…
– Το συνηθίζει ο κόσμος στις πόλεις, δεν είναι κακό πράγμα το τρέξιμο. Μήπως είσαι θυμωμένος μαζί τους και σου φταίει ό,τι κι αν κάνουν;
– Να τρέξουν και να πηδήξουν! Ποιος τους εμποδάει; Αλλά μετά τη δουλειά, παιδί μου. Να τελειώσουν τις δουλειές τους και μετά…
– Είναι δύσκολο να προσαρμοστούν στους ρυθμούς της αγροτικής ζωής. Θέλει σιγά σιγά, με το μαλακό..
– Καλά λες! Σιγά –σιγά!
– Η κόρη, η γεωπόνος, δεν έρχεται να βοηθήσει; Θα έχει και να μάθει από σένα, από την πείρα σου…
– Α! Τώρα πέτυχες διάνα! Είπαμε να κάνουμε κάτι πιο επαγγελματικό, να τη βοηθήσουμε κι εμείς, να διαθέσουμε τα χτήματα και να κοιτάξει πώς θα βολευτεί. Να βάλουμε κηπευτικά εποχής κι αργότερα –άμα πάμε καλά- κι ένα θερμοκήπιο και να βγάλουμε άδεια πωλητή, να τα δίνουμε στις λαϊκές. Ούτε που να το ακούσει αυτή! Να βάλουμε μοντέρνες καλλιέργειες που βγάζουν γρήγορα λεφτά και χωρίς το χαμαλίκι του αγρότη. Ήθελε να βάλουμε αλόη και να κάνουμε σύμβαση με μια φαρμακευτική εταιρεία. Υποχώρησα και έλεγα μέσα μου, μακάρι, αλλά να δούμε. Το αποτέλεσμα: με την πρώτη παγωνιά κάηκαν τα φυτά πατόκορφα, πάει και το κεφάλαιο που είχαμε ρίξει και αυτό ήταν όλο. Τώρα ψάχνει να κάνει κανένα μεταπτυχιακό…
– Έχουν διαφορετική αντίληψη τα νέα παιδιά για τη δουλειά και για τη γη. Ίσως δε φταίνε αυτά. έτσι έμαθαν. Αλλά καλές είναι και οι νέες ιδέες, τα καινούργια μυαλά. Μια ισορροπία χρειάζεται.
– Εγώ ξέρεις τι λέω ότι χρειάζεται; Να κοιτάξουμε πώς ζούσαν οι παλιοί. Μαζί με τους παλιούς σπόρους, να σώσουμε και τα παλιά μυαλά…
http://www.nealefkadas.gr/%CF%80%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CE%AC-%CE%BC%CF%85%CE%B1%CE%BB%CE%AC/