Ο «ΠΕΙΡΑΣΤΗΣ» ΚΑΙ ΟΙ «ΠΕΙΡΑΖΟΜΕΝΟΙ»

 Τὸ θαῦ­μα τῆς θε­ρα­πεί­ας τοῦ «σε­λη­νι­α­ζο­μέ­νου» καὶ δαι­μο­νι­σμέ­νου νέ­ου, λαμ­βά­νει χώ­ρα ἀ­μέ­σως με­τὰ τὸ γε­γο­νὸς τῆς θεί­ας Με­τα­μορ­φώ­σε­ως, στὸ ὄρος Θα­βώρ. Ὁ δυ­στυ­χὴς πα­τέ­ρας ἔ­φε­ρε τὸν δαι­μο­νι­σμέ­νο γυι­ό του στοὺς ἐν­νέ­α μα­θη­τές, οἱ ὁ­ποῖ­οι δὲν μπό­ρε­σαν νὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σουν. Αὐ­τὸ ἔ­δω­σε εὐ­και­ρί­α στοὺς φθο­νε­ροὺς καὶ κα­κεν­τρε­χεῖς Γραμ­μα­τεῖς νὰ κα­ταγ­γεί­λουν ὡς ἀ­νί­κα­νους τούς μα­θη­τὲς νὰ θε­ρα­πεύ­σουν τὸν νέ­ο, καὶ ὡς ἀ­νά­ξιους τῆς ὑ­πο­λή­ψε­ως τοῦ λα­οῦ θέ­λη­σαν νὰ κερ­δί­σουν μί­α εὔ­κο­λη νί­κη.

 

Ἀλ­λὰ εὐ­τυ­χῶς ἔ­φθα­σε ἐγ­καί­ρως ὁ Κύ­ριος, ἀ­να­κού­φι­σε τοὺς ἐν­νέ­α μα­θη­τὲς καὶ ὁ λα­ὸς «εὐ­θέ­ως ἰ­δὼν αὐ­τὸν ἐ­ξε­θαμ­βή­θη καὶ προ­στρέ­χον­τες ἠ­σπά­ζον­το αὐ­τὸν»  (Μάρκ. θ΄ 14, 15). Ὁ Κύ­ριος ἐ­πε­τί­μη­σε καὶ ἐ­ξέ­βα­λε τὸ πο­νη­ρὸν πνεῦ­μα. Ἐ­θερά­πευ­σε τὸν δυ­στυ­χῆ νέ­ο, ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως ζή­τη­σε πί­στη ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα.

 

Ὁ Χρι­στὸς ἦλ­θε στὸν κό­σμο «ἵνα λύ­σῃ τὰ ἔρ­γα τοῦ δι­α­βό­λου», (Α΄ Ἰ­ω­άν. γ΄ 8) καὶ γιὰ νὰ ἐ­λευ­θε­ρώ­σει τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­πὸ «τὸν τὸ κρά­τος ἔ­χον­τα τοῦ θα­νά­του», δηλ. γιὰ νὰ κα­ταρ­γή­σει μὲ τὸν θά­να­τόν του, αὐ­τὸν ποὺ ἐ­ξου­σί­α­ζε τὸν θά­να­το, δηλ. τὸν δι­ά­βο­λο.

 

Ἡ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πή, ὁ­μι­λεῖ ἀ­κρι­βῶς γιὰ μί­α μά­χη καὶ μί­α νί­κη ἐ­νάν­τια στὸ δι­ά­βο­λο. Πάν­το­τε, ἀλ­λὰ πε­ρισ­σό­τε­ρο τὶς μέ­ρες τοῦ ἐν­το­νώ­τε­ρου πνευ­μα­τι­κοῦ ἀ­γῶ­να, ὅ­πως εἶ­ναι οἱ μέ­ρες τῆς νη­στεί­ας (τῆς Μεγ. Σα­ρα­κο­στῆς, ἢ τῆς νη­στεί­ας τῶν Χρι­στου­γέν­νων, τοῦ Δε­κα­πεν­ταύ­γου­στου κ.λπ.), ὁ δι­ά­βο­λος στή­νει τὶς πα­γί­δες του γιὰ νὰ θη­ρεύ­σει τὸν ἀ­γω­νι­ζό­με­νο Χρι­στια­νό, ποὺ δὲν παύ­ει νὰ εἶ­ναι καὶ αὐ­τὸς ἄν­θρω­πος μὲ ἀ­δυ­να­μί­ες.

 

Στὶς μέ­ρες μας, ποὺ λό­γῳ τῆς τε­χνο­λο­γί­ας ἔ­χει αὐ­ξη­θεῖ πο­λὺ ἡ γνώ­ση, θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ πολ­λοὺς ἀ­φε­λὲς νὰ μι­λᾶ κα­νεὶς γιὰ ἁμαρ­τί­α ἢ γιὰ τὸν δι­ά­βο­λο. Ταυ­τό­χρο­να ὅ­μως, ἡ σα­τα­νο­λα­τρεί­α ἔ­χει εἰ­σχω­ρή­σει βα­θειὰ μέ­σα στὴν κοι­νω­νί­α μας, μὲ δι­ά­φο­ρες μορ­φὲς καὶ ἔ­χει ὁ­δη­γή­σει πολ­λοὺς ἀν­θρώ­πους σὲ φρι­κτὲς καὶ ἀ­δι­έ­ξο­δες κα­τα­στά­σεις. Γι᾿ αὐ­τὸ θε­ω­ροῦ­με ἀ­ναγ­καῖ­ο, μὲ ἀ­φορ­μὴ τὸ ση­με­ρι­νὸ εὐ­αγ­γε­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα τῆς θε­ρα­πεί­ας τοῦ «σε­λη­νι­α­ζο­μέ­νου» καὶ δαι­μο­νι­σμέ­νου νέ­ου, νὰ ἀ­να­φερ­θοῦ­με στὸ πρό­σω­πο καὶ στοὺς τρό­πους δρά­σε­ως τοῦ δι­α­βό­λου.

 

Ὁ δι­ά­βο­λος (Ἑ­ω­σφό­ρος) εἶ­ναι ὁ ἀρ­χη­γέ­της τῶν δαι­μο­νι­κῶν δυ­νά­με­ων. Τῶν ἐκ­πε-σόν­των ἀγ­γέ­λων ποὺ ἔ­γι­ναν δαί­μο­νες, οἱ ὁ­ποῖ­οι ζή­λε­ψαν τὸν ἄν­θρω­πο γιὰ τὰ χα­ρί­σμα­τα, ποὺ τοῦ ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός, τὸν μι­σοῦν καὶ τὸν πο­λε­μοῦν ἀ­δι­ά­κο­πα. Ὁ δι­ά­βο­λος εἶ­ναι πα­νοῦρ­γος καὶ ψεύ­της, ὁ ἐ­φευ­ρέ­της τοῦ ψεύ­δους. Μὲ τὸ ψέ­μμα του κα­τά­φε­ρε νὰ πα­ρα­σύ­ρει τὸν ἄν­θρω­πο στὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ νὰ χά­σει τὸν Πα­ρά­δει­σο. Τέ­λος, ἐ­πει­δὴ ὁ ἄν­θρω­πος δὲν με­τε­νό­η­σε, τι­μω­ρή­θη­κε μὲ θά­να­το καὶ ἔ­γι­νε θνη­τὸς, «ἵ­να μὴ τὸ κα­κὸν αἰ­ώ­νιον γέ­νη­ται», λέ­νε οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Δι­ό­τι ὅ­σο ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­με­νε ἀ­με­τα­νό­η­τος καὶ ἔ­κα­νε τὸ θέ­λη­μα τοῦ δι­α­βό­λου, τὸ κα­κὸ «βά­θαι­νε καὶ πλά­ται­νε» καὶ ἀ­πει­λοῦ­σε νὰ κα­τα­στρέ­ψει τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα. Ὁ Θε­ὸς στα­μά­τη­σε τὴν ἐ­ξά­πλω­ση τοῦ κα­κοῦ, κό­βον­τας τὴν ζω­ὴ το­ῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸν θά­να­το. Ἔτσι, ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ δι­α­βό­λου καὶ τῆς συ­νέρ­γειας τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ αὐ­τόν, μπῆ­κε ὁ θά­να­τος καὶ τὸ κα­κὸ στὸν κό­σμο.

 

Ὁ Θε­ὸς ἐ­ποί­η­σε τὰ πάν­τα «κα­λά λί­αν», δὲν εἶ­ναι δη­μι­ουρ­γός τοῦ κα­κοῦ. Τὸ κα­κὸ εἶ­ναι πα­ρά φύ­ση κα­τά­στα­ση καὶ μπῆ­κε στὸν κό­σμο ἀ­πὸ τὴν κα­κὴ χρή­ση τοῦ ἀν­τε­ξου­σί­ου τοῦ ἀν­θρώ­που.

 

Ὁ δι­ά­βο­λος εἶ­ναι δη­μι­ουρ­γὸς φι­λο­νι­κι­ῶν καὶ ἔ­χθρας με­τα­ξὺ τῶν ἀν­θρώ­πων. Χαί­ρε­ται μὲ τὶς ἔ­χθρες καὶ τὶς ὑ­πο­δαυ­λί­ζει μὲ κά­θε τρό­πο. Μὲ τὶς ὑ­πο­βο­λές του στὸν ἄν­θρω­πο, ὑ­πο­δαυ­λί­ζει τὰ πά­θη του καὶ τὸν κά­νει ἐ­χθρι­κὸ πρὸς τοὺς ἄλ­λους, ἀλ­λὰ καὶ πρὸς τὸν ἴ­διο τὸν ἑ­αυ­τό του. Οἱ τά­σεις αὐ­το­κτο­νί­ας, οἱ κα­τα­θλί­ψεις καί νευ­ρι­κὴ ἀ­νο­ρε­ξί­α, πα­ρα­βα­τι­κή καί ἀν­τι­κοι­νω­νι­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά, εἶ­ναι κα­τα­στά­σεις ποὺ ἔ­χουν ἔν­το­νη συμ­με­το­χὴ δαι­μο­νι­κῶν ἐ­πη­ρει­ῶν. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ δὲν πρέ­πει νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζον­ται μό­νο μέ ἰ­α­τρι­κὰ μέ­σα, ἀλ­λὰ καὶ μὲ πνευ­μα­τι­κά (ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, προ­σευ­χή, νη­στεί­α, ἱ­ε­ρο­πρα­ξί­ες, συμ­με­το­χὴ στὰ Μυ­στή­ρια κ.λπ.).

 

Οἱ δαί­μο­νες εἶ­ναι σκο­τει­νοὶ καὶ ἄ­γριοι. Λυσ­σο­μα­νοῦν κα­τὰ τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἡ πα­ρου­σί­α τους φέρ­νει τα­ρα­χὴ καὶ φρί­κη στὸν ἄν­θρω­πο. Ὅ­ταν ἐμ­φα­νί­ζον­ται ὡς ἄγ­γε­λοι δη­μι­ουρ­γοῦν ἔ­παρ­ση σ᾿ αὐ­τὸν ποὺ ἐμ­φα­νί­ζον­ται. Ὅ­ταν ἀ­πο­κα­λυ­φθοῦν ἢ ἂν ἐ­πι­κα­λε­σθεῖ κα­νεὶς τὸν Χρι­στὸ ἢ τὴν Πα­να­γί­α, ἢ ἂν κά­νει κα­νεὶς τὸ ση­μεῖ­ον τοῦ σταυ­ροῦ, ἐ­ξα­φα­νί­ζον­ται ἀ­φή­νον­τας πί­σω, συ­νή­θως, μί­α πο­λὺ δυ­σά­ρε­στη ὀ­σμή.

 

Ὁ δι­ά­βο­λος εἶ­ναι «προ­σω­πι­κή» ὕ­παρ­ξη. Εἶ­ναι λά­θος νὰ πι­στεύ­ου­με ὅ­τι εἶ­ναι ἁ­πλὰ ἡ προ­σω­πο­ποί­η­ση τοῦ κα­κοῦ. Ὡς ὕ­παρ­ξη πι­στεύ­ει στὸ Θε­ὸ καὶ φρίτ­τει. (Πρβλ. «καὶ τὰ δαι­μό­νια πι­στεύ­ου­σι καὶ φρίτ­του­σι». (Ἰ­ακ. β΄ 19). Συ­νο­μι­λεῖ μὲ τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, τὸν φο­βᾶ­ται καὶ τὸν ὑ­πα­κού­ει. Γνω­ρί­ζει, πὼς θὰ ἔρ­θει ἡ ὥ­ρα τῆς τι­μω­ρί­ας του (Ματθ. η΄ 29). Εἶ­ναι κα­τ᾿ ἐ­ξο­χὴν ἀν­θρω­πο­κτό­νος. Ὑ­πο­δαυ­λί­ζει ὅ­λα τὰ ἀν­θρώ­πι­να πά­θη ποὺ φθεί­ρουν τὸ ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα (κά­πνι­σμα, ἀλ­κο­όλ, ναρ­κω­τι­κά, δι­ά­φο­ρες κα­τα­χρή­σεις κ.λπ.). Τρέ­μει στὴν πα­ρου­σί­α ἁ­γί­ων ἀν­θρώ­πων ἢ λει­ψά­νων Ἁ­γί­ων, τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ, ἱ­ε­ρῶν πραγ­μά­των, εἰ­κό­νων, ἁ­για­σμοῦ, κ.λπ.).

 

Ὅ­σοι ἄν­θρω­ποι τὸν ἀ­κο­λου­θοῦν μὲ τὴ θέ­λη­σή τους, κά­νουν τὰ ἔρ­γα του καὶ γί­νον­ται παι­διά του. Ὁ Θε­ὸς τὸν ἔ­διω­ξε ἀ­πὸ τὴν Βα­σι­λεί­α Του καὶ γυ­ρο­φέρ­νει τώ­ρα ὡς λη­στὴς καὶ ὡς τύ­ραν­νος. Ὁ δι­ά­βο­λος μί­α φο­ρὰ ἁ­μάρ­τη­σε ὅ­ταν ἔ­πε­σε σὲ ὑ­πε­ρη­φά­νεια. Πα­ρα­μέ­νει ἔ­κτο­τε συ­νε­χῶς ἀ­με­τα­νό­η­τος καὶ μὲ τὶς πλα­νε­ρὲς συμ­βου­λὲς του, προ­σπα­θεῖ νὰ πα­ρα­σύ­ρει τὸν ἄν­θρω­πο στὴν ἁ­μαρ­τί­α. Βε­βαί­ως μὲ τὰ ψεύ­δη του ἐ­ξα­πα­τᾶ τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν πα­ρα­κι­νεῖ στὴν ἁ­μαρ­τί­α. Ὁ ἄν­θρω­πος, ἂν πα­ρα­συρ­θεῖ, τὴν δι­α­πράτ­τει. Ὁ δι­ά­βο­λος τοῦ σκο­τί­ζει τὸν λο­γι­σμὸ καὶ πα­ρου­σιά­ζει ἀρ­χι­κὰ τὶς συ­νέ­πει­ές της ἀ­σή­μαν­τες, γιὰ νὰ δι­ευ­κο­λύ­νει τὴν δι­ά­πρα­ξή της. Με­τὰ ὅ­μως τὴν δι­ά­πρα­ξή της, με­γεν­θύ­νει τὶς εὐ­θύ­νες καὶ τὶς συ­νέ­πει­ες τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, προ­κει­μέ­νου νὰ ρί­ξει στὴν ἀ­πό­γνω­ση τὸν ἄν­θρω­πο. Πα­ρου­σιά­ζει δὲ τὴν με­τά­νοι­α δύ­σκο­λη καὶ ἄ­χρη­στη, δι­ό­τι δῆ­θεν ἔ­χει ἤ­δη συν­τε­λε­στεῖ τὸ κα­κὸ.

 

Ὁ δι­ά­βο­λος δὲν ἁ­μάρ­τη­σε «σω­μα­τι­κὰ», για­τί εἶ­ναι «ἄϋ­λος». Ἡ ἁ­μαρ­τί­α του εἶ­ναι ἡ  ὑ­πε­ρη­φά­νεια καὶ ἡ ἀν­ταρ­σί­α του ἐ­νάν­τια στὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Ἡ ἁ­μαρ­τί­α τοῦ ἀν­θρώ­που ἀν­τί­θε­τα, γί­νε­ται καὶ μὲ τὴ συμ­με­το­χὴ τοῦ σώ­μα­τος. Τὸ σῶ­μα ἁ­μαρ­τά­νει μὲ τὴν προ­τρο­πὴ τῆς ψυ­χῆς. Δὲν εἶ­ναι ὑ­πεύ­θυ­νο αὐ­τὸ γιὰ τὴν ἁ­μαρ­τί­α. Δὲν εἶ­ναι ἕ­δρα τοῦ κα­κοῦ ὅ­πως πολ­λοὶ προ­χρι­στι­α­νι­κοὶ φι­λό­σο­φοι ἰ­σχυ­ρί­ζον­ταν. Ἀν­τί­θε­τα εἶ­ναι «κα­λό λί­αν», για­τί βγῆ­κε ἀ­πὸ τὰ δη­μι­ουρ­γι­κὰ «χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ».

 

Ἡ δι­α­φο­ρὰ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης καὶ τῆς δαι­μο­νι­κῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἔγ­κει­ται στὴ δι­ά­πρα­ξη μὲ τὸ σῶ­μα. Ἀ­κρι­βῶς, ἡ μὴ ὕ­παρ­ξη τοῦ σώ­μα­τος ἐμ­πο­δί­ζει τὸν ἄν­θρω­πο, με­τὰ τὸν σω­μα­τι­κό του θά­να­το, νὰ κά­νει πρό­ο­δο εἴ­τε στὴν ἀ­ρε­τή, εἴ­τε στὴν κα­κί­α. Στὴν «μέ­ση κα­τά­στα­ση τῶν ψυ­χῶν» δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὴ ἡ με­τά­νοι­α, δηλ. ἡ πρό­ο­δος πρὸς τὸ κα­λό, δι­ό­τι ὁ ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­ναι «ἀ­κέ­ραι­ος», δὲν ἔ­χει σῶ­μα. Οὔ­τε ὅ­μως καὶ ἡ πρό­ο­δος πρὸς τὸ κα­κὸ εἶ­ναι δυ­να­τή. Ἡ «μέ­ση κα­τά­στα­ση τῶν ψυ­χῶν» εἶ­ναι κα­τά­στα­ση ἀ­να­μο­νῆς τῆς τε­λι­κῆς κρί­σε­ως τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι κα­τά­στα­ση «προ­γεύ­σε­ως» τοῦ Πα­ρα­δεί­σου ἢ τῆς Κο­λά­σε­ως πού πε­ρι­μέ­νει τὴν ψυ­χὴ.

 

Πρέ­πει ἀ­πε­ρί­φρα­στα νὰ το­νί­σου­με, ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πα­γο­ρεύ­ει ὁ­ποι­α­δή­πο­τε  συμ­με­το­χὴ τῶν πι­στῶν σὲ πνευ­μα­τι­στι­κὲς συ­νε­δριά­σεις. Ἔ­τσι ἡ συμ­με­το­χὴ ἢ ἡ πα­ρα­κο­λού­θη­ση, ἔ­στω καὶ ἀ­πὸ ἁ­πλὴ πε­ρι­έρ­γεια, τε­λε­τῶν στὶς ὁ­ποῖ­ες γί­νε­ται ἐ­πί­κλη­ση πνευ­μά­των, εἶ­ναι μί­α πο­λὺ ἐ­πι­κίν­δυ­νη ἀ­πε­ρι­σκε­ψί­α. Πολ­λοὶ νέ­οι ἄν­θρω­ποι μὲ δι­ά­θε­ση πε­ρι­πέ­τειας, ἀ­να­ζη­τών­τας τὸ «πα­ρά­δο­ξο» ἢ τὸ «θαῦ­μα» βρί­σκον­ται  μπλεγ­μέ­νοι σὲ σκο­τει­νὰ δί­κτυ­α ἀ­δί­στα­κτων ἐκ­με­ταλ­λευ­τῶν. Ὅ­σοι μυ­οῦν­ται στὸν «σα­τα­νι­σμὸ» ὑ­πο­χρε­ώ­νον­ται νὰ γί­νουν χρῆ­στες ναρ­κω­τι­κῶν, ὥ­στε νὰ γί­νουν ἐ­ξαρ­τη­μέ­νοι καὶ νὰ μὴν μπο­ροῦν εὔ­κο­λα νὰ ξε­φύ­γουν.

 

Ὁ δι­ά­βο­λος εἶ­ναι πρό­σω­πο μὲ δι­κή του ἐ­νέρ­γεια, ἡ ὁ­ποί­α με­τα­δί­δε­ται σὲ ὅ­σους μὲ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε τρό­πο τὸν πλη­σιά­ζουν. Γι᾿ αὐ­τὸ ἐγ­κυ­μο­νεῖ με­γά­λους κιν­δύ­νους ἡ πα­ρα­κο­λού­θη­ση σα­τα­νι­στι­κῶν τε­λε­τῶν, ἀλ­λὰ ἀ­κό­μα καὶ ἡ ἀ­κρό­α­ση δη­μο­σί­ων ἐ­ξορ­κι­σμῶν, ὅ­ταν δὲν ἔ­χει κα­νεὶς τὴν κα­τάλ­λη­λη «θω­ρά­κι­ση χά­ρι­τος» καὶ ἄ­δεια ἀ­πὸ τὸν Πνευ­μα­τι­κό του.

 

Βέ­βαι­α στὶς μέ­ρες μας ἔ­χει ἀ­να­πτυ­χθεῖ σὲ πολ­λοὺς θε­ω­ρού­με­νους «Χρι­στι­α­νι­κοὺς κύ­κλους» μί­α πε­ρί­ερ­γη «σα­τα­νο­λο­γί­α». Εἴ­τε γιὰ λό­γους ἐν­τυ­πω­σια­σμοῦ καὶ ἐκ­φο­βι­σμοῦ ἀν­θρώ­πων μὲ ἐ­πι­φα­νεια­κὴ γνώ­ση θρη­σκευ­τι­κῶν θε­μά­των, εἴ­τε ἀ­κό­μα χει­ρό­τε­ρα, γιὰ συλ­λο­γὴ χρη­μά­των μὲ ἐκ­με­τάλ­λευ­ση τοῦ θρη­σκευ­τι­κοῦ συ­ναι­σθή­μα­τος. Ὁ­πωσ­δή­πο­τε οἱ κύ­κλοι αὐ­τοὶ ἔ­χουν στρε­βλή εἰ­κό­να τῆς πί­στης. Μί­α εἰ­κό­να στὴν ὁ­ποί­α κυ­ρια­ρχεῖ ἡ δρά­ση τῶν πο­νη­ρῶν πνευ­μά­των, ὁ ἐκ­φο­βι­σμὸς τῶν πι­στῶν καὶ ἡ ἀν­τί­δρα­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μὲ τοὺς ἐ­ξορ­κι­σμούς.. Οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοὶ ἀ­σχο­λοῦν­ται, ὡς μὴ ἔ­πρε­πε, πε­ρισ­σό­τε­ρο μὲ τὸν δι­ά­βο­λο καὶ τὰ ἔρ­γα του καὶ λι­γό­τε­ρο μὲ τὸν Χρι­στὸ καὶ τὸν προ­σω­πι­κό τους ἁ­για­σμό.

 

Βε­βαί­ως ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ποὺ εἶ­ναι ὁ Χρι­στὸς «πα­ρα­τει­νό­με­νος εἰς τοὺς αἰ­ώ­νας» ὑ­πάρ­χει γιὰ νὰ κα­τα­λύ­ει τὰ ἔρ­γα τοῦ δι­α­βό­λου καὶ νὰ ἑ­νώ­νει τοὺς ἀν­θρώ­πους μὲ τὸν Θε­ό. Γιὰ τὸ ἔρ­γο αὐ­τὸ ἔ­χει τὴν δι­κή της μέ­θο­δο. Αὐ­τή, πε­ρι­λαμ­βά­νει καὶ ἐ­ξορ­κι­σμοὺς ἀ­πὸ ἐ­πί­λε­κτους ἁ­γί­ους ἀν­θρώ­πους, ἁ­γι­α­στι­κὲς πρά­ξεις, εἰ­δι­κὲς εὐ­χές, κα­θαρ­μοὺς κ.λπ.

 

Ὁ Χρι­στὸς μι­λών­τας στοὺς μα­θη­τές του γιὰ τὰ δαι­μό­νια ποὺ εἶ­χαν κα­τα­λά­βει τὸν νέ­ο τοῦ ση­με­ρι­νοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου εἶ­πε: «τοῦ­το τὸ γέ­νος (δηλ. τῶν δαι­μό­νων), ἐν οὐδε­νί δύ­να­ται ἐ­ξελ­θεῖν, εἰ μὴ ἐν προ­σευ­χῇ καὶ νη­στεί­ᾳ». (Μάρκ. θ΄ 29).

 

Οἱ Πα­τέ­ρες, ποὺ εἶ­χαν δι­ά­κρι­ση τῶν πνευ­μά­των, ἑρ­μη­νεύ­ουν ὅ­τι τὸ πνεῦ­μα ποὺ δι­α­κα­τεῖ­χε τὸν νέ­ο τῆς ση­με­ρι­νῆς Εὐ­αγ­γε­λι­κῆς πε­ρι­κο­πῆς, ἦ­ταν «τὸ πνεῦ­μα τῆς ἀ­κο­λα­σί­ας», γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὁ Χρι­στὸς εἶ­πε ὅ­τι ἐ­ξέρ­χε­ται μό­νο «ἐν προ­σευ­χῇ καὶ νη­στεί­ᾳ». Ἡ προ­σευ­χὴ καὶ ἡ νη­στεί­α θε­ρα­πεύ­ουν τὴν ψυ­χὴ ἀ­πὸ τὰ πά­θη τῆς ἀ­κο­λα­σί­ας καὶ ἐ­ξου­δε­τε­ρώ­νουν τὴν ἐ­νέρ­γεια τῶν ἀν­τί­στοι­χων πο­νη­ρῶν πνευ­μά­των.

 

Χρει­ά­ζε­ται λοι­πὸν «δι­ά­κρι­ση πνευ­μά­των» καὶ ὄ­χι ἀ­δι­ά­κρι­τη προ­σέ­λευ­ση σὲ χώ­ρους ποὺ δι­α­βά­ζον­ται «δη­μο­σί­ως ἐ­ξορ­κι­σμοὶ». Αὐ­τὸ ση­μαί­νει ὅ­τι τὸ κέν­τρο τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τός μας ὡς Χρι­στια­νῶν, πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ὁ Χρι­στὸς καὶ πώς ἑ­νώ­νε­ται μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους. Ὄ­χι ὁ δι­ά­βο­λος καὶ ἡ δρά­ση του. Γιὰ τοὺς δαι­μο­νι­σμέ­νους, τοὺς ὁ­ποί­ους ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δὲν ἀ­γνο­εῖ καὶ προ­σπα­θεῖ νὰ τοὺς θε­ρα­πεύ­σει, ἔ­χει τοὺς Ἁγί­ους της ποὺ ἔ­χουν εἰ­δι­κὴ κα­τὰ τῶν δαι­μό­νων χά­ρη. Γιὰ τοὺς ἐ­ξορ­κι­σμοὺς ἔ­χει ἐν­τε­ταλ­μέ­νους πρὸς τοῦ­το, ἐ­πί­λε­κτους κλη­ρι­κούς, ἐ­γνω­σμέ­νης ἁ­γι­ό­τη­τος καὶ ἀ­ψό­γου ἠ­θι­κῆς. Δι­ό­τι δι­α­φο­ρε­τι­κά, εἶ­ναι τό­ση ἡ ἀ­γρι­ό­τη­τα τῶν δαι­μο­νι­σμέ­νων καὶ τῶν δαι­μό­νων, ὥ­στε μπο­ροῦν νὰ προ­κα­λέ­σουν σω­μα­τι­κὲς βλά­βες ἀ­κό­μα καὶ θά­να­το σ᾿ αὐ­τὸν ποὺ θὰ τοὺς προ­κα­λέ­σει.

 

Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα εἶ­ναι τὸ πά­θη­μα τῶν υἱ­ῶν τοῦ Σκε­νᾶ, ποὺ ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸ ιθ΄ Κε­φά­λαι­ο τῶν Πρά­ξε­ων τῶν Ἀ­πο­στό­λων, (βλ. Πρὰξ. Ιθ΄ 11, 12): «Δυ­νά­μεις τε οὐ τὰς τυ­χού­σας ἐ­ποίει ὁ Θε­ὸς διὰ τῶν χειρῶν Παύ­λου, ὥ­στε καὶ ἐ­πὶ τοὺς ἀ­σθε­νούν­τας ἐ­πι­φέ­ρε­σθαι ἀντ᾿ αὐ­τῶν», δηλ. ὁ Θε­ός, μὲ τὰ χέ­ρια τοῦ Παύ­λου, ἔ­κα­με θαύ­μα­τα ὄ­χι συ­νη­θι­σμέ­να. Οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­παιρ­ναν ἀ­κό­μα καὶ τὰ μαν­τή­λια τῆς κε­φα­λῆς ἢ τοῦ λαι­μοῦ, ποὺ εἶ­χε χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ὁ Παῦ­λος καὶ τὰ ἔ­βα­ζαν πά­νω στοὺς ἀ­σθε­νεῖς. Αὐ­τοὶ γι­α­τρεὺ­ον­ταν ἀ­πὸ τὶς ἀ­σθέ­νει­ές τους καὶ τὰ πο­νη­ρὰ πνεύ­μα­τα ἔ­φευ­γαν ἀ­π᾿ αὐ­τούς. Με­ρι­κοὶ ἀ­πὸ τοὺς πε­ρι­ο­δεύ­ον­τες Ἰ­ου­δαί­ους ἐ­ξορ­κι­στὲς ἐ­πε­χεί­ρη­σαν νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ, σ᾿ αὐ­τοὺς ποὺ εἶ­χαν πνεύ­μα­τα πο­νη­ρὰ καὶ ἔ­λε­γαν: «Σᾶς ἐ­ξορ­κί­ζου­με στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ ποὺ κη­ρύτ­τει ὁ Παῦ­λος». Αὐ­τὸ ἔ­κα­ναν καὶ οἱ ἑ­πτὰ γυιοὶ κά­ποι­ου Ἰ­ου­δαί­ου ἀρ­χι­ε­ρέ­α ὀ­νό­μα­τι Σκευ­ᾶ. Τὸ πο­νη­ρὸ πνεῦ­μα ὅ­μως τοὺς εἶ­πε: «τὸν Ἰ­η­σοῦν γι­νώσκω καὶ τὸν Παῦ­λον ἐ­πίστα­μαι· ὑ­μεῖς δὲ τι­νὲς ἔστε; Καὶ ἐ­φαλ­λόμε­νος ἐ­π᾿ αὐ­τοὺς ὁ ἄν­θρω­πος ἐν ᾦ ἥν τὸ πνεῦ­μα τὸ πο­νη­ρόν, καὶ κα­τα­κυ­ρι­εύ­σας αὐ­τῶν ἴσχυ­σεν κα­τ᾿ αὐ­τῶν, ὥ­στε γυ­μνοὺς καὶ τε­τραυ­μα­τι­σμένους ἐκ­φυ­γεῖν ἐκ τοῦ οἴ­κου ἐ­κεί­νου». (Πράξ. Ιθ΄ 13-16) δηλ. τὸν Ἰ­η­σοῦ τὸν γνω­ρί­ζω καὶ τὸν Παῦ­λο τὸν ξέ­ρω πο­λὺ κα­λά, ἐ­σεῖς ὅ­μως ποι­οὶ εἶ­στε; Καὶ ὁρ­μών­τας ἐ­πά­νω τους ὁ ἄν­θρω­πος μέ­σα στὸν ὁ­ποῖ­ο ἦ­ταν τὸ πο­νη­ρὸ πνεῦ­μα, τοὺς ἔ­ρρι­ξε κά­τω καὶ τοὺς κα­κο­ποί­η­σε τό­σο, ὥ­στε νὰ φύ­γουν ἀ­πὸ τὸ σπί­τι ἐ­κεῖ­νο γυ­μνοὶ καὶ τραυ­μα­τι­σμέ­νοι. Αὐ­τὸ ἔ­γι­νε γνω­στὸ σὲ ὅ­λους τούς κα­τοί­κους τῆς Ἐ­φέ­σσου Ἰ­ου­δαί­ους καὶ Ἕλ­λη­νες καὶ ὅ­λους τούς κυ­ρί­ε­ψε φό­βος καὶ ἔ­τσι δο­ξα­ζό­ταν τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ.

 

Ἑ­πο­μέ­νως, ὅ­λοι οἱ θρη­σκεύ­ον­τες, ὀ­φεί­λου­με νὰ ἀ­πο­σπά­σου­με τὴν προ­σο­χή μας ἀ­πὸ τὶς σα­τα­νο­λο­γί­ες καὶ νὰ τὴν προ­ση­λώ­σου­με στὸν Χρι­στό. Νὰ ἀ­δι­α­φο­ροῦ­με γιὰ τὸν δι­ά­βο­λο καὶ τὰ ἔρ­γα του καὶ νὰ μνη­μο­νεύ­ου­με συ­νε­χῶς τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Χρι­στοῦ: «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, υἱ­ὲ τοῦ Θε­οῦ ἐ­λέ­η­σόν με τὸν ἁ­μαρ­τω­λὸν». Αὐ­τὴ ἡ στρο­φὴ τῆς προ­σο­χῆς, ἡ ἀ­δι­α­φο­ρί­α γιὰ τὸν δι­ά­βο­λο καὶ ἡ δια­ρκὴς ἐ­πί­κλη­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, κο­νι­ορ­το­ποι­εῖ τὶς ἐ­πι­θέ­σεις τοῦ ὑ­πε­ρή­φα­νου δι­α­βό­λου.

 

Ὁ δι­ά­βο­λος δὲν ἦ­ταν κα­κὸς ἀ­πὸ τὴν φύ­ση του. Ἦ­ταν «κα­λό λί­αν» δη­μι­ούρ­γη­μα τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ ἐ­ξα­χρει­ώ­θη­κε, ἀ­πὸ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τῆς βου­λή­σε­ώς του, λό­γῳ τῆς ὑ­πε­ρη­φά­νειάς του καὶ στὴ συ­νέ­χεια πα­γι­ώ­θη­κε στὸ κα­κό. Τὰ δι­ά­φο­ρα ὀ­νό­μα­τα, ποὺ ἔ­χουν κα­τὰ και­ροὺς χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ εἶ­ναι:

 

α. Λέ­γε­ται δι­ά­βο­λος για­τί δι­α­βάλ­λει-κα­τη­γο­ρεῖ τὸν ἄν­θρω­πο στὸ Θε­ὸ καὶ τὸ Θε­ὸ στὸν ἄν­θρω­πο. Ἐ­πί­σης, βά­ζει καὶ τοὺς ἀν­θρώ­πους νὰ ἀλ­λη­λο­κα­τη­γο­ροῦν­ται. Βά­ζει στὸν ἄν­θρω­πο λο­γι­σμοὺς βλά­σφη­μους γιὰ τὸν Θε­ὸ καὶ κα­κί­ας γιὰ τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους.

 

β. Λέ­γε­ται «σα­τᾶν» δηλ. ἀν­τι­κεί­με­νος, δι­ό­τι φέ­ρε­ται ἐ­χθρι­κὰ πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο καὶ προ­σπα­θεῖ νὰ τὸν βλά­ψει. Προ­σπα­θεῖ κυ­ρί­ως νὰ σκο­τώ­σει τὸ σῶ­μα του. Ὑ­πῆρ­ξε ἐξ ἀρ­χῆς «ἀν­θρω­πο­κτό­νος», δι­ό­τι ἐ­φθό­νη­σε τὸν ἄν­θρω­πο γιὰ τὰ χα­ρί­σμα­τα ποὺ τοῦ ἔ­δω­σε ὁ Θε­ὸς καὶ ἔ­βα­λε σκο­πὸ νὰ τὸν σκο­τώ­σει. Μὲ τὴν ἀ­πά­τη καὶ τὸ ψέμ­μα τὸ πέ­τυ­χε.

 

Τὸ ὅ­τι οἱ ἀρ­χαῖ­οι θε­οὶ τῶν Ἑλ­λή­νων ἦσαν δαί­μο­νες, φαί­νε­ται ἀ­πὸ τὸ ὅ­τι μι­σοῦ­σαν καὶ κα­τα­τυ­ραν­νοῦ­σαν τοὺς ἀν­θρώ­πους. Τοὺς ζη­τοῦ­σαν ἀ­κό­μα καὶ ἀν­θρω­πο­θυ­σί­ες. Πολ­λοὶ Ἅ­γιοι, ὅ­πως εἶ­ναι γνω­στὸ ἀ­πὸ τὰ συ­να­ξά­ρια τους (π.χ. ἡ Ἁγ. Πα­ρα­σκευ­ή, Ἁγ.Μα­ρί­να) τοὺς ἀ­νάγ­κα­ζαν νὰ αὐ­το­α­πο­κα­λυ­φθοῦν καὶ τοὺς δι­έ­τα­ζαν νὰ φύ­γουν ἀ­πὸ τὰ εἴ­δω­λα ὅ­που κα­τοι­κοῦ­σαν. Φεύ­γον­τας ἔ­κα­ναν πο­λὺ θό­ρυ­βο θρυ­μα­τί­ζον­τάς τα.

 

γ. Λέ­γε­ται ἰ­σχυ­ρὸς, ὄ­χι για­τί εἶ­ναι, ἀλ­λὰ για­τί ἐ­μεῖς τὸν κά­νου­με ἰ­σχυ­ρό, δί­νον­τάς του δι­και­ώ­μα­τα στὴ ζω­ή μας, ὅ­ταν κά­νου­με τὸ θέ­λη­μά του.

 

δ. Λέ­γε­ται πο­νη­ρός, δι­ό­τι πράγ­μα­τι εἶ­ναι. Δρᾶ κρυ­βό­με­νος. Μὲ συ­νε­χεῖς δι­α­βο­λὲς καὶ ψεύ­δη προ­σπα­θεῖ νὰ πα­ρα­πλα­νᾶ τὸν ἄν­θρω­πο. Πό­τε σμι­κρύ­νον­τας καὶ πό­τε με­γε­θύ­νον­τας τὴν ση­μα­σί­α μί­ας πρά­ξε­ως.

 

ε. Λέ­γε­ται κο­σμο­κρά­το­ρας, για­τί κυ­ρια­ρχεῖ στοὺς πο­νη­ροὺς ἀν­θρώ­πους καὶ φαί­νε­ται νὰ κι­νεῖ τὰ νή­μα­τα τοῦ κό­σμου, ἐ­ξου­σι­ά­ζον­τας τὶς κο­σμι­κὲς βα­σι­λεῖ­ες.

 

στ. Τέ­λος λέ­γε­ται ἀ­πο­στά­της, για­τί ἀ­πο­στά­τη­σε ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ ἀ­πὸ ἄγ­γε­λος φω­τει­νὸς καὶ ἀ­γα­θός, ἔ­γι­νε δι­ά­βο­λος σκο­τει­νὸς καὶ πο­νη­ρός. Γνω­ρί­ζει τὸ τέ­λος του καὶ τὴν τι­μω­ρί­α του. Ἀλ­λὰ δὲν θέ­λει νὰ τὴν ὑ­πο­στεῖ μό­νος. Προ­σπα­θεῖ νὰ πα­ρα­σύ­ρει καὶ ἀν­θρώ­πους στὴν πα­ρά­τα­ξή του.

 

Οἱ Ἅγιοι ποὺ ἑ­νώ­θη­καν μὲ τὸν Χρι­στὸ καὶ πο­λε­μή­θη­καν πο­λὺ στὴν ζω­ή τους ἀ­πὸ τὸν δι­ά­βο­λο, γνω­ρί­ζουν κα­λὰ τὶς προ­σβο­λὲς καὶ τὶς με­θο­δεῖ­ες του.

 

Ὁ Ἀπ. Παῦ­λος ἀ­να­φε­ρό­με­νος στὶς με­θο­δεῖ­ες τοῦ δι­α­βό­λου λέ­ει: «οὐ γὰρ αὐ­τοῦ τὰ νο­ή­μα­τα ἁ­γνο­οῦ­μεν». (Β΄ Κο­ρινθ. β΄ 11) δηλ. γνω­ρί­ζου­με κα­λὰ τὶς ἐ­πι­δι­ώ­ξεις  του.

 

Τέ­λος, ἡ κα­λὴ γνώ­ση τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ καὶ τοῦ θε­λή­μα­τός του, χα­ρί­ζει καὶ τὴν ἀ­σφα­λῆ γνώ­ση τῶν με­θό­δων τοῦ δι­α­βό­λου. Βα­σι­σμέ­νοι στὴν πεί­ρα τῶν Ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων καὶ τὴν πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, μπο­ροῦ­με νὰ ἀ­να­φέ­ρου­με κά­ποι­ες βα­σι­κὲς ἀ­λή­θει­ες γιὰ τὴν δρά­ση τοῦ δι­α­βό­λου:

 

α. Οἱ δαί­μο­νες εἶναι πρό­σω­πα, ποὺ βρί­σκον­ται σὲ δι­ά­φο­ρους βαθ­μοὺς πο­νη­ρί­ας. Ὁ Κύ­ριος στὸ κα­τὰ Ματ­θαῖ­ον Εὐ­αγ­γέ­λιο λέ­γει: «Ὅ­ταν τὸ ἀ­κά­θαρ­το πνεῦ­μα βγεῖ ἀ­πὸ τὸν ἄν­θρω­πο «δι­έρ­χε­ται δι᾿ ἀ­νύ­δρων τό­πων ζη­τοῦν ἀ­νά­παυ­σιν» καὶ ἐ­πει­δὴ δὲν βρί­σκει, ἐ­πι­στρέ­φει στὸν τό­πο ἀ­πὸ ὅ­που βγῆ­κε. Ὅ­ταν βρεῖ τὸν τό­πο πά­λιν ἄ­δει­ο ἀ­πὸ τὴν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ «πα­ρα­λαμ­βά­νει με­θ᾿ ἑ­αυ­τοῦ ἑ­πτὰ ἑ­πτὰ ἕτερα πνεύ­μα­τα πο­νη­ρό­τε­ρα ἑ­αυ­τοῦ καὶ εἰ­σελ­θόν­τα κα­τοι­κεῖ ἐ­κεῖ». (Ματθ. ιβ΄ 45).

 

β. Οἱ δαί­μο­νες ἔ­χουν δι­ά­φο­ρες νο­ο­τρο­πί­ες καί δι­δα­σκα­λί­ες, τὶς ὁ­ποῖ­ες προ­σπα­θοῦν νὰ με­τα­δώ­σουν στοὺς ἀν­θρώ­πους. Ὁ Ἀπ. Παῦ­λος γρά­φει γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους τῶν ὑ­στέ­ρων και­ρῶν, ὅ­τι θὰ ἀ­πο­στα­τή­σουν ἀ­πὸ τὴν πί­στη «προ­σέ­χον­τες πνεύμα­σι πλά­νοις καὶ δι­δα­σκα­λί­ες δαι­μό­νων». (Α΄ Τιμ. δ΄ 1). Οἱ δι­δα­σκα­λί­ες με­τα­φέ­ρον­ται μέ­σῳ ψευ­δο­δι­δα­σκά­λων καὶ ψευ­δο­προ­φη­τῶν (π.χ. ὁ­ρι­σμέ­νοι ψευ­δο­δι­δά­σκα­λοι θὰ ἐμ­πο­δί­ζουν τοὺς Χρι­στια­νοὺς ἀ­πὸ τὸν γά­μο καὶ θὰ τοὺς συ­νι­στοῦν νὰ ἀ­πέ­χουν ἀ­πὸ ὁ­ρι­σμέ­νες τρο­φὲς, (βλ. Α΄ Τι­μοθ. δ΄ 1-5).

 

γ. Κα­τὰ τὸν ἅγιο Δι­ά­δο­χο Φω­τι­κῆς, ὑ­πάρ­χουν λε­πτοί δαί­μο­νες πού προ­σβάλ­λουν τὴν ψυ­χὴ καὶ ὑ­λο­δέ­στε­ροι πού πο­λε­μοῦν μέ­σῳ τοῦ σώ­μα­τος. Στὴ δι­ή­γη­ση τῆς γε­ρόν­τισ­σας Θε­ο­δώ­ρας (ποὺ ὑ­πῆρ­ξε νε­ω­κό­ρος στὸ μο­να­στή­ρι τοῦ ὁ­σί­ου Βα­σι­λεί­ου τοῦ Νέ­ου) πε­ρὶ τῶν ἐ­να­ε­ρί­ων τε­λω­νεί­ων ποὺ συ­νήν­τη­σε ἡ ψυ­χὴ της ὅ­ταν βγῆ­κε ἀ­πὸ τὸ σῶ­μα της, ἀ­να­φέ­ρον­ται 23 ὁ­μά­δες δαι­μό­νων, (23 τε­λώ­νεια). Οἱ δαί­μο­νες, λυσ­σασμέ­νοι ἀ­πὸ μί­σος, ἤ­λεγ­χαν τὶς ψυ­χὲς γιὰ τυ­χὸν ἁ­μαρ­τί­ες καὶ τὶς δι­εκ­δι­κοῦ­σαν ἀ­πὸ τοὺς δύ­ο Ἀγ­γέ­λους ποὺ τὴν συ­νό­δευ­αν.

 

δ. Ἀ­γω­γός τῆς δαι­μο­νι­κῆς ἐ­νέρ­γειας στὸν ἄν­θρω­πο εἶ­ναι οἱ αἰ­σθή­σεις καὶ ἡ φαν­τα­σί­α. Τὸ κοι­νὸ ποὺ ἔ­χουν οἱ δαί­μο­νες μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους εἶ­ναι ἡ φαν­τα­σί­α, τὴν ὁ­ποί­α ὅ­ταν δὲν προ­σέ­ξει κα­νείς, μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πο­στεῖ με­γά­λες πνευ­μα­τι­κὲς βλά­βες. Ἡ πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ὴ δὲν ἀ­να­πτύσ­σε­ται μὲ τὴν φαν­τα­σί­α. Ἀν­τί­θε­τα, ὅ­σο προ­χω­ροῦν οἱ πι­στοὶ στὸν ἁ­για­σμό, τό­σο ἀ­παλ­λάσ­σον­ται ἀ­πὸ τὴν ἐ­νέρ­γειά της. Ἡ εὐ­χὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ, ὅ­ταν χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται σω­στὰ ἀ­πὸ τοὺς πι­στούς, τοὺς θω­ρα­κί­ζει ἀ­πὸ κά­θε δαι­μο­νι­κὴ προ­σβο­λή.

 

ε. Ἡ νη­πτι­κὴ πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, πού εἶ­ναι ἡ πεμ­πτου­σί­α τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ὀ­νο­μά­ζε­ται καὶ ἐ­πι­στή­μη τῶν λο­γι­σμῶν. Προ­σπα­θεῖ νὰ ἀ­νεύ­ρει τὶς αἰ­τί­ες τῶν λο­γι­σμῶν, τὴν σύν­δε­σή τους μὲ τὰ πά­θη, τὶς πνευ­μα­τι­κὲς ἀ­σθέ­νει­ες ποὺ προ­κα­λοῦν καὶ τὴν θε­ρα­πεί­α τους. (Ση­μεί­ω­ση: Νή­ψη ὀ­νο­μά­ζε­ται ἡ κα­τά­στα­ση πνευ­μα­τι­κῆς ἐ­γρή­γορ­σης τοῦ Χρι­στια­νοῦ).

 

Ὁ δι­ά­βο­λος ἐ­πι­δι­ώ­κει νὰ ἐ­πι­τύ­χει τὸν σκο­πό του, δηλ. νὰ ρί­ξει τὸν ἄν­θρω­πο στὴν ἁ­μαρ­τί­α, μὲ πολ­λοὺς τρό­πους. Ὁ Ἀπ. Παῦ­λος χρη­σι­μο­ποι­εῖ πο­λὺ ἐ­πι­τυ­χη­μέ­να τὸν ὅρο: «εὐ­πε­ρί­στα­τος ἁ­μαρ­τί­α» γιὰ νὰ προσ­δι­ο­ρί­σει τὴν ἁ­μαρ­τί­α ποὺ ἐ­λο­χεύ­ει σὲ πολ­λὲς πε­ρι­στά­σεις. Ὁ δι­ά­βο­λος στή­νει πα­γί­δες παν­τοῦ. Ἐκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται τὰ ἀ­δύ­να­τα ση­μεῖ­α καὶ τὰ πά­θη τοῦ ἀν­θρώ­που, μὲ τὰ ὁ­ποί­α συμ­μα­χεῖ καὶ τὰ ὑ­πο­δαυ­λί­ζει. Κυ­ρί­ως ὑ­πο­δαυ­λί­ζει τὰ πά­θη ποὺ φθεί­ρουν τὸ σῶ­μα τοῦ ἀν­θρώ­που (κά­πνι­σμα, ἀλ­κο­όλ, πο­λυ­φα­γί­α, πο­λυ­πο­σί­α, ὑ­περ­κό­πω­ση κ.λπ.).

 

Ποι­ὰ εἶ­ναι τὰ βέ­λη τοῦ πο­νη­ροῦ; Πο­νη­ρὲς (σαρ­κι­κὲς) ἐ­πι­θυ­μί­ες, ἀ­κά­θαρ­τοι λο­γι­σμοί, θυ­μός, κα­κο­λο­γί­α, φθό­νος, ὀρ­γή, μί­σος, ζή­λει­ες, μνη­σι­κα­κί­α, φι­λαρ­γυ­ρί­α καὶ γε­νι­κὰ ρα­θυ­μί­α σὲ ὅ­λες τὶς ἐκ­δη­λώ­σεις. Ἂν καὶ πο­λύ­πλο­κες οἱ με­θο­δεῖ­ες του, ἐν  τού­τοις ἀ­πευ­θεί­ας οὔ­τε ἐκ­βιά­ζει, οὔ­τε ἀ­ναγ­κά­ζει. Μό­νο δε­λε­ά­ζει, ψεύ­δε­ται καί ἐ­ξα­πα­τᾶ. Ὅ­ταν ἀ­πο­τυγ­χά­νει νὰ πα­ρα­σύ­ρει τὸν ἄν­θρω­πο σὲ φα­νε­ρὲς ἁ­μαρ­τί­ες (πει­ρα­σμοὶ ἐξ ἀ­ρι­στε­ρῶν), τό­τε προ­σπα­θεῖ νὰ ρί­ξει τὸν ἄν­θρω­πο σὲ ὑ­πε­ρη­φά­νεια (πει­ρα­σμοὶ ἐκ δε­ξι­ῶν).

 

Ἀ­παν­τών­τας ὁ Χρι­στὸς στοὺς μα­θη­τές, για­τί δὲν μπό­ρε­σαν καὶ ἐ­κεῖ­νοι νὰ ἐκ­βάλ­λουν τὸ πο­νη­ρὸ «πνεῦ­μα», τοὺς ἀ­πε­κά­λυ­ψε τὰ μέ­σα μὲ τὰ ὁ­ποῖα ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νὰ ἀ­παλ­λα­γεῖ ἀ­πὸ τὴν δαι­μο­νι­κὴ κυ­ρι­αρ­χί­α·: «ἡ προ­σευ­χὴ καὶ ἡ νη­στεί­α» εἶ­ναι τὰ ὅ­πλα, ποὺ κα­θο­ρί­ζον­ται ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο τὸν Κύ­ριο, γιὰ μί­α νι­κη­φό­ρα μά­χη κα­τὰ τοῦ δι­α­βό­λου.

 

Τὰ ὅ­πλα αὐ­τὰ συ­νι­στῶν­ται ὅ­ταν οἱ μα­θη­τὲς πρέ­πει νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σουν τὸν Σα­τα­νᾶ μέ­σα στοὺς συ­ναν­θρώ­πους τους, ἀλ­λὰ καὶ ὅ­ταν θέ­λουν νὰ τὸν νι­κή­σουν μέ­σα στὸν ἴ­διο τὸν ἑ­αυ­τό τους.

 

Ἡ θε­ρα­πεί­α ποὺ πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Κύ­ριο εἶ­ναι μί­α ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση, μία­ με­τά­βα­ση ἀ­πὸ τὴν κα­τά­στα­ση τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας τοῦ δι­α­βό­λου στὴν κα­τά­στα­ση τῆς χά­ρι­τος τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι ἡ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που. Για­τί τό­τε μό­νο σώ­ζε­ται ὁ ἄν­θρω­πος καὶ ἡ ἀν­θρώ­πι­νη κοι­νω­νί­α, ὅ­ταν παύ­σουν νὰ εἶ­ναι στὴν ἐ­ξου­σί­α «τοῦ ἄρ­χον­τος τοῦ αἰ­ῶ­νος τού­του» καὶ ἐν­τα­χθοῦν στὸ σω­στι­κὸ χῶ­ρο τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.

 

Ὁ ἄν­θρω­πος πρέ­πει νὰ σω­θεῖ «ὁ­λό­κλη­ρος», δηλ. σῶμα καί ψυ­χή. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὁ Χρι­στὸς γιὰ νὰ τὸν σώ­σει, ἔ­γι­νε τέ­λει­ος ἄν­θρω­πος. Προ­σέ­λα­βε ὁ­λό­κλη­ρη τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, καὶ σῶ­μα καὶ ψυ­χή, καὶ τὰ ἐ­θε­ρά­πευ­σε. Δι­ό­τι, ἂν ὁ Χρι­στὸς ἔ­παιρ­νε μό­νο τὸ ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα, ὅ­πως δί­δα­σκε τὸν Δ΄ αἰ­ῶνα ὁ αἱ­ρε­σιά­ρχης Ἀ­πολ­λι­νά­ριος, θὰ ἕ­νω­νε μὲ τὸν Θε­ό, δηλ. θὰ ἔ­σω­ζε, μό­νο τὸ σῶ­μα. Ἂν πά­λι ἔ­παιρ­νε μό­νο τὴν ψυ­χὴ (πνεῦ­μα), θὰ ἔ­σω­ζε, μό­νο τὸ πνεῦ­μα. Προ­σέ­λα­βε ὅ­μως ἀμ­φό­τε­ρα σῶ­μα καὶ ψυ­χή, δηλ. ἔ­σω­σε καὶ ἐ­θε­ρά­πευ­σε ὁ­λό­κλη­ρο τὸν ἄν­θρω­πο σὰν ψυ­χο­σω­μα­τι­κὴ ἑ­νό­τη­τα.

 

Ἡ σω­τη­ρί­α δὲν εἶ­ναι μο­νο­με­ρὴς ἐ­νέρ­γεια τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­παι­τεῖ καὶ τὴν συγ­κα­τά­θε­ση καὶ συ­νέρ­γεια τοῦ ἀν­θρώ­που. Εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α ἡ προ­ε­τοι­μα­σί­α τοῦ ἀν­θρώ­που, γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει νὰ δε­χθεῖ τὴν σω­στι­κὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὁ Κύ­ριος ζή­τη­σε ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα τοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου παι­διοῦ πί­στη.

 

Ἡ πί­στη, εἶ­ναι ἡ τα­πει­νὴ κα­τά­φα­ση τοῦ ἀν­θρώ­που στὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­πως τὸ ἄ­νοιγ­μα τοῦ ἠ­λε­κτρι­κοῦ δι­α­κό­πτη, ἀ­φή­νει νὰ εἰ­σβά­λει τὸ ἠ­λε­κτρι­κὸ ρεῦ­μα στὸ κύ­κλω­μα καὶ νὰ ἐ­νερ­γο­ποι­ή­σει ὅ­λες τὶς ἠ­λε­κτρι­κὲς συ­σκευ­ές, ἔ­τσι καὶ ἡ πί­στη, ἀ­φή­νει τὴν σω­στι­κὴ ἐ­νέρ­γεια τοῦ Θε­οῦ νὰ εἰ­σβά­λει καὶ νὰ ἐ­νερ­γο­ποι­ή­σει στὸν ἄν­θρω­πο τὰ χα­ρί­σμα­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Στὴν προ­ε­τοι­μα­σί­α τοῦ ἀν­θρώ­που, γιὰ νὰ δέ­χε­ται ἀ­δι­ά­κο­πα τὴν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, βο­η­θά­ει ἡ ἀ­σκη­τι­κὴ πα­ρά­δο­ση καὶ ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Τὰ Μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι οἱ ἀ­γω­γοί τῆς θεί­ας Χά­ρι­τος. Ἡ με­τά­νοι­α καὶ ἡ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση συν­δέ­ει τοὺς πι­στοὺς μὲ τὸ σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­πως ὁ μί­σχος συν­δέ­ει τὰ φύ­λλα μὲ τὸ κλα­δὶ καὶ μὲ τὸ δέν­δρο. Ἡ θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α τρέ­φει πνευ­μα­τι­κά τούς πι­στούς, ὅ­πως οἱ χυ­μοὶ τοῦ δέν­δρου τὰ φύλ­λα καὶ τοὺς καρ­πούς του.

 

Ἡ ἄ­σκη­ση κα­τὰ τὴν διά­ρκεια τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ ἀ­γῶνα, ὄ­χι μό­νο τῶν μο­να­χῶν, ἀλ­λὰ καὶ ὅ­λων τῶν πι­στῶν, σὰν γυ­μνα­σί­α τῆς ψυ­χῆς καὶ τοῦ σώ­μα­τος κα­τὰ τῶν πα­θῶν καὶ πρὸς ἀ­πό­κτη­ση ἀ­ρε­τῶν, κρα­τᾶ συ­νε­χῶς τὸν πι­στὸ ἀ­νοι­κτὸ στὴ Θεί­α Χά­ρη. Δὲν εἶ­ναι μό­νο ἀρ­νη­τι­κή, ὡς συ­νε­χὴς πά­λη μὲ τὸν δι­ά­βο­λο καὶ ἀ­δι­ά­κο­πη ἀ­πό­κρου­ση τῶν προ­σβο­λῶν του, ἀλ­λὰ καὶ θε­τι­κή ὡς πνευ­μα­τι­κὴ ἀ­ναρ­ρί­χη­ση σὲ ὁ­λο­έ­να καὶ ὑ­ψη­λό­τε­ρες κο­ρυ­φὲς πνευ­μα­τι­κό­τη­τας, στὴν εἴ­σο­δο στὸν θεῖ­ο γνό­φο τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Θε­οῦ καὶ ἐ­πι­κρὰ­τη­σης τοῦ Ἁ­γί­ου Θε­λή­μα­τός Του.

 

Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὰ ἴ­δια ὅ­πλα ποὺ μᾶς ὅ­ρι­σε ὁ Χρι­στός, ὡς τὰ πιὸ κα­τάλ­λη­λα ὅπλα αὐ­τοῦ τοῦ ἀ­γῶ­να. Ἄ­σκη­ση τῆς ψυ­χῆς εἶ­ναι ἡ προ­σευ­χή, ἡ ἀ­νά­τα­σή της στὸ ὕ­ψος τῆς Θεί­ας Με­γα­λωσύ­νης. Ἄ­σκη­ση τοῦ σώ­μα­τος εἶ­ναι ἡ νη­στεί­α. Ὄ­χι βε­βαί­ως μό­νο ὡς ἀ­πο­χὴ ἀ­πὸ δι­ά­φο­ρες τρο­φές, ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὴν εὐ­ρύ­τε­ρη μορ­φὴ τῆς ἐγ­κρά­τειας σὲ ὅ­λες τὶς ἐκ­δη­λώ­σεις καὶ σὲ ὅ­λες τὶς αἰ­σθή­σεις. Μὲ τὴν ἐγ­κρά­τεια βο­η­θεῖ­ται τὸ σῶ­μα νὰ ἀ­κο­λου­θή­σει τὴν ψυ­χὴ στὶς πνευ­μα­τι­κές της ἀ­να­βά­σεις. Ἔ­τσι ἡ προ­σευ­χὴ καὶ ἡ νη­στεί­α, δὲν γί­νον­ται μό­νο τὰ ὅ­πλα μας στὴν ἀ­πό­κρου­ση τῶν προ­σβο­λῶν τοῦ δι­α­βό­λου, ἀλ­λὰ καί τὰ φτε­ρὰ ποὺ μᾶς ἀ­νε­βά­ζουν στὸ θρό­νο τοῦ Θε­οῦ καὶ μᾶς κα­τα­ξι­ώ­νουν σὲ «τέ­κνα τοῦ Θε­οῦ» καὶ με­τό­χους τῆς Βα­σι­λεί­ας Του.