Το άρθρο αυτό του Φώτη Κόντογλου γράφτηκε το 1952, όταν η Μονή της Χώρας των Ζώντων στην Κωνσταντινούπολη ονομαζόταν (όπως και σήμερα) Καχριέ-τζαμί. Η Μονή είχε μετατραπεί σε τζαμί τον 16ο αιώνα. Μετατράπηκε εν συνεχεία σε Μουσείο το 1958 και έγινε γνωστό ως «Μουσείο της Χώρας». Μετά την πρόσφατη απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης μετατράπηκε εκ νέου σε τέμενος, με υπαρκτό κίνδυνο καταστροφής των μνημειακών βυζαντινών ψηφιδωτών της, που περιγράφει αναλυτικά στο άρθρο του ο Κόντογλου.
(Άρθρο στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ στις 9/11/1952. Συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Φώτη Κόντογλου «Η Πονεμένη Ρωμιοσύνη»)
Ανάμεσα στα πολλά τζαμιά που έχει η Κωνσταντινούπολη είναι και το Καχριέ-τζαμί. Αυτό το τζαμί στα βυζαντινά χρόνια ήτανε μοναστήρι και το λέγανε Μονή της Χώρας των Ζώντων. Η εκκλησιά ήτανε στολισμένη όλη με ψηφιά, πλην σήμερα σώζουνται οι αγιογραφίες μοναχά στους δυο νάρθηκες. Αυτά τα ψηφιδωτά είναι τα τελευταία που γινήκανε στη βυζαντινή τέχνη. Είναι κανωμένα κατά τα 1315 σε καιρό που βασιλεύανε οι Παλαιολόγοι. Με όλο που έχουνε στα γενικά τον έναν χαρακτήρα που έχει η βυζαντινή τέχνη απ’ άκρη σ΄ άκρη, αυτά τα έργα έχουνε πολλή πρωτοτυπία. Οι φιγούρες είναι μικρές μέσα στις απλόχωρες συνθέσεις που έχουνε για βάθος παράξενα κτίρια ή τοπία με βουνά χαμηλά και με δέντρα. Τα σώματα είναι λιγνά, με ψιλά πόδια σαν πουλιά, με μικρά κεφάλια, με χειρονομίες μυστικές. Τα χρώματα είναι χτυπητά μα βαλμένα με πολλή μαστοριά, το σχέδιο κοφτό, με απότομες σκιές και με γραμμές ζωηρές. Αυτά τα έργα, προ πάντων οι «υποθέσεις» (συνθέσεις), είναι δουλεμένα με πολύ μικρά πετράδια, γιατί είναι κι αυτά μικρά σαν εικονίσματα.
Όσο για το τι παριστάνουνε, και σ’ αυτό ακόμα τα μωσαϊκά του Καχριέ-τζαμί είναι ασυνήθιστα. Παριστάνουνε περιστατικά από τη ζωή της Παναγίας, παρμένα από τα Απόκρυφα Ευαγγέλια. Τα ίδια θέματα είναι ζωγραφισμένα στο Μυστρά, στην Περίβλεπτο. Μια άλλη σειρά παριστάνει τη ζωή του Κυρίου. Στον έναν από τους δύο τρούλους του νάρθηκος είναι φιλοτεχνημένος με ψηφί ο Χριστός Παντοκράτωρ και από κάτω του στέκουνται οι Πατριάρχαι και οι Δίκαιοι, από Αδάμ. Στον άλλον τρούλο παριστάνεται η Παναγία με τον Χριστό σε τύπο Πλατυτέρας και γύρω της οι δεκαέξ βασιλιάδες του Ισραήλ και ένδεκα Προφήτες. Και πάλι, απάνω από την μια πόρτα του νάρθηκος είναι ψηφοθετημένος ο Χριστός έως το στήθος και στην άλλη πόρτα η Παναγία. Απάνω από την πόρτα του δευτέρου νάρθηκος παριστάνεται ο Χριστός καθισμένος σε θρόνο, κι από τα δεξιά του κείτεται γονατιστός ένας άρχοντας με ακριβά κεντητά ρούχα και μ’ ένα μεγάλο καβούκι στο κεφάλι και προσφέρει στον Χριστό την εκκλησία. Αυτός ο άρχοντας είναι ο Θεόδωρος Μετοχίτης, μέγας Λογοθέτης, δηλαδή Μέγας Βεζύρης του αυτοκράτορος Ανδρονίκου του Β’.
Ο Θεόδωρος Μετοχίτης, που είναι και ο ανακαινιστής της Μονής, βαστούσε από γένος επίσημο. Κατά τον ίδιο καιρό έζησε κι ένας άλλος σπουδαίος Μετοχίτης, ο Γεώργιος, αλλά όσο καλοφημισμένος στάθηκε ο Θεόδωρος, άλλο τόσο κακοφημισμένος ήτανε ο Γεώργιος. Αυτός κατάντησε αρνητής της Ορθοδοξίας και πέθανε με κακό θάνατο στη φυλακή, αφού έκανε ό,τι μπόρεσε για να υποταχθεί η Ορθοδοξία στη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Αυτός πήγε στον Πάπα τα γράμματα του αυτοκράτορα Μιχαήλ του Η΄ και του λατινόφιλου Πατριάρχη Βέκκου, στα οποία γράφανε πως επικυρώνουνε την υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας στον Πάπα. Ο Γεώργιος Μετοχίτης ήτανε τότε διάκος στα Πατριαρχεία. Αντίθετα απ’ αυτόν τον πεισματωμένον αρνησίθρησκον, ο Θεόδωρος στάθηκε αλύγιστος υπέρμαχος της Ορθοδοξίας, γιατί, μ’ όλη τη «θύραθεν» σοφία του, ήτανε θρησκευτική ψυχή. Γι αυτό ξανάχτισε και στόλισε, όπως είπαμε, με τα εξαίσια ψηφιδωτά που βλέπουμε έως σήμερα, τη Μονή της Χώρας, και στη θρησκεία των πατέρων του βρήκε καταφύγιο, σαν σε λιμάνι ήσυχο, στις φουρτούνες που πέρασε στα γηρατειά του αυτός ο αρχοντάνθρωπος, ύστερα από τα μεγαλύτερα αξιώματα που αξιώθηκε.
Ο μαθητής του Νικηφόρος Γρηγοράς τον θαύμαζε κι έχει γράψει τα καθέκαστα της ζωής του με μεγάλη αγάπη. Ανάμεσα στ’ άλλα γράφει κι ένα παράξενο επεισόδιο :
«Ο Λογοθέτης του Γενικού», λέγει. «τελείωσε την ανακαίνιση της Μονής της Χώρας και το στολισμό της, και τόσο τον ευχαριστούσε αυτή η ωραία εκκλησία, ώστε ήθελε να πηγαίνει στις αγρυπνίες μαζί με τους μοναχούς. Σαν ήλθε λοιπόν το Σάββατο της πρώτης εβδομάδας της σαρακοστής, και στη λειτουργία της Κυριακής θα μνημονευόντανε οι ορθόδοξοι Βασιλείς και Πατριάρχαι, πήγε κι αυτός στη αποσπερινή αγρυπνία. Κατά τα μεσάνυχτα, εκεί που στεκόμαστε μαζί του και ακούγαμε τη δοξολογία, έφθασε ένας σταλμένος από τον βασιλέα και του έφερε κάποια είδηση και του ζητούσε ο βασιλιάς τη συμβουλή του απάνω σε τούτο το περιστατικό :
Την ώρα που πηγαίνανε να κοιμηθούνε οι στρατιώτες που φυλάγανε το βασιλιά στο παλάτι, οι πελεκυφόροι κι οι ξιφοφόροι, ακούσθηκε ένα χλιμίντρισμα που βούιξε όλο το παλάτι, και τόσο δυνατό ήτανε που απορήσανε όσοι ήτανε μέσα στο παλάτι· γιατί σε τέτοια ώρα και χωρίς να βρίσκεται μέσα στο παλάτι και στις παλατόπορτες κανένα άλογο, ούτε από τα βασιλικά, ούτε από των συγκλητικών, το να ακουσθεί αυτό το χλιμίντρισμα έφερε μεγάλη ταραχή στις ψυχές εκείνων που το ακούσανε και ρωτούσανε ο ένας τον άλλον τι ήτανε. Κι ακόμη δεν είχε πάψει η ταραχή κι ο θόρυβος κι ακούσθηκε δεύτερο χλιμίντρισμα, πιο δυνατό από το πρώτο, τόσο, που το άκουσε κι ο ίδιος ο βασιλιάς κι έστειλε και ρωτούσε αν ήξερε κανένας από πού βγήκε αυτό το χλιμίντρισμα τέτοια ώρα. Του είπανε λοιπόν, πως η φωνή εβγήκε από το άλογο που ήταν ζωγραφισμένο στην εκκλησιά της Θεοτόκου της Νικοποιού κοντά στο παλάτι. Απάνω σ’ αυτό το άλογο είναι καβαλλικεμένος ο μάρτυς του Χριστού (Γεώργιος), που τον έχει ζωγραφισμένον με τόση τέχνη από τον παλιό καιρό εκείνος ο Παύλος, ο άριστος των ζωγράφων. Σαν τ’ άκουσε αυτά ο Μέγας Λογοθέτης, έγραψε στον βασιλέα : “Χαίρω μαζί σου, ω βασιλέα, για τα μέλλοντα τρόπαια, γιατί έχω την ιδέα πως τούτο το χλιμίντρισμα του αλόγου δεν έχει άλλη σημασία, παρά πως θα γίνει βασιλική εκστρατεία κατεπάνω σ’ αυτούς, που λεηλατούνε την Ασία μας”».
Απ αυτή την ιστορία μπορεί να καταλάβει κανείς πόσο τον έτρωγε ολοένα η ανησυχία για την καταστροφή του βασιλείου, που έγινε αληθινά ύστερα από 150 χρόνια απάνω-κάτω.
Ο Μετοχίτης ύστερα από τόση δόξα και τιμή ήπιε πολλά φαρμάκια. Στις 13 Φεβρουαρίου 1332 πέθανε ο ξεπεσμένος βασιλιάς Ανδρόνικος, αφού έγινε καλόγηρος με τ’ όνομα Αντώνιος. Μετά ένα μήνα τον ακολούθησε κι ο πιστός Λογοθέτης του Θεόδωρος Μετοχίτης, κι αυτός τυλιγμένος στο καλογερικό ράσο με τ’ όνομα Θεόληπτος. Απάνω στον τάφο του χάραξε τούτους τους στίχους πάλι ο αγαπημένος του Γρηγοράς :
«Ός πάρος εν σοφίη μέγα κήδος έην γε θνητών. Βαΐος ωδί λάας του γε κέκευθε νέκυν. Δήμος σεπτών Μουσάων ολολύξατε πάσαι· ώλετο κείνος ανήρ, ώχετο σοφίη πάσα».