Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΗ ΣΛΟΒΑΚΙΑ
ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
1. Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΜΟΡΑΒΙΑΣ
Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί στή Σλοβακία ἔχουν ὡς πατρίδα τους μία ὄμορφη χώρα στήν Κεντρική Εὐρώπη πού ὀνομάζεται «ἡ Καρδιά τῆς Εὐρώπης». Μέ τά Βαλκάνια τούς συνδέει ἡ Ὀρθόδοξη πίστη καί ἡ Ἐκκλησιαστική καί Ἁγιοπατερική Παράδοση. Ὅλα αὐτά τούς τά ἔφεραν οἱ Ἅγιοι Ἰσαπόστολοι Κύριλλος καί Μεθόδιος[i], οἱ κήρυκες αὐτοί τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Κεντρική Εὐρώπη πού –χάρη στίς προσπάθειες τοῦ Πρίγκηπα Ραστισλάβ– ἦρθαν στή Μεγάλη Μοραβία γιά νά δώσουν στούς Σλάβους τό Εὐαγγέλιο καί τά Λειτουργικά κείμενα στή δική τους (τῶν Σλάβων) γλῶσσα.
Γιά τούς Σλάβους ὁ Ραστισλάβ ἔχει τόσο μεγάλη σημασία ὅση εἶχε γιά τούς Χριστιανούς τῶν πρῶτων αἰώνων ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὄχι μόνο γιατί βοήθησε τούς Σλάβους νά κατανοήσουν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ στήν μητρική τους γλῶσσα, ἀλλά καί τούς ἔσωσε ἀπό τόν κίνδυνο τοῦ ἐκγερμανισμοῦ. Πάντοτε οἱ Γερμανοί, χρησιμοποιῶντας τό ξίφος καί τό Σταυρό, ἐπεξέτειναν τά ἐδάφη τους πρός Ἀνατολάς. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Μέγας καί Σοφός Ραστισλάβ παρακάλεσε τόν Αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου νά στείλει Ἱεραποστόλους πού θά διέδιδαν τή Χριστιανική πίστη μονάχα μέ τή βοήθεια τοῦ Σταυροῦ. Ὁ Αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Μιχαήλ Γ’ ἀνταποκρίθηκε θετικά στήν παράκληση τοῦ Ραστισλάβ καί ἔδωσε ἐντολή νά συγκροτηθεῖ ἡ Ἱεραποστολή τῶν ἔμπειρων ἀδελφῶν Κυρίλλου καί Μεθοδίου τῶν Θεσσαλονικέων.
Κύριο ρόλο στήν ἐπιλογή καί προετοιμασία τῶν Ἱεραποστόλων διαδραμάτισε ὁ Πατριάρχης Φώτιος, πού ἦταν ὁ Πνευματικός πατέρας τῆς Βυζαντινῆς Ἱεραποστολῆς ἀνάμεσα στούς Σλάβους. Ἀκόμα πρίν ἀπό τήν ἀναχώρησή του στή Μεγάλη Μοραβία ὁ Κύριλλος, χρησιμοποιῶντας σάν βάση τήν Ἑλληνική γλῶσσα, δημιούργησε τή Σλαβική γραμματεία καί μετέφρασε στή Σλαβική γλῶσσα τά πιό σημαντικά Λειτουργικά βιβλία. Τό γεγονός αὐτό καταγράφηκε στήν ἱστορία μέ χρυσά γράμματα.
Μέ τόν ἐρχομό τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καί Μεθοδίου στήν Μεγάλη Μοραβία συνδέεται καί ἡ ἐμφάνιση νέων Ἱερῶν ναῶν καί ἡ γένεση τῆς πρώτης Θεολογικῆς Σχολῆς. Σ᾿ αὐτή τήν τελευταία ἄρχισε ἡ σπουδή τῆς Θεολογίας καί τῆς Φιλοσοφίας καί ἀναπτυσσόταν μία ἐνεργός μεταφραστική δραστηριότητα. Οἱ ἐπιτυχίες τῆς Βυζαντινῆς ἀποστολῆς δέν ἄρεσαν στούς Γερμανούς Λατίνους ἱερεῖς, πού δέν μποροῦσαν νά ἐπαναπαύονται μέ τό γεγονός ὅτι οἱ Σλάβοι τελοῦσαν τή Θεία λειτουργία στή Σλαβονική γλῶσσα. Γι᾿ αὐτό τόν λόγο, τό 864 ὁ Γερμανός βασιλιάς Λουδοβίκος[ii] ὀργάνωσε –μέ τήν εὐλογία τοῦ Πάπα Νικολάου Α’– στρατιωτική ἐκστρατεία κατά τῆς Μεγάλης Μοραβίας.
Σάν ἀποτέλεσμα, οἱ Γερμανοί Πρίγκηπες πέτυχαν τούς σκοπούς τους. Ὁ Σβάτοπλουκ παρέδωσε τόν Ραστισλάβ καί οἱ Γερμανοί τόν τύφλωσαν καί τόν καταδίκασαν σέ θάνατο ἐνῶ ἦταν ἔγκλειστος στή φυλακή. Μετά τόν θάνατο τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου, πρώτου Ἀρχιεπισκόπου τῆς Μεγάλης Μοραβίας, ἡ ἕδρα (του), μέ τήν εὐλογία τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης πέρασε στά χέρια τοῦ Ἐπισκόπου Νίτρας Βίχιγκ, ὁ ὁποῖος καί ἔδιωξε ἀπό τή χώρα ὅλους τούς μαθητές τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καί Μεθοδίου. Μετά τόν θάνατο τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου, ὁ ὁποῖος καί κατόρθωσε νά ἀναπτύξει καί νά ἐνισχύσει τό Ἱεραποστολικό του ἔργο στή Μοραβία, οἱ Πάπες τῆς Ρώμης ρήμαξαν τήν Ἐκκλησία τῶν Σλάβων καί ἀπαγόρευσαν τελείως τήν Σλαβονική γλῶσσα γιά χίλια ὁλόκληρα χρόνια. Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος πέθανε στίς 6 Ἀπριλίου 885 καί ἀμέσως μετά τόν θάνατό του οἱ μαθητές του ἐκδιώχθηκαν ἀπό τή Μοραβία. Περίπου 200 ἀπ᾿ αὐτούς πουλήθηκαν σάν δοῦλοι, ἀλλά χάρη στήν προστασία παραγόντων τοῦ Βυζαντίου ἐλευθερώθηκαν καί τό 886 ἐγκαταστάθηκαν στόν Σλαβικό Νότο. Ὁ Βούλγαρος Πρίγκηπας Μπορίς τούς ὑποστήριξε καί στήν Ἐκκλησιαστική Λειτουργική δραστηριότητα. Αὐτή ἡ δραστηριότητά τους κατέστη τό θεμέλιο γιά τήν πολιτισμική ἀνάπτυξη τῶν Σλαβικῶν λαῶν τοῦ Νότου καί τῆς Ἀνατολῆς.
2. Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΟ–ΟΥΓΓΑΡΙΑΣ.
Ἀπό τά πολιτικά κέντρα τῆς Μεγάλης Μοραβίας ἀνέτειλε τό φῶς τῆς Χριστιανικῆς πίστεως καί στό ἔδαφος τῆς Ἀνατολικῆς Σλοβακίας. Ἡ κληρονομιά τῆς Βυζαντινῆς Ἱεραποστολῆς ἄφησε τή σφραγίδα της στόν χαρακτήρα τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς αὐτῆς, πού ἀποκαλεῖται Ὑποκαρπάθια Ρουθηνία, ἐνῶ οἱ κάτοικοί της ὀνομάζονται Ρουθῆνοι[iii]. Ὑπάρχουν ἱστορικές πληροφορίες, πού ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία διατηρήθηκε στήν περιοχή τοῦ Πρέσοβ καί παρά τό γεγονός ὅτι οἱ Οὔγγροι βασιλιάδες ἐπιχειροῦσαν μέ κάθε τρόπο ν᾿ ἀφομοιώσουν τούς ντόπιους κατοίκους μέχρι τόν ΙΕ’ αἰῶνα[iv].
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μόλις πού ἦταν ἀνεκτή στήν Αὐστρο–Οὐγγαρία. Οἱ ἀνώτατοι κύκλοι της ὅρισαν τήν ὀνομασία «Ἑλληνική μή ἑνωμένη Ἐκκλησία»[v] τήν ὁποία αὐτή ὄφειλε νά χρησιμοποιεῖ στίς ἐπίσημες σχέσεις της μέ τόν κρατικό μηχανισμό. Στήν προσπάθεια νά διαλυθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία στό ἔδαφος τῆς Ἀνατολικῆς Σλοβακίας καί τῆς Ὑποκαρπαθίας Ρουθηνίας ἡ Κόμησσα Ἄννα Ντρουγκέτοβα τό 1646 συγκάλεσε στήν πόλη Οὐζγκόροντ σύναξη, κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, 63 ἀπό τούς 1300 ἱερεῖς καί τούς ἀνακοίνωσε τήν ἐγκαθίδρυση Οὐνίας μέ τή Ρώμη. Ἡ Οὐνία αὐτή μεταγενέστερα πῆρε τήν ἐπίσημη ὀνομασία «Ἑλληνοκαθολική Ἐκκλησία».
Ὁ λαός ἀκολουθοῦσε ἀπό τή μία τήν ἀληθινή Ὀρθόδοξη πίστη του κι ἀπό τήν ἄλλη μαχόταν τή διοικητική εἰσαγωγή τῆς Οὐνίας. Ὁ Κοραμπίνσκυ, στό λεξικό του, πού ἐκδόθηκε τό 1786, παραθέτει κατάλογο Ἐκκλησιῶν σέ διάφορα χωριά τῆς Οὐγγαρίας. Ἀπ᾿ αὐτό τόν κατάλογο προκύπτει ὅτι μόνο ἕνας μικρός ἀριθμός Ἐκκλησιῶν ἀνῆκαν στούς Οὐνίτες. Ἱστορικά τεκμήρια δείχνουν ὅτι στό πρῶτο ἀκόμα ἥμισυ τοῦ 19ου αἰῶνα ἔγινε ἔρανος γιά τή συλλογή χρημάτων γιά τήν ἀνοικοδόμηση Ὀρθόδοξου ναοῦ τῆς «Ἑλληνικῆς μή ἑνωμένης Ἐκκλησίας» στό χωριό Λίβοβ, πού τώρα βρίσκεται στήν περιοχή Μπαρντεγιόβ. Σέ μερικά χωριά τῆς Ἀνατολικῆς Σλοβακίας, Ἐκκλησίες, πού χτίστηκαν τόν 18ο καί 19ο αἰῶνα, καταγράφηκαν στήν ἀκίνητη περιουσία τῶν Οὐνιτῶν μόλις τό 1990.
Μολονότι ἀργότερα ἡ Ὀρθοδοξία καταπνίγηκε διοικητικά, μέσα στόν λαό συνέχιζε νά ζεῖ. Στίς Ἱερές ἀκολουθίες οἱ πιστοί χρησιμοποιοῦσαν Ὀρθόδοξα Λειτουργικά κείμενα (σ.μ. βιβλία), πού εἶναι ἔκφραση τῆς Ὀρθόδοξης πίστης. Πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἡ παράδοση τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας διείσδυσε, καί μάλιστα μέ πολύ ἀργό ρυθμό στούς Οὐνίτες. Μοναστήρια, πού διαδραμάτισαν σπουδαιότατο ρόλο στήν προάσπιση τῆς Ὀρθόδοξης πίστης, κατέστησαν πνευματικά κέντρα. Στά Μοναστήρια ὑπῆρχαν βιβλιοθῆκες μέ πολύτιμα βιβλία, τά ὁποῖα οἱ Οὐνίτες κατάστρεψαν καί ἐξαφάνισαν ὁλότελα. Ὅπως τόνισε ὁ Π. Ἄλες, «Τό Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιαστικό σῶμα στήν Οὐγγαρία συγκεντρώθηκε γύρω ἀπό τά Μοναστήρια. Τόν 14ο ἀκόμη αἰῶνα στήν Οὐγγαρία ὑπῆρχαν περισσότερα Ἑλληνικά (Ὀρθόδοξα) Μοναστήρια παρά Λατινικά, πρᾶγμα πού οἱ Πάπες τῆς Ρώμης ἔφεραν βαρέως».
Ἡ Ὀρθοδοξία ζοῦσε συνεχῶς μέσα στό λαό τῆς Ἀνατολικῆς Σλοβακίας. Τό πνεῦμα ὡστόσο τῆς Ὀρθοδοξίας δέν ἦταν ξένο οὔτε στό λαό τῆς Δυτικῆς καί τῆς μέσης Σλοβακίας χάρη στίς προσπάθειες τῶν ἱστορικῶν, τῶν λαϊκῶν διαφωτιστῶν καί τῶν ἐργατῶν τοῦ πολιτισμοῦ. Ὅλοι ἔβλεπαν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό στήριγμά τους στήν ὑποστήριξη γιά Ἐθνική ταυτότητα καί γιά τή μελλοντική πνευματική καί ἐθνική πρόοδο τοῦ Σλοβακικοῦ λαοῦ. Οἱ Σλοβάκοι λαϊκοί διαφωτιστές διατηροῦσαν πολύ ἐνεργούς (δραστήριους) δεσμούς μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στή Ρωσία καί τή Σερβία. Οἱ Σλοβάκοι διαφωτιστές συνεργάζονταν ἐνεργῶς καί μέ τούς Τσέχους ἱστορικούς καί λαϊκούς διαφωτιστές, πού ἦταν συνδεδεμένοι μέ τήν Ὀρθόδοξη ἀφύπνιση καί ἐπί πλέον συμμετεῖχαν στίς Ὀρθόδοξες Ἱερές ἀκολουθίες στήν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου στήν Πράγα στήν πλατεία Σταρομέστσκαγια, ἤ μεταγενέστερα, στό Κάρλοβυ Βάρυ, στό Μαριάνσκε Λάζνε καί τό Φραντίσκοβυ Λάζνε. Τήν ἐποχή ἐκείνη συντάχθηκε καί ἡ πρώτη Ὀρθόδοξη Κατήχηση, τήν ὁποία καί ἐξέδωσε γιά τούς πιστούς ὁ δρ. Κάρολ Σλαντκόβσκυ. Στά τέλη τοῦ l9ου καί τίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνα ἀρχίζει, πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα στό ἔδαφος τῆς Ἀνατολικῆς Σλοβακίας καί τῆς Ὑπερκαρπαθίας μία Θρησκευτική καί Ἐθνική ἀναγέννηση. Στή Σλοβακία ἐπιστρέφουν ἀπό τήν Ἀμερική καί, μερικῶς, ἀπό τή Ρωσία, οἱ μετανάστες («ἐμιγκρέ») πού γνώριζαν καλά τήν ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐπέστρεφαν ἐλεύθερα στίς γραμμές τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν. Στήν Ἀμερική, ἕνας ἀπό τούς πρώτους πού πέρασαν καί προσχώρησαν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἦταν ὁ Οὐνίτης ἱερέας, πρώην Καθηγητής τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου τῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς τοῦ Πρέσοβ Ἀλεξέϊ Τότ. Ἔγινε ὁ πρωτεργάτης τῆς ἐπιστροφῆς τῶν Οὐνιτῶν «ἐμιγκρέ» τῆς Ἀμερικῆς στήν Ὀρθοδοξία. Χάρη στήν πρωτοβουλία του πραγματοποιεῖται μία μαζική ἐπίσημη ἐπιστροφή Σλοβάκων καί Ρουθήνων μεταναστῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ κίνηση αὐτή μεταφέρθηκε καί στή Σλοβακία καί τήν Ὑπερκαρπαθία.
Στίς παραμονές τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ὁ λαός ἐπέστρεφε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ Κρατική διοίκηση τῆς Αὐστρο–Οὐγγαρίας μαζί μέ τούς ἐχθρούς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἔκαναν κάθε τί τό δυνατό ἔτσι πού στό ἔδαφος τοῦ Βορειοανατολικοῦ τμήματος τῆς Αὐτοκρατορίας νά μή μπορέσει νά ἐμφανιστεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Φοβόντουσαν τή μαζική ἐπιστροφή στήν Ὀρθοδοξία. Σέ σχέση μ᾿ αὐτό, τό 1913–14 συγκροτήθηκε ἡ δίκη Μαρμαροσιγκότσκυ, στήν ὁποία κατηγορήθηκαν γιά προδοσία τῆς Πατρίδας Ὀρθόδοξοι πιστοί πού ἔφερναν ἀπό τή Ρωσία βιβλία Λειτουργικά καί Θεολογικά, ἐγκατέλειπαν τίς γραμμές τῶν Οὐνιτῶν καί συγκροτοῦσαν δική τους Ὀρθόδοξη Κοινότητα. Τό 1914, στήν πόλη Γκόρλιτσα ἐκτελέστηκε χωρίς δίκη ὁ Ὀρθόδοξος ἱερέας Μαξίμ Σάντοβιτς, τόν ὁποῖο ἡ Πολωνική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνώρισε ὡς Ἱερομάρτυρα τό 1994.
3. Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΤΣΕΧΟΣΛΟΒΑΚΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ.
Ἡ Ὀρθόδοξη κίνηση στό ἔδαφος τῆς Σλοβακίας ἐνδυναμώθηκε μετά τήν ἀνακήρυξη τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Τσεχοσλοβακίας στίς 28 Ὀκτωβρίου 1918, ἰδιαίτερα δέ στά χωριά Μπέχεροβ καί Λαντομήροβα. Αὐτό, μέ τή σειρά του, συναρτήθηκε μέ τήν ἐπιστροφή –στό χωριό γενέτειρά του Μπέχεροβ ἀπό τίς Η.Π.Α.– τοῦ Ὀρθόδοξου ἱερέα π. Γκρέγκορ Βάρχολου. Τό 1992, οἱ Ὀρθόδοξοι κάτοικοι τοῦ χωριοῦ Λαντομήροβα ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ Γερουσιαστή Λάζ ἀπευθύνθηκαν στή Τσεχική Ὀρθόδοξη Κοινότητα στήν Πράγα μέ τήν παράκληση νά τοῦ συστηθεῖ ἱερέας. Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Σαββάτιος (Βράμπετς) τούς συνέστησε τόν Ἀρχιμανδρίτη Βιτάλιο Μαξιμένκο, ὁ ὁποῖος ζοῦσε στή Γιουγκοσλαβία. Ἐκεῖνος, μαζί μέ μερικούς μοναχούς, ἔφτασε τό 1923 στή Σλοβακία καί ἵδρυσε Μοναστήρι Λαντομήροβα. Πιό ὕστερα, ἄρχισαν νά προσχωροῦν κι ἄλλα χωριά στήν Ὀρθόδοξη πίστη.
Κατά παράκληση τῶν πιστῶν ἡ Σερβική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔστειλε στό Μουκάτσιεβο τόν Ἐπίσκοπο Δοσίθεο. Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτόν ἔφτασαν ἐδῶ οἱ Ἐπίσκοποι Εἰρηναῖος, Σεραφείμ καί Ἰωσήφ.
Βάσει ἀπογραφῆς πληθυσμοῦ τοῦ 1930 στό ἔδαφος τῆς Σλοβακίας ὑπῆρχαν 9.073 Ὀρθόδοξοι πιστοί, πού ζοῦσαν σέ 20 Ἐκκλησιαστικές ἐνορίες, καί 111.969 Ὀρθόδοξοι πιστοί, πού ζοῦσαν στό ἔδαφος τῆς Ὑποκαρπαθίας Ρουθηνίας. Αὐτό μαρτυρεῖ περί τοῦ ὅτι ἀπό τή γένεση τῆς Τσεχοσλοβακίας ἡ Ὀρθόδοξη κίνηση στή Σλοβακία καί τήν Ὑποκαρπάθια Ρουθηνία ἐνισχύθηκε σημαντικά. Μεταγενέστερα, ὕστερα ἀπό μακρές διαπραγματεύσεις μέ τήν κυβέρνηση τῆς Τσεχοσλοβακικῆς Δημοκρατίας ἀναγνωρίστηκε ἡ Μητρόπολη Μουκάτσιεβο–Πρέσοβ.
Στόν Ἐπισκοπικό θρόνο διορίστηκε ἐπίσημα ὁ Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Βελιγραδίου Ἐπίσκοπος δρ. Δαμασκηνός. Τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ Μητρόπολη Μουκάτσιεβο–Πρέσοβ εἶχε πάνω ἀπό 150.000 πιστούς.
Τά χρόνια τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεινές δοκιμασίες ἔπληξαν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Τσεχίας. Μετά τήν ἀπόπειρα δολοφονίας κατά τοῦ Χάϊντριχ ἡ Τσεχική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τέθηκε ἐκτός νόμου. Ἡ περιουσία τῆς Ἐκκλησίας κατασχέθηκε πρός ὄφελος τοῦ Κράτους. Ἱερεῖς ἐκτοπίστηκαν σέ στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἅγιος Γκόραζντ ἐκτελέστηκε μαζί μέ τούς συνεργάτες του. Στή Σλοβακία ἡ Ἐκκλησία ἐπίσης ζοῦσε κάτω ἀπό δυσχερεῖς συνθῆκες. Τόν Δεκέμβριο 1942 στό Μεντζιλάμπορτσε πραγματοποιήθηκε σύναξη τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ κλήρου, πού ἀπέστειλε στά κρατικά ὄργανα ὑπόμνημα μέ τήν ἀπαίτηση ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Σλοβακίας νά τεθεῖ ἐκτός νόμου[vi].
Ἡ ἀπελευθέρωση ἔφερε τήν Ἐλευθερία καί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σ᾿ ὅλη τήν ἔκταση τῆς Τσεχοσλοβακίας. Σάν ἀποτέλεσμα ἡ Ἐκκλησία μποροῦσε νά ἀνανεώσει τή δράση της. Ἀπό ὀργανωτικῆς ἀπόψεως ἡ Ἐκκλησία πέρασε ἀπό τή δικαιοδοσία τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας κάτω ἀπό τή δικαιοδοσία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.
Σάν συνέπεια τοῦ γεγονότος ὅτι τό Μουκάτσιεβο καί ἡ Ὑποκαρπάθια Ρουθηνία ἀποτέλεσαν μέρος τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Σλοβακίας ἔμεινε χωρίς Ἐπίσκοπο καί ἡ Μητρόπολη χωρίστηκε σέ δύο μέρη. Γι᾿ αὐτό στίς 26 Ἀπριλίου 1947 στό Πρέσοβ συγκροτήθηκε σύναξη τοῦ Ὀρθόδοξου κλήρου καί τῶν Ὀρθόδοξων πιστῶν τῆς Σλοβακίας, ἡ ὁποία καί δέχτηκε τόν Κώδικα τῆς νεωστεί συσταθείσης Ἐπαρχίας Πρέσοβ–Σλοβακίας. Ἐπίσκοπος τῆς νέας Ἐπαρχίας ἔγινε Ἀρχιεπίσκοπος Πράγας Ἐλευθέριος, ἔξαρχος τοῦ Ρωσικοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας στή Τσεχοσλοβακία.
4. Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Β’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ.
Μετά τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στό ἔδαφος τῆς Τσεχοσλοβακίας γεννιέται ἕνα μεγάλο ἐνδιαφέρον γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη, σάν συνέπεια τοῦ ὁποίου πολλοί πιστοί ἄρχισαν νά περνοῦν στούς κόλπους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Στή Σλοβακία ἐκδηλώθηκε σημαντικά ἐνδιαφέρον γιά τήν Ὀρθοδοξία κυρίως μεταξύ τῶν διανοουμένων ἀλλά καί τῶν ἁπλῶν πιστῶν. Στό ἔδαφος τῆς Τσεχίας καί τῆς Μοραβίας ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σημείωσε μεγάλη ἐπιτυχία καί γιά τό λόγο ὅτι κατά τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εἶχε ὑποστεῖ διωγμούς ἀπό τούς Γερμανούς κατακτητές καί ἔλαβε ἐνεργά δράση στόν ἀντιφασιστικό ἀγῶνα. Τίς γραμμές τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Τσεχίας πύκνωσαν καί γέμισαν καί οἱ Ὀρθόδοξοι Τσέχοι, πού εἶχαν γυρίσει ἀπό τήν Οὐκρανία (Βόλιν). Ὡστόσο σ᾿ ὁλόκληρη τήν Δημοκρατία ἦταν αἰσθητή ἡ ἀνεπάρκεια σέ ἱερεῖς. Γι᾿ αὐτό, τό 1948 στό Κάρλοβυ Βάρυ ἀνοίχτηκε Ὀρθόδοξη Ἱερατική Σχολή, πού τό 1949 μεταφέρθηκε στήν Πράγα καί τό 1950 ἀναδιοργανώθηκε κι ἔγινε Θεολογική Σχολή.
Τίς ἀρχές τοῦ 1948 ἡ Τσεχοσλοβακία ἔγινε Κομμουνιστικό Κράτος. Ἄρχιζαν τά δύσκολα χρόνια τοῦ ἀθεϊσμοῦ καί τῆς ἀντιεκκλησιαστικῆς ἰδεολογίας, πού ἀπαγόρευε τήν ἐλεύθερη ἀνάπτυξη τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν Ὀρθοδόξων.
Στίς 7 Δεκεμβρίου 1949 στό Πρέσοβ συγκροτήθηκε σύναξη τοῦ κλήρου τῆς Ἐπαρχίας, ἡ ὁποία καί ἀποδέχτηκε τόν Κώδικα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Τσεχοσλοβακίας. Βάσει αὐτοῦ τοῦ κώδικα γεννήθηκε ἡ αὐτόνομη Ἐξαρχία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στήν Τσεχοσλοβακία, πού ἀπετελεῖτο ἀπό τίς Μητροπόλεις, τῆς Πράγας, τῆς Ὀλομόουτς –Μπρνό στή Τσεχία καί τοῦ Πρέσοβ στή Σλοβακία. Ἡ σύναξη αὐτή ἐξέλεξε ἐπίσης τόν νέο Ἐπίσκοπο τῆς Μητροπόλεως Πρέσοβ τόν Ἀρχιμανδρίτη Ἀλέξιο (Ντέχτεροβ), ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος στίς 12 Φεβρουαρίου 1950 στή νέα Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νιέφσκυ στό Πρέσοβ.
Ἀκόμα πρίν ἀπό τό 1950 ἡ ὁμάδα πρωτοβουλίας Οὐνιτῶν ἱερέων καί πιστῶν εἶχε ἀποφασίσει νά ἐγκαταλείψει τήν Οὐνία καί νά προσχωρήσει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τό 1950 τά Κρατικά ὄργανα ἐκμεταλλεύθηκαν αὐτή τήν κατάσταση γιά τήν πλήρη διάλυση τῆς Οὐνίας. Τούς λόγους αὐτῆς τῆς πολιτικῆς ἐνέργειας τῶν Κομμουνιστῶν ὀφείλουν ἀκόμη νά τούς διερευνήσουν οἱ ἱστορικοί. Ὡστόσο, μποροῦμε ἀπό τώρα νά ποῦμε μέ σιγουριά ὅτι ἡ ἀπόφαση τῶν Κομμουνιστῶν δέν βοήθησε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἐκτός ἀπό τή δυσχερή πολιτική κατάσταση, στήν ὁποία βρέθηκαν οἱ Οὐνίτες μετά τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στά ἐδάφη τῶν χωρῶν τοῦ Ἀνατολικοῦ Συναπισμοῦ, σημειώθηκε ἐδῶ καί μία τάση ἐπανόρθωσης τῆς ἀδικίας πού εἶχαν ἀπεργασθεῖ ἐναντίον τοῦ λαοῦ οἱ φεουδαρχικές ἀρχές στά χρόνια τῆς Αὐστρο–Οὐγγαρίας. Στίς 28 Ἀπριλίου 1950 στό Πρέσοβ συγκλήθηκε Σύνοδος τῶν Οὐνιτῶν κληρικῶν καί πιστῶν, ἡ ὁποία καί ἀνακάλεσε (ἀκύρωσε) τήν Οὐνία μέ τή Ρώμη, πού εἶχε συναφθεῖ τό 1946 στήν πόλη Οὐζγκόροντ[vii].
Ἕνα μεγάλο μέρος Οὐνιτῶν πιστῶν πέρασαν καί προσχώρησαν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μαζί μέ τούς ἱερεῖς τους. Τήν ἐποχή ἐκείνη στήν Ἐκκλησία ἦταν αἰσθητή ἡ μεγάλη ἔλλειψη νέων ἱερέων καί γι᾿ αὐτό τόν λόγο ἦταν ἀναγκαία ἡ ἵδρυση Ὀρθόδοξης Θεολογικῆς Σχολῆς στή Σλοβακία. Ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Κρατικῆς καί ἀστικῆς διοίκησης τῆς Πράγας, ὁρμώμενη ἀπό τό γεγονός ὅτι μέσα στήν πόλη ὑπῆρχαν τέσσερις Θεολογικές Σχολές, ἀποφάσισαν νά μεταφέρουν τήν μέν Ρωμαιοκαθολική Θεολογική Σχολή στό Λητομνιέζιτσε, τήν δέ Ὀρθόδοξη Θεολογική Σχολή στό Πρέσοβ, καί τίς δύο στήν Περιφέρεια. Κατ᾿ αὐτό τόν τρόπο στίς 17 Ὀκτωβρίου 1950 ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογική Σχολή τῆς Πράγας ἄρχισε τή δράση της στό Πρέσοβ. Ἡ ἀναδιοργάνωση τῆς Θεολογικῆς ἐκπαίδευσης συνέβαλε στήν ἐπίλυση τοῦ προβλήματος τῆς διαπαιδαγώγησης ἱερέων μέχρι τότε, οἱ φοιτητές ἀποκτοῦσαν τή Θεολογική ἐκπαίδευση στό ἐξωτερικό. Μάλιστα δέ, τό πρῶτο ἔτος ὑπάρξεως τῆς Σχολῆς τοῦ Πρέσοβ, ἡ Σχολή δέχτηκε 140 φοιτητές κι ἀμέσως ὕστερα ἀπ᾿ αὐτό ἀκολούθησε καί ἡ χειροτονία νέων ἱερέων.
Σάν συνέπεια τῆς αὔξησης τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἐνοριῶν καί συγχρόνως καί τῶν πιστῶν ἦταν ἀναγκαίος ὁ ἐκ νέου διαχωρισμός τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στή Σλοβακία. Τό 1950 ἡ Μητρόπολη Πρέσοβ διαχωρίστηκε στήν Μητρόπολη Πρέσοβ καί τήν Μητρόπολη Μιχαλόβτσε. Τό 1952, δυνάμει ἀποφάσεως τῆς Κρατικῆς διοίκησης ἐπί Ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων, στήν Πράγα, βάσει τῆς Συνόδου τῶν Οὐνιτῶν κληρικῶν καί πιστῶν τοῦ 1950, ἡ περιουσία τῶν Οὐνιτῶν κατέστη περιουσία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Μέχρι τό 1968, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διεξῆγε τή δράση της σ᾿ ἐκεῖνες τίς ἐνορίες (πού βρίσκονταν στό ἔδαφος τῆς Σλοβακίας), στίς ὁποίες οἱ κάτοικοι ἑνός δεδομένου χωριοῦ τό ζητοῦσαν, κι᾿ αὐτό ἀντιπροσωπεύει περίπου 90% τῶν χωριῶν, στά ὁποῖα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τελοῦσε Ἱερές ἀκολουθίες. Κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση τῶν πολιτικῶν καί κοινωνικῶν μεταβολῶν τό 1968 γεννήθηκε ἡ ἀνάγκη μεταρρύθμισης καί τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ προβλήματος. Στίς 13 Ἰουνίου 1968, μέ τό διάταγμα 70/68 ἀνανεώθηκε ἡ δράση τῶν Οὐνιτῶν. Μέσα στό χάος τῶν πολιτικῶν ἀλλαγῶν στίς ἐνορίες ἐμφανίζονταν μεγάλες συγκρούσεις ἀνάμεσα σέ Οὐνίτες καί Ὀρθόδοξους πιστούς. Τό χειρότερο ἀπ᾿ ὅλα ἦταν τό γεγονός ὅτι τά στελέχη τῶν Κρατικῶν ὀργάνων, πού ἦταν ὑπεύθυνοι γιά τήν ἐπίλυση τοῦ δεδομένου προβλήματος καί τῆς συγκρούσεως μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, δέν εἶχαν μία ἑνιαία ἄποψη πάνω στή δεδομένη προβληματική. Τήν ἀπόφαση τῶν Κρατικῶν ὀργάνων ἐπηρέαζαν συχνά διάφορα γεγονότα, πού δέν εἶχαν τίποτε τό κοινό μέ μία δίκαιη ἐπίλυση τοῦ προβλήματος, ὅπως, γιά παράδειγμα, τό γεγονός ποιά ἀπ᾿ τίς πλευρές προωθοῦσε μέ μεγαλύτερο πεῖσμα τίς ἀπαιτήσεις της ἤ τά ἰδιωτικά, προσωπικά συμφέροντα τῶν δεδομένων στήν κάθε περίπτωση Κρατικῶν στελεχῶν.
Τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐθεωρεῖτο σάν κληρονομιά τῆς Κρατικῆς πολιτικῆς τῆς δεκαετίας τοῦ 1950. Τό γεγονός ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί ἐπιθυμοῦσαν νά ζοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία τῶν προγόνων τους καί ὅτι αἰσθάνονταν σάν οἱ ἀπόγονοι ἐκείνων πού εἶχαν χτίσει τίς Ἐκκλησίες κι᾿ εἶχαν μεριμνήσει γι᾿ αὐτές, ἦταν ἀνίσχυρο ἐπιχείρημα γιά νά ἔχουν κι᾿ ἀπό ἐδῶ καί πέρα τή δυνατότητα νά χρησιμοποιοῦν αὐτές τίς Ἐκκλησίες. Οἱ περιφερειακές ἐπιτροπές πού εἶχαν συσταθεῖ γι᾿ αὐτό τόν σκοπό, ὅριζαν τόν ἰδιοκτήτη (κύριο) τῆς Ἐκκλησίας ἀνάλογα μέ τό ποιός ἦταν ἰσχυρότερος ἤ τό ποιός τήν ἐποχή ἐκείνη εἶχε τή μεγαλύτερη ἐπιρροή στό χωριό. Οἱ Ὀρθόδοξοι συχνά μειοψηφοῦσαν κι᾿ ἦταν πολύ δύσκολη ἡ ἐπίτευξη συμφωνίας γιά κοινή χρήση τοῦ ναοῦ.
Γιά τήν ἔλλειψη ἀντικειμενικότητας στούς ὑπαλλήλους–στελέχη τῶν Κρατικῶν ὀργάνων μαρτυρεῖ ἡ ἀπόφαση τῆς περιφερειακῆς ἐπιτροπῆς τῆς πόλης Βράνοβ, ἡ ὁποία στήν ἀπό 6ης Νοεμβρίου 1968 ἐπιστολή της ἐξέφρασε διαφωνία γιά τήν ἀποκατάσταση τοῦ Ὀρθόδοξου ἱερέα στήν περιοχή. Σέ περίπτωση πού, παρά ταῦτα, οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί παραμείνουν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, «θά τούς προτείνει τή δυνατότητα Θρησκευτικῆς ζωῆς σ᾿ ἄλλες ἐνορίες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πού βρίσκονται σ᾿ ἄλλες περιοχές»[viii].
Κατ᾿ αὐτό τόν τρόπο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στερήθηκε τή δυνατότητα νά τελεῖ τίς Ἱερές της ἀκολουθίες σέ περισσότερες ἀπό τίς μισές Ἐκκλησιαστικές της Κοινότητες. Τό χειρότερο ἀπ᾿ ὅλα ἦταν τό γεγονός ὅτι τά Κρατικά ὄργανα δέν ἐπέτρεπαν τήν τέλεση Ὀρθοδόξων Ἱερῶν ἀκολουθιῶν σ᾿ ἄλλα ὑποστατικά ἐκτός ἀπό τίς Ἐκκλησίες, ἀλλά καί γιά τήν οἰκοδόμηση νέων Ἐκκλησιῶν δέν ἐκδίδονταν ἀποφάσεις.
5. Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗ ΣΛΟΒΑΚΙΑ.
Γιά Θεολογική Σχολή γιά τήν ἐκπαίδευση Θεολόγων καί τήν προετοιμασία Πνευματικῶν ποιμένων στά ἐδάφη τῆς Σλοβακίας οἱ γενεές τῶν ἱερέων μέ ἐπικεφαλῆς τόν Ἐπίσκοπο Γκόραζντ καί τούς Ἐπισκόπους τοῦ Μουκάτσιεβο–Πρέσοβ τῆς περιόδου τοῦ μεσοπολέμου μποροῦσαν μόνο νά ὀνειρευτοῦν. Οἱ Σλοβάκοι Θεολόγοι σπούδαζαν στίς Θεολογικές Σχολές τῆς Γιουγκοσλαβίας (τίς Ἱερατικές Σχολές στό Σρέμσκυ Κάρλοβατς, τό Μοναστήριο, τό Σαράγιεβο καί τή Θεολογική Σχολή Βελιγραδίου) ἤ στή Ρουμανία. Οἱ Ρωσικές Ὀρθόδοξες Σχολές ἦταν κλειστές τήν ἐποχή ἐκείνη, ἐνῶ ἡ δράση τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἦταν περιορισμένη. Οἱ Θεολογικές σπουδές στό Θεολογικό Ἰνστιτοῦτο στό Παρίσι ἦταν ἀδύνατες ἀπό τήν ἄποψη τῆς πληρωμῆς τῶν διδάκτρων. Ἡ προετοιμασία τοῦ κλήρου γινόταν ἐπίσης ὑπό τή μορφή σειρῶν μαθημάτων, κατά κύριο λόγο μετά τήν κατάληψη τῆς Τσεχίας ἀπό τούς Γερμανούς καί τήν ἀπώλεια ἐπαφῶν μέ τή Γιουγκοσλαβία.
Μετά τό τέλος τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στή διαδικασία διοργανώσεως τῆς Ὀρθόδοξης ζωῆς στή Σλοβακία ἐπιτεύχθηκε ἡ δημιουργία μέσης Θεολογικῆς Σχολῆς. Μετά τίς σειρές μαθημάτων ποιμαντικῆς Θεολογίας στή δεκαετία τοῦ ᾿50 στό Ὀλομόουτς καί μεταγενέστερα στίς ἀρχές τῆς Κατοχῆς στό Ρζίμιτσε οὐ Λητόβλε καί μετά τόν πόλεμο στό Ὀλομόουτς γεννήθηκε Θεολογικό Σεμινάριο. Τό Σεμινάριο, τό 1948/1949 βρισκόταν στό Κάρλοβυ Βάρυ καί τό 1949/1950 στήν Πράγα. Στό Σεμινάριο σπούδασαν καί φοιτητές ἀπό τή Σλοβακία.
Τό 1949/1950 πραγματοποιήθηκε μία ἀναδιοργάνωση τῶν Νομικῶν σχέσεων μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν καί τοῦ Κράτους. Ἡ ἀναδιοργάνωση ἀφοροῦσε καί τίς Θεολογικές Σχολές. Οἱ νέοι Ἐκκλησιαστικοί νόμοι, πού ἔπρεπε νά ἐξασφαλίσουν πλήρη ὑποστήριξη τοῦ Κράτους πρός τίς Ἐκκλησίες καί τίς Θρησκευτικές Κοινότητες στίς ἀπαιτήσεις τους, περιλαμβανόμενης καί τῆς ἐκπαίδευσης ἐργατῶν τῆς Ἐκκλησίας, κατέστησαν ἕνα πραγματικό μέσο γιά τήν ἄσκηση αὐστηροῦ Κρατικοῦ ἐλέγχου στήν Ἐκκλησιαστική ζωή. Μέσῳ τῶν Κρατικῶν ὑπαλλήλων –τῶν γραμματέων διά θέματα Ἐκκλησιαστικά– ἀρχίζει ἡ βαθμιαία καθοδήγηση τῆς κοινωνίας πρός τήν ἀθεΐα, πού ἀποσύνθετε τήν Ἐκκλησιαστική ζωή καί περιόριζε τήν ἐλεύθερη ἐκδήλωση τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτές οἱ προθέσεις πραγματοποιοῦνταν βαθμιαία στή συνέχεια καί σέ διάφορο βαθμό ἔντασης. Οἱ νόμοι περί Ἐκκλησιῶν ἔπρεπε νά τηροῦνται, ἐνῶ ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας στά πλαίσια αὐτῶν τῶν νόμων ἔπρεπε νά πορεύεται σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο.
Ἡ δράση τῶν μόλις ἱδρυθέντων Σεμιναρίων τοῦ Κάρλοβυ Βάρυ καί τῆς Πράγας ἀνεστάλη ταυτόχρονα κατά τό πρῶτο στάδιο τῆς ἀνάπτυξής τους. Ὅμως, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί χάρη στή νέα κατάσταση πραγμάτων ἀντί τοῦ Σεμιναρίου κατά τό νόημα τοῦ νόμου ἐπετράπη στήν Ἐκκλησία νά ἱδρύσει Ὀρθόδοξη Θεολογική Σχολή στήν Πράγα. Ἀμέσως ὕστερα ἀπ᾿ αὐτό ἡ Σχολή βασικά μεταφέρθηκε στό Πρέσοβ, στήν Ἀνατολική Σλοβακία. Ἡ Σχολή ἐγκαταστάθηκε στό κτίριο τῆς πρώην Οὐνιτικῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς (Ἀκαδημίας).
Τήν ἐποχή ἐκείνη, στήν περιφέρεια τοῦ Πρέσοβ ἦταν αἰσθητή ἡ μεγάλη ἔλλειψη πνευματικῶν ἐργατῶν. Τό πρόβλημα αὐτό ἔγινε προσπάθεια νά ἐπιλυθεῖ τήν προπολεμική ἀκόμη περίοδο. Στή δεκαετία τοῦ ᾿30 ἡ ἀδελφότητα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Λαντομηρόβα ὀργάνωνε σειρές μαθημάτων ποιμαντικῆς γιά πνευματικούς ἐργάτες καί προετοιμάστηκε νά δημιουργήσει Ἱερατική Σχολή. Λόγῳ ὅμως τοῦ πολέμου καί τῆς οἰκονομικῆς ἀνεπάρκειας δέν ἐπιτεύχθηκε ἡ πραγματοποίηση τῶν σχετικῶν σχεδίων. Γι᾿ αὐτό καί μετά τόν πόλεμο, ἐκτός ἀπό τή συνήθη ἐκπαίδευση γιά τήν ἀπόκτηση πτυχίου, γίνονταν σύντομες σειρές μαθημάτων ποιμαντικῆς, πού, στ᾿ ἀλήθεια, δέν δικαιολογοῦσαν τήν ὀνομασία τους. Οἱ ἀπόφοιτοι αὐτῶν τῶν σειρῶν μαθημάτων σέ πολλές περιπτώσεις συνέχιζαν τίς σπουδές τους στή Σχολή μέ ἀλληλογραφία. Οἱ σπουδές στήν Ὀρθόδοξη Θεολογική Σχολή στό Πρέσοβ ἄρχισαν τό 1950. Πρῶτος Κοσμήτορας τῆς Σχολῆς ἦταν ὁ Θεολόγος τῆς Ρουμανικῆς Σχολῆς Καθηγητής πρωθ. δρ. Ἰωσήφ Γκράντηλ, μετά τόν ὁποῖο τή θέση Κοσμήτορα κατεῖχε ὁ Καθηγητής δρ. Ἰωσήφ Κκούλγκαϊμ. Στήν παραπέρα ἱστορία τῆς Σχολῆς Κοσμήτορες διετέλεσαν οἱ: Καθηγητής Πρωτ. δρ. Πέτερ Κερνάσιεβιτς, ὁ Πρωθ. δρ. Ἀντρέϊ Μιγαλιώβ, ὁ Καθηγητής Πρωθ. δρ. Στέφαν Προυζίνσκυ, ὁ Καθηγητής Πρωθ. δρ. Μίλαν Γκέρκα καί ὁ Καθηγητής Πρωθ. δρ. Πέτερ Κορμανίκ. Μερικοί Καθηγητές ἦταν πρώην Οὐνίτες (ἀναπλ. Κοσμήτορας γιά ὁρισμένο χρονικό διάστημα ἦταν καί ὁ Καθηγητής τῆς πρώην Οὐνιτικῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς δρ. Ἰωσήφ Κιζάκ), ἐνῶ μερικοί προέρχονταν ἀπό τούς Ὀρθοδόξους. Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογική Σχολή, μετά τήν ἀρχική περίοδο τῶν ἀμφιβολιῶν καί ἀναζητήσεων μιᾶς ὀργανωμένης δομῆς καί ποιοτικῆς Θεολογικῆς καταρτήσεως τῶν Καθηγητῶν, ἄρχισε πρός τό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿60 νά ἀποκτᾶ τήν ἀληθινή της ἔκφραση.
Ἡ Σχολή ὑποτάχθηκε στά Κρατικά ὄργανα, πού πάντα ἀναμιγνύονταν στή ζωή της, πρᾶγμα πού ἀποτελοῦσε τροχοπέδη στή συστηματική ἀνάπτυξη τοῦ Θεολογικοῦ ἔργου τῆς Σχολῆς στά σχεδόν σαράντα χρόνια τῆς ὕπαρξής της. Παρά ταῦτα, ὅμως, ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογική Σχολή προσπαθοῦσε νά ἐκπληρώνει τήν ἀποστολή της ἐπάξια καί νά ἀναπτύσσει τήν Ὀρθόδοξη Θεολογική ἐπιστήμη μέσα στό πνεῦμα τῶν Πατερικῶν Παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς κληρονομίας τῶν Κυρίλλου καί Μεθοδίου. Ἡ δράση της δέν περιοριζόταν μόνο στό κτίριο τῆς Σχολῆς. Τά στελέχη τῆς Σχολῆς –μέ ἔκτακτες διαλέξεις καί βραδινές σειρές μαθημάτων– διέπλαθαν τόν κλήρο ὅλων τῶν Μητροπόλεων καί ἐνημέρωναν τούς πιστούς μέ πληροφορίες γιά τή σύγχρονη Ὀρθόδοξη Θεολογία καί γιά τήν πρόοδο τῶν Θεολογικῶν διαλόγων κ.ο.κ. Στό Πρέσοβ τώρα βρίσκεται ἡ Κρατική Ὀρθόδοξη Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Πρέσοβ.[ix]
Ἐκεῖ 325 φοιτητές σπουδάζουν τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία. Μερικοί ἀπ᾿ αὐτούς εἶναι μέλλοντες ἱερεῖς, ἐνῶ μερικοί ἄλλοι θά διδάσκουν Θρησκευτικά στά Σχολεῖα.
6. Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟ 1990 ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ.
Τό 1990, μετά τήν πτώση τοῦ Σοσιαλιστικοῦ καθεστῶτος ἀρχίζουν διαμάχες μεταξύ τῶν Οὐνιτῶν καί τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πού ἀφοροῦν τήν ἰδιοκτησία καί τό μοίρασμα τῶν ἐναπομεινασῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ Προεδρία τοῦ Ἐθνικοῦ Συμβουλίου τῆς Σλοβακίας, στίς 29 Μαΐου 1990 ἐξέδωσε τήν ὑπ. ἀρ. 211/90 ἐντολή, σύμφωνα μέ τό νόημα τῆς ὁποίας ὅλη ἡ περιουσία, πού μέχρι τήν 28η Ἀπριλίου 1950 ἀνῆκε στούς Οὐνίτες καί τώρα ἀποτελοῦσε περιουσία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πρέπει νά καταστεῖ ἐκ νέου περιουσία τῶν Οὐνιτῶν. Ἔτσι, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχασε γύρω στό 80% τῆς ἀκίνητης περιουσίας της καί, παρά τό ὅτι εἶχε τούς πιστούς της, ἔμεινε χωρίς Ἐκκλησίες καί ἄλλα Ἐκκλησιαστικά ὑποστατικά. Ἡ διαδικασία τῆς διανομῆς τῶν ναῶν δέν ἔγινε δίχως προβλήματα καί συγκρούσεις. Οἱ πιστοί καταλάβαιναν τήν κυβερνητική ἀπόφαση μέ τόν δικό τους τρόπο. Οἱ πιστοί, πού δέν ἤθελαν νά ἐπιστρέψουν στήν Οὐνία καί ἀποφάσισαν νά παραμείνουν Ὀρθόδοξοι, αἰσθάνονταν τόν ἑαυτό τους ὅτι ἦταν ἰσότιμοι κληρονόμοι τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας. Γι᾿ αὐτό οἱ Ὀρθόδοξοι πρότειναν ἡ μοιρασιά τῶν περιουσιῶν νά γίνει μέ βάση τήν κατάσταση τοῦ 1990. Ὁ νόμος 211/90 ὅλα τά προβλήματα τά ἔλυνε στή βάση τῆς κατάστασης τοῦ 1950.
Στίς δύσκολες συζητήσεις πού ἔγιναν βρέθηκε διέξοδος ἀπ᾿ αὐτή τήν κατάσταση πραγμάτων. Γιά κάθε Ἐκκλησία πού ἐπεστράφη στούς Οὐνίτες τό κράτος κατέβαλλε στούς Ὀρθοδόξους 1.200.000 κορῶνες ἐνῶ γιά κάθε κατοικία ἱερέα (κατέβαλλε) 500.000 κορῶνες. Σήμερα μπορεῖ νά πεῖ κανείς μέ βεβαιότητα, ὅτι ἡ ἀπόφαση αὐτή ὁδηγεῖ καί τίς δύο πλευρές σέ γενική ἱκανοποίηση.
Μετά τή διαίρεση τῆς Τσεχοσλοβακίας σέ δύο κράτη, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παρέμεινε μία καί ἑνιαία, ἀλλά μέ δύο κέντρα[x], ἕνα Μητροπολιτικό Συμβούλιο[xi] στήν Πράγα κι ἕνα στό Πρέσοβ. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στή Σλοβακία ἔχει περίπου 100.000 πιστούς καί στήν Τσεχία περίπου 30.000. Στή Σλοβακία ὑπάρχουν δύο Μητροπόλεις, στό Πρέσοβ μέ 69 ἐνορίες, 121 κλάδους καί 72 ἱερεῖς καί στό Μιχάλοβτσε μέ 21 ἐνορίες, 14 κλάδους καί 24 ἱερεῖς. Στή Σλοβακία ὑπάρχει ἕνα Μοναστήρι.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τώρα κτίζει σιγά–σιγά νέους ναούς τόσο στά χωριά, ὅπου χάθηκαν τέτοιοι χῶροι, ὅσο καί στά νέα ἐκεῖνα Ὀρθόδοξα χωριά, πού γεννήθηκαν μέ τή μετοίκηση κατοίκων. Παρά τά ποικίλα προβλήματα, ἡ Ἐκκλησία ἀρχίζει νά διαμορφώνει ἕνα νέο κοινωνικό– φιλανθρωπικό σύστημα, ὅπως καί ἕνα σύστημα τῶν Ἐκκλησιαστικῶν της Σχολῶν. Τήν ἐποχή τοῦ ἄθεου Κομμουνισμοῦ δέν ὑπῆρχε ἡ δυνατότητα ἀνάπτυξης δράσης στό φιλανθρωπικό–κοινωνικό πεδίο. Δέν μποροῦσε ἀκόμη ἡ Ἐκκλησία νά ἀναπτύσσει δράση στό σύστημα τῆς ἐκπαίδευσης. Ἡ κατάσταση ἄλλαξε μόνο μετά τό 1989, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἄρχισε νά ἀναπτύσσει ἐλεύθερα τή δράση της στούς ἐν λόγῳ τομεῖς.
Τό πρῶτο θετικό προμήνυμα ἦταν ἡ εἰσδοχή τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν στή δομή τοῦ Πανεπιστημίου. Ἐκτός ἀπό τούς μέλλοντες ἱερεῖς ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογική Σχολή ἄρχισε νά προετοιμάζει δασκάλους τῶν Θρησκευτικῶν καί τῆς Ἠθικῆς, πού θά μποροῦν νά διδάσκουν Θρησκευτικά στά Σχολεῖα εἴτε νά ἐργάζονται στόν τομέα τῶν κοινωνικῶν φιλανθρωπικῶν ὑπηρεσιῶν. Οἱ σπουδές σέ θέματα Θρησκείας ἐξασφαλίζονται διά νόμου.
Οἱ προσπάθειες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας νά διοργανώσει ἕνα σύστημα κοινωνικῶν–φιλανθρωπικῶν ὑπηρεσιῶν στέφθηκαν ἀπό ἁπτές ἐπιτυχίες. Σήμερα, στό Ὀρφανοτροφεῖο ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Νικολάου βρῆκαν καταφύγιο 84 ὀρφανά καί 8 ἀνήλικες μητέρες μέ παιδιά. Ἡ Ἐκκλησία ἐπίσης παρέχει τήν προστασία της στόν Ἐκκλησιαστικό παιδικό κῆπο στό Μεντζιλάμπορτσε, στό Ἐκκλησιαστικό Σχολεῖο ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Ραστισλάβ στό Σβετλήτσε καί στή μέση εἰδική Σχολή τῆς Ἐκκλησίας ἐπ᾿ ὀνόματι τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καί Μεθοδίου στό Μιχάλοβτσε.
Τό σύστημα κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν ἡ Ἐκκλησία τό διαμορφώνει ὑπό τήν ἐπωνομασία «Φιλανθρωπία». Στά πλαίσια τῶν κοινωνικῶν της ὑπηρεσιῶν βοηθάει ἀστέγους στό Πρέσοβ καί σέ ἄλλες πόλεις, στίς ὁποῖες ἀναπτύσσει δράση ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά κατοίκους μέ κοινωνικά ἀσθενεῖς διασφαλίσεις τῶν ἀναγκῶν τους, στό Σβίντνικ κτίστηκε μία κοινόχρηστη αἴθουσα Ἑστιατορίου. Γιά τήν πραγμάτωση τοῦ σχεδίου αὐτοῦ ἡ Ἐκκλησία συνεργάζεται καί μέ ἄλλα Κρατικά κοινωνικά ἱδρύματα τῆς περιοχῆς.
Ἡ Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ νά ἀναπτύσσει αὐτή τή δράση καί στό μέλλον. Ἔτσι συμμετέχει στό κοινωνικό–φιλανθρωπικό ἔργο καί στά Κρατικά Ὀρφανοτροφεῖα καί τούς οἴκους εὐγηρίας. Ἀναπτύσσει ἀναμορφωτική– παιδαγωγική δράση στά Σχολεῖα, τόν Στρατό καί τίς φυλακές. Ἔτσι, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μαζί μέ τίς ὑπόλοιπες Ἐκκλησίες ἐπιθυμεῖ νά ἀποτελέσει μέρος τῆς διαδικασίας πνευματικῆς ἀναγέννησης τῆς κοινωνίας μας, ἡ ὁποία ἀκριβῶς τώρα ἔχει ἀνάγκη πρίν ἀπ᾿ ὅλα ἀγάπης καί κατανόησης. Τό Κομμουνιστικό καθεστώς παραμόρφωνε τήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα καί τίς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν ἄνθρωπο. Οἱ ἄνθρωποι διαμόρφωναν μιά ἄλλη κοσμοθεωρία κι᾿ ἕνα ἄλλο σύστημα ἀξιῶν ἀπό ἐκεῖνο πού προτείνει ὁ Χριστιανισμός. Σήμερα ὅλα αὐτά πρέπει νά μποῦν σέ τάξη. Γι᾿ αὐτό ἀκόμα καί τώρα, 12 χρόνια μετά τήν πτώση τοῦ Κομμουνισμοῦ, οἱ Χριστιανοί δέν αἰσθάνονται ἄνετα μέσα στήν κοινωνία (δέν ἔχουν μία εὔκολη θέση μέσα στήν κοινωνία). Ἄν μέσα στόν Κρατικό μηχανισμό βρίσκονται ἄνθρωποι μέ ἀθεϊστικό προσανατολισμό, οἱ Χριστιανοί πολύ δύσκολα βρίσκουν ἀπ᾿ αὐτούς κατανόηση. Αὐτό γίνεται αἰσθητό κυρίως στόν τομέα ἀνάπτυξης κοινωνικῶν καί φιλανθρωπικῶν ὑπηρεσιῶν.
Παρ᾿ ὅλα αὐτά τά προβλήματα, οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί στή Σλοβακία ἀποτελοῦν ἐνεργό μέρος τῆς πορείας ἀναγέννησης τῆς κοινωνίας. Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἔχουν ἀρχίσει μία νέα ζωή. Νέες Ἐκκλησίες κτίζονται, ὄχι μόνο ἐκεῖ ὅπου χάθηκαν (Ἐκκλησιές) ἀλλά καί ἐκεῖ ὅπου τήν ἐποχή τοῦ Κομμουνισμοῦ ἦταν ἀδύνατο τό κτίσιμό τους. Πρίν ἀπό πέντε χρόνια ἄρχισε ἡ διδασκαλία τῶν Θρησκευτικῶν στά Σχολεῖα καί προσπαθοῦμε νά ἐκδώσουμε ἐγχειρίδια γι᾿ αὐτό γιά ὅλες τίς τάξεις. Αὐτό εἶναι δύσκολο ἔργο, γιατί προηγουμένως δέν ὑπῆρχαν τέτοια ἐγχειρίδια. Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογική Σχολή ἐκδίδει βιβλία πνευματικοῦ περιεχομένου. Διοργανώνονται συναντήσεις (συνάξεις) πνευματικοῦ χαρακτήρα. Ἐνεργῶς ἐργάζεται καί ἡ Ὀρθόδοξη νεολαία «Σύνδεσμος», πού διοργανώνει κατασκηνώσεις γιά παιδιά.
Ὁ Καλός Θεός θυμᾶται τούς πιστούς Του Χριστιανούς καί ἔρχεται καί τούς παρέχει τή βοήθειά Του στίς δυσχερεῖς καταστάσεις. Ἄς πιστεύουμε στή βοήθειά Του, γιατί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει πρόταση γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, ἔχει αὐτό πού χρειάζεται γιά νά τόν πλουτίσει, γιατί ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία, ἐνισχυμένη ἀπό πνευματικότητα, μπορεῖ νά μεταβάλει τόν ἄνθρωπο πρός τό ἄριστο.
Σημειώσεις
[i] Λεπτομερῶς βλ. Jubilejní sbornik k 1100. výročí smrti sv. Metoděje, arcibiskupa Velké Moravy, Praha 1985.
[ii] Βλ. TKÁČ, P., Ako veľký cisár Konštantín, «Odkaz sv. Cyrila a Metoda», 5, Prešov 1994, σελ. 131.
[iii] Βλ. ΖΟΖΟΥΛΑΚ, Ι., Ρουθῆνοι, μία ἄγνωστη καί καταπιεσμένη μειονότητα, «Χριστιανική», 14 Ἰανουαρίου, 1993, σελ. 2–3.
[iv] Βλ. ΠΟΥΛΕΤΣ, Χ., Ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Τσεχοσλοβακίας κατά τό ΙΘ’ καί Κ’ αἰῶνα, Ἀθῆναι 1986, σελ. 38–39.
[v] Griechisch nicht unirte Kirche. Pozri Pravoslávna cirkev na Slovensku – Dejinný prehľad, Mimoriadná príloha časopisu Odkaz sv. Cyrila a Metoda 1996, σελ. 12.
[vi] Βλ. ΖΟΖΟΥΛΑΚ, Ι., Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στή Σλοβακία, «Ὀρθόδοξη Μαρτυρία», ἀρ. 46, Λευκωσία 1995, σελ. 73.
ALEŠ, P., Pravoslávna cirkev u nás – Prehľad dejinnej cesty, Prešov 1998, σελ. 26–27.
Τό 1994 στήν Ἀμερική τόν ἀνακήρυξαν Ἅγιο.
Τήν ἀπελευθέρωση τῶν καταδικασμένων ζήτησε γιά παράδειγμα ἡ Γαλλική ἐφημερίδα «L’ Echo de Paris» καί ἡ «Figaro» ἡ Ἰταλική «La Tribuna», ἡ Γερμανική «Kolnische Zeitung», ἡ Ρωσική «Slavianskie Izvestia», ἡ Τσέχικη «ČAS» καί ἄλλες. Τήν λεπτομερῆ μελέτη γιά τό Δικαστήριο ἔγραψε ὁ K. M. BESKID, ἡ ὁποία τυπώθηκε στό Χούστ τό 1926 μέ τόν τίτλο «Marmarošský proces». Πρβλ. ΠΟΥΛΕΤΣ, Χ., μνημ. ἔργο, σελ. 66.
Βλ. Pravoslávna cirkev na Slovensku – Dejinný prehľad, Mimoriadná príloha časopisu Odkaz sv. Cyrila a Metoda 1996, σελ. 12.
[vii] Μετά τήν κατάργηση τῆς Οὐνίας στίς 28 Ἀπριλίου 1950 στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπέστρεψαν 259 Οὐνιτικές ἐνορίες μέ 1.027 ἄλλα χωριά, 238 ἱερεῖς καί 277.467 πιστοί. Γιά πρακτικούς λόγους δημιουργήθηκε μία καινούργια Μητρόπολη στήν περιοχή τοῦ Ζέμπλιν, ἡ Μητρόπολη τοῦ Μιχαλόβτσε ἡ ὁποία εἶχε 90 ἐνορίες μέ 362 ἄλλα χωριά καί 103.917 πιστούς Βλ. ΠΟΥΛΕΤΣ, Χ., μνημ. ἔργο, σελ. 130.
[viii] Pravoslávna cirkev na Slovensku – Dejinný prehľad, Mimoriadná príloha časopisu Odkaz sv. Cyrila a Metoda 1996, σελ. 15.
[ix] Λεπτομερῶς βλ. Pravoslávna bohoslovecká fakulta Prešovskej univerzity v Prešove, Jubilejný zborník k 50. výročiu jej založenia (1950 – 2000), Prešov 2000.
[x] Βλ. ΖΟΖΟΥΛΑΚ, Ι., Ὁ Γολγοθᾶς καί ἡ Ἀνάσταση τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Σλοβακίας, «Ὀρθόδοξη Μαρτυρία», ἀρ. 56, Λευκωσία 1998, σελ. 73.
[xi] administrative centres.
The Metropolitan Council.