Ο Διονύσιος Σολωμός λάτρης της γλώσσας και παραδόσεως του λαού του

Βαρβάρας
Καλογεροπούλου – Μεταλληνοῦ
δρ. Θεολογίας – πτυχ. Φιλολογίας

Ὁ Διονύσιος Σολωμός ἀπό πολύ νεαρή ἡλικία πίστεψε ὅτι οἱ ποικίλες ἐκφάνσεις τῆς παραδόσεως τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἔχουν ἀξία καί ὅτι πάνω σ᾿ αὐτές ὀφείλει νά στηριχθῆ ἡ παιδεία καί πνευματική καλλιέργεια τοῦ Γένους του. Ἡ λαϊκή δημιουργία καί κυρίως στήν ἔκφρασή της ὡς δημοτικό τραγούδι, σμίγουν στήν ψυχή τοῦ Σολωμοῦ μέ τήν συναισθηματική του ζωή, τήν θρησκευτική του παράδοση καί τήν μητρική του γλῶσσα καί προσφέρουν τό πλῆθος τῶν ὑπέροχων στίχων, οἱ ὁποῖοι κυρίως δίνουν φωνή σέ ὅ,τι ἀνώτερο καί ὑψηλό λάτρεψαν καί ὑπηρέτησαν οἱ πολυάριθμοι ἀγωνιστές τῆς φυλῆς του.

Λάτρης τοῦ Λαοῦ του, ὁ Σολωμός ἀγάπησε μέ πάθος κάθε δημιούργημά του καί μέ τήν δική του ἰδιοφυΐα τό μετουσίωσε σέ τέχνη ὑψηλή καί ὅραμα ζωῆς. Ὁ ἐθνικός μας ποιητής, ἄν καί τήν πιό τρυφερή καί εὐαίσθητη ἡλικία του τήν ἔζησε μακριά ἀπό τήν πατρίδα καί τήν οἰκογένειά του, ἐν τούτοις παραμέρισε τήν σαγήνη τοῦ ξένου καί τῶν φώτων τῆς Δύσεως γιά νά γυρίση στήν σκλαβωμένη πατρίδα. Γύρισε μάλιστα ἔχοντας ἔντονα ἀνεπτυγμένο τό αἴσθημα τῆς ἀγάπης πρός κάθε τί τό γνήσια ἑλληνικό, πρό πάντων πρός τήν Γλῶσσα, τήν Παράδοση καί τήν Ἐλευθερία.

Ἡ λαϊκή καταγωγή τῆς μητέρας του, τόν δένει συναισθηματικά μέ ὁλόκληρο τόν κόσμο τῆς λαϊκῆς δημιουργίας, τά δέ νανουρίσματα καί τραγούδια τῆς γυναίκας ἐκείνης τοῦ Λαοῦ, κατεργάζονται τό γνήσιο λαϊκό αἰσθητήριό του, ἀλλά καί τόν πλούσιο συναισθηματισμό του. Γι᾿ αὐτό ἀμέσως μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν Ἰταλία (1818), ὁ εἰκοσάχρονος δυτικοσπουδασμένος ἀριστοκράτης ἐγκαταλείπει τούς ἰταλικούς στίχους καί ἀρχίζει τίς ποιητικές δοκιμές του στά ἑλληνικά. Ὁ Ἑλληνισμός τόν συνέχει καί ἡ βαθειά γνωριμία τοῦ μεγαλείου καί τῆς δυναμικῆς του, θά ἀποτελέση τήν βασική καί ἑνωτική πορεία τῆς ζωῆς του. Μέ τό τάλαντο μάλιστα πού διέθετε –στήν ποίηση– θά προσπαθῆ ἀδιάκοπα νά παρουσιάζη τίς ἀρετές τῆς φυλῆς του, ἀλλά πρό πάντων τό μαχόμενο πνεῦμα τοῦ Λαοῦ.

Ὁ Σολωμός ἀμέσως μετά τήν ἐγκατάστασή του στήν γενέτειρά του Ζάκυνθο, θά καταπιαστῆ μέ τήν μελέτη τῶν ζωντανῶν γλωσσικῶν στοιχείων τοῦ τόπου του. Ὅλη τήν φροντίδα του κατ᾿ ἀρχάς τήν ἔχει στραμμένη στήν διαμόρφωση τῆς νέας ἑλληνικῆς γλώσσας. Μαζεύει λέξεις καί ἐκφράσεις λαϊκές καί ἀκούει μέ ἀγαλλίαση τούς στίχους ἑνός τυφλοῦ λαϊκοῦ λυράρη, τοῦ Νικολάου Κοκονδρῆ. Τήν ἄκρα ἁπλότητα μόνο ἡ ἀληθινή σοφία μπορεῖ νά τήν πλησιάση! Καί ὁ Σολωμός πού εἶχε ζυμωθῆ μέ τόν Δάντη καί τούς ἄλλους Εὐρωπαίους κλασσικούς, πλησιάζει μέ ἐνθουσιασμό τόν λαϊκό λυράρη, ὁ ὁποῖος μέ τήν σειρά του θά τοῦ δείξη τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στίς πλούσιες καί καθάριες πηγές τῆς λαϊκῆς παραδόσεως. Ὁ ἐθνικός μας ποιητής πλέον ἔχει ἀγαπήσει τήν ζωντανή ἑλληνική γλῶσσα τῆς ἐποχῆς του καί ἔχει συνειδητοποιήσει ὅτι παρουσιάζει τό μεγάλο πλεονέκτημα νά ἔχη ἀποθησαυρίσει ὁλόκληρο τόν τρισχιλιετῆ πλοῦτο μιᾶς ἀπό τίς βασικώτερες γλῶσσες τοῦ κόσμου.

Ἡ πίστη τοῦ Σολωμοῦ στήν ἀξία τῆς γλώσσας τοῦ Λαοῦ μένει σταθερή, γι᾿  αὐτό καί ἀργότερα γιά πολλά χρόνια, θά ἐξακολουθήση τήν συγκέντρωση καί καταγραφή της. Οἱ λόγιοι φίλοι του Regaldi καί Tommaseo μᾶς πληροφοροῦν ὅτι μέρα καί νύχτα δέν ἄφηνε τίς χειρόγραφες συλλογές δημοτικῶν τραγουδιῶν καί φράσεων πού εἶχε κάμει μέ τά ἴδια του τά χέρια κι ὅταν πήγαινε περίπατο, σταματοῦσε πολλές φορές ἀνθρώπους τοῦ Λαοῦ (τῆς Κέρκυρας) γιά νά ἀκούση πού μιλοῦσαν καί νά σημειώση λόγια καί φράσεις στήν γλῶσσα τοῦ Λαοῦ (Κ. Καιροφύλλα, Ἡ ζωή καί τό ἔργο τοῦ
Σολωμοῦ, σ. 584).

Εἶναι ἀξιοθαύμαστο, πώς ὁ Σολωμός ἀρχίζοντας μάλιστα ἀπό τόσο νεαρή ἡλικία, διαισθάνθηκε τήν μεγάλη σημασία τῆς ζωντανῆς γλώσσας –καί γενικά τῆς λαϊκῆς παραδόσεως– καί τήν ὑπερασπίστηκε, σέ ἐποχή μάλιστα πού στόν τόπο του ἀκούγονταν ἔπαινοι μόνο γιά τήν ἀρχαία Ἑλλάδα καί ἀπό τούς γραμματισμένους Ἕλληνες καί ἀπό τούς περισσοτέρους Φιλέλληνες, ἐκτός μεμονωμένων περιπτώσεων, ὅπως τοῦ Fauriel (1824) καί ἀργότερα τοῦ N. Tommaseo (1842). Προσωπική μας ἔρευνα στά ἀρχεῖα τῆς Βιβλιοθήκης τῶν Τυπάλδων – Ἰακωβάτων ἀποκάλυψε ὅτι ἡ μητέρα καί τά ἀδέλφια τοῦ Γεωργίου Ἰακωβάτου στό Ληξούρι τῆς Κεφαλλονιᾶς, συγκέντρωσαν κατ᾿ ἀρχάς γιά τόν Σολωμό περισσότερες ἀπό 800 ρίμες – δίστιχα καί 83 δημοτικά τραγούδια. Ἡ χαρά καί ἱκανοποίηση τοῦ Σολωμοῦ ἀποκαλύπτεται σέ ἐπιστολή τοῦ Γεωργίου πρός τόν ἀδελφό του Νικόλαο, γραμμένη στίς 30.11.1831 καί στήν ὁποία σημειώνεται: Ἔδειξα τά τραγούδια τοῦ Κόντε καί τόν ἐλουλάνανε μάλιστα στό «Μιά κοπελούλα μ᾿ ἔκαμε…», ἐξεράθηκε ἀπό τά γέλια… Ἡ ἱκανοποίηση δέ τοῦ Σολωμοῦ ἀπό τό ληξουριώτικο λαϊκό ποιητικό ὑλικό διαπιστώνεται καί ἀπό τό γεγονός, ὅτι ὅταν ὁ Tommaseo τοῦ ζήτησε δημοτικά τραγούδια, ὁ Σολωμός τοῦ ἔστειλε αὐτό τό ὑλικό, τό ὁποῖο καί συμπεριέλαβε στόν τρίτο τόμο τῶν Cantipopolarigraeci (βλ. Βαρβάρα Καλογεροπούλου – Μεταλληνοῦ, Ληξουριώτικα χειρόγραφα ἄγνωστη πηγή τοῦ Δ. Σολωμοῦ καί τοῦ Ν. Tommaseo, ἐκδ. Δόμος, χ.τ.χ.).


Εἶναι διαπιστωμένο πλέον ὅτι ὁ Δ. Σολωμός συγκεντρώνει δημοτικά τραγούδια, τά μελετᾶ καί σχηματίζει τετράδια, τά ὁποῖα συνεχῶς ἐπεξεργάζεται καί ἀποστηθίζει. Γι᾿ αὐτό καί τά πρῶτα χρόνια τῆς παραμονῆς του στήν Κέρκυρα εἶναι γεμᾶτα ἀπό δημιουργικότητα καί χαρά. Ἐπεξεργάζεται τό δημοτικό τραγούδι ἐσωτερικά, καί ὡς πρός τήν γλῶσσα καί ὡς πρός τό περιεχόμενο καί τό ἀνασταίνει τελειώτερο μέσα στούς στίχους του πού ἐκφράζουν ὅ,τι ἡ καρδιά μέσα του ὑπαγορεύει, ὅπως σημειώνει ὁ ἴδιος. Ἔτσι ὅμως δέν μένει σέ μιά στείρα μίμηση τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ καί
τῆς λαϊκῆς γλώσσας, ἀλλά ρίχνοντας τίς ρίζες του πάνω σ᾿ αὐτά, τά ὑψώνει κατακόρυφα. Αὐτό ὁμολογεῖ καί στόν φίλο του Γ. Τερτσέτη: «Χαίρομαι νά παίρνωνται γιά ξεκίνημα τά δημοτικά τραγούδια, θἄθελα ὅμως, ὅποιος μεταχειρίζεται τήν κλέφτικη γλῶσσα νά τήν μεταχειρίζεται στήν οὐσία της καί ὄχι στήν μορφή της…».


Εἶναι ἀπό ὅλους παραδεκτό ὅτι ὁ Σολωμός ἀγωνίστηκε γιά τήν Γλῶσσα καί γιά τήν Ἐλευθερία. Τό ὁμολογεῖ ἄλλωστε καί ὁ ἴδιος: «Μήπως ἔχω ἄλλο στόν νοῦ μου πάρεξ ἐλευθερία καί γλῶσσα;». Ἑπομένως ἀπολύτως δίκαια, οἱ Ἕλληνες τόν χαρακτήρισαν ἐθνικό ποιητῆ καί μάλιστα ἀπό πολύ νωρίς (ἀμέσως μετά τήν ἔκδοση τοῦ Ὕμνου εἰς τήν Ἐλευθερίαν). Γιατί μέ τήν τέχνη του δονεῖ μία
χορδή κοινή σέ ὅλους μας, ὅτι δηλαδή εἴμαστε Ἕλληνες, καί ξυπνᾶ αὐθόρμητα κάτι ἀπό τήν κοινή παράδοσή μας, ἀπό τήν κοινή ἱστορική μας μνήμη. Εἶναι ἑπομένως ἐθνικός μας ποιητής ὄχι μόνο
γιατί ζωντάνεψε τήν γλῶσσα ἤ γιατί τραγούδησε τίς ἐπιτυχίες καί ἀποτυχίες τῆς φυλῆς μας, ἀλλά κυρίως γιατί ἔζησε βαθειά μέσα του ὅλες τίς ἐσωτερικές καί ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις τοῦ Λαοῦ του
καί μέ τήν τέχνη του νουθέτησε καί ποδηγέτησε τό Ἔθνος. Κι ἄν οἱ Ἀγωνιστές τοῦ 1821 θεμελίωσαν ἕνα ἐλεύθερο παρόν, ὁ ποιητής Διονύσιος Σολωμός ξυπνᾶ τήν Λευτεριά στίς κατοπινές γενιές καί ἀνασταίνει τίς περασμένες.