Ἡρακλῆς Ῥεράκης, Καθηγητὴς Θεολογίας τοῦ ΑΠΘ
Ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀτομικισμοῦ στὴν ἐποχή μας καὶ σὲ κάθε ἐποχή, δείχνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν αίσθάνεται τὴν φυσικὴ ἀνάγκη νὰ εἶναι ἑνωμένος μὲ τοὺς «ἄλλους», ἀποκαλύπτοντας ἔτσι τὴν ἄβυσσο καὶ τὴν ἀποξένωση ποὺ ἔχει φυτέψει μέσα του ἡ κακία καὶ ἡ ἐμπάθεια.
Οἱ φιλοσοφικὲς ἀρχὲς ποὺ νομιμοποίησε, γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὁ Διαφωτισμός, καὶ ἔχουν διαδοθεῖ, μέσῳ τῆς παιδείας, σὲ ὅλον τὸν κόσμο, ἀπὸ τὸν 18ο αἰώνα ἔως σήμερα, δὲν συμπεριέλαβαν, ὡς τρόπο ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, τὴν ἀγάπη στὸν συνάνθρωπο καὶ ὅλες τὶς συναφεῖς ἀρετὲς ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Ἡ οὐσία τοῦ συγκεκριμένου αὐτοῦ φιλοσοφικοῦ συστήματος, ποὺ ἐπιβίωσε ἐντὸς τῆς Ἱστορίας, εἴτε ὡς Μαρξισμὸς εἴτε ὡς Καπιταλισμὸς εἴτε, ἐσχάτως, ὡς νέα τάξη πραγμάτων, διατηρεῖ καὶ καλλιεργεῖ τὸν ἀτομικισμὸ ἐντὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, μὲ ἄλλα λόγια, διασώζει τὸ ἀπάνθρωπο καὶ μισάνθρωπο στοιχεῖο, ποὺ ἀρνήθηκε καὶ ἀντέκρουσε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, διὰ τῆς Θείας του Ἐνανθρωπήσεως.
Τὸ σύστημα αὐτό, δυστυχῶς, δὲν ἔδωσε φιλοσοφικὴ λύση στὴν κλειστότητα, τὴν σκληρότητα, τὴν ἀγριότητα, τὴν ἀδιαφορία, τὴν ἀποξένωση, ποὺ διακατέχουν τὸν ἔσω – ἄνθρωπο γιὰ τὸν συνάνθρωπο, δὲν πρόσφερε, δηλαδή, οὔτε πρότεινε κάτι, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀλλάξει τὸν κακὸ ψυχισμό του.
Μέσα στὴν Ἱστορία, ὅμως, ἔχει ἐκφραστεῖ, διαχρονικά, ἡ ἀνάγκη τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς συνανθρώπου. Ἀπό τὴν χρυσὴ ἐποχή τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, ἔχει καταγραφεῖ ὅτι ὁ Διογένης ὁ Κυνικός, Φιλόσοφος τοῦ 4ου αἰ. π.Χ., θέλοντας νὰ δώσει τὸ δικό του μήνυμα στὸ κλείσιμο τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς του στὴν φυλακὴ τοῦ ἀτομικισμοῦ καὶ τῆς ἰδιοτέλειας, κυκλοφοροῦσε στὴν Ἀθήνα μέσα στὸ φῶς τῆς ἡμέρας, κρατῶντας ἕνα ἀναμμένο φανάρι.
Ὅταν τὸν ρωτοῦσαν, γιατί κυκλοφορεῖ μὲ ἀναμμένο τὸ φανάρι του, ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε πὼς ἔψαχνε νὰ βρεῖ ἕναν ἄνθρωπο<<ἄνθρωπον ζητῶ>>
Λίγο ἀργότερα, ὁ Χριστός, μὲ πολλὰ μηνύματα ἀγάπης ὑπὲρ τοῦ συνανθρώπου, ἔδειχνε στὸν ἄνθρωπο ὅλων τῶν ἐποχῶν τὸν τρόπο ποὺ μπορεῖ νὰ νικήσει τὸ πάθος τοῦ ἀτομικισμοῦ καὶ νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ συνάνθρωπος.
Πώς δηλαδή, μπορεῖ νὰ καλύψει ἕναν ἀπὸ τοὺς βασικοὺς ὀντολογικοὺς σκοποὺς τῆς δημιουργίας του, ὡς ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι νὰ ἔχει ἁρμονικὴ σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν συνάνθρωπο, νὰ εἶναι γι αὐτὸν πάντοτε « ἐγγύς», «πλησίον», «συνάνθρωπος» καὶ ὄχι ἄγνωστος, ἀδιάφορος, ἀναίσθητος καὶ μακρὰν ἰστάμενος ἀπὸ τὴν ζωή του.
Ὁ Χριστός, δὲν παίρνει ἁπλῶς κάποια θεωρητικὴ θέση γιὰ τὰ ζητήματα αὐτὰ ἀλλά, μέσα ἀπὸ τὴν ἀνακαινιστικὴ ζωή της Ἐκκλησίας Του, προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα νὰ νικᾶ τὴν φθορὰ καὶ τὴν ἁμαρτία, τὴν κατάσταση, δηλαδή, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀφετηρία ὅλων τῶν διακρίσεων, τῶν ἀπομονώσεων καὶ τῶν διαιρέσεων.
Μόνο μέσα ἀπὸ μιὰ τέτοια ἀνακαίνιση μπορεῖ νὰ συμβιώνει δημιουργικὰ μὲ τὸν συνάνθρωπο.
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀπομονώνεται, κάνει ἕναν συμβιβασμὸ μὲ τὸν διάβολο, διότι, φυσικά, τὸ θέλημα ἐκείνου, ὡς διαβολέα, ἐκτελεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἐνδιαφέρεται μόνον γιὰ τὸ ἐαυτό του καὶ δὲν ἐπιτρέπει νὰ χωρέσει μέσα του κανεὶς ἄλλος, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἴδιο.
Ἔτσι γεννιέται καὶ ἀναπτύσσεται μέσα στὸν ἄνθρωπο ἡ ἰδιοτέλεια, ὡς ἀτομικισμὸς καὶ κοινωνικὴ ἀποξένωση τοῦ « ἄλλου ».
Ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὑπογραμμίζει ὅτι, κανείς, παρασυρόμενος ἀπὸ τὴν φιλαυτία του, νὰ μὴν ἐπιζητεῖ αὐτὸ ποὺ τοῦ ἀρέσει ἤ τὸν ἐξυπηρετεῖ ἀλλά, ἄς ἐπιδιώκει ὁ καθένας,τὸ καλό τοῦ ἄλλου: «μηδεὶς τὸ ἐαυτοῦ ζητήτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος» (Α΄Κορ. 10, 24).
Ὡς βασικὸς λόγος, ποὺ ὀ Ἀπόστολος δὲν θεωρεῖ σωστὸ καὶ χριστιανικὸ νὰ βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος μακρὰν τοῦ συνανθρώπου του, ἀποτελεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μποροῦν καὶ παίρνουν, ἄν θέλουν, διὰ τοῦ Χριστοῦ, τὴν υἱοθεσία τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, τὴν ἀποδοχή, δηλαδή, να εἶναι υἱοί τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ συγγενεῖς καὶ μάλιστα ἀδελφοὶ μεταξύ τους καὶ ἐπομένως, νὰ ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα: «πάντες ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3, 28).
Ὄντως, ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπου, ὡς συνανθρώπου, δὲν σταμάτησε ποτὲ ἀλλά, ἐπίσης, δὲν ἰκανοποιήθηκε ποτέ, μέσῳ τῶν διαφόρων θρησκειῶν καὶ τῶν φιλοσοφιῶν, οὔτε ὅμως, δόθηκε ποτέ, μέσῳ αὐτῶν τῶν χώρων, ἀποτελεσματικὴ λύση γιὰ τὴν κάλυψη καὶ θεραπεία αὐτοῦ τοῦ κενοῦ τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἡ μοναδικὴ ἰκανοποιητικὴ ἀπάντηση ἦλθε ἄνωθεν, μέσῳ τῆς ἐν Χριστῶ Ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, διότι μὲ αὐτὴν φανερώθηκε, ὄχι μόνο ποιὸς εἶναι ὁ τέλειος Θεὸς ἀλλά, καὶ ποιὸς εἶναι ὁ τέλειος ἄνθρωπος καὶ συνάνθρωπος, ποὺ ἔψαχνε καὶ ψάχνει νὰ βρεῖ ἡ ἀνθρωπότητα σὲ ὅλες τὶς ἐποχές.
Ὡς παράδειγμα, θυμίζουμε τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ. (Ἰω. 5, 2 – 9): Στὰ Ἱεροσόλυμα, κοντὰ στὴν προβατικὴ πύλη τοῦ τείχους, ὑπῆρχε μιὰ δεξαμενὴ νεροῦ, ἡ ὁποία εἶχε τὸ ὄνομα Βηθεσθά. Γύρω ἀπὸ αὐτὴν ὑπῆρχαν πέντε ὑπόστεγα.
Σ’ αὐτὰ τὰ ὑπόστεγα βρισκόταν ἕνα πλῆθος ἀπὸ ἀρρώστους, τυφλούς, χωλούς,ἀνθρώπους μὲ ἀκίνητο κάποιο μέλος τοῦ σώματός τους, οἱ ὁποῖοι περίμεναν νὰ κατέβει ὁ ἄγγελος, νὰ ταραχθεῖ τὸ νερὸ καὶ ο πρῶτος, ποὺ θὰ ἔμπαινε, μετὰ τὴν ἀνατάραξη τοῦ νεροῦ στὴν κολυμβήθρα, θεραπευόταν, ἀπὸ ὁποιοδήποτε νόσημα καὶ ἄν ὑπέφερε.
Ἀνάμεσα σὲ ὅλους, ὑπῆρχε καὶ ἕνας παράλυτος ὁ ὁποῖος ἔπασχε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀρρώστια τριάντα ὀκτώ χρόνια. Ὅταν τὸν εἶδε ὁ Ἰησοῦς νὰ βρίσκεται ἐκεῖ κατάκοιτος, γνωρίζοντας ὡς Παντογνώστης τὸ πρόβλημά του, τὸν ρώτησε: “θέλεις νὰ γίνεις ὑγιής;”
Καὶ ὁ παράλυτος Τοῦ ἀπάντησε: <<θέλω, Κύριε, ἀλλά, δὲν ἔχω ἄνθρωπο, ὥστε, ὅταν ταραχθεῖ τὸ νερό, νὰ μὲ βοηθήσει νὰ μπῶ στὴν κολυμβήθρα. Ἐνῶ δε ἐγὼ σύρομαι πρὸς αὐτήν, ἄλλος πρὶν ἀπὸ μένα, προλαβαίνει καὶ κατεβαίνει στὴν κολυμβήθρα καὶ θεραπεύετα>>.
Ἡ απάντηση τοῦ παραλυτικοῦ ἐκφράζει τὸν πόνο τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος εἶχε μείνει ἐντελῶς μόνος, χωρὶς νὰ ἔχει ἕναν συνάνθρωπο νὰ ἐνδιαφερθεῖ γι΄ αὐτὸν καὶ νὰ τὸν βοηθήσει.
Φανερώνει, ἐπομένως, ἕναν ἄνθρωπο ἀποκλεισμένο, ποὺ ἔνιωθε τὴν ἐγκατάλειψη τῶν συνανθρώπων του, τὸν ἀποκλεισμὸ καὶ τὸ κενὸ ποὺ κυριαρχοῦσε στὴν κοινωνικὴ ζωὴ τῆς ἐποχῆς καὶ τοῦ τόπου του, λόγῳ τοῦ ἀτομικισμοῦ, τῆς ἐλλείψεως ἀγάπης καὶ θυσίας καὶ τῆς κυριαρχίας τῆς ἰδιοτέλειας τῶν ἀνθρώπων καὶ τῆς ἐλλείψεωςς ἀγαπητικοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ τὸν συνάνθρωπο.
Οὐσιαστικὰ μὲ τὴν παραβολή, ὑπογραμμίζεται ἡ ἄρνηση τοῦ ἀνθρώπου νὰ γίνει συνάνθρωπος. Οὐδεὶς ὑγιὴς ἔδειξε, ἐπὶ τόσα χρόνια, ἐνδιαφέρον, οὐδεὶς θυσίασε τὸν χρόνο καὶ τὴν ὑπομονή του, γιὰ νὰ βρεθεῖ δίπλα του καὶ νὰ γίνει γι’ αὐτὸν συνάνθρωπος.
Κανεὶς ἐπίσης ἀπὸ τοὺς ἀρρώστους, ποὺ ἦσαν μαζί του, δὲν ὲπέδειξε ἀγάπη πρὸς αὐτόν, διότι κανεὶς δὲν τοῦ εἶπε: Ἡ περίπτωσή σου εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὴν δική μου. Μπὲς ἐσὺ τώρα κι έγὼ θὰ περιμένω νὰ πέσω ἄλλη φορά.
Ὁ καθένας φρόντιζε μόνον γιὰ τὸν ἐαυτό του.
Πράγματι εἶναι θαυμαστὴ ἡ μετριοπάθεια, μὲ τὴν ὁποία ἐκφράζει ὁ παράλυτος τὴν ἀπανθρωπιά, τὴν ἀδιαφορία καὶ τὴν ἀσυμπάθεια, τὴν ὁποία τοῦ ἔδειχναν οἱ γύρω του, χωρὶς νὰ κατακρίνει οὔτε τὸ σύστημα οὔτε κανέναν ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του.
Εἶναι φανερὸ ὅτι μπροστά στὸν Χριστό, ὁ παράλυτος δείχνει, ὅτι αἰσθάνθηκε, ἴσως γιὰ πρώτη φορά, τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ «ἄλλου», ὡς συνανθρώπου.
Καὶ τότε ὁ Ἰησοῦς ἀπαντᾶ θαυματουργικά, τόσο ὡς συνάνθρωπος ὅσο καὶ ὡς Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐλέους καὶ τοῦ λέγει: “Σήκω πάνω, πᾶρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτησε”<<ἇρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει>>
Ὡστόσο, τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε ὁ παραλυτικὸς στὸν Ἰησοῦ: «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», θὰ μποροῦσαν νὰ δώσουν σήμερα ἑκατομμύρια ἄνθρωποι, ἀναμένοντας ἀβοήθητοι, χωρὶς νὰ ὑπάρχει κάποιος, ποὺ νὰ γίνει γι’αὐτοὺς συνάνθρωπος.
Διότι ὁ Θεάνθρωπος ἦλθε μέν, πρὶν ἀπὸ 20 αἰῶνες καὶ ἀποκάλυψε τὸν ἀγαπητικὸ καὶ κοινωνικὸ τρόπο ζωῆς, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ ἀλλάξει τὴν ζωή τῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλά, δυστυχῶς, καὶ Ἐκεῖνος καὶ ἡ διδασκαλία Του, συνεχῶς ἀποβάλλονται καὶ ἐξορίζονται ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐπιλέγουν νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ ζοῦν τὴν ζωὴ τῆς δοκιμασίας τους σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὄχι ὡς συνάνθρωποι ἀλλά, ὡς ἀπάνθρωποι.
Εἶναι γεγονὸς ὅτι μπορεῖ νὰ βελτιώνονται καὶ νὰ ἐκσυγχρονίζονται οἱ συνθῆκες ζωῆς τῆς ἀνθρωπότητας, νὰ μικραίνουν ὁλοένα καὶ πιὸ πολὺ οἱ χιλιομετρικὲς ἀποστάσεις, ἀλλά, οἱ ἄνθρωποι ἐντὸς τῆς ἐσωτερικότητάς τους, ἐξακολουθοῦν νὰ αἰσθάνονται ξένοι καὶ μακρὰν μεταξύ τους, διότι ἐξακολουθοῦν νὰ μὴν ὑπακοῦν στὶς ἐντολὲς – συμβουλὲς τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστὸς ἔχει πεῖ ὅτι, μόνο τότε, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ θελήσουν νὰ προσεγγίσουν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καί, μὲ τὴν δική Του βοήθεια, θὰ προσπαθήσουν νὰ καθαριστοῦν ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη τῆς κακίας καὶ τῆς ἰδιοτέλειας καὶ νὰ ἀκολουθοῦν τὶς ἀρετὲς τῆς ἀγάπης, τῆς εἰρήνης, τῆς πίστεως, τῆς ἀγαθωσύνης, τῆς μακροθυμίας τῆς πραότητας, θὰ αἰσθανθοῦν τὴν ἀνάγκη νὰ γίνουν γιὰ τὸν «ἄλλο» συνάνθρωποι.
Ὅσο βρίσκονται μακρὰν τοῦ Θεοῦ, θὰ βρίσκονται καὶ μακρὰν τοῦ ἀνθρώπου, ἐγκλωβισμένοι στὸν ἐαυτό τους καὶ στὴν θανατερή τους κακία, δηλαδή, ἀτομικιστές, ἰδιοτελεῖς, ἀπάνθρωποι, ἀσυμπαθεῖς, ἀκοινώνητοι.
Θὰ ἔχουν μὲν ἐπικοινωνία, ἀλλά, ὄχι ἀληθινὴ κοινωνία μὲ τὸν συνάνθρωπο.