Νικόλαος Σπηλιάδης. Ο απομνημονευματογράφος με την ιστορική ματιά (Α΄ μέρος)

Γράφει ο Δρ Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης

Ο Νικόλαος Σπηλιάδης (1785-1867) έλαβε ενεργό μέρος στις πολιτικές εξελίξεις κατά τη διάρκεια του Αγώνα αλλά και μετά την απελευθέρωση και την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους. Βέβαια ο τρόπος με τον οποίο ενεργοποιήθηκε για να λάβει μέρος στον Αγώνα δεν ήταν ο προσφορότερος. Ευρισκόμενος το 1816 στην Οδησσό γνωρίστηκε με τον Νικόλαο Σκουφά και άρχισε να κατηχείται ώστε να ενταχθεί στη Φιλική Εταιρεία. Η κατήχηση δεν ολοκληρώθηκε με μύηση στη Φιλική Εταιρεία, γιατί ο Σπηλιάδης διατύπωσε ενστάσεις για την επιτυχή πραγματοποίηση των σκοπών της. Τελικά μυήθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν πλέον βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, το 1820, και διαπίστωσε μεγάλη κινητικότητα στους κόλπους της. Αμέσως μάλιστα μόλις μυήθηκε, κατέθεσε ένα μεγάλο ποσό στο ταμείο της για την επίτευξη του ιερού σκοπού της απελευθέρωσης της Ελλάδας.

Την Πρωτοχρονιά του 1821 ο Σπηλιάδης έφθασε στο Ναύπλιο για να συνεργαστεί με τον Παπαφλέσσα. Ο τελευταίος όμως αρνήθηκε οποιουδήποτε είδους συνεργασία με τον Σπηλιάδη, γεγονός που επέδρασε αρνητικά στη ψυχοσύνθεση του Πελοποννησίου. Απογοητευμένος από τη συμεπριφορά του παρορμητικού αρχιμανδρίτη ο Σπηλιάδης αποφασίζει να φύγει από την Ελλάδα και να μη συμμετάσχει στον Αγώνα. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του προς την Τεργέστη κι ενώ βρισκόταν στην Αυλώνα, μην αντέχοντας την περιφρόνηση που βίωσε στο Ναύπλιο, αποφασίζει να βάλλει τέρμα στη ζωή του και αυτοπυροβολείται. Ευτυχώς για τον ίδιο δεν σκοτώθηκε, αλλά τραυματίστηκε σοβαρά. Μετά από τρίμηνη παραμονή στην Αυλώνα και αφού πλέον είχε αποκατασταθεί η υγεία του επέστρεψε στην Πελοπόννησο (Σεπτέμβριος 1821), αποφασισμένος πλέον να συνδράμει με όλες τις δυνάμεις του στην Επανάσταση, η οποία είχε εκδηλωθεί λίγους μήνες νωρίτερα.

Από εκεί και πέρα η παρουσία του στις πολιτικές εξελίξεις υπήρξε συνεχής. Τον Ιανουάριο του 1822 διορίστηκε αρχιγραμματέας της Πελοποννησιακής Γερουσίας και δύο χρόνια αργότερα αντικατέστησε ως Γραμματέας του Εκτελεστικού τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Μετά την άφιξη του Καποδίστρια, και αφού είχε ήδη υπηρετήσει την Ελληνική Διοίκηση από διάφορες άλλες θέσεις, διορίστηκε μέλος του «Πανελληνίου», ενός συμβουλευτικού εννεαμελούς σώματος που συγκρότησε ο ίδιος ο Κυβερνήτης. Αφοσιωμένος πλήρως στον Καποδίστρια ανέλαβε γραμματέας της Επικρατείας, στις 5 Φεβρουαρίου 1829, μετά την αποχώρηση του Σπυρίδωνα Τρικούπη, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τη δολοφονία του Κυβερνήτη (Σεπτέμβριος 1831).

Με την εκλογή του Όθωνα (1832) αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική ζωή. Παρ’ όλα αυτά, το 1834, κατηγορήθηκε ότι συμμετείχε σε κίνημα κατά της Αντιβασιλείας και φυλακίστηκε στο Ναύπλιο. Αν και αθωώθηκε και αποφυλακίστηκε οι διώξεις του από το Οθωνικό καθεστώς συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια. Το 1840 κατηγορήθηκε εκ νέου ως μέλος της «Φιλορθοδόξου Εταιρείας», μιας μυστικής οργάνωσης που είχε ως στόχο αφενός την απελευθέρωση των τουρκοκρατούμενων περιοχών της Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας και αφετέρου τη στήριξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και διώχθηκε μαζί με άλλους επιφανείς αγωνιστές.

Έκτοτε δεν εμφανίστηκε ξανά ενεργά στον πολιτικό βίο της χώρας μέχρι τον θάνατό του στο Ναύπλιο, όπου ζούσε πάμφτωχος συντηρούμενος με ένα πενιχρό βοήθημα, το 1862 ή το 1867.

Ο Σπηλιάδης διακρίθηκε πέρα από τη συμμετοχή του στον πολιτικό στίβο, και ως συγγραφέας. Μετέφρασε έργα πολιτικού περιεχομένου από τα γαλλικά, όπως «Τα μυστικοσυμβούλια και οι λαοί: Από τα 1814 μέχρι σήμερον» του Μπινιόν και «Περιήγησις εν Ελλάδι» του Σατωβριάνδου. Το σημαντικότερο έργο του όμως παραμένει τα «Απομνημονεύματα διά να χρησιμεύσωσιν εις την νέαν ιστορίας της Ελλάδος» εκδιδόμενα σε πέντε τόμους (1851-1857).

Τα «Απομνημονεύματά» του είναι αφιερώμενα στην ελληνική νεολαία. Κατά τον απομνημονευματογράφο αυτό είναι το τελευταίο χρέος που έχει να επιτελέσει απέναντι στην πατρίδα του. Σκοπός της συγγραφής του είναι να γνωρίσουν οι νέοι Έλληνες τα δεινά που υπέστησαν οι πατέρες τους μέχρι να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό και να απελευθερώσουν την «ωραίαν Ελλάδα» από τη δουλεία, στην οποία την οδήγησε η διχόνοια των προγόνων τους. Να καταλάβουν ότι ο Αγώνας του 1821 είχε ως αποτέλεσμα να αποκτήσουν «ό, τι ιερώτερον, τιμιώτερον, προσφιλέστερον εις το σύμπαν.» Απέκτησαν τη μητέρα τους Ελλάδα ελεύθερη πλέον, «την γενέτειραν των μεγάλων ανδρών», «την μητέραν των ημιθέων και των ηρώων» και «την εστίαν των Μουσών και των Χαρίτων», όπως τη χαρακτηρίζει.

Συνεχίζει δε την αφιέρωση του προς την ελληνική νεολαία με την επισήμανση του πόσο σημαντικό γεγονός είναι η σύσταση και δημιουργία ανεξάρτητου κράτους: «Σεις αποτελείτε έθνος και βασίλειον χριστεπώνυμον ελληνικόν, και έχετε νόμους ελληνικούς, και Κυβέρνησιν ελληνικήν, και όνομα όχι πλέον Ρωμαίων αλλ’ Ελλήνων, και σημαίαν του σταυρού ελληνικήν, και στόλον ελληνικόν, και νόμισμα ελληνικόν, και παντα όσα και τ’ άλλα αυτόνομα και ανεξάρτητα έθνη έχουσιν, και απολαύετε όλων των δικαίων όσα ο Θεός εχάρισεν εις το κατ’ εικόνα αυτού και ομοίωσιν, εις το λογικόν ον.» Βαθιά πολιτική ύπαρξη ο Έλληνας αγωνιστής και πολιτικός αντιλήφθηκε τη σημασία δημιουργίας ευνομούμενου κράτους ως μοναδικής προϋπόθεσης για τη διατήρηση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας του ελληνικού έθνους και για τη διασφάλιση των απαραίτητων συνθηκών προόδου και ευημερίας της ελληνικής κοινωνίας.

Οι παραπάνω κατακτήσεις καθιστούν, κατά τον Σπηλιάδη, υπεύθυνη τη φέρελπι νεολαία της Ελλάδος για τη διαχείρισή τους στο μέλλον, ώστε να αποτελέσουν αυτές οι κατακτήσεις εφαλτήριο για την ανάπτυξη της Ελλάδας και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής της ελληνικής κοινωνίας: «εις Σας ανήκει μάλιστα να πληρώσετε τον μέγαν του έθνους προορισμόν, και να καταστήσετε το ελληνικόν όνομα ενδοξότερον και λαμπρότερον εκείνου των όντως λαμπρών και ενδόξων προγόνων.» Άλλωστε υπάρχουν πλέον χωρίς προσκόμματα, όλες εκείνες οι απαραίτητες συνθήκες που δεν είχαν την τύχη να βιώσουν όπως έπρεπε σε ελεύθερους ανθρώπους, οι προηγούμενες γενιές. Η ελληνική πολιτιστική κληρονομιά, δηλαδή, την οποία μπορούν ανεμπόδιστα, τώρα και στο εξής, να αξιοποιήσουν, τα κατορθώματα των πατέρων τους και η ιστορική κληρονομιά, που αποτελεί πολύτιμο σύμβουλο και οδηγό τους στην πορεία που θα χαράξουν για τη χώρα μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι: «Προς τούτο έχετε πάντα τα προάγοντα επί το κρείττον και τελειότερον τα έθνη· αι Μούσαι θα είναι ασφαλείς οδηγοί σας εις τα μεγάλα, και αι πράξεις των τε παλαιών και των νεωτέρων Ελλήνων θα είναι ειλικρινείς σύμβουλοί σας.»

Με αυτές τις σκέψεις καταλήγει ο Σπηλιάδης την αφιέρωση των «Απομνημονευμάτων» του προς τους νέους της Ελλάδας, στην οποία διαφαίνεται έντονα η αγωνία του για την τύχη της απελευθερωμένης πατρίδας και συνάμα η ελπίδα ότι οι νέοι βλαστοί θα αποδειχθούν αντάξιοι συνεχιστές των πατέρων τους όχι απλά διατηρώντας αλλά επαυξάνοντας τα όσα αυτοί τους παρέδοσαν με θυσίες και αίμα.

Ας παρακολουθήσουμε όμως, μέσα από τα ‘‘Απομνημονεύματα’’ την κατάσταση στην Τριπολιτσά λίγο πριν την άλωσή της από τους Έλληνες.

Βρισκόμαστε στον πρώτο μήνα της Επανάστασης. Το ηθικό των Ελλήνων, τελειώνοντας ο Μάρτιος είχε καταπέσει μετά την πρόσκαιρη επιτυχία των Τούρκων της Τριπολιτσάς να διασκορπίσουν κάπως τον πρώτο σχηματισμένο ελληνικό στρατό και να ελευθερώσουν τους ντόπιους Τούρκους της Καρύταινας. Μπροστά στον διαφαινόμενο κίνδυνο να καταπνιγεί η Επανάσταση προτού ακόμη αρχίσει, ο Κολοκοτρώνης επέβαλε την άποψη πως έπρεπε να καταληφθεί άμεσα η Τριπολιτσά, όπου βρισκόταν συγκεντρωμένη η κύρια δύναμη των Τούρκων, ώστε να μπορέσουν στη συνέχεια απερίσπαστοι να πολιορκήσουν τα υπόλοιπα τουρκικά φρούρια της Πελοποννήσου. Αλλά, όπως σημειώνει ο Σπηλιάδης, ο Κολοκοτρώνης «δεν ηκούσθη» (σ. 78) και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί αποφάσισαν πως έπρεπε να κινηθούν προς το Λεοντάρι.

larissanet